Ακραίο Κέντρο Τόμος 2: Διαστρεβλώνοντας τις έννοιες
Από όλες τις έννοιες που απειλούνται σήμερα με ανανοηματοδότηση, πιο πολύ σε πληγώνουν εκείνες που έχουν σχέση με τη Δημοκρατία.
Από όλες τις έννοιες που απειλούνται σήμερα με ανανοηματοδότηση, πιο πολύ σε πληγώνουν εκείνες που έχουν σχέση με τη Δημοκρατία.
Να λες το πορτοκάλι, μανταρίνι δεν πειράζει. Ξινά και τα δύο. Είναι για ανθρώπους με υγιεινές διατροφικές συνήθειες. Την αστυνομία στα Πανεπιστήμια να την χαιρετίζεις όμως ως την άφιξη της Δημοκρατίας, αυτό είναι διαταραχή.
Βέβαια να πούμε ότι δεν υπάρχει καμία συμφωνία για το περιεχόμενο της έννοιας Δημοκρατία. Είναι όπως με το Νόμο. Βρίσκεται έξω από την πόρτα του ένας γέρος θυρωρός, όπως διάσημα το έβαλε ο Κάφκα. Κάθε φορά που τον ρωτάς αν μπορείς να διαβείς την πόρτα, αυτός σου λέει ότι πρέπει να περιμένεις. Όταν μπαίνεις τον ξανασυναντάς να σου λέει το ίδιο πράγμα. Κάποιοι είναι λιγότερο ίσοι απέναντι στο Νόμο, ή λιγότερο ελεύθεροι από κάποιους άλλους.
Όμως έχουμε και ορισμένες ενδείξεις. Μια αλήθεια δεν υπάρχει, αλλά τα ίχνη της διάσπαρτα μπορείς να τα βρεις παντού.
Έτσι, για παράδειγμα, η Χάνα Άρεντ τόνιζε ότι «Δημο-κρατία» σημαίνει την κυριαρχία («κράτος») του «δήμου». Όμως στην Αρχαία Δημοκρατία, στην πληρέστερη έκφραση της, ήταν ταυτόσημη της «ισονομίας» και της «ισηγορίας». Το ίσο δικαίωμα να υποβάλλεσαι και να υποβάλλεις το νόμο στην κριτική, μέσω του ίσου δικαιώματος να εκφράζεις την άποψη σου. Η ατομική ελευθερία στην έκφραση ήταν ισοδύναμη της συλλογικής αυτονομίας, να δίνεις τους δικού σου νόμους. Για αυτό προτιμούσε και τον όρο ισονομία από αυτή την ιδέα ότι κάτι εκλέγεται κάθε 4 έτη και κυριαρχεί σχεδόν απόλυτα (μία πλειοψηφία, μέσω της επιτήρησης του νόμου από το κράτος).
Από μία άλλη οπτική, μας θυμίζουν οι ιστορικοί των εννοιών, συνδέονταν ως όρος η δημοκρατία για την Εκκλησία και τους Βασιλείς με το χάος, με την οχλοκρατία. Οι επαναστάτες που έκοβαν το κεφάλι του βασιλιά δεν ενεργούσαν στο όνομα της. Αισθάνονταν ότι έχτιζαν κάτι διαφορετικό από το Αρχαίο, και μόνο κάπου στα 1815 υιοθετήθηκε ξανά ο όρος (για να απαξιωθεί τελικά, μαζί με τα αιτήματα της, από την κυρίαρχη αστική τάξη, αν όχι και από τους διανοούμενους της).
Για αυτό ίσως να όρισε ότι το δικαίωμα στην εκλογή (άλλη σύγχρονη καινοτομία) θα περιορίζεται στους άνδρες, λευκούς, με περιουσία, πχ. ένα 5% του πληθυσμού στις ΗΠΑ. Και για αυτό ίσως, μετά από πολέμους και αγώνες, ενάντια στο Κράτος, την Αστυνομία, να πέτυχαν οι αποκλεισμένοι τελικά αυτό που σήμερα όλοι απολαμβάνουμε – την καθολική ψηφοφορία και τα δικαιώματα για όλους (πλην των μεταναστών…).
Αμφίσημη και αμφισβητούμενη, έχει ως έννοια άρα ένα περίγραμμα: Η Δημοκρατία καταστατικά δεν έχει καμία σχέση με την κυριαρχία, και άρα με τη βούληση του Κράτους. Η δημοκρατία υποβάλλει την εξουσία σε κριτική. Αντιμετωπίζει σαν μία στιγμή της σχέσης μας το Κράτος, όχι ως το απόλυτο Όλο, τη νομιμότητα που υπηρετούμε τυφλά. Είναι άρα η Δημοκρατία η άμβλυνση της κυριαρχίας και η σχετικοποίηση των οργάνων που την εκφράζουν (Κράτος, Λαός κτλ.), όχι η επιβολή τους με κάθε κόστος. Ακόμα και όταν υποτίθεται ότι εκφράζει η κρατική βούληση μία πλειοψηφία. Ή καλύτερα, τότε, πιο πολύ από ποτέ.
Αυτή η μικρή εννοιολόγηση είναι ενδεικτική ενός τουλάχιστον πράγματος για το θέμα μας – Πανεπιστήμιο, η αυτονομία του, η σχηματοποίηση και επικοινωνία ελεύθερης γνώμης, είναι ένα πράγμα ξεχωριστό από την πολιτική εξουσία και τους συμβολισμούς της. Για αυτό, τον τελευταίο λόγο στη διοίκηση πρέπει να έχει η ακαδημαϊκή αρχή, χωρίς αυτό να την εξαιρεί από άλλες πολιτειακές υποχρεώσεις, μεταξύ αυτών, την πιο σημαντική, το έργο της κριτικής. Ελπίζω να μην το ξεχάσει αυτό η Δικαιοσύνη, παρασυρμένη από μία συγκυριακή πλειοψηφία.
Και μη μου πείτε, άλλο το Πανεπιστήμιο, άλλο οι απαγωγές πρυτάνεων. Δεν ξέρω πόσο πιο σαφές μπορεί να γίνει ότι από το ένα άκρο δεν χρειάζεται να πάει κανείς στο άλλο. Ότι μιλάμε για μεμονωμένα περιστατικά που δεν δικαιολογούν την ίδρυση ενός σώματος με 1000 ένστολους, κάτι που είχε αποκλείσει στο παρελθόν και ο ίδιος ο υπουργός. Ότι πλαίσιο για τη φύλαξη υπάρχει. Είναι ύποπτο ότι δεν αξιοποιείται με περισσότερη χρηματοδότηση στο πνεύμα της συνεργασίας τυπικά διοικητικά ανεξάρτητων θεσμών.
Βεβαίως ειπώθηκε κάτι για το προσωρινό του μέτρου, που δεν κάνει τον διεθνή εξευτελισμό λιγότερο, αλλά εδώ είναι η σημειολογία που μας απασχολεί και αυτό που κρύβεται από πίσω της: Η σχεδόν θεολογική πεποίθηση μεγάλης μερίδας των κυβερνώντων (και των συμπολιτών μας) ότι αυτό είναι κάτι που πρέπει να το δεχθούμε ως απαραίτητο και ως φυσιολογικό. Που συνδυάζεται με την απειλή της μη-χρηματοδότησης των ιδρυμάτων (από τα αποθεματικά που τους αποσπάστηκαν), εάν δεν τηρηθεί το μέτρο.
Προσωπικά μιλώντας, έχω υποστηρίξει μία άποψη ότι αυτό που συνέχει τη σημερινή κυβέρνηση (λόγους και έργα), είναι μία εκδικητική ιδεολογία, ένας συγκεκριμένος λόγος και μία διάγνωση για την κοινωνία μας – το Ακραίο Κέντρο.
Αυτό το Ακραίο Κέντρο στηρίζεται σε μία συγκεκριμένη πρόσληψη του πολιτικού χώρου. Δεν την χαρακτήρισα αντιδημοκρατική, αλλά με αυταρχικό στυλ, του παντογνώστη, που διοικεί υποτίθεται κατέχοντας μία απόλυτη αλήθεια. Έγραφα έχοντας υπολογίσει τη στάση της και σε άλλες νομοθετικές πρωτοβουλίες, όπως και τη διάθεση της κυβέρνησης να νομοθετεί για μη-έκτακτα θέματα χωρίς μέτρο εν μέσω πανδημίας, μη τηρώντας πολλές φορές τις βασικές αρχές του κοινοβουλευτισμού.
Είχα πει, δεν θα βρει κανείς στο χρονικό της μεταπολίτευσης πιο διαστροφική ρητορική από αυτή της σημερινής κυβέρνησης. Ενωτική τάχα, αλλά επί της ουσίας διχαστική. Που να εξισώνει όλες τις αντίθετες γνώμες και απόψεις, και μάλιστα ανθρώπων που ειλικρινά ενδιαφέρονται για το πανεπιστήμιο μας ως εργαζόμενοι, σπουδαστές κτλ. (δηλαδή κατηγορίες με τις οποίες κανονικά θα έπρεπε να συνομιλεί) με τους υποκινητές βίαιων επεισοδίων που δε σέβονται τη δημόσια υγεία (και αυτό και για άλλα προκλητικά νομοσχέδια).
Τώρα μας προβληματίζει και η έκταση που παίρνει η διαστροφή των εννοιών. Όσο διογκώνεται, απειλείται τελικά και η ίδια η δημοκρατία. Ιδίως όταν πρόθυμοι κανίβαλοι του διαδικτύου την αποδέχονται έτσι αμάσητα, χωρίς καμία ανάλυση, χωρίς κριτική, χωρίς την ιστορική συνείδηση για το τι είναι τελικά πάνω κάτω «Δημοκρατία» που κάπως έχω θίξει εδώ.
Όλα αυτά θα είχαν πλάκα άρα, αν δεν ήταν και επικίνδυνα. Επικίνδυνα είναι όχι γιατί τοποθετούνται απαξιωτικά απέναντι στην αντίθετη άποψη. Αυτά συμβαίνουν. Τα κάνουν και «οι άλλοι». Το κάνω και εγώ. Διαφωνούμε άλλωστε επί της αρχής, από μόνο του αυτό είναι σοβαρό. Επικίνδυνα είναι γιατί δεν προέρχονται από έναν απλό πολίτη, αλλά από τον ίδιο τον Πρωθυπουργό. Από κάποιον που είναι στην κορυφή της εξουσίας. Και εκπαιδεύουν τελικά έτσι και το κοινό, τους κανίβαλους των social media. Εκείνους που δεν είδαν την απέραντη κακογουστιά και το κιτς στα πυροτεχνήματα στην Ικαρία και τους πείραζε παλιά ο Τσίπρας χωρίς τη γραβάτα…
Είναι όμως κυρίως επικίνδυνα γιατί επιχειρούν να ταυτίσουν δύο έννοιες που από κάθε άποψη είναι και ασυμβίβαστες, κάτι που δεν πρέπει να το συνηθίσουμε. Την Αστυνομία με τη Δημοκρατία και το Πανεπιστήμιο. Τη Δημοκρατία, όταν απλοί πολίτες διεκδικούν τα δίκιο τους, με γυμνά χέρια, με τα γκλομπ, ένα σώμα υπεροπλισμένο μέσα στην Αστυνομία, έτοιμο να επιβάλλει «την τάξη». Ιδίως όταν, η πράξη συνεχώς δείχνει, όχι μόνο το σώμα χτυπά συνεχώς αλόγιστα, και χωρίς καμία αίσθηση καθήκοντος, αλλά έχει και βεβαρυμμένο παρελθόν με τις εκλογικές τους επιλογές… Και στρέφεται μάλιστα τώρα στην πρώτη τόσο σπουδαγμένη γενιά, που όμως τόσο μαζικά έχει μεταναστεύσει, και τόσο μαζικά βιώνει συνεχώς το φόβο της ανεργίας και του κακού εργοδότη.
Ποιος είναι το Ακραίο Κέντρο άρα, υπό αυτό το πρίσμα;
Για τους ρήτορες του, η Ελλάδα είναι μια χώρα χρεωκοπημένη, που χωρίζεται στους απατεώνες και τους προκομμένους. Τα αίτια και οι αναλύσεις της δυστοκίας μας δεν αποδίδονται στην ειδική ιστορία, στην οικονομική και πολιτική πορεία, τους γείτονες, τον λούμπεν εθνικισμό μας, τα πάθη μας, αλλά στις ενέργειες ορισμένων πάντα ανθρώπων. Πάντα είναι οι ίδιοι: κάποτε, οι κομμουνιστές, οι προδότες, και ας ήταν όλος ο κόσμος διχασμένος στα δύο παντού, σήμερα οι τρομοκράτες, και ας δεν εκφράζουν κανέναν οι πράξεις τους. Και όλα αυτά υποκινούνται, μαντέψτε, από «την Αριστερά ηγεμονία».
Έπειτα όλα αυτά σερβίρονται κάτω από ένα κοινό πολιτισμικό περιτύλιγμα: o Ανατολιτισμός μας λέει, φταίει. Όποιος δεν συνδέεται με την άμαξα προς το μέλλον είναι δυνητικά εχθρός του κοινού συμφέροντος (=μιας συγκυριακής κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας). Δεν είναι τώρα εχθρός, δεν φτάσαμε εκεί. Αλλά όσο δεν αλλάζει ρότα, θα καταντήσει. Κινείται στη γκρίζα ζώνη της ανυποληψίας.
Έτσι απεικονίζονται και οι ακαδημαϊκοί. Κηφήνες του δημοσίου. Και οι φοιτητές που αντιδρούν. Κομματόσκυλα, απαράτσικ.
Πως τοποθετείται τότε το Ακραίο Κέντρο;
Από τη μία θα συζητήσουμε λίγο. Αλλά από την άλλη προσχηματικός ο διάλογος. «Είσαι πολύ ιθαγενής για τα γούστα μου, δεν έχεις προτάσεις». Αυτό είναι που σε εξοργίζει όμως τελικά όλο και περισσότερο. Αυτή η διαστροφή των λέξεων: ο πολιτισμένος με τα «λογικά» επιχειρήματα, που όμως όλο το ήθος του και ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιεί το χρέος του δημόσιου λόγου δείχνουν την απόλυτη απαξία προς το πρόσωπο σου ή προς τους Θεσμούς. Η Αστυνομία στο όνομα της Δημοκρατίας. Οι πολιτικοί των οποίων τα πολιτικά βύσματα έχουν αποτύχει και δεν αναλαμβάνουν ευθύνη. Μάλλον γιατί, που θα βρούμε καλύτερους μεταξύ των ιθαγενών….(!!)
Να προσπαθείς να μιλήσεις για τα αυτονόητα χωρίς να σε βγάλουν καμπούρη, ΖΑΙΟ, προδότη….
Για να το κλείσουμε, για όσους έχουν παρασυρθεί από την ιδεοληψία του Ακραίου Κέντρου, στο τέλος της ημέρας συμβαίνει πάντα το εξής. Το «γκλομπ» δεν παύει να χτυπάει όπως ένα γκλομπ. Το «μανταρίνι» να μυρίζει όπως το μανταρίνι. «Σαν πρόκες να καρφώνονται οι λέξεις, να μην της πάρει ο άνεμος». Και όλες οι λέξεις, η Δημοκρατία ένα παραπάνω, έχουν μία ιστορία και μία ειδική βαρύτητα.
Ας μην χάσουμε λοιπόν και αυτό το μέτρο!