Εφηβική βία: Τι πρέπει να κάνουν οι γονείς για να προλάβουν και να αντιμετωπίσουν το φαινόμενο
Οι παράγοντες που ενισχύουν τα βίαια περιστατικά, οι στρατηγικές πρόληψης και αντιμετώπισης και το νόημα της τιμωρίας
Μια δεκατετράχρονη ξυλοκοπήθηκε στη Γλυφάδα από συμμαθήτριές της. Έφηβοι τραυματίστηκαν από μαχαίρι που κρατούσε συμμαθητής τους, έξω από το 1ο ΕΠΑΛ Λαυρίου.
Στην Αλεξανδρούπολη, πατέρας κατήγγειλε το βιασμό του 5χρονου γιου του από συνομηλίκους του. Την ίδια ώρα, στη Θεσσαλονίκη, ανήλικος κρατήθηκε «όμηρος» στις τουαλέτες του σχολείου του από συμμαθητές του.
Παιδιά οργανώνουν «ραντεβού» για ξύλο μέσω ομάδων στα social media, ενώ δεκαπεντάχρονοι που βρίσκονταν σε σχολική εκδρομή, έστειλαν στο νοσοκομείο με σπασμένα δόντια και σοβαρά τραύματα στο πρόσωπο, συνομήλικό τους.
Δεν έχει περάσει καν ολόκληρος μήνας από την ώρα που χτύπησε το πρώτο σχολικό κουδούνι για φέτος και περιστατικά βίας μεταξύ ανηλίκων καταγγέλλονται ανελλιπώς, προμηνύοντας μια νέα, τρομακτική κανονικότητα για τους εφήβους.
«Το ζήτημα της βίας στους ανήλικους δεν είναι αποτέλεσμα ενός μόνο παράγοντα, αλλά συνδυασμός πολλών, όπως η οικογένεια, η κοινωνία, το σχολείο, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και η ψυχολογική ευημερία των νέων. Για να αντιμετωπιστεί αυτό το πρόβλημα, απαιτείται μια ολιστική προσέγγιση που περιλαμβάνει την ενίσχυση της οικογένειας, τη δημιουργία θετικών προτύπων, την ενίσχυση των υποστηρικτικών δομών στο σχολείο και την παροχή διεξόδων για τα παιδιά, ώστε να εκτονώσουν δημιουργικά την ενέργειά τους», αναφέρει στην Parallaxi η ψυχολόγος Δέσποινα Δριβάκου.
«Kαλά, αυτά τα παιδιά γονείς δεν έχουν;»· Είναι η πρώτη απορία που μηχανικά έρχεται στο νου, στο άκουσμα της ωμής βαναυσότητας που εκτείνεται πάνω από τα παιδιά. Και δικαιολογημένα μεν, καθώς η ευθύνη της επίβλεψης, της επιτήρησης και της προφύλαξης των νέων, όπως και η καθοδήγηση και η διαπαιδαγώγησή τους, σύμφωνα με τους κανόνες της κοινωνικής συμπεριφοράς, βαραίνουν πρωταρχικά τους γονείς και κηδεμόνες των ίδιων.
«Ο ρόλος των γονιών στην έξαρση της βίας των ανηλίκων είναι καθοριστικός, καθώς η οικογένεια αποτελεί το πρώτο και σημαντικότερο πλαίσιο κοινωνικοποίησης ενός παιδιού. Οι γονείς έχουν σημαντική επιρροή στη διαμόρφωση των αξιών, των συμπεριφορών και της ψυχολογικής κατάστασης των παιδιών τους. Αναλυτικότερα, κάποιοι από τους παράγοντες που μπορεί να σχετίζονται με την αύξηση της βίας στους ανήλικους και συνδέονται με τους γονείς, είναι η έλλειψη επικοινωνίας και συναισθηματικής υποστήριξης. Όταν τα παιδιά δεν αισθάνονται ότι λαμβάνουν συναισθηματική στήριξη από τους γονείς τους ή δεν έχουν ανοιχτή επικοινωνία, μπορεί να εκδηλώσουν επιθετικές συμπεριφορές ως μέσο διαχείρισης του άγχους και των δυσκολιών τους», εξηγεί η κ.Δριβάκου.
Όπως προσθέτει στη συνέχεια, «η απουσία ορίων και κανόνων, από τους γονείς μπορεί να οδηγήσει τα παιδιά σε απείθαρχη συμπεριφορά, αυξάνοντας την πιθανότητα επιθετικότητας. Η βία μέσα στην οικογένεια δίνει αυξημένη πιθανότητα τα παιδιά αυτά να αναπτύξουν βίαιες συμπεριφορές, καθώς μπορεί να φαντάζει για τα ίδια ως “φυσιολογικός” τρόπος επίλυσης συγκρούσεων. Από την άλλη, η έλλειψη γονικής επίβλεψης της καθημερινής δραστηριότητας των παιδιών, συμπεριλαμβανομένων των επαφών τους με συνομηλίκους και του χρόνου που περνούν στα κοινωνικά μέσα δικτύωσης, μπορεί να οδηγήσει στην υιοθέτηση επιβλαβών προτύπων και στη συμμετοχή σε βίαιες πράξεις. Παράλληλα, οι γονείς που ασκούν υπερβολική πίεση στα παιδιά τους για να επιτύχουν ακαδημαϊκά ή σε άλλες δραστηριότητες, χωρίς να δίνουν σημασία στη συναισθηματική ευημερία τους, μπορεί να προκαλέσουν συναισθηματικό άγχος και επιθετικότητα».
Η κ.Δριβάκου συμπληρώνει πως άλλοι λόγοι που ενδεχομένως επηρεάζουν την έξαρση της βίας μεταξύ των ανηλίκων εντοπίζονται σε διαλυμένες ή προβληματικές οικογενειακές σχέσεις, στην έλλειψη ορίων και την υπερβολική ελευθερία, στις επιρροές από συνομηλίκους τους και την κοινωνική πίεση και στην επιρροή που ασκούν τα ΜΜΕ και τα κοινωνικά δίκτυα.
«Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι γονείς αποτυγχάνουν να θέσουν σαφή και υγιή όρια στη συμπεριφορά των παιδιών τους. Αυτό μπορεί να τα οδηγήσει σε επιθετική και παραβατική συμπεριφορά, καθώς δεν έχουν μάθει να ελέγχουν τις παρορμήσεις τους. Η υπερβολική ελευθερία, χωρίς την απαραίτητη καθοδήγηση, μπορεί να κάνει τα παιδιά πιο ευάλωτα στην υιοθέτηση επιθετικών προτύπων συμπεριφοράς», υποστηρίζει η ψυχολόγος σημειώνοντας έπειτα:
«Η πίεση από συνομηλίκους παίζει σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της συμπεριφοράς των ανήλικων. Παιδιά που επιθυμούν να ανήκουν σε μια ομάδα μπορεί να υιοθετήσουν βίαιες ή αντικοινωνικές συμπεριφορές για να κερδίσουν αποδοχή ή κύρος. Συχνά οι νέοι εκτίθενται σε επιθετικά ή παραβατικά πρότυπα συμπεριφοράς μέσω της συναναστροφής με άλλους που είναι πιο ευάλωτοι ή επιρρεπείς στη βία».
Παράλληλα, «η συνεχής έκθεση σε βία μέσω της τηλεόρασης, των ταινιών, των βιντεοπαιχνιδιών και των κοινωνικών δικτύων μπορεί να “κανονικοποιήσει” τη βίαιη συμπεριφορά στα μάτια των νέων. Αυτή η αποστασιοποίηση από την πραγματική βία μειώνει την ενσυναίσθηση και αυξάνει την ανεκτικότητα στη χρήση βίας. Επίσης, το cyberbullying (διαδικτυακός εκφοβισμός) είναι ένα αυξανόμενο φαινόμενο που μπορεί να οδηγήσει σε επιθετικές αντιδράσεις και κλιμάκωση της βίας τόσο στον ψηφιακό όσο και στον φυσικό κόσμο».
Πολλές φορές, σύμφωνα με την κ.Δριβάκου, η έλλειψη σωστού προτύπου από την κοινωνία, καθώς και ψυχολογικές και συναισθηματικές δυσκολίες που μπορεί να αντιμετωπίζει το παιδί, λειτουργούν καθοριστικά στην ενίσχυση των βίαιων περιστατικών.
«Πολλά παιδιά και έφηβοι που συμμετέχουν σε βίαια περιστατικά μπορεί να βιώνουν έντονα συναισθηματικά προβλήματα, όπως θυμό, κατάθλιψη, άγχος ή ακόμη και τραύμα από προηγούμενες εμπειρίες. Αυτά τα ψυχολογικά ζητήματα μπορούν να οδηγήσουν σε αδυναμία διαχείρισης των συναισθημάτων τους, με αποτέλεσμα την επιθετική συμπεριφορά. Η απουσία κατάλληλης ψυχολογικής υποστήριξης ή η έλλειψη κατανόησης αυτών των προβλημάτων από το περιβάλλον».
Όσον αφορά την πρόληψη της βίας στους ανηλίκους, η ψυχολόγος προτείνει τη συγκρότηση ενός ασφαλούς, υποστηρικτικού και συναισθηματικά σταθερού περιβάλλοντος για τα παιδιά, ώστε οι γονείς να μπορούν να ασκούν εποικοδομητική πειθαρχία και να λειτουργούν ως πρότυπα υγιούς συμπεριφοράς. «Ένας γονέας μπορεί να παίξει καθοριστικό ρόλο στην πρόληψη της εμπλοκής του παιδιού του σε βίαιες επιθέσεις, ακολουθώντας μερικές βασικές αρχές και πρακτικές. Η πρόληψη απαιτεί συνεχή εμπλοκή, επικοινωνία και κατανόηση των αναγκών του παιδιού».
Η κ.Δριβάκου απαριθμεί ορισμένες στρατηγικές που μπορούν να βοηθήσουν, οι οποίες περιλαμβάνουν, σε αρχικό στάδιο, τη δημιουργία ισχυρού δεσμού και ανοιχτής επικοινωνίας. «Ένας γονέας πρέπει να οικοδομεί ισχυρή σχέση εμπιστοσύνης με το παιδί του, προσφέροντας έναν ασφαλή χώρο για να εκφράσει τα συναισθήματα, τις ανησυχίες και τους προβληματισμούς του. Η ανοιχτή συζήτηση για θέματα όπως η βία, η επιθετικότητα, η φιλία και η ορθή συμπεριφορά μπορεί να βοηθήσει το παιδί να κατανοήσει τις συνέπειες των πράξεών του και να ενισχύσει τις κοινωνικές του δεξιότητες».
Επιπλέον, κρίνεται απαραίτητη η ενίσχυση της ενσυναίσθησης και της συναισθηματικής νοημοσύνης. «Ενθαρρύνοντας το παιδί να κατανοήσει τα συναισθήματα των άλλων και να αναπτύξει ενσυναίσθηση, μπορεί να μειωθεί η πιθανότητα να επιδείξει βίαιη συμπεριφορά. Η διδασκαλία της σημασίας του σεβασμού προς τους άλλους και της διαχείρισης των συγκρούσεων με υγιείς τρόπους μπορεί να βοηθήσει στην αποτροπή της βίας».
Οι γονείς, μεταξύ άλλων, οφείλουν να καθορίζουν όρια και κανόνες στα παιδιά τους. «Η σαφής θέσπιση ορίων για τη συμπεριφορά, καθώς και η συνέπεια στην εφαρμογή των κανόνων, είναι απαραίτητα για να μάθει το παιδί να σέβεται τα όρια και να αποφεύγει επιθετικές ή παραβατικές συμπεριφορές. Ο γονέας πρέπει να εφαρμόζει μια δίκαιη και σταθερή πειθαρχία, αποφεύγοντας τη σωματική τιμωρία ή την υπερβολική αυστηρότητα, που μπορεί να αυξήσουν την επιθετικότητα».
Η κ.Δριβάκου προσθέτει στην προκείμενη λίστα την προβολή θετικών προτύπων και αξιών. «Ο γονέας πρέπει να λειτουργεί ως πρότυπο θετικής και μη βίαιης συμπεριφοράς, ώστε το παιδί να μαθαίνει από το παράδειγμά του. Η προώθηση αξιών όπως η συνεργασία, η αλληλεγγύη και ο σεβασμός στους άλλους μπορεί να βοηθήσει το παιδί να αποφεύγει βίαιες τάσεις».
Στη σημερινή εποχή ωστόσο, χρειάζεται προσεκτική παρακολούθηση της κοινωνικής ζωής, αλλά και της παρουσίας του παιδιού στο διαδίκτυο. «Η επίβλεψη των δραστηριοτήτων του παιδιού και των σχέσεών του με τους φίλους του είναι κρίσιμη. Οι γονείς πρέπει να γνωρίζουν με ποιους περνά χρόνο το παιδί τους και να είναι ενήμεροι για τυχόν πιέσεις από συνομηλίκους ή επιρροές που θα μπορούσαν να το οδηγήσουν σε βίαιες συμπεριφορές. Η παρακολούθηση της χρήσης των κοινωνικών δικτύων και η εκπαίδευση σχετικά με τους κινδύνους της διαδικτυακής βίας και του εκφοβισμού μπορεί να αποτρέψει το παιδί από το να συμμετέχει σε επιβλαβείς ενέργειες».
Ταυτόχρονα, τα παιδιά πρέπει να εκπαιδεύονται στη διαχείριση του άγχους και του θυμού. «Η εκμάθηση τεχνικών για τη διαχείριση των συναισθημάτων του άγχους και του θυμού μπορεί να βοηθήσει το παιδί να αντιμετωπίζει τις προκλήσεις χωρίς να καταφεύγει στη βία. Οι γονείς μπορούν να υποστηρίξουν το παιδί με δραστηριότητες που βοηθούν στην εκτόνωση του στρες, όπως ο αθλητισμός, η τέχνη ή άλλες δημιουργικές δραστηριότητες».
Τέλος, τα ενήλικα μέλη της οικογένειας είναι καλό να προτρέπουν τους μικρότερους να λαμβάνουν μέρος σε κοινωνικές και δημιουργικές δραστηριότητες, καθώς «η συμμετοχή του παιδιού σε ομάδες, συλλόγους ή άλλες δραστηριότητες που προάγουν την ομαδικότητα, τη συνεργασία και τη δημιουργική έκφραση μπορεί να το βοηθήσει να αποκτήσει θετικά πρότυπα και κοινωνικές δεξιότητες».
Ωστόσο, στην περίπτωση που το παιδί εμπλέκεται ή προκάλεσε ένα βίαιο περιστατικό, η κ.Δριβάκου διευκρινίζει πως «οι γονείς πρέπει να το αντιμετωπίσουν με ψυχραιμία, υπευθυνότητα και αποφασιστικότητα, ώστε να κατανοήσει το παιδί τις συνέπειες των πράξεών του και να λάβει τη σωστή καθοδήγηση για την αποφυγή παρόμοιων συμπεριφορών στο μέλλον».
«Ορισμένα βήματα που μπορούν να ακολουθήσουν οι γονείς είναι να παραμείνουν ήρεμοι και συγκεντρωμένοι, να γίνει συζήτηση με το παιδί τους, ώστε να αναλάβει την ευθύνη για τις πράξεις του. Οι γονείς πρέπει να του εξηγήσουν ότι η βία δεν είναι αποδεκτός τρόπος επίλυσης διαφορών και ότι κάθε πράξη έχει συνέπειες. Είναι σημαντικό το παιδί να κατανοήσει το κόστος της συμπεριφοράς του, τόσο για τον εαυτό του όσο και για τους άλλους. Οι γονείς να θέσουν λογικές και συνεπείς συνέπειες για τη βίαιη συμπεριφορά του παιδιού. Αυστηρότητα με συνέπεια, χωρίς να είναι υπερβολικά σκληροί. Οι συνέπειες πρέπει να είναι σχετικές με το παράπτωμα και να αποσκοπούν στη διδασκαλία ώστε το παιδί να αναπτύξει τεχνικές για τη διαχείριση των συναισθημάτων του, ιδίως του θυμού και της απογοήτευσης».
Η ψυχολόγος τονίζει πως είναι σημαντική και η επαφή με το σχολείο ή τους γονείς των άλλων παιδιών, εάν το περιστατικό συνέβη στο σχολείο ή σε κοινωνικό περιβάλλον. «Οι γονείς πρέπει να συνεργαστούν με τους δασκάλους ή τους άλλους γονείς για να διερευνήσουν τα γεγονότα και να βρουν τρόπους επίλυσης. Η συνεργασία αυτή μπορεί να αποτρέψει μελλοντικές συγκρούσεις και να ενθαρρύνει μια κοινή προσέγγιση για την επίλυση του προβλήματος, ενισχύοντας τις θετικές συμπεριφορές αναδεικνύοντας τις καλές πρακτικές».
Ο ειδικός μπορεί να βοηθήσει το παιδί να διαχειριστεί καλύτερα τις συναισθηματικές του προκλήσεις και να προσφέρει στους γονείς εργαλεία για να υποστηρίξουν το παιδί πιο αποτελεσματικά.
«Οι γονείς μπορούν να ενθαρρύνουν το παιδί να ζητήσει συγγνώμη και να επανορθώσει για τη συμπεριφορά του. Αυτή η διαδικασία διδάσκει στο παιδί την αξία της συγχώρεσης και της αποκατάστασης των σχέσεων μετά από ένα λάθος, ενισχύοντας την υπευθυνότητα και την ενσυναίσθηση», υπογραμμίζει η κ.Διρβάκου, καταλήγοντας πως:
«Με αυτές τις ενέργειες, οι γονείς μπορούν να βοηθήσουν το παιδί τους να μάθει από το λάθος του, να αναπτύξει υγιείς τρόπους διαχείρισης των συναισθημάτων του και να ενσωματώσει μη βίαιες συμπεριφορές στην καθημερινότητά του. Οι τιμωρίες μπορούν να έχουν νόημα και να είναι αποτελεσματικές όταν εφαρμόζονται σωστά, με συνέπεια , αλλά το κλειδί είναι να διαχωρίσουμε την έννοια της τιμωρίας από τη χρήση σκληρών ή αυταρχικών μεθόδων. Η τιμωρία πρέπει να αποσκοπεί στην εκπαίδευση και τη διαμόρφωση θετικής συμπεριφοράς, όχι απλώς στην πρόκληση φόβου ή στην απόλυτη επιβολή εξουσίας. Η δίκαιη και προσαρμοσμένη στην κατάσταση τιμωρία μπορεί να έχει θετικά αποτελέσματα, αλλά είναι εξίσου σημαντικό να συνοδεύεται από διδασκαλία, ενσυναίσθηση και υποστήριξη».
Η ίδια συνιστά στους γονείς να δοκιμάσουν διαφορετικές οδούς, από τις παραδοσιακές μορφές τιμωρίας όπως:
- Ενίσχυση θετικών συμπεριφορών: Επιβραβεύοντας το παιδί όταν επιδεικνύει σωστή συμπεριφορά, του δίνεται κίνητρο να συνεχίσει να λειτουργεί με αυτόν τον τρόπο.
- Φυσικές συνέπειες: Επιτρέποντας στο παιδί να δει τις άμεσες συνέπειες των πράξεών του. Για παράδειγμα, αν δεν είναι υπεύθυνο με τις υποχρεώσεις του, μπορεί να αντιμετωπίσει δυσκολίες που θα του διδάξουν την αξία της υπευθυνότητας.
- Συζητήσεις και διαπαιδαγώγηση: Συζητώντας τις συμπεριφορές και δίνοντας στο παιδί ευκαιρίες να αναγνωρίσει τα λάθη του και να σκεφτεί πώς θα τα διορθώσει, οι γονείς προωθούν τη συνειδητή και ώριμη λήψη αποφάσεων.
Συνολικά, οι τιμωρίες έχουν νόημα όταν συνδυάζονται με εκπαίδευση, συνέπεια και αγάπη, ενώ είναι λιγότερο αποτελεσματικές όταν βασίζονται σε σκληρές ή αυταρχικές.
Η ψυχολόγος αναφέρει μάλιστα, πως οι τιμωρίες έχουν νόημα όταν είναι λογικές και δίκαιες, αποσκοπώντας στη διδασκαλία και όχι στην εκδίκηση. «Ο στόχος της τιμωρίας πρέπει να είναι η εκπαίδευση του παιδιού, όχι η απόδοση τιμωρίας για εκδίκηση. Το παιδί πρέπει να καταλάβει ότι η συνέπεια υπάρχει για να το βοηθήσει να μάθει και να βελτιωθεί, όχι για να το πληγώσει ή να το εξευτελίσει δίνοντας ευκαιρία για επανόρθωση».