Γυναικοκτονία: Γιατί ο όρος δεν έχει κατοχυρωθεί ακόμα νομικά;
Δικηγόρος αναλύει στην Parallaxi ποιος είναι ο νομικός ρόλος του όρου και τι θα μπορούσε να γίνει για να διερευνάται ξεχωριστά
Το 2024 μετρά μόλις 4 μήνες και έχουν ήδη διαπραχθεί 6 δολοφονίες γυναικών στην Ελλάδα. Με αφορμή τον φόνο της 28χρονης Κυριακής στους Αγίους Αναργύρους από τον πρώην σύντροφό της, ο οποίος τη μαχαίρωσε με μένος έξω από το αστυνομικό τμήμα, η συζήτηση γύρω από τον όρο «γυναικοκτονία» και τη νομική του υπόσταση, επανέρχεται στην επιφάνεια.
Η «γυναικοκτονία» δεν είναι ένας απλός συνδυασμός λέξεων. Σύμφωνα με τον ορισμό, περιγράφει την εκ προθέσεως δολοφονία γυναικών ή κοριτσιών, για την οποία ευθύνεται αποκλειστικά το φύλο τους, δηλαδή «επειδή είναι γυναίκες». Γίνεται λόγος δηλαδή για ένα έγκλημα μίσους, το οποίο έχει έμφυλα ή/και σεξιστικά αιτία, το οποίο δεν πρέπει να καλύπτεται από τον μανδύα του “πάθους”, ότι δηλαδή την σκότωσε επειδή «την αγαπούσε». Ο ορισμός δίνει βάση στην ανισότητα του φύλου, καθώς το έγκλημα τείνει να διαπράττεται από άνδρα, σύντροφο, πρώην, ή οποιονδήποτε είχε κακοποιητική/ εκφοβιστική συμπεριφορά σε γυναίκα, η οποία βρίσκεται σε πιο αδύναμη κοινωνική/οικονομική/σωματική θέση.
Ο όρος δεν είναι καινούργιος, για την ακρίβεια χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στην Αγγλία το 1801 για να υποδηλώσει “τη δολοφονία μιας γυναίκας”. Το 1976, το πρώτο Διεθνές Δικαστήριο για τα Εγκλήματα κατά των Γυναικών που θεσπίστηκε στο Βέλγιο, είχε στόχο την αντιμετώπιση «όλων των μορφών γυναικοκτονίας». Η «γυναικοκτονία» (ή στα αγγλικά «femicide»), έχει ήδη αναγνωριστεί διεθνώς από τον ΟΗΕ, τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ) και την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ).
Οι γυναικοκτονίες κατατάσσονται στην ομπρέλα των ανθρωποκτονιών, θα μπορούσαμε να πούμε ότι αποτελούν μια υποκατηγορία, όπως τα εγκλήματα με ρατσιστικό ή ομοφοβικό υπόβαθρο. Ωστόσο, η νομική αναβάθμιση του όρου «γυναικοκτονία» ως επιβαρυντικό στην ανθρωποκτονία από πρόθεση, ή και ως ιδιώνυμο έγκλημα, θα συμβάλλει στην κοινωνική ανάδειξή του φαινομένου, με απώτερο στόχο την καταπολέμησή του.
Τα τρομακτικά στοιχεία για τις γυναικοκτονίες και την έμφυλη βία
Το 2022, σύμφωνα με στοιχεία του UN Women, 48.800 γυναίκες και κορίτσια δολοφονήθηκαν από συντρόφους ή μέλη των οικογενειών τους. Αυτό σημαίνει ότι έχουμε κατά μέσο όρο 133 γυναικοκτονίες ημερησίως. Στην Ελλάδα το κύμα γυναικοκτονιών κορυφώθηκε το 2021 και 2022 (με 23 και 24 αντίστοιχα), ενώ και το 2023 στιγματίστηκε από 13 γυναικοκτονίες.
Στην Ελλάδα, η έρευνα με τίτλο «Έμφυλη βία κατά των γυναικών και άλλες μορφές διαπροσωπικής βίας στην Ελλάδα», από το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών, έλαβε χώρα από τον Ιανουάριο του 2021 μέχρι τον Απρίλιο του 2023, έχοντας ως δείγμα περίπου 12.000 γυναίκες, ηλικίας 18-74 ετών.
Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα στοιχεία, 29,6% των γυναικών που συμμετείχαν στη συγκεκριμένη έρευνα, δηλώνουν πως έχουν υποστεί σωματική βία, ενώ το 18,1% αναφέρει ότι έχει πέσει θύμα σεξουαλικής βίας, ποσοστό που αντιστοιχεί σχεδόν σε 683.000 γυναίκες.
Η ψυχολογική βία εμφανίζεται ως η πιο συχνή μορφή βίας που δηλώνουν ότι υφίστανται οι γυναίκες σε ποσοστό 40,4%, με τις περισσότερες να αποκαλύπτουν πως έχουν δεχτεί συναισθηματική κακοποίηση κάποια στιγμή, κατά τη διάρκεια της ενήλικης ζωής του.
Η ενδοοικογενειακή βία επηρεάζει 3 στις 10 γυναίκες καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής τους και εκτιμάται ότι στο 13,5% των ανθρωποκτονιών συνολικά εμπλέκονται στενοί σύντροφοι και το ποσοστό αυτό των δολοφονιών είναι έμφυλο.
O δικηγόρος Κωνσταντίνος Παυλίδης, αναλύει στην Parallaxi τον όρο γυναικοκτονία και τους λόγους για τους οποίους, δεν έχει κατοχυρωθεί νομικά έως σήμερα στην Ελλάδα:
«Ο όρος «γυναικοκτονία» άρχισε να καθιερώνεται στη φεμινιστική θεωρία στη δεκαετία του 1990, ακριβώς για να αναδείξει τα ιδιαίτερα έμφυλα χαρακτηριστικά αυτού του εγκλήματος, το οποίο φυσικά δεν είναι σύγχρονο φαινόμενο. Η βία κατά των γυναικών είναι φαινόμενο, που οφείλεται ξεκάθαρα στην πατριαρχική –κυρίως στερεοτυπική– αντίληψη περί της κατωτερότητας του γυναικείου φύλου.
Σήμερα ο όρος έχει επικρατήσει σε παγκόσμιο επίπεδο, ακριβώς επειδή κωδικοποίησε ένα υπαρκτό φαινόμενο και ήδη αποτελεί διακριτό αδίκημα σε πολλές νομοθεσίες χωρών, κυρίως της Λατινικής Αμερικής, ενώ τα τελευταία χρόνια σχετική συζήτηση γίνεται και σε πολλά κράτη της ΕΕ. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, παρότι δεν έχει αναγνωρίσει ακόμα νομικά τον όρο «γυναικοκτονία» συμμετέχει ενεργά από το 2017 στην πρωτοβουλία «Spotlight» μαζί με τα Ηνωμένα Έθνη (UNWOMEN) , με σκοπό τον τερματισμό όλων των μορφών βίας κατά των γυναικών, ενώ υπάρχει και το παρατηρητήριο «Femicide Across Europe» που εξετάζει το ζήτημα της γυναικοκτονίας.
Η νομοθετική κατοχύρωση του όρου «γυναικοκτονία» έγκειται στην βούληση του νομοθέτη δηλαδή του Κοινοβουλίου. Το βασικό επιχείρημα όσων δέχονται τον όρο με την κοινωνική του διάσταση αλλά αρνούνται τη νομική του κατοχύρωση είναι το εξής: Το έγκλημα της ανθρωποκτονίας με πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση (άρθρο 299 παρ. 1 ΠΚ) αποτελεί ένα έγκλημα, το οποίο επισύρει τη βαρύτερη ποινική κύρωση που προβλέπεται από τον Ποινικό Κώδικα στην έννομη τάξη μας, ήτοι ισόβια κάθειρξη.
Αν λοιπόν, στο έγκλημα της ανθρωποκτονίας προστεθεί ένα plus απαξίας, εφόσον στρέφεται κατά μίας γυναίκας, και άρα εμφορείται με χαρακτηριστικά έμφυλης βίας, τότε τι είδους διαφοροποίηση θα πρέπει να εισαχθεί όσον αφορά την ποινική κύρωση; Εφόσον δεν μπορεί να υπάρξει μεγαλύτερη ποινική κύρωση από αυτήν της ισόβιας κάθειρξης, η επιλογή θέσης μίας διακριτής περίπτωσης ειδικά για τις γυναίκες θύματα δεν θα έχει πρακτικά καμία απολύτως διαφοροποίηση. Επομένως, μάλλον μία τέτοια επιλογή θα έχει περισσότερο συμβολικό χαρακτήρα.
Με άλλα λόγια, το έννομο αγαθό που προστατεύει το άρθρο 299ΠΚ είναι αυτό της ανθρώπινης ζωής, η οποία αποτελεί μια απόλυτη αξία χωρίς διάκριση φύλου. Έτσι η πρόβλεψη οποιασδήποτε επιβαρυντικής περίπτωσης αν το θύμα κάποιας ανθρωποκτονίας είναι γυναίκα αποτελεί lex imperfecta, δηλαδή έναν κανόνα δικαίου χωρίς κάποιο πρακτικό αντίκρισμα. Βέβαια, η αυστηρότερη ποινική αντιμετώπιση του φαινομένου αυτού θα συνδράμει στον «αφοπλισμό» των εν δυνάμει δραστών.
Πράγματι, με βάση το άρθρο 299 παράγραφος 1 ΠΚ «όποιος σκότωσε άλλον τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη». Η διάταξη της παρ. 2 ωστόσο ορίζει ότι «αν η πράξη αποφασίστηκε και εκτελέστηκε σε βρασμό ψυχικής ορμής, επιβάλλεται κάθειρξη». Έπειτα σύμφωνα με το άρθρο 311 ΠΚ , το οποίο τυποποιεί τη θανατηφόρα σωματική βλάβη, ορίζει ότι «αν η σωματική βλάβη είχε επακόλουθο το θάνατο του παθόντος, επιβάλλεται κάθειρξη έως δέκα έτη. Αν ο υπαίτιος επιδίωκε τη βαριά σωματική βλάβη του παθόντος επιβάλλεται κάθειρξη».
«Γίνεται λοιπόν αντιληπτό πως σε περιπτώσεις που οι δικαστικές αρχές προβούν σε διαφορετικό νομικό χαρακτηρισμό της αφαίρεσης της ζωής μίας γυναίκας εξαιτίας του φύλου της, το πλαίσιο ποινής διαμορφώνεται διαφορετικά».
Ο κ. Παυλίδης εξηγεί πως ένας τρόπος αντιμετώπισης του φαινομένου των γυναικοκτονιών θα ήταν η τροποποίηση του άρθρου περί εγκλημάτων με ρατσιστικά χαρακτηριστικά:
«Ένας τρόπος αντιμετώπισης του φαινομένου των γυναικοκτονιών μέσω της τυποποίησής τους θα ήταν η τροποποίηση του άρθρου (82Α ΠΚ) περί εγκλημάτων με ρατσιστικά χαρακτηριστικά, που ορίζει ότι εάν ο δράστης επέλεξε το θύμα λόγω ενός χαρακτηριστικού του, τότε το ελάχιστο όριο της ποινής που μπορεί να του επιβληθεί αυξάνεται και, ειδικά στα κακουργήματα, αυξάνεται κατά δύο έτη. Το φύλο ως λόγος διάκρισης, θα έπρεπε να ανήκει στα χαρακτηριστικά που περιλαμβάνονται στο άρθρο 82Α. Έτσι, το άρθρο 82Α θα έπρεπε να τροποποιηθεί ώστε αφενός ο τίτλος του να περιλαμβάνει και τα σεξιστικά χαρακτηριστικά και, αφετέρου, να προβλέπει ότι εάν ο δράστης ανθρωποκτονίας επιλέξει το θύμα λόγω του φύλου του, θα έχει αυστηρότερη ποινική μεταχείριση. Η αυστηρότερη ποινική μεταχείριση μπορεί να έγκειται είτε στο στάδιο της επιμέτρησης είτε της αναγνώρισης ελαφρυντικών είτε της υφ’ όρου απόλυσης του δράστη.
Μάλιστα η νομοθετική κατοχύρωση του όρου της γυναικοκτονίας δεν εισάγει κάποια αντισυνταγματική διάκριση με βάση το φύλο του θύματος ή του δράστη. Τα ειδικά μέτρα τα οποία είναι αναγκαία για την πρόληψη και προστασία των γυναικών από την έμφυλη βία δεν θεωρούνται διακριτική μεταχείριση σύμφωνα τόσο με το άρθρο 4 παράγραφος 4 της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης όσο και με το Σύνταγμα».