Ανακαλύψτε τα κτίρια της πόλης: Πρώην κέντρο βασανιστηρίων της Γερμανικής Μυστικής Στρατιωτικής Αστυνομίας

Και μόνο στο άκουσμα της διεύθυνσης «Τσιμισκή 72», πάγωναν όλοι και εύχονταν να μην τους τύχει ποτέ να περάσουν την είσοδο του κτιρίου.

Γιώργος Τσιτιρίδης
ανακαλύψτε-τα-κτίρια-της-πόλης-πρώην-κ-834004
Γιώργος Τσιτιρίδης

Πνιγμένα από το καυσαέριο και τις μοντέρνες πολυκατοικίες. Στέκουν δίπλα μας ενάντια στο χρόνο και την φθορά. Τα προσπερνάμε, δεν τα παρατηρούμε, σε κάποια από αυτά ζούμε και εργαζόμαστε, κάνουμε τα ψώνια μας η πίνουμε έναν καφέ. Άλλα μαραζώνουν από την αδιαφορία μας. Ζωντανά και περήφανα σύμβολα της ιστορίας της πόλης, κρύβουν σημαντικά γεγονότα, σκοτεινά μυστικά, οικογενειακές ιστορίες, τραγωδίες και χαρές. Νεοκλασικά, διατηρητέα, του ευρωπαϊκού εκλεκτισμού, του κλασικισμού, μπαρόκ, σύγχρονα αυτά είναι τα κτήρια σύμβολα της πόλης.

Αξιόλογο εκλεκτικιστικά κτήριο με στοιχεία Art Deco. Ο κεντρικός άξονας της όψης από τη στάθμη του 2ου ορόφου έως και την στάθμη του 4ου ορόφου, προεξέχει δημιουργώντας ένα κατακόρυφο τρίπλευρο έρκερ με ανοίγματα που ενσωματώνονται σε κάθε μία από τις τρεις επιμέρους όψεις του.

Ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα επιμέρους διακοσμητικά στοιχεία, όπως τα κιγκλιδώματα των εξωστών, τα διακοσμητικά γραμμικά στοιχεία που περιμετρικά πλαισιώνουν τα ανοίγματα, τα φουρούσια, τα υψίκορμα ανοίγματα με φεγγίτες κ.λ.π. Αποτελεί σύνολο με το όμορο κτήριο επί της οδού Τσιμισκή 74. Το κτήριο στο εσωτερικό του διασώζει τη σιδερένια θύρα εισόδου, γύψινες διακοσμήσεις στις οροφές, ξύλινα κουφώματα, τη διαμόρφωση του χώρου εισόδου. Δεν χαρακτηρίζονται ως διατηρητέες οι προσθήκες πάνω από τον 5ο όροφο.

Χαρακτηρίστηκε διατηρητέο το 2016 με την απόφαση 3428/2016 και μαζί με ενα ακόμα όμορφο και μοναδικό κτήριο του κέντρου της πόλης διασώθηκε η μνήμη ενός από τα φρικτότερα σύμφωνα με τις μαρτυρίες κέντρα βασανιστηρίων της κατοχής.

Στο κτίριο της Τσιμισκή με τον αριθμό 72 είχε την έδρα της η Γερμανική Μυστική Στρατιωτική Αστυνομία (GFP), η δύναμη της οποίας, μετά το 1943, ανέρχονταν σε 170-180 άτομα, τα περισσότερα από τα οποία είχαν υπηρετήσει προπολεμικά στη γερμανική και την αυστριακή αστυνομία. To 1ο Γραφείο της GFP, που στεγάζονταν στο «Βοσπόρειον Μέγαρον», στην οδό Αριστοτέλους 6 και ήταν υπεύθυνο για την αντιμετώπιση και εξουδετέρωση κάθε αντιστασιακής ενέργειας και κυρίως η προστασία του στρατού κατοχής από δολιοφθορές, κλοπές και κατασκοπεία, αλλά και η καταπολέμηση των ανταρτών με την ταυτόχρονη εξουδετέρωση των δικτύων ανεφοδιασμού τους.

Επρόκειτο για ένα κολαστήριο στην κυριολεξία, στο οποίο βασανίστηκαν εκατοντάδες Θεσσαλονικείς στα τριάμισι χρόνια της γερμανικής Κατοχής, με πολλούς από αυτούς να μην ξαναβγαίνουν ζωντανοί, μετά από τα όσα υπέστησαν στα νύχια των δημίων τους.

Και μόνο στο άκουσμα της διεύθυνσης «Τσιμισκή 72», πάγωναν όλοι και εύχονταν να μην τους τύχει ποτέ να περάσουν την είσοδο του κτιρίου, καθώς η υπηρεσία που στεγάζονταν σ’ αυτό είχε γίνει μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα συνώνυμη των λέξεων τρόμος, δυστυχία, βασανιστήρια, πόνος.

Ένα τέτοιο τρόμο, ένιωσε και ο ποιητής της Θεσσαλονίκης Γιώργος Βαφόπουλος όταν κάποια στιγμή τον ειδοποίησαν πως έπρεπε να μεταβεί στην GFP. Ας παρακολουθήσουμε την εξιστόρησή του:

«Ένα πρωί ξαφνικά τηλεφώνησαν στο γραφείο μου να παρουσιαστώ αμέσως στη διεύθυνση της οδού Τσιμισκή αριθμ. 72. Η είδηση έπεσε πάω μου σαν κεραυνός. Όλη η Θεσσαλονίκη το γνώριζε πως εκεί ήσαν τα κεντρικά γραφεία της Γερμανικής Γκεστάπο. Ο καθένας που έμπαινε εκεί μέσα, δεν ήξερε βγαίνοντας προς ποια κατεύθυνση θα τραβούσε. Η διαταγή ήταν ρητή κι’ έπρεπε να φύγω αμέσως. Πρόφθασα στην παραζάλη μου να παρακαλέσω τους συναδέλφους μου να φροντίσουν για τη ζωή μου, αν τύχαινε και δεν επέστρεφα. Τι με θέλανε; Ποιος μου είχε ανάψει τη φωτιά τούτη;

Ανέβηκα κοντανασαίνοντας τις ψηλές σκάλες και χτύπησα δειλά μία θύρα. Ένας βλοσυρός Γερμανός μου άνοιξε. Παρακάλεσα για έναν «ντόλμετσερ». Ο διερμηνέας με ανέβασε άλλα δύο πατώματα και χτύπησε μία θύρα. Στο άνοιγμά της φάνηκε ένας λεπτός ξανθός Γερμανός, που φορούσε γυαλιά με χρυσό σκελετό. Μιλούσε ελληνικά, με πήρε μέσα και μούδειξε να καθήσω σε έναν ξύλινο πάγκο.

Έπειτα κάθισε κι εκείνος σιωπηλός στο γραφείο του, δίχως να ασχοληθεί πια μαζί μου. Κατεχόμουν από τον πανικό του αγνώστου. Έφερα τη ματιά μου ένα γύρο στο γραφείο. Σε μιάν άκρη του δωματίου, είδα να κάθεται έναν Έλληνα εργατικό τύπο, με ένα μπογαλάκι στα πόδια του. Δίπλα στη γωνιά, ήταν ακουμπισμένο ένα τουφέκι. Σκέφθηκα μέσα στη σύγχυση της ψυχής μου, πως ίσως ο νέος εκείνος άνδρας να είχε συλληφθεί για την κατοχή όπλου. Και τον φαντάστηκα στημένον μπρος στις κάννες του γερμανικού εκτελεστικού αποσπάσματος. Θεέ μου, είναι λοιπόν τόσο φθηνή αυτή η ζωή που μας έχεις δώσει; Μπορεί να την ορίζει, κατά πως το θέλει, τούτος ο μικρόσωμος ξανθός Γερμανός;»

Τελικά ο Βαφόπουλος τη γλύτωσε από το κολαστήριο της οδού Τσιμισκή 72 και αφέθηκε ελεύθερος από την GFP, όταν διαπιστώθηκε ότι δεν είχε μεταβεί κρυφά στην Αθήνα, όπως είχε καταδώσει στους Ναζί κάποιος πληροφοριοδότης τους, ούτε ότι γνώριζε τον νεαρό άντρα με το τουφέκι, ο οποίος στη συνέχεια μάλλον εκτελέστηκε.

Μετά την απελευθέρωση, ο κόσμος ζήτησε, χωρίς να εισακουστεί, να εντοιχιστεί στην πρόσοψη του μεγάρου μια αναμνηστική πλάκα που να θυμίζει τις θυσίες και τα μαρτύρια των τόσων πατριωτών που πέρασαν από εκεί μέσα, όπως γίνεται σε όλες τις χώρες της Ευρώπης.

Μαρτυρία Βαφόπουλου και ιστορικά στοιχεία

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα