Ένας μουσαφίρης που πέρασε από τη γη!

της Αθηνάς Τερζή Οι τραγουδοποιοί είναι μάγοι.” Φτιάχνεις το μαγικό σου φίλτρο μάγισσα. Τα μαγικά που κάνεις σε μια κλωστή με κρέμασες ή με κερδίζεις ή με χάνεις” Μεσημεράκι. Από το πρωί βρίσκεται στη Θεσσαλονίκη. Ήρθα για σένα, μου εκμυστηρεύεται. Με το πρωινό ΚΤΕΛ, Κοζάνη- Θεσσαλονίκη ένα τσιγάρο δρόμος. Σταμάτησα να οδηγώ κοντά είκοσι χρόνια […]

Αθηνά Τερζή
ένας-μουσαφίρης-που-πέρασε-από-τη-γη-32394
Αθηνά Τερζή
mixahl_2.jpg

της Αθηνάς Τερζή

Οι τραγουδοποιοί είναι μάγοι.” Φτιάχνεις το μαγικό σου φίλτρο μάγισσα. Τα μαγικά που κάνεις σε μια κλωστή με κρέμασες ή με κερδίζεις ή με χάνεις”

Μεσημεράκι. Από το πρωί βρίσκεται στη Θεσσαλονίκη. Ήρθα για σένα, μου εκμυστηρεύεται. Με το πρωινό ΚΤΕΛ, Κοζάνη- Θεσσαλονίκη ένα τσιγάρο δρόμος. Σταμάτησα να οδηγώ κοντά είκοσι χρόνια τώρα. Μου αρέσει τα ποτηράκια μου να τα πίνω με την ησυχία μου. Τον συναντώ και καμαρώνω σαν την ψείρα στο γιακά, για την κοινή μας καταγωγή, γιατί η μάνα μου είναι από τα Σέρβια Κοζάνης. Εκείνος πάλι γνωρίζει τον τόπο του σπιθαμή προς σπιθαμή. Τα χωριά γύρω από τον Αλιάκμονα. Εκείνα που τα κατάπιε το ποτάμι. Εκείνα μετά την Αιανή, τα άλλα που βλέπουν προς τα Γρεβενά. Την ιστορία, την ντοπιολαλιά. Συναντιόμαστε στου φίλου του, του Νίκου και με κερνάνε ρακές κι αργότερα καφέ στου Γιάννη από το Τρανόβαλτο Κοζάνης, στην Ιωάννου Δέλλιου. Αυτά είναι τα στέκια μου στη Θεσσαλονίκη, εδώ και δεκαπέντε χρόνια. Έχω φίλους πολλούς και καλούς. Δε θέλω όμως να τους γίνομαι στενός κορσές. Κολλιτσίδα που λένε.

Ο Γιώργος Μιχαήλ είναι τραγουδοποιός από τους λίγους. Σου παίρνει τις φέξες από τα μάτια. Κουβαλάει το βουνίσιο αέρα και την παράδοση της δυτικής Μακεδονίας, γράφει στίχους και μουσική, μα πάνω απ’ όλα είναι μάστορας στο ξύλο. Ξεκίνησε με το Θανάση Παπακωνσταντίνου και την Αγία Νοσταλγία το 1995. ” Ήταν φαντάρος ο Θανάσης κι είχε ένα φίλο που με γνώριζε. Σκάλιζαν τα τραγουδάκια του κι έψαχναν τον ερμηνευτή. Με πρότεινε ο κοινός μας φίλος σαν τον πιο παλαβό για να τα τραγουδήσει. Ο προξενητής έκανε την προξενιά κι ανταμώσαμε. Ήρθαν και με βρήκαν σε ένα καφενείο στην Κοζάνη, επτά γενιές μαγαζί. Έτσι ξεκινήσαμε. Στην αρχή βέβαια μετεωριζόμασταν κι οι δύο. Δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε τι θέλουμε. Την πρώτη μας συναυλία τη δώσαμε στα Εξάρχεια. Δεν υπήρχε ψυχή. Ήμασταν οι μουσικοί και τέσσερις κοπελιές που είχαν κερδίσει το τραπέζι σε έναν ραδιοφωνικό διαγωνισμό. Ωραία χρόνια όμως. Κι ύστερα ήρθαν οι συναυλίες, οι πρόβες. Ο Θανάσης γεννούσε τα τραγούδια και τα φέρναμε μαζί βόλτα. Έφευγα από την Κοζάνη και πήγαινα στη Λάρισα. Δεν κουραζόμασταν τότε.

Αυτή είναι η προϊστορία μου. Είχα και το νου στο ξυλουργείο. Πάντα. Αυτός ο τόρνος είναι ένα αδηφάγο τέρας που ‘χει ένα μόνο δόντι-το μαχαίρι- και κατατρώγει τα ξύλα. Γνωρίζει όλα τα ξύλα. Σκαλίζει κι όργανα με δαύτα. «Το μαραγκό το μάστορα όλοι κατηγορούνε, γιατί έκοψε τρανό δεντρί και ψάχνουν να τον βρούνε». Θέλει γεωμετρία η τέχνη του μαραγκού. Γεωμετρία όμως χρειάζεται και για να μπεις στη μουσική κι αυτό στο υπογράφω. Κι έμπνευση θέλει. Εγώ εμπνέομαι από τα πάντα. Κι επειδή κοντεύω μισό αιώνα συμμορφώνομαι σιγά σιγά. «Αυτό που χτες περίσσευε αύριο δε θα φτάνει». Μπορεί να μην το δείχνουμε, αλλά μέσα μας το ξέρουμε ότι αλλάζουμε. Τα στημένα όμως ποτέ δε μου άρεσαν. Στημένα σε τέσσερα ποδάρια. Τα δύο δε στέκουν, τα τρία ισορροπούν, τα τέσσερα κουτσαίνουν.

Κι οι αρετές, να ξέρεις, δεν είναι υπερεκτιμημένες. Δεν κονταροχτυπιούνται μεταξύ τους. Εγώ αγαπώ την εκτίμηση κι όχι την υπερεκτίμηση. Είναι λοβιτούρικη η τελευταία. Δεν χρειάζεται το υπερ. Σα να λέμε υπεραγορά. Τη δουλειά μας την κάνουμε και στην αγορά. Πιστεύω στους ανθρώπους, στο μέτρο, στο δρόμο, στο φορτηγό. Πιστεύω σε όλα. Πιστεύω και στον έρωτα. Ο έρωτας είναι ένας Θεός. Οι άνθρωποι που δεν αγαπούν ξεχωρίζουν από μακριά. Είναι που τους λείπει αυτό που λέμε ,κάθισε να ακούσεις και τον άλλο. Περίμενε ν΄ ακούσεις και την άλλη πλευρά τι θα σου πει. Ο καθένας από μας είναι ξεχωριστός.

Ο Γιώργος Μιχαήλ είναι αυτοδίδακτος μουσικός. Σκαρφίζεται τα τραγούδια του σαν όταν πελεκάει το ξύλο. Απλά, φυσικά κι ανεπιτήδευτα. Με περίσσεια υπομονή κι ευχαρίστηση. “Δεν είμαι επαγγελματίας μουσικός και στιχουργός. Χρειάζεται κι αυτό, απλώς εγώ έτυχε να είμαι μαραγκός και να κουβαλάω το μικρόβιο του καλλιτέχνη και νομίζω ότι τα έχω καταφέρει καλά. Σέβομαι, θαυμάζω κι ακούω πολλούς. Μ’ αρέσει εκείνος ο μπαγάσας ο Χαρούλης. Δεν έχουμε να δείξουμε κάτι καλύτερο τα τελευταία χρόνια. Δεν θέλω να ονοματίσω όμως κι άλλους μήπως αδικήσω ή ξεχάσω κανέναν. Ποτέ μου δε ζήλεψα και δεν έχω κανένα παράπονο από τον εαυτό μου. Μήτε κι από την Κοζάνη και τους ανθρώπους της.”

Η κουβέντα φτάνει «Στης Γης το μουσαφίρη» Τον κυκλοφόρησε το 2002. Προσωπικά τον θεωρώ ένα μικρό ακατέργαστο διαμάντι της ελληνικής δισκογραφίας. Με τον πιο περίτρανο τρόπο αποδεικνύει τη βαθιά πίστη του Γιώργου Μιχαήλ ότι η μουσική υπηρετεί το στίχο κι όχι ο στίχος τη μουσική. Τόσο η μουσική όσο κι ο στίχος στέκονται από μόνα τους. Σαν παντρευτούν και σμίξουν γεννιέται το τραγούδι, που είναι το καλοραμμένο ρούχο πάνω στο κορμί του στίχου και της μουσικής. Η ιστορία της συγκεκριμένης δουλειάς τον πονά πολύ. “Ελάχιστοι γνωρίζουν ότι θα την κυκλοφορούσε η δισκογραφική εταιρία Extreme. Χάλασε όμως η προσπάθεια από τη διακίνηση, που ήθελε την προώθηση κι άλλων τριών δημιουργών, γεγονός που δεν ενέκρινε η δισκογραφική, εκείνη θέλησε μόνο τη δική μου, η διακίνηση όμως επέμενε και στους άλλους και τελικά δεν προχωρήσανε. Έτσι το δισκάκι το έδινα εγώ ο ίδιος στις συναυλίες και στα μαγαζιά, χέρι με χέρι.”

Ο Γιώργος Μιχαήλ σαν «Παραλλάκτης» που είναι κρύβεται και παραπλανά τον εχθρό. Τον ξεγελά, δεν τα λέει όλα. Το όνομα το έδωσα εγώ στην παρέα του πρώτου καιρού. Στην αρχική φουρνιά. Ψάχναμε όλοι να βρούμε κάποιο όνομα για το σχήμα, αλλά δεν καταλήγαμε πουθενά. Κάποτε έπεσε στην αντίληψή μου ένα άρθρο για την κατοχή και για κάποιον που έκρυψε την κουραμάνα κάτω από τη μασχάλη και την τύλιξε για μην φαίνεται. Ήταν ένας παραλλάκτης κι εκείνος και κάπως έτσι μας έμεινε το όνομα.

Μιλήσαμε και για τις δύσκολες μέρες και νύχτες στη χώρα μας. “Δεν έχω φόβους παρά μόνο μήπως πάψουμε να μιλάμε τα ελληνικά που ξέρουμε. Μήπως διαιρεθούμε κάποια στιγμή, μήπως κάνουμε τα λάθη του παρελθόντος. Μήπως γνωρίσουμε πόλεμο και πόνο. Για μένα δε με νοιάζει. Έτσι κι αλλιώς το σακάκι μου το ’χω κρεμασμένο. Για τα παιδιά με νοιάζει και τον τόπο μου που αιμορραγεί κι ο αιματοκρίτης έχει πέσει πολύ χαμηλά. Το τραύμα τούτο είναι που διώχνει μακριά τους νέους . Να αγωνίζονται,όμως, τους πρέπει, να μην τα παρατάνε.

Αυτό που ζούμε δεν είναι κρίση αξιών, είναι οικονομική κρίση. Από παλιά οι αξίες περνούσαν τα ζόρια τους, μόνο που τότε υπήρχε περισσότερο χρήμα. Τώρα που έγινε δυσεύρετο φάνηκε το πρόβλημα.”

Μαζί με τους συντοπίτες και συνοδοιπόρους Δημήτρη Βαβλιάρα, Ζήση Φτάκα, Φώτη Κακαβέλη και Γιάννη Βακουφτσή οργανώνουν τη νέα τους δουλειά, ενώ εμφανίζονται παράλληλα σε μουσικές σκηνές. “Είμαι εντελώς νηστικός για τη μουσική. Το μεγάλο μου έργο δεν το’ χω βγάλει ακόμη. Το ετοιμάζω. Ανασύρω τα στιχάκια μου από τα συρτάρια, επίκαιρα και φρέσκα. Είμαι όμως χορτάτος από ζωή κι ανταμώματα.”

Το εννοεί και το φωνάζει ολόκληρος. Τόσες ώρες παρέα, δεν κατάλαβα πότε πέρασαν. Ό, τι αγαπά κι ό, τι γουστάρει το δροσίζει. Αυτή είναι η μοίρα των πλασμάτων κι ο παραμυθάς τους με κέρασε απ’ του βαρελιού τη βρύση και συνεχίζει να βαστά του νου και δεν γκρινιάζει του καιρού, που ‘φτιαξε με τον πόνο κλίκα και τσιγκουνεύεται στη γλύκα. Μη σταματήσεις να ψάχνεις το μαγικό βοτάνι, που του έρωτα την πίκρα, λένε, θα μπορούσε να γλυκάνει. Μην κλείσεις τις φτερούγες σου, μη γίνεις ένα με τη γη, χιλιάδες χαραμάδες γεμάτη η ζωή…

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα