6 αρχιτεκτονικά διαμάντια της δυτικής Θεσσαλονίκης που αξίζει να γνωρίσεις καλύτερα
Αυτά είναι κάποια από τα πιο ενδιαφέροντα δείγματα αρχιτεκτονικής, αλλά και ιστορίας, που θα γνωρίσεις στα δυτικά της πόλης.
Η Θεσσαλονίκη έχει να επιδείξει μεγάλο αρχιτεκτονικό πλούτο, από κτίρια-μνημεία που μετρούν αιώνες ύπαρξης, μέχρι σύγχρονα στολίδια στο αστικό της τοπίο. Κι ενώ οι περισσότεροι από εμάς γνωρίζουμε καλά τα μνημειώδη κτίρια του ιστορικού κέντρου της πόλης, υπάρχουν αρχιτεκτονικά διαμάντια που μας βρίσκουν λίγο πιο έξω από αυτό, καθώς η δυτική πλευρά της Θεσσαλονίκης έχει να επιδείξει τα δικά της πανέμορφα παραδείγματα. Αυτά είναι κάποια από τα πιο ενδιαφέροντα δείγματα αρχιτεκτονικής, αλλά και ιστορίας, που θα γνωρίσεις στα δυτικά της πόλης.
Η Βίλα Πετρίδη
Είναι ένα από τα ομορφότερα κτίρια που δεσπόζουν στην δυτική πλευρά της Θεσσαλονίκης. Χτίστηκε το 1896 για λογαριασμό εύπορου Βούλγαρου ιδιώτη. Αρχικά, χρησιμοποιήθηκε για την φιλοξενία Βούλγαρων αξιωματούχων και μετά την απελευθέρωση της πόλης πουλήθηκε στην οικογένεια Πετρίδη, στην κατοχή της οποίας παρέμεινε μέχρι το 1969. Στην συνέχεια στέγασε γραφείο μεταφορών, αποθήκη υλικών του Δήμου Θεσσαλονίκης και έπειτα αρκετούς άστεγους. Παρόλο που το κτίριο είχε κριθεί διατηρητέο ήδη από την δεκαετία του 1980 και έργο τέχνης που χρήζει προστασίας από το 1984, εγκαταλείφθηκε στην τύχη του για πολλά χρόνια. Οι βαριές χρήσεις (μεταφορική, αποθήκη) προξένησαν μεγάλες ζημιές στο κτίριο, τόσο στον διάκοσμο όσο και στην ίδια την στατικότητά του. Το 1997, με την ευκαιρία της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας, εντάχθηκε σε πρόγραμμα αποκατάστασης, η οποία δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Τελικά, ο Δήμος Θεσσαλονίκης αποκατέστησε και ανέδειξε το κτίριο το 2014.
Δείγμα εκλεκτικισμού, αποτελείται από υπόγειο, ισόγειο, όροφο και σοφίτα, της οποίας ένα μέρος είχε βοηθητικές χρήσεις λόγω του χαμηλού ύψους της. Με καμπύλα στηθαία, ανάγλυφες διακοσμήσεις και περίτεχνες ζωγραφισμένες μπορντούρες στους τοίχους του εσωτερικού. Με ξυλόγλυπτα φουρούσια, σκαλισμένες ξύλινες πόρτες και περίτεχνα πλακάκια. Στον εξωτερικό τοίχο της σοφίτας, στην πλευρά της κύριας εισόδου, αντικρίζουμε ανάγλυφη παράσταση, πιθανόν της Βουλγαρίας, δυστυχώς όχι σε καλή κατάσταση.
Διαβάστε περισσότερα: Ο Χάρτης της πόλης: Το στολίδι της Δυτικής εισόδου
Τα Σφαγεία
Χτίζεται το 1897, μετά από απόφαση του Δήμου Θεσσαλονίκης, στην θέση των κατεδαφισθέντων σφαγείων. Δίπλα στην θάλασσα, σε μια περιοχή που έσφυζε από βιομηχανικές δραστηριότητες δημιουργούνται τα σύγχρονα, τότε, σφαγεία με χωρητικότητα 350 ζώων, σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα. Λειτουργούν σαν σφαγεία μέχρι και τον σεισμό του 1978 που τους άφησε μεγάλες ζημιές, με αποτέλεσμα να κριθούν επικίνδυνα και να χρειαστεί αποκατάσταση από την ΥΑΣΒΕ. Μετά την αποκατάσταση συνεχίζουν την λειτουργία τους μέχρι και το 1988, οπότε και κρίνονται ασύμφορα και κλείνουν. Από το 1990 λειτούργησαν ως αθλητικό κέντρο. Το 1994 με την Υπουργική απόφαση ΔΙΛΑΠ/Γ/923/24791/8/4/94, ΦΕΚ 446/τβ/14/6/94 χαρακτηρίζεται «ως έργο τέχνης και ιστορικό διατηρητέο μνημείο το κτίριο των Δημοτικών Σφαγείων Θεσσαλονίκης με τον περιβάλλοντα χώρο τους, διότι αποτελεί αξιολογότατο δείγμα Βιομηχανικής Αρχιτεκτονικής των αρχών του 20ου αιώνα, μοναδική μαρτυρία για την συγκεκριμένη μορφή παραγωγικής δραστηριότητας στην πρόσφατη ιστορία της πόλης της Θεσσαλονίκης». Τελικά, το 2014 ο Δήμος Θεσσαλονίκης ολοκλήρωσε την αποκατάσταση του διατηρητέου κτιρίου και παρέδωσε ένα πολιτιστικό κέντρο, έτοιμο να φιλοξενήσει εκθέσεις, εκδηλώσεις, συναυλίες, ακόμα και αθλητικές εκδηλώσεις.
Ανήκει στον εκλεκτικισμό και αποτελείται από επίμηκες ισόγειο με πανομοιότυπες ανά δύο τις απέναντι όψεις του. Στο κέντρο των επιμήκων όψεων, ο επιβλητικός πυλώνας της εισόδου με ύψος 12,60 μ. αποτελεί τον κατακόρυφο άξονα της σύνθεσης. Η προεξοχή της εισόδου χαρακτηρίζεται από συμμετρία αλλά και παράθεση διαφόρων στοιχείων όπως οι γωνιακές παραστάδες (σε μίμηση λίθων rustico) και το κυρτόκοιλο τριπλής διατομής θύρωμα που καταλήγει σε ημικυκλικό τόξο με χαρακτηριστικό «κλειδί» στο κέντρο. Η στέγη είναι μεταλλική και αποτελείται από πάνελ ειδικής μορφής, για τον σωστό αερισμό του χώρου – στοιχείο απαραίτητο λόγω της χρήσης τους.
Διαβάστε περισσότερα: Ο Χάρτης της Πόλης: Τα Παλαιά Σφαγεία
Το Σιδηροδρομικό Μουσείο
Χτίστηκε μεταξύ 1891 και 1894, σε σχέδια του γνωστού αρχιτέκτονα της εποχής, Πιέτρο Αριγκόνι, ως στρατιωτική στάση της γραμμής Θεσσαλονίκης-Κωνσταντινούπολης. Σε αυτήν την στάση αποβιβάστηκαν στρατιώτες κατά την διάρκεια του Α’ Παγκόσμιου Πόλεμου και εδώ έγινε ο τελικός έλεγχος των Εβραίων που είχαν ήδη στοιβαχθεί στα βαγόνια για το Άουσβιτς. Μάλιστα, όπως πληροφορεί ηλικιωμένος σιδηροδρομικός υπάλληλος, που εργάζονταν στην συγκεκριμένη στρατιωτική στάση για χρόνια, δύο από τα βαγόνια του θανάτου βρίσκονται ακόμα εκεί, φυσικά σε πολύ κακή κατάσταση. Το κτίριο παρέμεινε σε χρήση μέχρι το 1977, οπότε και εγκαταλείφθηκε για 20 χρόνια. Το 2001 εγκαινιάστηκε το Σιδηροδρομικό Μουσείο Θεσσαλονίκης στο αναπαλαιωμένο πλέον κτίριο. Το μουσείο φιλοξενεί μηχανές, παλαιά βαγόνια αλλά κι ένα βαγόνι από το θρυλικό Orient Express. Στο εσωτερικό του κτιρίου φυλάσσονται έγγραφα, φωτογραφίες, πινακίδες, στολές σιδηροδρομικών, αλλά κι ένα έπιπλο-νιπτήρας από τον «βασιλικό συρμό», ένα από τα λίγα αντικείμενα του «βασιλικού τρένου» που διασώθηκαν. Βρίσκεται στην Μοναστηρίου 3, στο Κορδελιό.
Πρόκειται για τυπικό δείγμα στρατιωτικών στάσεων της εποχής, με σταυροειδή κάτοψη, κάθετο άξονα συμμετρίας ως προς τις γραμμές. Δείγμα εκλεκτικισμού με ανατολίτικα στοιχεία και κεντροευρωπαϊκές λεπτομέρειες όπως οι οξυκόρυφες στέγες. Συμμετρικά τοξωτά ανοίγματα, στρογγυλός φεγγίτης στις πλαϊνές όψεις για τον αερισμό της στέγης και ψευδοπαραστάδες. Το κτίριο είναι ελαφρά υπερυψωμένο, εμβαδού 67,40 τετραγωνικών μέτρων, με εκατέρωθεν δύο στεγασμένες εισόδους 8,40 τ.μ. έκαστη. Διαθέτει τέσσερις αίθουσες ανά δύο εκατέρωθεν του άξονα συμμετρίας, οι οποίες συνδέονται με ενδιάμεσο κεντρικό χώρο 24,80 τ.μ.
Διαβάστε περισσότερα: Ένα μουσείο βγαλμένο από παραμύθι, στα δυτικά!
Το Μουσείο Ύδρευσης
Το συγκρότημα κατασκευάστηκε στα τέλη του 19ου αιώνα (1890-94) από Βέλγους τεχνικούς, εφόσον την υδροδότηση της Θεσσαλονίκης είχε αναλάβει η Οθωμανική Εταιρεία Ύδρευσης, ιδρυθείσα από Βέλγους. Το κτίριο αυτό ήταν το Κεντρικό Αντλιοστάσιο, στο οποίο τα νερά έφταναν με φυσική ροή από τους γύρω χειμάρρους. Για τον λόγο αυτό, το κτίριο είναι χαμηλότερα από το επίπεδο του εδάφους και η κλίση προς αυτό είναι κατηφορική. Εδώ, με τη βοήθεια μεγάλων αντλιών, διοχετευόταν αρχικά σε δύο και στη συνέχεια σε τρεις μεγάλες δεξαμενές (Βλατάδων, Κασσάνδρου, Ευαγγελίστριας). Σε αυτές προστέθηκε το 1924 και η δεξαμενή της Καλλιθέας. Το συγκρότημα του Κεντρικού Αντλιοστασίου περιλάμβανε τρία κτίρια: την κεντρική αίθουσα μηχανημάτων, το λεβητοστάσιο και, σε συνέχεια με το λεβητοστάσιο, μια στεγασμένη αποθήκη κάρβουνου. Η κατοικία του διευθυντή, στα ανατολικά του συγκροτήματος, ολοκλήρωσε την κατασκευή. Μέχρι το 1929 το αντλιοστάσιο λειτούργησε με δύο ατμοκίνητες αντλίες. Το 1929 εγκαταστάθηκε πετρελαιοκίνητος κινητήρας που σήμανε το τέλος εποχής για την ατμοκίνηση. Το αντλιοστάσιο λειτούργησε μέχρι και το 1978, ενώ το 1980 αποφασίστηκε η μετατροπή του σε μουσείο.
Tο κεντρικό κτήριο του αντλιοστασίου που στεγάζει τα αντλητικά μηχανήματα αποτελείται από μία ενιαία αίθουσα ορθογωνικής κάτοψης, διαστάσεων 12,90 Χ 25,50μ. (εμβαδό 329 τ.μ.) και ύψους 6,60μ. (με τη στέγη 8,60μ.). Καλύπτεται από δίρριχτη μεταλλική στέγη με κεντρικό υπερυψωμένο φωταγωγό. Είναι κατασκευασμένο από εμφανή φέρουσα μεταλλική κατασκευή με πλήρωση από μπατική εμφανή πλινθοδομή. Στο συγκρότημα ανήκουν επίσης άλλα τέσσερα κτίσματα συνοδείας (κτήρια συνεργείων, αποθηκών και διοίκησης).
Ο Μύλος
Στα 1924 δυο πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη, ο Μιλτιάδης Αλτιναλμάζης και ο Γεώργιος Χατζηγιαννάκης διαλέγουν το Μπεχτσινάρι, μια περιοχή στις παρυφές της πόλης, προς τα δυτικά που συνδεόταν με τον σιδηροδρομικό σταθμό και την αποβάθρα του λιμανιού, για να χτίσουν ένα Μύλο. Θα έμοιαζε με εκείνον που διέθεταν οι οικογένειες τους στην πατρίδα. Κοντά στο λιμάνι και στα τρένα. Η παραγωγική πορεία του μύλου διακόπηκε την περίοδο της κατοχής, μετά από δολιοφθορά των βρετανικών δυνάμεων στον μηχανολογικό εξοπλισμό, προκειμένου να μη χρησιμοποιηθεί από τον γερμανικό στρατό. Το 1958, μετά τον θάνατο του Γεώργιου Χατζηγιαννάκη, πέρασε στα χέρια του Αλλατίνη και δούλεψε, παραμένοντας γνωστός ως Μύλος Χατζηγιαννάκη, μέχρι το ‘86. Η άσπρη ιστορία του βαμμένη αλεύρι, τέλειωσε κάπου εκεί. Το χειμώνα του ΄89, o ιδιοκτήτης του θρυλικού τζαζ κλαμπ «Παραρλάμα», Νίκος Στεφανίδης, αποφασίζει να φτιάξει έναν πολυχώρο πολιτισμού στις εγκαταστάσεις του παλιού αλευρόμυλου. Την τελευταία μέρα του Μαΐου του 1991, ο Μύλος ανοίγει τις πόρτες του στο κοινό, μετά από μια υποδειγματική, για τα χρονικά, ανάπλαση του πολυώροφου εντυπωσιακού λιθόκτιστου βιομηχανικού τύπου συγκροτήματος. Ένας χώρος γεμάτος λεβητοστάσια, ντιζελοκινητήρες και πέτρινες αποθήκες, μεταμορφώθηκε σε μια ανήσυχη εστία τέχνης και πολιτισμού. Το 1993, ο Europa Nostra, ο Οργανισμός για την Προστασία της Ευρωπαϊκής Αρχιτεκτονικής και Φυσικής Κληρονομιάς, του απένειμε τιμητικό δίπλωμα για τη συνολική μετατροπή του βιομηχανικού συγκροτήματος σε σύγχρονο πολιτιστικό και ψυχαγωγικό κέντρο. Ο Μύλος υπήρξε ο μοναδικός ιδιωτικός φορέας που συμπεριλήφθηκε στο φάκελο υποψηφιότητας για την ανάδειξη της Θεσσαλονίκης ως Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης για το 1997. Ένα πρότυπο για όλη την Ευρώπη πείραμα που η πόλη θα θυμάται για πάντα. Όπως όλα τα όμορφα όμως, κάποτε άρχισε να έχει προβλήματα.
Δαβάστε περισσότερα: Μύλος: 25 χρόνια πριν γεννήθηκε ο πρώτος πολυχώρος
Μονή Λαζαριστών
Εμβληματικό κτιριακό συγκρότημα συνολικής έκτασης 20.000 τ.μ., με ιδιαίτερη σημασία από ιστορική, αρχιτεκτονική και κοινωνιολογική άποψη. Υπήρξε εξαφανισμένο για χρόνια από τον αστικό χάρτη, και η πόλη το ξανακέρδισε χάρη στην πολύπαθη Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης 1997.
Η Μονή Λαζαριστών χτίστηκε το 1861 από τους μοναχούς του τάγματος του Αγίου Βικεντίου του Παύλου. Ο χώρος λειτούργησε ως ορφανοτροφείο, ιεροσπουδαστήριο των καθολικών, νοσοκομείο και κέντρο φιλοξενίας προσφύγων μετά το 1922. Ως τη δεκαετία του ’70 απέμειναν εκεί κάποιες οικογένειες, σταδιακά όμως το κτίριο εγκαταλείφθηκε στην παρακμή. Σχεδόν ερειπωμένο, χαρακτηρίστηκε το 1980 «ιστορικό μνημείο» και τρία χρόνια αργότερα αγοράστηκε από το ελληνικό δημόσιο με την ευκαιρία του εορτασμού των 2.300 χρόνων από την απελευθέρωση της πόλης. Αναστηλώθηκε στο πλαίσιο του τεχνικού προγράμματος της Πολιτιστικής και λειτούργησε ξανά το 1998.
Στη βορειοανατολική πτέρυγά του απέκτησε στέγη το Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης με κομψούς, όμορφους αν και κάπως στενόχωρους εκθεσιακούς χώρους, που αναπτύσσονται σε τέσσερις ορόφους και είναι λειτουργικά εξοπλισμένοι βάσει διεθνών προδιαγραφών. Η λειτουργία του ΚΜΣΤ μέχρι σήμερα, του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος για κάποια χρόνια με παραστάσεις στο μεγάλο θέατρο της παρακείμενης μονάδας, καθώς και του Φεστιβάλ Μονής Λαζαριστών στον υπαίθριο χώρο τα καλοκαίρια, έδωσαν σε μια τυπική αστική γειτονιά της δυτικής Θεσσαλονίκης φιλότεχνο προφίλ.
*Με πληροφορίες από thessarchitecture.wordpress.com.