Αγορά

Θεσσαλονίκη: Πληθαίνουν τα κλειστά καταστήματα – Τι οδήγησε στην ερήμωση εμπορικών δρόμων

Η "κραυγή αγωνίας" και ο καθημερινός αγώνας επιβίωσης των καταστηματαρχών, στις εμπορικότερες γειτονιές της πόλης.

Ιωάννα Μπαντή
θεσσαλονίκη-πληθαίνουν-τα-κλειστά-κα-1204571
Ιωάννα Μπαντή

Περπατώντας στους κεντρικότερους δρόμους της αγοράς της Θεσσαλονίκης (Εγνατία, Καπάνι, Τσιμισκή), θα παρατηρήσεις πως ένα στα τρία καταστήματα έχει κλείσει.

Εκεί που κάποτε δέσποζαν αστραφτερές και καλογυαλισμένες βιτρίνες, πλέον αντικρίζεις κακόγουστα γκράφιτι επάνω στα κατεβασμένα ρολά και σκονισμένες πινακίδες, με ορισμένα γράμματα να λείπουν από τη θέση τους, καθιστώντας ασαφή την επωνυμία του μαγαζιού που υπήρχε κάποτε εκεί.

Ειδικά, όταν πρωτοξεκίνησαν οι εργασίες και οι εκσκαφές για το «πολυαναμενόμενο» Μετρό, ένα μεγάλο τμήμα της Εγνατίας και Βενιζέλου “φυλακίστηκε”, πίσω από σκαλωσιές και γερανούς. Σαν να μην έφτανε αυτό, αλλεπάλληλα κύματα οικονομικής κρίσης διαδέχτηκαν το ένα το άλλο, οδηγώντας πληθώρα επιχειρήσεων να βάλουν λουκέτο και τις οδούς που κάποτε “βούλιαζαν” από επιχειρηματική κίνηση, πλέον να θυμίζουν μια φτηνή τους απομίμηση.

Συνομιλώντας με καταστηματάρχες στην Εγνατία, στην Τσιμισκή και στο Καπάνι, για όλα όσα χρειάστηκε και χρειάζεται να αντιμετωπίζουν στην “αρένα” της αγοράς, η αγωνία τους ήταν παραπάνω από εμφανής. Υπήρχε η αίσθηση πως “κουνούσαν το μαντήλι” στις ένδοξες εποχές της αγοράς, με πόνο καρδιάς για τα μαγαζιά που έχτισαν οι ίδιοι ή οι οικογένειές τους, αλλά και τη δουλειά και αφοσίωση δεκαετιών.

« Όλη η “πτώση” της Εγνατίας ξεκίνησε από τη διάσπαση της Γιουγκοσλαβίας, τη δεκαετία του ’90. Πριν από αυτό, όλη η Θεσσαλονίκη και η Βόρεια Ελλάδα, άνθιζε!», δήλωσε ένας καταστηματάρχης τρίτης γενιάς στην Εγνατία, με ένα από τα γνωστότερα εμπορικά μαγαζιά ένδυσης του δρόμου.

Η Εγνατία στο ύψος της Βενιζέλου το 1950 (αρχείο Γιώργου Κωτσίδη).
(Η Εγνατία στο ύψος της Βενιζέλου το 1950 (αρχείο Γιώργου Κωτσίδη).

Κύριο παράγοντα υποβάθμισης της περιοχής, κρίνει και την αλλαγή “ποιότητας”, πελατών και περαστικών. “Παρατηρείται έλλειψη παιδείας.” Κάποτε έρχονταν εδώ κιμπάρηδες άνθρωποι, με οικονομική ευχέρεια και είχαν την δυνατότητα να ξοδέψουν. Πλέον, υπάρχει μεγαλύτερη κίνηση στην Τσιμισκή, η οποία τα παλαιότερα χρόνια προσφέρονταν αποκλειστικά για την αστική τάξη. Η Εγνατία ήταν για τις πιο λαϊκές οικογένειες, για όσους έρχονταν από τη επαρχία“.

Η αγορά είναι ένας ζωντανός οργανισμός και υπάρχουν αλυσιδωτές αντιδράσεις. Ο ίδιος, πιστεύει πως η παρακμή της Εγνατίας οφείλεται, τόσο στην εναλλαγή της δυναμικής στους δρόμους του κέντρου, όσο και στην έλευση πολυεθνικών και μεγάλων εταιρειών σούπερ μαρκετ, τα οποία οδηγούν, με τη σειρά τους, στην τρομακτική μείωση του τζίρου των μικρών μαγαζιών.

Οι πολυεθνικές έχουν “τραβήξει” το μεγαλύτερο μέρος της πελατείας και είναι σε κάθε γειτονιά. Δεν θα έρθει κανείς στο κέντρο να ψωνίσει, όταν το ίδιο πράγμα μπορεί να το βρει κάτω από το σπίτι του“, ανέφερε. “Οι περισσότεροι έκλεισαν τα μαγαζιά τους την περίοδο 2010-2015, ως αποτέλεσμα της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα, αλλά σημαντικό “χτύπημα”, ήταν και αυτό της πανδημίας.

“Εκείνη την περίοδο, όσοι είχαν αντέξει τα προηγούμενα χρόνια, κατέρρευσαν. Οι υποχρεώσεις που πρέπει να καλυφθούν, επίσης, είναι πολλές :”Πρέπει πρώτα να πληρώσεις προμηθευτές, προσωπικό, λογαριασμούς και μετά αν περισσέψει κάτι και για σένα, θα είσαι τυχερός”, εκμυστηρεύτηκε.

Κλειστά καταστήματα, Θεσσαλονίκη

Κλειστά καταστήματα, Θεσσαλονίκη

(εικόνες: Γιώργος Νιάκας)

Ο ίδιος ,ωστόσο, δείχνει να αντέχει τις αλλαγές της αγοράς και δεν αποθαρρύνεται. Γνωρίζει άριστα την δουλειά που πέρασε από τον παππού του στον πατέρα του και έπειτα στον ίδιο, με τον πρώτο να ανοίγει το κατάστημα σχεδόν έναν αιώνα πριν, το 1928.

Κλειστά καταστήματα, Θεσσαλονίκη

Η αποθαρρυντική εικόνα, συνεχίζεται και στο εμπορικό κέντρο “Πλατεία”. Το πρώτο εμπορικό mall της πόλης, που εγκαινιάστηκε το 1998, με τα πολυποίκιλα καταστήματα, σούπερ μαρκετ, καφετέριες, κινηματογράφο και δεκάδες κόσμου στους ορόφους του, πλέον θυμίζει “φάντασμα”.

Ο κ. Ταξόπουλος, υπεύθυνος στη Διαχείριση του Εμπορικού Πλατεία, είχε αναλύσει στην Parallaxi πριν μερικούς μήνες, τους λόγους για την μειωμένη επισκεψιμότητα τα τελευταία χρόνια:

«Η κρίση του εμπορικού ξεκίνησε από την πανδημία και το κλείσιμο των καταστημάτων. Οι επιχειρήσεις δεν αποζημιώθηκαν για να μπορέσουν να αντέξουν αργότερα και αυτό δημιούργησε διάφορα προβλήματα, όπως την μετακίνηση πολλών καταστημάτων ή το κλείσιμό τους. Ο κινηματογράφος ήταν για πολύ καιρό κλειστός και φέτος άρχισε να ξαναλειτουργεί όπως παλιά.

Παράλληλα, έκλεισε και το γυμναστήριο το οποίο βρισκόταν στον χώρο, καθώς και εκείνο είχε τα προβλήματά του. Όλα αυτά δημιούργησαν μια κρίση και την πτώση της επισκεψιμότητας στο Εμπορικό Πλατεία. Δεν εισήλθαν νέες επιχειρήσεις, όσο και αν γίνονται προσπάθειες να προωθήσουμε τον χώρο. Σε κάθε περίπτωση, αν δεν έρθουν να επενδύσουν στα ακίνητα του χώρου για να πούμε με σιγουριά ότι αναβαθμίζουμε την εμπορικότητά του, δεν θα μπορέσει να ανέβει η επισκεψιμότητα σε μεγαλύτερα επίπεδα από τα σημερινά”.

(εικόνες : Ευθύμης Βλάχος)

 “Η Πλατεία είναι νεκρωμένη“, δήλωσε μια υπάλληλος, η οποία εργάζεται εκεί εδώ και 20 χρόνια, σε ένα από τα εναπομείναντα εμπορικά μαγαζιά της Πλατείας. “Έξω στην Τσιμισκή μπορεί να γίνεται χαμός και εδώ να μην υπάρχει ίχνος κίνησης, είναι αντιφατικό. Έρχονται μόνο όσοι μας ξέρουν από παλιά”.

Η εικόνα ήταν όντως αποκαρδιωτική : Τέσσερα ανοιχτά καταστήματα στο ισόγειο της Πλατείας, δύο -τρεις παρέες συνταξιούχων να πίνουν το πρωινό καφεδάκι τους και ορισμένοι κατευθυνόμενοι προς τους ορόφους με τα γραφεία και τις πρεσβείες, ήταν η μοναδική κίνηση που θα παρατηρούσες.

Θα έπρεπε να υπάρχει ένα “ταβάνι” στα ενοίκια και στη φορολογία, για να μπορεί ο επιχειρηματίας να ανταποκριθεί. Όταν ένα μαγαζί έχει, βέβαια, τζίρο αυτά τα αντιμετωπίζει, αλλά είναι πολύ πεσμένη η κινητικότητα και μετά βίας επιβιώνουμε”, ανέφερε απογοητευμένη η υπάλληλος.

Βγαίνοντας στην Τσιμισκή, αντιλαμβάνεται κανείς την μεγάλη αντίφαση που εντόπισε και η υπάλληλος στην Πλατεία. Πλήθος  κόσμου στα πεζοδρόμια και στα καταστήματα, περιπλανούνται στον κεντρικότερο εμπορικό δρόμο της Θεσσαλονίκης, έχοντας βγει σε “αγώνα” ξοδέματος.

(Εικόνα: Ελπίδα Νικολαΐδου)

Μερικοί κρατούν στο χέρι τον καφέ τους, άλλοι σακούλες από διάσημα brand , ενώ ορισμένοι αρκούνται στο να κρατούν το χέρι του συντρόφου ή των παιδιών τους. Μήπως όμως, η κίνηση στην οδό Τσιμισκή δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια “βιτρίνα”;. Πόσοι είναι αυτοί που στην πραγματικότητα ψωνίζουν και μάλιστα από μικρές επιχειρήσεις και όχι από “μεγαλοκαρχαρίες” του παγκόσμιου εμπορίου;

Συνομιλώντας με μια κοπέλα που διατηρεί, μαζί με τη μητέρα της , ένα κατάστημα με καλλυντικά, αξεσουάρ και προϊόντα καλλωπισμού, έγινε ευκρινέστερη η εικόνα μου για την αγορά της Τσιμισκή.

” Όταν άνοιξε το μαγαζί, προ δεκαετίας, τα πρώτα δύο χρόνια, γινόταν κοσμοσυρροή, δεν προλαβαίναμε! Πλέον, δεν ευνοεί ούτε να έχεις προσωπικό. Εδώ δουλεύω μόνο εγώ με τη μητέρα μου και είμαστε ικανοποιημένες με την εξυπηρέτηση που προσφέρουμε”. Κι η ίδια έχει αντιληφθεί πως ο επικινδυνότερος εχθρός τους, είναι οι πολυεθνικές εταιρείες και πως αποσπούν μεγάλο μέρος της πελατείας τους. Στην Τσιμισκή, ωστόσο, το μεγάλο “στοίχημα , που βάζουν οι ιδιοκτήτες με τον ίδιο τους τον εαυτό, είναι αν θα μπορέσουν να καταβάλλουν το θηριώδες μηνιαίο ποσό ενοικίου. ” Τα ενοίκια εδώ δεν πέφτουν κάτω από 10.000“, δήλωσε η κοπέλα.

Οι ρυθμοί στην αγορά εναλλάσσονται τόσο γρήγορα, που συχνά οι καταστηματάρχες χρειάζεται να βρίσκουν καινοτόμες ιδέες για να συμβαδίζουν με την εποχή. “Χρειάζεται συνεχώς να εξελίσσεσαι στους ρυθμούς της αγοράς. Προσπαθούμε για προώθηση και διαφήμιση των προϊόντων μας στα social media, αλλά και στο e-shop μας, γιατί κατανοούμε πως οι καιροί έχουν αλλάξει και το ίντερνετ είναι ο αμεσότερος και αποτελεσματικότερος τρόπος για να προωθήσεις το κατάστημά σου”.

“Σημαντική κρίνεται και η επαφή με τους πελάτες”, δήλωσε. “Εμείς προσπαθούμε να έχουμε ειλικρινή σχέση με τις πελάτισσές μας, πράγμα που θεωρώ πως το έχουμε καταφέρει. Ένας λόγος που δεν έχει μειωθεί δραστικά η πελατεία στο δικό μας κατάστημα, είναι πως έχουμε αναπτύξει σχέσεις χρόνων με τον κόσμο που αγοράζει από εμάς και μας εμπιστεύεται”.

Άλλος ένας παράγοντας που έχει βάλει λουκέτο σε πολλά εμπορικά μαγαζιά, στην περιοχή του κέντρου, αλλά και της Τσιμισκή, κρίνεται και η αβάσταχτη ομοιογένεια της αγοράς.” Σπάνια εντοπίζεται κάτι ενδιαφέρον και διαφορετικό στα μαγαζιά. Όλοι λίγο-πολύ, πουλάνε τα ίδια προϊόντα και ο καταναλωτής έχει κουραστεί. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, να μην αντέχουν τον ανταγωνισμό και να κλείνουν τα πιο “αδύναμα” καταστήματα”, πρόσθεσε.”

Ένας άλλος παράγοντας που οδηγεί στο απρόσμενο κλείσιμο, ειδικά νεοσύστατων εμπορικών επιχειρήσεων, είναι η χαμηλή ικανότητα διαχείρισης της επιχειρηματικότητας, αλλά και η άγνοια που έχουν μερικοί για αυτό που πουλάνε. “Δεν αρκεί να έχεις το κεφάλαιο για να ανοίξεις μια επιχείρηση. Χρειάζεται να έχεις γνώση του προϊόντος που πουλάς και να έχεις βαθιά αγάπη για αυτό. Όταν δεν ανταποκρίνονται σε αυτές τις καίριες απαιτήσεις, δεν μένουν ανοιχτοί για καιρό και κλείνουν πριν καν το καταλάβεις. Είναι λυπηρό και αγχωτικό να γίνεσαι μάρτυρας αυτής την κατάστασης, αλλά δεν μπορείς παρά να προσπαθείς για το καλύτερο, για το δικό σου μαγαζί”, συνέχισε.

(Black Friday, Θεσσαλονίκη, 26 Νοεμβρίου 2021.)
(εικόνα: SOOC/ Κωνσταντίνος Τσακαλίδης)

Στην κουβέντα μας, αναφέρθηκε και το ζήτημα της αποξένωσης που έχει επέλθει μεταξύ των επιχειρηματιών και οι “παγωμένες” διαπροσωπικές τους σχέσεις. “Εάν δεν προσεγγίσω εγώ τα διπλανά καταστήματα για κουβέντα, δύσκολα θα με προσεγγίσουν εκείνοι. Αντιλαμβάνομαι τον ανταγωνισμό και τις συνθήκες της αγοράς, αλλά όλοι μοιραζόμαστε τον ίδιο δρόμο για τις επιχειρήσεις μας και είναι καλό να συντηρούμε καλές σχέσεις”, δήλωσε.

Σειρά είχε το ιστορικό “Καπάνι” ή “Αγορά Βλάλη“. Μια από τις παραδοσιακότερες αγορές της Θεσσαλονίκης, το απόλυτο εμπορικό παζάρι του κέντρου, δεν έμεινε στο απυρόβλητο. Μαγαζιά στα οποία έβρισκες από χειροποίητα έπιπλα και διακοσμητικά σπιτιού και προϊόντα ένδυσης , μέχρι φρέσκα φρούτα, λαχανικά, ψάρια, κρέατα και μπαχαρικά, έχουν πλέον ερημώσει.

(εικόνες :Μυρτώ Τούλα)

Στην οδό Μενεξέ, κρίθηκε αναγκαία μια στάση, αλλά και μια κουβέντα με τον ιδιοκτήτη ενός ανθοπωλείου, που βρίσκεται εκεί για πάνω από 40 χρόνια. Η αγάπη για το μαγαζί του ήταν ευδιάκριτη στη ματιά του. Σχεδόν τόσο ευδιάκριτη όσο και η στενοχώρια του για το “μαράζωμα” της Αγοράς Βλάλη.

“Τα μαγαζιά ξεκίνησαν να κλείνουν το ένα μετά το άλλο, πριν από περίπου δέκα χρόνια. Εδώ, από τα τέλη του ’80, μέχρι τα μέσα του 2000, χρειαζόσουν μέσο για να νοικιάσεις ένα μαγαζί“, δήλωσε. Εμφανώς απογοητευμένος με την σημερινή κατάσταση της αγοράς Καπάνι, έθιξε και την πολιτική ευθύνη , αλλά και τις ανορθόδοξες τακτικές του Δήμου Θεσσαλονίκης.

“Υποτίθεται πως γίνονται ανακαινίσεις στην περιοχή, προκειμένου να φέρουν εις πέρας το πλάνο της ανάπλασης της αγοράς, αλλά καθυστερούν πάρα πολύ. Σχεδόν 4 χρόνια κλείνουμε από όταν ξεκίνησαν τα έργα. Σε οποιαδήποτε χώρα του εξωτερικού, ένα τέτοιο έργο θα είχε ολοκληρωθεί σε λιγότερο από έξι μήνες”, κατήγγειλε.

Στη συνέχεια, έθιξε και το ζήτημα της καθαριότητας. “Δεν υπάρχει τακτική ούτε στον τρόπο που καθαρίζεται η περιοχή. Να φανταστείτε, πρώτα ρίχνουν νερά και μετά σκουπίζουν. Πως θα προσεγγίσουμε κόσμο στην αγορά όταν δεν τηρούνται σωστά, ούτε τα μέτρα καθαριότητας;”

“Η αγορά είναι το στολίδι μιας πόλης και πρέπει να προστατεύεται”, τόνισε.

Στον ίδιο δρόμο, ανηφορίζοντας προς την Εγνατία, έγινε μια τελευταία στάση σε ένα κατάστημα με προϊόντα ένδυσης. Όσα είχε να μου πει ο ιδιοκτήτης, δεν διέφεραν και πολύ από όσα άκουσα νωρίτερα. “Η αγορά πλήττεται και βάλλεται από παντού. Πλέον, κάθε περιοχή έχει ότι μπορείς να σκεφτείς. Γιατί να έρθει κάποιος να ψωνίσει πλέον στο Καπάνι, όταν πολυεθνικές του προσφέρουν τα πάντα, στη γειτονιά του;”, διερωτήθηκε.

“Επίσης, οι εργασίες που γίνονται σε ακανόνιστες ώρες, προκαλούν προβλήματα στους καταστηματάρχες. Δεν είναι εικόνα αυτή“.

“Η περατζάδα έχει αλλάξει και η ποιότητα του κόσμου που κυκλοφορεί έχει πέσει κατακόρυφα . Το κέντρο έχει γίνει άκεντρο“, αποκρίθηκε. Κι ο ίδιος με ένα συγκαταβατικό χαμόγελο όμως έδειξε πόσο πολύ σέβεται και πονά το μαγαζί και την αγορά στο Καπάνι. Θυμήθηκε τα χρόνια που διατηρούσε κατάστημα στην παλιά Αγορά Μοδιάνο: “Εκείνες τις ένδοξες εποχές δεν θα τις ξαναζήσουμε, όλη η αγορά ήταν φίσκα”, δήλωσε.

Ένα καίριο πρόβλημα, το οποίο εξέφρασαν οι περισσότεροι καταστηματάρχες, είναι η απουσία επαρκών σημείων στάθμευσης, στην περιοχή του κέντρου. ” Όταν δεν μπορείς να παρκάρεις στην περιοχή και να περιηγηθείς στην αγορά της, δεν θα μπεις στη διαδικασία να ταλαιπωρηθείς και να ρισκάρεις με μια κλήση ή αφαίρεση πινακίδων”, ανέφερε. Θα προτιμήσεις να βρεις το κοντινότερο εμπορικό ή σούπερ μαρκετ στην περιοχή σου και να δώσεις εκεί τα χρήματά σου”.

Δεν έχουν πλέον δύναμη οι επαγγελματίες“, εξομολογήθηκε.

Η τελική επίγευση ήταν πικρή. Έχοντας συνομιλήσει με καταστηματάρχες και υπαλλήλους και έχοντας ακούσει τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν και τις αγωνίες τους, προκύπτει το εξής ερώτημα: Υπάρχει δρόμος επιστροφής, στις ένδοξες εποχές για το εμπόριο στη Θεσσαλονίκη ή πρέπει να αποδεχτούμε πως το μέλλον προβλέπεται αβέβαιο ή και επίφοβο;

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα