Featured

Έτσι μεγάλωσε η Generation Z

Είμαστε εδώ για να θυμίσουμε στην γενιά μας πως έπαιζε Sims, άκουγε Tokyo Hotel, φορούσε Lelly Keli, έβλεπε ALTER και επικοινωνούσε με MSN, είμαστε εδώ για να εξηγήσουμε στους μεγαλύτερους πως μεγαλώσαμε.

Parallaxi
έτσι-μεγάλωσε-η-generation-z-850199
Parallaxi

Επιμέλεια κειμένου: Χρήστος Ωραιόπουλος, Μυρτώ Τούλα, Νίκος Γκάγιας, Εύα Καβάζη, Στέλλα Παϊσανίδη  Η γενιά που τα παιδικά της χρόνια τα πέρασε σε πάρκα, αλάνες, πυλωτές και παιδότοπους, η γενιά που μεγάλωσε σε γειτονιές και γνώρισε τις γοητείες του κέντρου στο Λύκειο.

Η γενιά που επικοινώνησε με MSN και Hi5, που έπαιζε παιχνίδια στο friv και στο stardoll, που έβλεπε scary movie τα βράδια, που πρόλαβε την Ικτίνου ως κόκκινη ζώνη.

Που πήγαινε τα μεσημέρια μετά το σχολείο στη γιαγιά για να φάει τιγανητές πατάτες, που έμαθε ποδήλατο στο πάρκο κυκλοφοριακής αγωγής στην παραλία, που έβλεπε στην τηλεόραση μόλις σχολούσε Zack and Codie και Chickitita, που ξυπνούσε νωρίς τα Σαββατοκύριακα για να προλάβει τον Scooby Doo και Baby Loony Tunes με ένα μπολ δημητρικά cheerious και cocopops. Και μόλις έπιανε 17:00 το απόγευμα, έπαιρνε τον ΟΑΣΘ για να πάει Magic Park και γυρνούσε με το ορθόδοξο 78Ν.

Η γενιά που άκουγε μουσική από mp3-4, που έβλεπε ταινίες από βιντεοκασέτες και dvd, το πρώτο της κινητό ήταν nokia ή sony ericsson με πορτάκι, στα μαλλιά των αγοριών επικρατούσε το λεγόμενο καπελάκι, και στον κοριτσιών φράτζες, η γενιά που έζησε τα emo, τα ποζέρια, το askfm, η Generation Z.

Η γενιά των 20-25, που τώρα τελειώνει το πανεπιστήμιο, εργάζεται και έχει αλλάξει παντελώς τα δεδομένα της. Εδώ λοιπόν θα αναλύσουμε, πώς μεγάλωσε η Generation Z.

Δημοσκοπήσεις 

Τρέξαμε polls στα social media μας ζητώντας από τους χρήστες ηλικίας 20-25 να συμμετέχουν. Στην πρώτη ερώτηση “Στην παιδική σας ηλικία παίζατε σε πυλωτές, πάρκα και αλάνες;” το 98% απήντησε “ναι” ενώ το μόλις 2% επέλεξε το “όχι” (ποιοι είστε εσείς;;;;;).  Στην ερώτηση για το αν “κάνατε παιδικά party” το 93% διάλεξε το ναι (και ορθά) και το μόλις 7% (13 άτομα) επέλεξε το όχι.

Η τρίτη ερώτηση αφορούσε την ηλικία που πήρε κινητό η Generation Z, δώσαμε δύο επιλογές, η πρώτη 12-15 χρονών όπου το 80% επέλεξε αυτό το κουμπί και η δεύτερη 16-18 χρονών που την επέλεξε το 20% των χρηστών που συμμετείχαν στο poll. Όσον αφορά τις πρώτες εξόδους το 83% απήντησε πως πήγαινε βόλτες στην γειτονιά ενώ το 17% στο κέντρο. Και τελευταία καθοριστική ερώτηση, το ωράριο που μας επέτραν οι γονείς μας να βρισκόμαστε εκτός σπιτιού, επιλογές και εδώ δυο, η πρώτη έγραφε “Πριν τις 21:00”, και την επέλεξε το 48% και η δεύτερη “Μετά τις 22:00” που την επέλεξε το 52% (αλανάκια.)

Έχω την Κιβωτό του Νώε σε playmobil

Μέσα στο τρέξιμο της μέρας, τον περιορισμένο χρόνο, τις δυσκολίες που προκύπτουν όσο μεγαλώνουμε, τις αποφάσεις που διαρκώς καλούμαστε να παίρνουμε, πάντα οι στιγμές ανάπαυλας συνδυάζονται με την ανάσυρση στιγμών της παιδικής ηλικίας ή με μια προσπάθεια να τις ξαναζήσουμε. Πίνοντας έναν καφέ με τη γιαγιά, βλέποντας παιδικά το Σαββατοκύριακο, βλέποντας συμμαθητές και λέγοντας ιστορίες από τα χρόνια εκείνα. Γιατί πράγματι όσο κοινότοπο κι αν έχει καταστεί, μόνη μας πατρίδα τα παιδικά μας χρόνια.

Κάποιοι μεγαλώσαμε ως μοναχοπαίδια μέχρι ενός σημείου και είχαμε την τύχη οι γονείς μας να περνάνε αρκετό χρόνο μαζί μας. Οι επισκέψεις στα παιχνιδάδικα ήταν εβδομαδιαίες ή ακόμα και να μην ήταν, όπου κι αν πήγαιναν οι γονείς μας κάτι θα μας έφερναν. Ακόμα θυμάμαι και έχω μερικά από τα 101 σκυλιά της Δαλματίας, εκείνο το πλήρες σετ που μου είχαν φέρει από το Μουστάκα στο Σείριο στην επιστροφή από την Αθήνα. Συνήθως οι επισκέψεις αυτές συνοδεύονταν από φαγητό πακέτο για το σπίτι από κάποιο Goody’ s που πάντα, μα πάντα βρισκόταν κοντά στο κατάστημα παιχνιδιών. Στο σπίτι πρώτα γινόταν παρουσία των γονιών ένα πρόχειρο unboxing, το οποίο εξελισσόταν σε στήσιμο των παιχνιδιών για σύντομο παιχνίδι με τον μπαμπά, που το διακόπταμε χωρίς να δυσανασχετώ, καθώς δεν ήθελα να κρυώσουν οι πατάτες από το junior και να ζεσταθεί πολύ ο ανάμεικτος χυμός. Τα junior ρε φίλε, ούτε που θυμάμαι πόσες και ποιες συλλογές δώρων είχα προλάβει. Από τα Aρgoodakia μέχρι τον Μπαμπούλα ΑΕ και τον αστυνόμο Σαΐνη.

Γενικώς είχαμε παιχνίδια, πολλά παιχνίδια που τα βάζαμε συνήθως σε καλαίσθητους κουβάδες ή σακούλες που έμπαιναν με τη σειρά τους σε ένα συγκεκριμένο συρτάρι σε ένα παιδικό σύνθετο. Ειδική μνεία πρέπει να γίνει εδώ στα playmobil που στα παιδικά πάρτυ είχαν την τιμητική του. Κάστρα ιπποτών, σαλούν σερίφηδων, αστυνομικά τμήματα, καράβια Viking , μέχρι και την κιβωτό του Νώε είχα. Μας έφερναν τα δώρα τους ευχαριστούσαμε στα χολ και εξαφανιζόμασταν στο δωμάτιο για να πιάσουμε δουλειά κι εκείνα τα μικρά συνήθως κίτρινα φωσφοριζέ κατσαβιδάκια για να κουμπώσουμε στις εσοχές των κομματιών στα συνδετικά μπαρμπαδελάκια. Βάζαμε τη φαντασία μας να δουλέψει. Ακόμα και όταν δεν είχα την παρέα φίλων από τη γειτονιά, ξαδέρφων και αδερφών ιδίως το μεσημέρι, δεν ένιωσα να βαριέμαι ως μικρό παιδί γιατί η φαντασία μόνη της βλέποντας τα παιχνίδια έπλαθε ιστορίες και κάλπαζε.

Όταν δεν παίζαμε πάνω στο χαλί, βρισκόμασταν πάνω στα ελεφεντάκια ή στα βαγόνια στο τρενάκι του τρόμου στο Magic Park. Πάντα με κάποιο μεγαλύτερο στο βαγόνι που κι αυτός τόσο γελούσε μαζί μας και έβλεπες το άτυπο βλέμμα συνεννόησης του μπαμπά με κάποιον άλλον μπαμπά ενός παιδιού με αυτή τη συγκατάβαση, τι να τα κάνουμε αφού χαίρονται χαιρόμαστε κι εμείς. Έπρεπε να φτάσουμε σε ένα πάρτυ στα τελειώματα του δημοτικού για να ανέβουμε στις ξύλινες βαρκούλες και την πίστα που σε έκανε μούσκεμα και ουσιαστικά σηματοδοτούσε το πέρασμα στην εφηβεία.

Κάπου εκεί ήρθαν και τα παιχνίδια του υπολογιστή. Είχαν προηγηθεί βέβαια τα CD του Πέρη και της Κάτιας που έδιναν οι εφημερίδες και αν και τα είχα όλα από μια χρονιά προσπαθούσε με εκείνον τον παιδικό ψυχαναγκασμό να απασχολούμαι με το CD για κάθε τάξη. Θυμάμαι επίσης ένα άλλο CD εκείνο το ατελείωτο μενού παιχνιδιών που πραγματικά δεν προλάβαινες να παίξεις έστω μια φορά το καθένα, που άκουγε στο όνομα Mame32, τι μεγαλείο εκείνο και πόσες ώρες στο παλιό χοντρό λάπτοπ. Στο τέλος ήρθαν τα παιχνίδια του miniclip, το μπιλιάρδο, το snowdrift, το commando. Κάποιες φορές ανοίγουν ακόμα αυτά.

Ένα μεγάλο κεφάλαιο από μόνο του, στο οποίο οφείλουμε πολλά, οι γιαγιάδες και οι παππούδες.. Η γενιά μας πρόλαβε  το τι σημαίνει να μεγαλώνεις με τον παππού και τη γιαγιά, όχι απλά μέρες, αλλά βδομάδες ολόκληρες ήταν στρωμένα τα σεντόνια στον καναπέ και τα μαξιλάρια βγαλμένα. Η σχέση ήταν τόσο στενή που καμιά φορά μας ξέφευγε και λέγαμε τη γιαγιά, μαμά και τον παππού μπαμπά. Προλάβαμε να γευτούμε και να μάθουμε την παράδοση, την έννοια και το θυμικό της ανάμνησης  μέσα από τις ιδιωματισμούς της γλώσσας, της αφήγησης ιστοριών, των συνταγών του χωριού, αλλά και ένα γενικότερο ψυχισμό των γιαγιαδίστικων λιχουδιών. Μεγάλωσα με λαλαγγίτες, τεντερμέδια, αυγόφετες και σ(φ)ουγγάτος. Σκαρφάλωνα στους ώμους του παππού και αλωνίζαμε το σπίτι, φορούσα όταν κρύωνα τη ρόμπα της γιαγιάς.

Νομίζω πως είμαστε η τελευταία γενιά που έζησε με αυτόν τον τρόπο τον παππού και τη γιαγιά. Ακριβώς επειδή τους ζήσαμε τόσο πολύ και τόσο έντονα, μάθαμε να τους νοιαζόμαστε και από αυτό το νοιάξιμο πλάστηκε μια γενικότερη καλοσύνη προς τον άλλον άνθρωπο, σε κάποιους τουλάχιστον.

Σήμερα τα μικρά παιδιά μένουν στα ολοήμερα μέχρι να σχολάσουν κουρασμένοι οι γονείς τους από τη δουλειά, που όσο περνάει ο καιρός γίνεται όλο και πιο απαιτητική με τους μισθούς, όμως, να μικραίνουν και στη συνέχεια μένουν κλεισμένα στο σπίτι, γιατί οι γονείς φοβούνται να τα αφήσουν να κατέβουν στις πιλοτές, στη γειτονιά. Το παιχνίδι πέφτει όλο και περισσότερο, επειδή ίσως δεν μένει χρόνος για τη φαντασία να δράσει. Έτσι οδηγούνται σε ηλεκτρονικές συσκευές με ‘’παιχνίδια’’ που είναι έτοιμη μασημένη τροφή, σαν τις ταινίες ακραίας δράσης, που πετυχαίνεις στα κανάλια για να κοιμηθείς.

Βρίσκαμε πάντα φωτογραφίες μας στα παλιά καλά παραδοσιακά άλμπουμ που έτσι αν μας ερχόταν στο σπίτι τα ανοίγαμε και τα χαζεύαμε γελώντας όλοι μαζί. Αυτό το όλοι μαζί υπήρχε και στις φωτογραφίες που βλέπαμε.

Κάθε Πάσχα συναντιόμασταν 4 μπορεί και 5 οικογένειες. Τα αμάξια στην αυλή ήθελαν κυριολεκτικά κουμάντο για να μπορούν να μπουν και να βγουν. Τα Χριστούγεννα η τραπεζαρία, που κάποτε υπήρχε σε κάθε σπίτι και καθόταν όλο το χρόνο, γέμιζε. Εκείνα τα τραπέζια ήταν ατελείωτα. Από το πρωί πίνανε καφέ οι μεγάλοι, έπειτα κάποια πρόχειρα πιάτα με τυροκομικά και αλλαντικά. Ύστερα έφταναν γαβάθες ρύζι, σαλάτες, πατάτες, ταψιά με κρέατα. Για φινάλε πάλι καφές με τα απογευματινά φώτα να φτάνουν τη σπαρίλα σε κορύφωση. Σε εκείνα τα τραπέζια, γέμιζε και ένα ποτηράκι με κόκα-κόλα.

Φορούσαμε όλα τα αγόρια τα παπούτσια του Ροναλντίνιο, εκείνα τα χαρακτηριστικά ποδοσφαιρικά στα χρώματα της σημαίας της Βραζιλίας. Δεν τα βγάζαμε από πάνω μας γιατί τα αισθανόμασταν ως τα πιο βολικά. Για παιχνίδι στη γειτονιά, για να κρέμονται τα πόδια μας στα θρανία του σχολείου, που δεν φτάνανε το πάτωμα, ακόμα και στην προπόνηση του μπάσκετ.

Ήμασταν η γενιά που από νωρίς λίγο πριν ή λίγο μετά τις πρώτες τάξεις του δημοτικού μπλέκαμε με κάποιο άθλημα αναγκαστικά. Μας ετοίμαζαν οι γονείς τις τσάντες μια για το σχολείο και μια για τις προπονήσεις και σκίζονταν στα δρομολόγια να μας πηγαινοφέρνουν. Όσο μεγαλώναμε ξεκινούσαν κι εκείνοι να μην κάθονται να μας βλέπουν στην προπόνηση. Κοινωνικοποιηθήκαμε σε αυτές τις καταστάσεις και σχέσεις, με συμπαίκτες, προπονητές, τους γονείς των άλλων παιδιών που καμιά φορά μας γύριζαν αυτοί με το αυτοκίνητο.

Έρχονται γιορτές και θυμάμαι τα πρώτα μου εμβόλια. Η παιδίατρος ήταν κάπου στην Όλγας και οι βιτρίνες των μαγαζιών ήταν γεμάτες και στολισμένες. Καθώς πήγαινα είχε τα βραχνά του εμβολίου που φοβόμουν το τσίμπημα και εκείνο το τρομακτικό χολ αναμονής με τα κουκλάκια που παίζαμε όλα τα παιδιά. Όταν τελείωνε αυτή η διαδικασία, άλλαζα όψη και περίμενα τα αυτοκόλλητα και τις καραμέλες. Όταν κατεβαίναμε για να πάμε στο αυτοκίνητο πάλι η Όλγας φωτεινή. Τότε καταλάβαινα Χριστούγεννα.

*Χρήστος Ωραιόπουλος

+1 και γράφω σε τοίχο!

Εντάξει, θεωρώ πως ανήκω στην πιο υπέροχη γενιά γενικά και ειδικά, μπορεί και όχι, ή τουλάχιστον ναι μέχρι το Λύκειο, τώρα η γενιά μου δέχεται επιρροές και από άλλες γενιές.

Είμαστε εκείνοι που στο Δημοτικό τρέχαμε να προλάβουμε να διαβάσουμε (γιατί οι γονείς μας αλλιώς δεν θα μας άφηναν να βγούμε), δίναμε ραντεβού στις πυλωτές για κρυφτό το οποίο κρυφτό δεν τελείωνε ποτέ, μπορεί μέχρι σήμερα να βγάζαμε ανακοίνωση για missing παίκτες.

Για να περάσω και λίγο στο προσωπικό κομμάτι της ζωής μου, στο Δημοτικό εγώ και οι φίλες μου περνούσαμε την φάση των winx η κάθε μία στα διαλείμματα, υποδύονταν μία νεράϊδα, μετά πηδήσαμε στην φάση των χορογραφιών, μπορεί και κάθε απόγευμα να μαζευόμασταν 5-5 και να βγάζαμε χορογραφίες για τις σχολικές γιορτές, ειδικά την περίοδο που κέρδισε η Παπαρίζου την Eurovision, κάθε παιδί που σεβόταν τον εαυτό του πήρε την σκούπα αλά μπρατσέτα και ξεκίνησε να τραγουδάει και να χορεύει το my number one ή το shake it του Σάκη αυτοί είμαστε.

Και κάπου στην έκτη ξεκίνησε η σοβαροφάνεια των παιχνιδιών στις πυλωτές, κρυφτό κλέφτες και αστυνόμοι, ψείρες, μήλα, τσιγαροποτά, παιχνίδια που όντως δεν τελείωναν ποτέ και κάθε φορά στο σημείο συνάντησης ήμασταν περισσότεροι.

Εντωμεταξύ από τα νήπια μέχρι και την έκτη Δημοτικού τα μεσημέρια τα περνούσα στο σπίτι των γιαγιάδων μου όπου και με άφηνε το σχολικό, η γιαγιά πάντα έφτιαχνε τα αγαπημένα μας φαγητά, τρώγαμε, μετά πιάναμε από έναν καναπέ και ξαπλώναμε βλέποντας τηλεόραση.

Όταν έφτανε το Σαββατοκύριακο μαζευόμασταν τα ξαδέρφια στο σπίτι της, και το κάναμε γης μαδιάμ. Παίρναμε τα μαξιλάρια του καναπέ και τα σεντόνια και δημιουργούσαμε εικονικά σπίτια, και γύρω στις 22:00 το βράδυ ήταν προγραμματισμένο πως θα άρχιζαν τα παιδικά στον Star και στο ALTER (τιμημένο ALTER), οπότε καθόμασταν μέσα στα “σπιτάκια” με pop corn γεύσης πάπρικας (δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτή την γεύση) και παρακολουθούσαμε πολύ προσεκτικά μέχρι που μας έπαιρνε ο ύπνος και ο παππούς μας κουβαλούσε αγκαλιά προς τα κρεβάτια μας, διότι οι γιαγιάδες έχουν πάντα χώρο για όλους κι ας είναι το σπίτι τους 30 τμ. Και σε αυτό το σημείο αξίζει να δώσω την εικόνα των pollypocket, των playmobil, των λουλουδομωρών της barbie, τα χοτ γούιλς, τα pet shop ζωάκια τοσοδάκια. Αυτά ήταν τα παιχνίδια της γενιάς μου. Και καμιά φορά όταν πηγαίναμε σε σπίτια φίλων να παίξουμε τα κουβαλούσαμε με βαλίτσες (αλήθεια λέω).

Α, και τώρα που το θυμήθηκα, θυμάστε εκείνα τα ανόητα βιβλία συλλογές με αυτοκόλλητα, για τα αγόρια ποδοσφαιριστές για τα κορίτσια κούκλες, ΞΟΔΕΥΑ ΚΑΘΕ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 1 ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΕΥΡΩ ΓΙΑ ΝΑ ΠΑΡΩ ΤΟΥΣ ΦΑΚΕΛΟΥΣ ΜΕ ΤΑ ΑΥΤΟΚΟΛΛΗΤΑ, Ή ΜΙΑ ΜΟΎΦΑ ΤΥΧΕΡΉ ΣΑΚΟΎΛΑ ΑΞΊΑΣ 4 ΕΥΡΩ. ΓΙΑΤΙ ΟΙ ΚΑΡΤΕΣ ΓΙΟΥΓΚΙΟ;;; ΓΙΑΤΙ ΟΙ ΣΥΛΛΟΓΕΣ ΜΕ ΤΙΣ ΠΡΟΣΕΛΑΝΙΝΕΣ ΚΟΥΚΛΕΣ ΠΟΥ ΕΔΙΝΕΣ ΚΑΘΕ ΣΑΒΒΑΤΟ 3 ΕΥΡΩ ΤΙΣ ΕΙΧΕΣ ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΡΑΦΙ ΚΑΙ ΔΕΝ ΕΠΑΙΖΕΣ ΠΟΤΕ ΜΑΖΙ ΤΟΥΣ. ΕΙΝΑΙ ΤΟΣΑ ΠΟΛΛΑ!

Είμαστε οι ίδιοι που κάθε σάββατο είχαμε παιδικά πάρτι με μενού τοστ και πατατάκια σε παιδότοπους, face painting, και παιχνίδια προσωπικοτήτων του στιλ, 9 χρονών υποδιόμασταν τους φοιτητές. Η φαντασία μας κάθε μέρα οργίαζε. Θυμάμαι, γύρω στην Τετάρτη Δημοτικού με μία φίλη μου η οποία έμενε απέναντι από το πατρικό μου είχαμε στήσει πάγκους στο πεζοδρόμιο και κάναμε παζάρι από κοσμήματα που φτιάχναμε μόνες ή παιχνίδια που δεν θέλαμε πια, τότε έβγαλα τα πρώτα μου χρήματα και έφαγα ανεξάρτητη παγωτό από γνωστό ζαχαροπλαστείο της γειτονιάς.

Είμαστε εκείνοι που τις Παρασκευές τα βράδια μαζευόμασταν σε σπίτια και βλέπαμε κρυφά από τους γονείς μας θρίλερ ή λέγαμε τρομακτικές ιστορίες. Είμαστε οι τύποι που ξεκίνησαν το διαδικτυακό φλερτ με msn, που παίζαμε όλοι μαζί παιχνίδια στο friv (ορθόδοξο friv! δεν θα ξεχάσω ποτέ το ανθρωπάκι που πηδούσε πάνω από παγωμένους βράχους, πάντα έχανα.) Δίναμε ραντεβού τα Σάββατα του στο Magic Park, μπαίναμε στο τρενάκι του τρόμου μας πιτσιλούσαν αηδιαστικά τέρατα κι εμείς φοβόμασταν, κάναμε ταψί και όποιος σηκονώταν ήταν μάγκας. Τα παιδιά των ανατολικών στις πρώτες τους εξόδους πήγαιναν στον πεζόδρομο ή στη νέα παραλία στις ράμπες. Ξες ο κόσμος τότε έμοιαζε πως τελείωνε εκεί, γνώριζες μόνο παιδιά από γειτονικά σχολεία, πίστευες πως η Θεσσαλονίκη είναι αυτό, δεν ήξερες κανέναν από άλλες γειτονιές, εκτός αν πήγαινες κατασκήνωση ή σε Πειραματικό.

Έτσι κι εγώ στην πρώτη γυμνασίου έπαθα σοκ, διότι βρέθηκα σε πειραματικό σχολείο και ξαφνικά υπήρξαν παιδιά στην τάξη μου που ερχόντουσαν από την περαία ή τους Αμπελόκηπους. Και κάπως έτσι η παρέα μου διαμορφώθηκε και έδινε ραντεβού πια στο κέντρο. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την πρώτη φορά που πήγα μόνη στο κέντρο, πήρα το 3αρι, οι γονείς μου μου έδωσαν κινητό και θυμόμουν πως μέχρι να συναντήσω τους φίλους μου πίστευα πως θα με κλέψουν, έτσι τελείωσα 10ευρη κάρτα σε μόλις 5 λεπτά. Και τώρα που έφερα στο μυαλό μου το κινητό είμαστε η γενιά που μιλούσε στα σταθερά τα μεσημέρια κοντά στις 5 ώρες και ο λογαριασμός του σπιτιού έφτανε τα 200 ευρώ.

Τότε δεν υπήρχε το Netflix και μόλις είχε εμφανιστεί το ΥouTube, η γενιά μου μεγάλωσε με Peperan, Zack and Codie, Hanna Montana, αυτά ήταν τα πρότυπα της άντε και για κάποιους η ατελείωτη επανάληψη Κωνσταντίνου και Ελένης. Πετύχαμε επίσης την υπέρτατη μυθοπλασία, είδαμε Παραπέντε, Σαββατογεννημένες, Ευτυχισμένοι μαζί, δεν είχαμε πολλές επιλογές αλλά όλες είχαν κάτι. Από μουσική άλλο τίποτε, ανήκω στη γενιά των mp3-4 με τα τεράστια ακουστικά στα αυτιά, που στο Δημοτικό άκουγε Stavento, Greenday, Avril Lavinge και Tokyo Hotel, Pop του στιλ δεν θα ξαναβγούν τέτοια τραγούδια, στο γυμνάσιο περάσαμε την φάση της ποιοτικής ραπ, 12o πίθηκο, Βόρεια Αστέρια, Ψυχόδραμα και στο Λύκειο ψάχτηκε και ακολούθησε ο καθένας την δική του κουλτούρα.

Kαι μιας που αναφέρθηκα στην κουλτούρα ας μιλήσουμε και λίγο για την αμφίεση. Θα μιλήσω βασικά μονάχα για εμένα, μέχρι την Τετάρτη Δημοτικού, προφανώς και με έντυνε η μητέρα μου συμπέρασμα αυτού, φορεματάκια κοτσιδάκια στέκες (αναθεματισμένες στέκες που ήρθατε πάλι στην μόδα) κλπ κλπ, στην έκτη δημοτικού πέρασα την φάση των σαλβαριών, πραγματικά τα είχα σε όλα τα στιλ και όλα τα χρώματα, στο γυμνάσιο την φάση φαρδιά φόρμα καπέλο, αντιανεμικό (μην αναρωτιέστε τότε ήταν της μόδας οι στενοί πολύχρωμοι σωλήνες (παντελόνια) και τα αντιανεμικά, γι αυτό και όλοι ήμασταν άρρωστοι κοντά στον Δεκέμβρη.) Στο Λύκειο βρήκα επίσημα το στιλ μου.

Ανήκω στην γενιά που μεγάλωσε με βάρκες και lelli kelly, έκοβε φράντζα με ξυραφάκι, είχε σκουλαρίκια σε όλο το πρόσωπο και έβγαινε σέλφι με την πίσω κάμερα του κινητού γιατί δεν υπήρχε μπροστινή. Ανήκω στην γενιά που μεταπήδησε από πολλές φάσεις, άλλαξε πολλές φορές εικόνα, πέτυχε το ΠΑΣΟΚ στην εξουσία και γι αυτό εμείς που ανήκουμε σε αυτή την γενιά δεν μοιάζουμε μεταξύ μας αλλά είμαστε large. Ανήκω στη γενιά που τα χρόνια του Λυκείου πήγαινε μπιτ μπαζάρ και έπινε μπόμπες, έβγαινε κρυφά (από τους γονείς) Βαλαωρίτου, φυσικά και το έκανα είπα ψέματα πως θα μείνω σε μία φίλη και βγήκα με τις φίλες μου και φυσικά την επόμενη ημέρα τα ξέρασα όλα και μπήκα τιμωρία και φυσικά εκείνη την πρώτη βραδιά της νυχτερινής μου ζωής δεν θα την ξεχάσω ποτέ.

Είμαστε η πιο ωραία γενιά, γράψαμε σε ιντερνετικούς τοίχους +1 και στέλνω, κάναμε check in στο Facebook (θα σέβεστε εμείς το ξεκινήσαμε), περάσαμε κρυφά τα όρια της γειτονιάς για να δούμε εκειν@ που μας αρέσει, ζήσαμε τις εποχές της απόλυτης φαντασίας μπορούσαμε να παίξουμε με ένα κομμάτι ύφασμα και δυο κουτάλια, μεγαλώσαμε με δυο διαφορετικές γενιές εκείνη των γονιών μας και την άλλη των παππούδων μας, κάναμε φίλους παντού, βάλαμε τα lelli kelly, τα φαρδιά, τα στενά αλλά πάντα ήμασταν υπέροχοι, είμαστε υπέροχοι και είχαμε τα καλύτερα παιδικά χρόνια. Είμαστε η Generation Z. Και πιστέψτε με μπορούσαμε να γράψουμε κι άλλα γι αυτά τα χρόνια.

*Μυρτώ Τούλα

Γιατί σαν το cringe παρελθόν μας ΔΕΝ έχει

Θα μπορούσαμε να γράψουμε πολλά αρνητικά για την γενιά των Z, καθώς δεν μπορείς να πει κανείς ότι έχουμε περάσει και λίγα. Λίγο ο κορονοϊός, λίγο οι -φοβάμαι πως χάνω το μέτρημα- καραντίνες που μας έχουν βάλει, μας έχουν φτάσει στη σημερινή – έξαλλη θα έλεγα- κατάσταση. Όμως θα ήταν άδικο 1-2 χρόνια απόλυτης στασιμότητας να στιγματίσουν την άτυχη γενιά μας, καθώς υπάρχουν δεκάδες cult στιγμές που θα μας συντροφεύουν για πάντα.

Από που να αρχίσω και που να τελειώσω; Αισθάνομαι τυχερός που έζησα πραγματικά καλά παιδικά χρόνια. Από τις τούμπες στις αλάνες και τα χτυπήματα στα γόνατα έως το Nintedo DS, προσπαθώντας να τερματίσω τις πίστες με τον Super Mario ή φροντίζοντας το σκυλάκι στο Nintendogs. Από τα άπειρα διαχρονικά παιδικά που βλέπουν τα ανίψια μου έως σήμερα μέχρι την υπέροχη Trash Tv, που θα μπορούσα να γράψω ολόκληρο βιβλίο (ειδική σκληρόδετη έκδοση για τους σκληροπυρηνικούς). Τα Best Of του X-Factor και η Αννίτα Πάνια μου χρωστάνε τουλάχιστον τις μισές από τις προβολές τους στο YouTube. Ατάκες που λέμε η Generation Z, μέχρι σήμερα και αλήθεια μπορούμε να συνεννοηθούμε μεταξύ μας.

Είναι αστείο το πόσα πράγματα η επόμενη γενιά από την δική μας ούτε καν γνωρίζει. Μιλάς για το ορθόδοξο Next Top Model (εσένα Αρετή τι σε ταρακουνάει;) και ξέρουν μόνο το πολύ πρόσφατο GNTM. Τους ρωτάς τι παιδικά βλέπουν και τα Tom&Jerry, Looney Tunes, Scobby Doo, τους είναι άγνωστα. Ξέρουν μόνο κάτι καινούργια ξενέρωτα, που δεν αντέχεις ούτε λεπτό να δεις. Δηλαδή είναι δυνατόν να μην έχεις δει ποτέ γατόσκυλο και Happy Tree Friends;; Πώς ζείτε εσείς τα νέα παιδιά δεν μπορώ να καταλάβω!

Είμαστε εκείνη η γενιά που περιμέναμε να επιστρέψει η ταινία στο Videoclub για να την νοικιάσουμε. Και πολλές φορές λόγω των γρατζουνιών τα DVD δεν έπαιζαν και έπρεπε να τα καθαρίσουμε, μπας και βρεθεί λύση. Και τελικά δεν βλέπαμε την ταινία ποτέ. ΝΑΙ υπήρχαν και εποχές που ζούσαμε χωρίς Netflix. Είμαστε και η γενιά που στο σχολείο είχαμε τους Zoomer με το λεύκωμα που έρχονταν σε κάθε διάλειμμα και μας ζητούσαν να γράψουμε μία αφιέρωση γι αυτούς, εκείνοι που κάναμε συλλογές με αυτοκόλλητα, γραμματόσημα, σβρυστράκια και ό,τι άλλη μπούρδα μπορείς να φανταστείς. Παίρναμε χλαπάτσες απο το περίπτερο τις πετούσαμε στους τοίχους του σπιτιού και μας κυνηγούσε η μαμά, μασούσαμε τσίχλες τσιγάρα όχι γιατί θέλαμε να δούμε πως είναι γιατί απ’έξω είχαν τον Οβελίξ και ήταν σαν τις μπαμπαλού αλλά πιο φθηνές.

Από τα videoclub της γειτονιάς… στον χαοτικό κόσμο του Internet

Βέβαια ας μην μιλήσουμε για το πότε πήραμε εμείς κινητό σε αντίθεση με το πότε παίρνουν τα παιδιά του σήμερα. Θυμάμαι οι γονείς μου πήραν την πρώτη κινητή συσκευή περίπου στη 2α γυμνασίου και η χαρά μου ήταν τόσο μεγάλη, λες και πήρα στα χέρια μου κάποια τεράστια ανακάλυψη. Και μην φανταστείτε κανένα κινητό της προκοπής – το Sony Xperia mini. Σε αντίθεση με το σήμερα που όλα τα παιδιά του δημοτικού είναι με ένα κινητό στο χέρι. Εγώ φυσικά αφού πήρα το πρώτο μου κινητό, περίμενα την πρώτη εκδρομή για να φορέσω τα στιλάτα (#not) ακουστικά μου και να φλεξάρω με τα 10 τραγούδια που είχα και ας μην μιλήσω για τα ringtone που όλοι οι φίλοι μας όταν τους πέρναμε τηλέφωνο είχαν το “Βάζω μια φωτιά χεϊ”.

Όλα αυτά σε συνδυασμό με τις απίστευτες μπλούζες και τα ποζέρικα παπούτσια της εποχής. WESC, DC και παπούτσια VANS ή Air Force και ήσουν έτοιμος! Μαλλία με έναν τόνο ζελέ, αγόρια με ισιωτικές κορίτσια με λακ για φούσκωμα, χαμηλόμεσα και σκισμένα παντελόνια, όλοι ίδιοι. Όλοι με ψευδώνυμα στο Facebook Φατσάκι Χαμογελάκι χδ, όλοι αλλού.

Για όλα αυτά και άλλα πολλά αγαπώ τα παιδικά μου χρόνια και την γενιά που ανήκω και νιώθω τυχερός που έστω και λίγο πρόλαβα όλα αυτά που πλέον μας μοιάζουν cringe αλλά τότε μας πρόσφεραν απίστευτες στιγμές γέλιου.

*Nίκος Γκάγιας

 

Gen Z, μια περίπλοκη γενιά 

Θυμάμαι σαν χθες την ημέρα που ο μπαμπάς μου όταν ήμουν κοντά στα 6 έφερε στο σπίτι ένα λαπτοπ για την αδερφή μου και εμένα που τάχα θα μας βοηθούσε στο σχολείο. Περιττό να πω πώς ο υπολογιστής χρησιμοποιήθηκε ή μάλλον καταπονηθηκε και κακομεταχειρίστηκε με ατελείωτες ώρες στο Friv, Sims 2 (ναι sims 2 το ορθόδοξο!), Περης και κάτια και μετέπειτα παιχνίδια στο Facebook.

Είναι περίεργο να βλέπεις πώς η γενιά μου μεγάλωσε στην εποχή που η τεχνολογία σιγά σιγά πήρε την τωρινή εξελιγμένη μορφή της. Ζήσαμε το φιδάκι και το πακ μαν στο Nokia κινητό των γονιών μας -που αν ψάξεις σε κάποιο συρτάρι βρίσκεται ακόμα εκεί έτοιμο για χρήση- , μετά πήγαμε στα κινητά με κάμερες, επιτέλους μπορούσαμε να γεμίσουμε το κινητό του μπαμπά με homemade video clip ή ταινίες δράσης που πλεον εύχεσαι το κινητο και τα αριστουργήματα σου που αξίζουν όλα τα Oscar και Grammy να έχουν καταστραφεί ή να μην τα δει ποτέ κάποιος. Μάθαμε να γράφουμε και να χειριζόμαστε τους υπολογιστές με ευκολία, μπορούσες στα 12 σου να κάνεις powerpoint, να πειράξεις τις ρυθμίσεις του λάπτοπ και οι γονείς σου ζητούσαν βοήθεια για το “μαραφέτι” που πάλι κόλλησε και το ποντίκι χάθηκε από την οθόνη.

Παρότι η γενιά Z χαρακτηρίζεται ως αυτή που μεγάλωσε μέσα στο διαδίκτυο, μία ολόκληρη γενιά που δεν έζησε τον διαφορετικό τρόπο ζωής πριν οι εξελιγμένες τεχνολογίες γίνουν επέκταση των χεριών μας όπως αγαπούν να μας υπενθυμίζουν η γενιά των Boomer, νιώθω ότι είμαστε πιο περίπλοκοι.

Ναι, σίγουρα μεγαλώσαμε με λαπτοπ, κινητά με κάμερες και οθόνες αφής όμως μας μεγάλωσε μια γενιά που έζησε απολύτως “φυσιολογικά” και χαρούμενα χρόνια στις αλάνες του χωριού παίζοντας τζαμί, κρυφτό, κυνηγητό, μήλα. Μας μετέδωσαν αυτή την αγάπη του να χάνεσαι για ώρες στο πάρκο, να ψάχνεις σπασμένα κεραμίδια για να ζωγραφίσεις στο τσιμέντο για να παίξεις κουτσό. Μας έκαναν να αγαπήσουμε τις βόλτες, τα απλά παιχνίδια, τα ταξίδια, μας μεγάλωσαν με τον δικό τους τρόπο προσφέροντας μας τις καλύτερες μη διαδικτυακές αναμνήσεις. Μας τραβούσαν -και συνεχίζουν ακόμα- από τον ψηφιακό κόσμο για να πάμε μιλήσουμε με τους φίλους μας από κόντα και όχι μέσω βιντεοκλήσης, για να αφήσουμε για λίγο το Tik Tok και να κάτσουμε να δούμε όλοι μαζί μία ταινία. Ζήσαμε τα καλύτερα χαρακτηριστικά της γενιάς των γονιών μας και της δικής μας! Γι’ αυτό και η γενιά μας είναι τόσο διαφορετική από τις υπόλοιπες.

*Εύα Καβάζη

BONUS- Epic χρόνια μιας ακόμα αλλοπρόσαλλης γενιάς

Συζήτηση περί παιδικών χρόνων πέφτει επί τάπητος στο γραφείο και ως κλασική Στέλλα τρέχω να googlάρω- μπας και διαπιστώσω επιτέλους- σε ποια γενια ανήκω και ποιας τα χαρακτηριστικά διαθέτω. Έχω κάνει το ίδιο, παραδέχομαι, στο παρελθόν στο πλαίσιο συζητήσεων με συνομιλήκους. Να μην τα πολυλογώ για πολλοστή φορά πέφτω πάνω στις διαφοροποιήσεις των λεγομένων των διαφόρων ερευνητών. Δε βαριέσαι, είτε millennial, είτε γενιάς Ζ, είτε οτιδήποτε άλλο, άνθρωπος ειμαι και γω και καπου πιθανώς ανήκω. 

Σε κάθε περίπτωση μπορώ σήμερα μετά βεβαιότητος να πω πως τα παιδικά μας χρόνια- αυτά των παιδιών που γεννηθήκαμε στα μέσα της δεκαετίας του ’90- είχαν κάτι το γλυκό, το ατόφιο, το μεστό. Είχαν- σχεδόν- όλα εκείνα που θα έπρεπε να έχουν καθώς και όλα εκείνα που δεν μπορούμε να έχουμε πια. 

Φέρνοντας τώρα στο μυαλό συγκεκριμένες εικόνες είμαστε νιώθω εκείνα τα παιδιά που δεν πήραν για κάμποσσα χρόνια μυρουδιά οθόνης. Και όταν λέω οθόνης εννοώ τα smartphone, laptop ή tablet. Και που όταν απέκτησαν πια ένα desktop ή στην καλύτερη των περιπτώσεων ένα sony ericsson ή mp3 σάστισαν/ χάρηκαν  προσπαθώντας να κουμαντάρουν το άγνωστο τέρας που είχαν μπροστά τους.

Διότι ως τότε ήμασταν- κι αν κάνω λάθος διορθώστε με- εκείνα τα μικρά που έτρεχαν και γκάριζαν ωσάν διαβολεμένα στη γειτονιά ώσπου να πέσει το φως. Και που φωνάζανε επισταμένα στις μανάδες από τους δρόμους “λίγο ακόμα, λίγο ακόμα”. Αυτό το τελευταίο αισθάνομαι πως έκρυβε πάντοτε μέσα του μια εσάνς παρακαλητού.

Άντε ίσως λίγη TV να καταφέρναμε να δούμε τα ΣΚ, τα πρωινά (τα πολύ πρωινά), στη ΝΕΤ, το Alter και άλλα. Γιατί εδώ που τα λέμε “Το Σπίτι του Μίκι Μάους”, το “Χακούνα Ματάτα- Τιμον και Πούμπα”, η “Σαμπρίνα”, η “Pepper Ann”, ο “Τoutenstein- η Μικρή Μούμια”, ο “Πάπυρους”, το “Recess”, τα “Τελετάμπιζ” και οι “Μπανάνες με Πιτζάμες” δε χάνονται και ας περίμεναν εκεί έξω οι φίλοι για νέες “αλητείες” και περιπέτειες.

Επικές όμως κι οι στιγμές εκείνες στον προαύλειο χώρο του σχολείου. Εκεί επιβεβαιώναμε κάθε ώρα και στιγμή τα δεδομένα της δικής μας γενιάς. Εκεί το παιχνίδι παιζόταν… αλλιώς και τελείωνε εφόσον ο ιδρώτας είχε πιάσει φτέρνα. Σαν τώρα θυμάμαι τη μανία όλων στο κυνηγητό. Τούτη τη λύσσα να πιάσεις τον συμμαθητή/ συμμαθήτριά σου όσο τίποτε άλλο. Θολή ανάμνηση και τα φανταχτερά αυτοκόλλητα στα ντοσιέ που αντάλλασαν ορισμένοι την ώρα που άλλοι έριχναν κάτω κάρτες “Yu-Gi-Oh!”.

Για κερασάκι το λεύκωμα σε σχολείο και σπίτι όπου “κοτσάραμε” τα αυτοκόλλητα της αγαπημένης μας εφηβικής σειράς. Και φυσικά- ελάχιστοι από εμάς- ως μύστες να κρατάμε αλληλογραφία και φακέλους με όμορφα σχέδια και το πιο ποιοτικό χαρτί θαρρείς και ήμασταν διακεκριμένοι συγγραφείς στους πιο εξέχοντες εκδοτικούς οίκους. 

Ωραία ήταν τώρα που το σκέπτομαι. Λίγο τραγικά, ήδη από τότε με μια γενναία δόση πατριαρχίας και  καπιταλισμού, αλλά ωραία! 

*Στέλλα Παϊσανίδη

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα