Παραρλάμα: Το στέκι που έγραψε την blues ιστορία της Θεσσαλονίκης
Αυτό ήταν το ‘Παραρλάμα’, το πρώτο αμιγώς blues club που στήθηκε ποτέ στην Ελλάδα, το οποίο περηφανευόμαστε δικαίως ότι γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη.
Είναι κάποια στέκια που έρχονται και μένουν κι εξελίσσονται μαζί με έναν τόπο, υποδεχόμενα άτομα από γενιά σε γενιά και μορφές κάθε κοπής. Και είναι κάποια στέκια που τρυπώνουν απροσδόκητα στην ιστορία μιας πόλης και μένουν ανέπαφα στην μνήμη για την μοναδικότητά τους, ακόμα κι αν οι πόρτες τους έχουν πια κλείσει.
Ένα από αυτά ήταν το ‘Παραρλάμα’, το πρώτο αμιγώς blues club που στήθηκε ποτέ στην Ελλάδα, το οποίο περηφανευόμαστε δικαίως ότι γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Το ιστορικό πλέον club άνοιξε τις πόρτες του στην περιοχή του Ράδιο Σίτυ για πρώτη φορά το 1986 και τις έκλεισε το 1991. Το στέκι με την περίεργη ονομασία που σχεδόν κανένας δεν μπορούσε να προφέρει σωστά, πήρε το όνομά του από το ομώνυμο διήγημα του Δημοσθένη Βουτυρά, του οποίου ο πρωταγωνιστής καταφέρνει με μια μυστηριώδη άγνωστη λέξη να προκαλέσει σάλο.
Η σταθερή μπάντα του ‘Παραρλάμα’ ήταν οι Blues Wire, το σπουδαιότερο συγκρότημα της ελληνικής blues σκηνής, με την σύνθεση της τότε εποχής, που αποτελούνταν από τους Ηλία Ζάικο, Σωτήρη Ζήση, Νίκο Ντουνούση και Αλέξη Αποστολάκη, και πολύ γρήγορα το στέκι κατέκτησε το κοινό της πόλης τόσο ολοκληρωτικά, που έμενε ανοιχτό όλη την εβδομάδα, με ζωντανή μουσική κάθε βράδυ και κατάμεστο κάθε νύχτα. Η επιτυχία του μάλιστα ήταν και η βασική αιτία της δημιουργίας τού ‘Μύλου’ της Θεσσαλονίκης.
Το ‘Παραρλάμα’, όπως σημειώνει σήμερα ο Νίκος Ντουνούσης, προέκυψε από τρεις πυρήνες της τότε παρέας του γνωστού ‘Lucky Luke’, από τα πρώτα μπαράκια της οδού Κορομηλά. “Ο ένας ήταν ο Νίκος Στεφανίδης και η παρέα του, υπεύθυνος λειτουργίας του ‘Λούκυ’, όπως το έλεγαν τότε. Δεύτερος, ο Γιώργος Τσακαλίδης, ιδιοκτήτης του δισκάδικου ‘Bebop’ και δημιουργός της ‘Άνω Κάτω Records’, παραγωγός των Blues Wire και πολλών άλλων συγκροτημάτων της ανεξάρτητης σκηνής των 80s. Η πρώτη μορφή των Blues Wire ονομαζόταν ‘Blues Gang’ και ηχογράφησε τον πρώτο της δίσκο για την νεοεμφανιζόμενη τότε ‘Άνω Κάτω’. Ντεμπούτο και για τους δύο λοιπόν, εν έτει 1983. Και τρίτος πυρήνας, ήταν η ίδια η ομάδα των Blues Gang / Blues Wire, η οποία πάνω στην μεταστροφή της και αλλαγή ονομασίας, βρήκε ‘επένδυση’, θα μπορούσε να πει κανείς, στην όρεξη και διάθεση των δύο ανωτέρω να δημιουργήσουν έναν καλλιτεχνικό χώρο-βάση για το συγκρότημα των Blues Wire, όπου θα μπορούσαν να παίζουν και να εξελίσσουν το αμιγώς blues είδος τους, σε καθημερινή επαφή με τον κόσμο τους, ανενόχλητοι”.
Το club με την μοναδική ατμόσφαιρα, εκτός από τους Blues Wire, έδωσε φυσικά βήμα και σε πολλές άλλες μπάντες της πόλης, κάνοντας και μετακλήσεις σπουδαίων blues καλλιτεχνών από το εξωτερικό, μεταξύ των οποίων οι John Hammond Jr, Louisiana Red και Katie Webster. Όπως αναφέρουν δεκαετίες αργότερα τα μέλη των Blues Wire, “εξέφρασε μια εποχή λιγότερο αγχωτική και πιο αγνή από τη σημερινή και έθρεψε μια πραγματικά παρεΐστικη ατμόσφαιρα, που όσοι την έζησαν την θυμούνται με πολύ ζωντανά χρώματα, αφού απείχε πάρα πολύ από τα στάνταρ της σημερινής προκάτ διασκέδασης”.
Σήμερα, πάνω από 25 χρόνια από το κλείσιμό του ‘Παραρλάμα’, ο Νίκος Στεφανίδης ανατρέχει στα πρώτα του βήματα για την δημιουργία του ιστορικού στεκιού: “Συνήθως σε αυτές τις περιπτώσεις δεν υπάρχει σκεπτικό. Όπως λέει ο τοπικός ποιητής ‘ιστορία φτιάχνουν οι παρέες’. Ήθελα να ξεκόψω από την νύχτα. Στα φοιτητικά μου χρόνια κρατούσα το μαγαζί του ξαδέρφου μου, Δημήτρη Στεφανίδη, το ‘Lucky Luke’. Εκεί έγινε η παρέα με τους Blues Gang (που αργότερα έγιναν οι Blues Wire). Έψαχνα στις αγγελίες να κάνω τυροκομείο, άσχετο από όλα μου τα ενδιαφέροντα. Είχα ξεκινήσει και τα πρώτα βήματα του ράδιο Ουτοπία, αλλά έπεσα πάνω στο ‘Πωλείται Κέντρο Διασκέδασης’…”.
Γιατί blues club; “Υπήρξα ραδιοπειρατής από την εφηβεία, με επιρροές από διεθνές και ελληνικό ροκ. Το blues μπήκε στη ζωή μου ένα μαγικό απόγευμα στον Λευκό Πύργο, όπου ο ‘άμουσος’ Ζάικος με Σταρόβα, Ζήση, Τόλιο, Στέφανο και με άλλους τόσους τζαμάρανε την ψυχή τους …και κλέψανε την δική μου”. Όπως σημειώνει, “Δεν υπήρχε στόχος, εκτός από το να δημιουργήσουμε αυτό που μας έλειπε”.
Όσο για την επιλογή του ονόματος, όπως αναφέρει, “Το όνομα μας επέλεξε. Ήταν ιδέα της πρώτης εναλλακτικής παρέας που έκανε τον χώρο καφεθέατρο. Μετά τον πουλήσανε στον επόμενο, που τον έκανε μουσική σκηνή. Αυτήν πήραμε και μετατρέψαμε σε club με τον Τσακαλίδη της θρυλικής ‘Άνω Κάτω’, που από όσους είχα απευθυνθεί για συνεταιρισμό, ήταν αυτός που είπε το ‘Ναι’. Δεν υπήρχαν χρήματα να αλλάξουμε την ταμπέλα με το νέον (το μαγαζί έγινε ιδιοκατασκευή από μένα και μερικούς φίλους). Είπαμε να την κρατήσουμε για λίγο καιρό και να την αλλάξουμε μετά. Δύσκολο όνομα… Μετά όμως την κράτησε ο απίστευτος κόσμος που ερχόταν να προσκυνήσει τους Blues Wire. Το προφέρανε ‘Παρλάραμα’, ‘Παρλαράμα’, και σπάνια σωστά ‘Παραρλάμα’, από το διήγημα του Βουτυρά. Τελικά μία εφεύρημα λέξη εκπλήρωσε την φαντασιακή σχέση με τον λογοπλάστη της. Κατέληξε να σημαίνει για όλους μας μια από τις πιο όμορφες στιγμές της ζωής μας”.
Ποια ήταν η ατμόσφαιρα τότε στο ‘Παραρλάμα’; “Η ατμόσφαιρα ηλεκτρισμένη… από Blues Wire, οι οποίοι τελετουργικά μυούσαν από 16χρονα μέχρι 80χρονα, στριμωγμένα σε ένα σώμα, αφήνοντας τον ‘Ερωτα να κάνει την δουλειά του… Ο Νώντας Ερκ. άφηνε τον δίσκο του σέρβις για να γεμίσει την σκηνή με την φυσαρμόνικα του, ο Στάθης Δρ., ο Γιάννης Αδαμ., ο Γιώργος Καρ., ο Νάκης, κι όσους ξεχνώ από την παρέα που δούλεψε, με την βοήθεια της Ναταλίας και της Κατερίνας. Κι εγώ στο μπαρ, έβαζα ποτά και ψευτοέπαιζα με τα ελάχιστα φώτα. Ήταν όλοι… Όλες οι τάξεις, όπως θα έλεγε κι ο Μαρξ. Βιώναμε μια αταξική σύναξη. Γι’ αυτό ήταν όμορφη. Και ιδιαίτερη, γιατί από το 1/1/1987 (ναι, παραμονή Πρωτοχρονιάς) μέχρι το 1991, έξι μέρες την εβδομάδα ένα σχήμα έπαιζε blues. Το ίδιο πρόγραμμα, κι όμως για εμάς τους καθημερινούς ακροατές, ποτέ δεν ήταν ίδιο. Κι όταν στην σκηνή ανέβαιναν οι επισκέπτες (Γιάννης Ντοκ., σύμβολο), Τζούλη, Γάκης, Φλώρος -όλοι ανέβαιναν-, δεν νομίζω να υπήρχαν πολλά σημεία στον κόσμο που να συνέβαινε η μεταμόρφωση της απλότητας σε έργο ανεκτίμητο”.
Ποια είναι μια ανάμνηση που μένει; “Η ανάμνηση, οι ιστορικές στιγμές στις συναντήσεις, οι συζητήσεις, τα γέλια στο μικρό κουζινάκι που χρησίμευε για καμαρίνια. Ο Ηλίας, ο Σωτήρης, ο Νίκος, ο Αλέξης, ο Γιώργος παλιότερα, ο γιατρός και όσοι από τους φίλους χωρούσαν στα 6 τ.μ. Ίσως σαν ιστορική μουσικά να ξεχώριζα την τελευταία live εγγραφή μιας ολόκληρης νύχτας από τον Νίκο Παπάζογλου και τις στιγμές που ανέβαινε σεμνά να μπλουζάρει με τα ‘παιδιά’…”.
Το ‘Παραρλάμα’ θυμάται σήμερα και ο Νίκος Ντουνούσης των τότε Blues Wire:
“Οι αναμνήσεις από ένα ιστορικό club που διήρκησε 5 τουλάχιστον χρόνια (1986-1991), είναι σίγουρο οτι δεν θα μπορούσαν να χωρέσουν σε ένα κείμενο μερικών γραμμών, ούτε μάλλον μερικών σελίδων. Κάποιος που έζησε από κοντά την ιστορία αυτού του μικρού χώρου, θα μπορούσε να γράψει ακόμη και βιβλίο.
Ήταν ένα τόλμημα για την εποχή, μια και μετά την μεταπολίτευση στη Θεσσαλονίκη, δεν υπήρξε άλλος χώρος που να φιλοξενήσει ζωντανά, σε καθημερινή βάση και με διάρκεια, μουσικό σχήμα με χαρακτήρα έξω από την τότε ελληνική κουλτούρα, μουσική ή πραγματικότητα. Ήταν απλά αδιανόητο. Ακόμη και εμείς, οι ίδιοι παράγοντες του χώρου, πιστεύαμε ότι θα ανοίξουμε το club για τον στενό μας κύκλο, θα δουλέψουμε δυο – τρεις μήνες και μετά θα πάμε όλοι σπίτια μας.
Τα γεγονότα μας διέψευσαν όλους, πλην ίσως περισσότερο του Νίκου Στεφανίδη, ο οποίος από την πρώτη μέρα έδειχνε μια πρωτοφανή αισιοδοξία για την μελλοντική πορεία μας. Καθόλου περίεργο τελικά, μια και από αυτό το μικρό κλαμπάκι, αργότερα, προέκυψαν ο ‘Μύλος’ και η ‘Υδρόγειος’.
Για όλους όμως, συντελεστές και θαμώνες, που σταδιακά περιλάμβαναν επισκέπτες από όλη την Ελλάδα, φοιτητές της Θεσσαλονίκης που βρήκαν ένα ζωντανό χώρο μέσα στην γειτονιά τους, ανθρώπους κάθε λογής και ανησυχίας αλλά με κοινό παρονομαστή την τέχνη και διασκέδαση, το ‘Παραρλάμα’ αποτέλεσε στέκι, σημείο συνάντησης και προορισμό, αλλά και χώρο ανάπτυξης, δημιουργίας και εξέλιξης για πλήθος καλλιτεχνών. Μέσα σε λίγα χρόνια, πέρασαν γενιές ελληνικών συγκροτημάτων και δημιουργών της μοντέρνας μουσικής, αλλά και μεγάλα ονόματα της Αμερικάνικης και διεθνούς σκηνής του blues, σε έναν χώρο που ούτε οι ίδιοι πίστευαν ότι θα μπορούσαν ποτέ να εμφανιστούν, πόσο μάλλον στην άλλη μεριά του πλανήτη.
Η ατμόσφαιρα αυτού του χώρου άφηνε εκστασιασμένους μουσικούς και ακροατήριο, λόγω της αμεσότητας και ζεστασιάς που υπήρχε εξαιτίας του μικρού μεγέθους και της κοντινής επαφής του ακροατηρίου με την σκηνή και τους μουσικούς. Ήταν κάτι ανεπανάληπτο. Υπήρχε και υπάρχει ακόμη και σήμερα, για όσους το έχουμε ζήσει, η αίσθηση ότι ζούσαμε κάτι μοναδικό, που όσο κι αν το επιδιώκεις στη ζωή, μπορεί ποτέ να μην καταφέρεις καν να το αγγίξεις. Αναμνήσεις που συνεχίζουν και φαντάζουν αληθινές στα διασταυρωμένα βλέμματα παλιών θαμώνων σε τυχαίες συναντήσεις, σαν να μην πέρασε ο χρόνος, ή να πέρασε και να μη μας άγγιξε, σαν να λέμε μέσα μας κρυφά: ραντεβού το βράδυ στο ‘Παραρλάμα’.
Όπως ειπώθηκε και από τα χείλη του ανεπανάληπτου John Hammond όταν βρέθηκε μαζi μας στην σκηνή: ‘Guys, you are so damn lucky to have a club like this!’”.
Το υστερόγραφο στον κ. Στεφανίδη:
ΥΓ. Τι θα έλεγες Τσάκαλε να βγάλουμε ένα βινύλιο με αυτή την εγγραφή… “30 χρόνια Παραρλάμα”;
*Τα παλιά μέλη των Blues Wire τιμούν και θυμούνται το ‘Παραρλάμα’ στην σελίδα Facebook Παραρλάμα CLUB.
Διαβάστε ακόμα:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ