Ήταν όλα όμως, κάπου εδώ
Ένα υπέροχο διήγημα του Ηλία Γρούιου.
Λέξεις: Ηλίας Γρούιος
Άνοιξα τα μάτια μου μερικά δευτερόλεπτα πριν χτυπήσει το ξυπνητήρι. Πήρα βιαστικά στο χέρι το κινητό μου και το ακύρωσα. Έπειτα κοίταξα για κάποιο μήνυμα της Γιώτας. Τζίφος. Είχε πει πως θα μου γράψει κάτι μόλις γύριζε από τη δουλειά στο μπαράκι. Μάλλον δεν είχε γυρίσει ακόμη.
Παράτησα τις σκέψεις και σηκώθηκα. Ετοιμάστηκα βιαστικά μέσα στο λιγοστό φως του δωματίου. Η ώρα ήταν πέντε και δεν είχε ξημερώσει ακόμη. Είχα ετοιμάσει τα πράγματα μου από το προηγούμενο βράδυ. Μόλις ντύθηκα έβαλα το σάκο στο αυτοκίνητο κι έφυγα χωρίς να χαιρετίσω κανέναν.
Ο δρόμος προς την πόλη ήταν ολότελα αδειανός. Άνοιξα το ραδιόφωνο, κατέβασα ταχύτητα κι άνοιξα το παράθυρο μέχρι τη μέση. Ήταν μέσα Αυγούστου κι η βραδιά ήταν ζεστή. Χάζευα τις τεράστιες τζαμαρίες από τις κλειστές αντιπροσωπείες αυτοκινήτων και τα άδεια πάρκινγκ των σούπερ μαρκετ. Σε μια πάροδο ήταν σταματημένο ένα περιπολικό όχημα της αστυνομίας. Μέσα από το παράθυρο του καπό μπορούσες να διακρίνεις τις αναμμένες οθόνες των κινητών τηλεφώνων να φωτίζουν τα πρόσωπα των αστυνομικών.
Συνέχισα περνώντας από τις πρώτες πολυκατοικίες. Στα πεζοδρόμια δεν περπατούσε ψυχή ενώ τα φώτα των παραθύρων ήταν όλα σβηστά. Πέρασα από το κέντρο και μπήκα στο στενό που ήταν το μπαράκι. Από τις δυο μεριές του δρόμου είχε παρκαρισμένα αυτοκίνητα. Έξω από μια κρεπερί ήταν μερικά αγόρια κι έτρωγαν ακουμπώντας σε ένα στάντ. Μόλις πλησίασα το μπαράκι έκοψα ταχύτητα και κοίταξα προσεκτικά. Τα φώτα ήταν σβηστά. Είχε κλείσει. Ψηλάφισα στην θέση του συνοδηγού αναζητώντας το κινητό μου. Κοίταξα την οθόνη.
Τίποτα. Για μερικά δευτερόλεπτα το μυαλό μου τρεμόπαιξε με την σκέψη να περάσω από το σπίτι της. Άλλαξα γνώμη και γύρισα προς το στρατόπεδο. Άφησα το αυτοκίνητο σε ένα στενό κάτω από την πύλη, πήρα το σάκο μου και πέρασα μέσα.
Το μικρό λεωφορείο ήταν ήδη ανοιχτό και περίμενε τους λιγοστούς, όπως αποδείχθηκε, επιβάτες του.
Λίγο έξω από την πόλη κοιμήθηκα. Ανάμεσα στον ύπνο και τις τελευταίες σκέψεις πριν αυτός έρθει, νομίζω πως είδα κάπου τη Γιώτα. Δεν θυμόμουν κάτι πέρα από αυτό. Μονάχα πως μέσα μου υπήρχε η αίσθηση της.
Ξύπνησα από την αφόρητη ζέστη. Όταν άνοιξα τα μάτια μου, ο ήλιος είχε ανέβει ψηλά και μέσα στο λεωφορείο υπήρχαν μερικοί ακόμη στρατιώτες που είχαμε πάρει στην διάρκεια της διαδρομής.
Σκούπισα το μέτωπο με την ανάστροφη της παλάμης μου κι έπειτα ήπια λίγο νερό. Οι πινακίδες στον αυτοκινητόδρομο μας ενημέρωναν πως έμεναν λιγότερα από δέκα χιλιόμετρα. Πιάσαμε συζήτηση με τους άλλους. Είχαν μπαφιάσει για τσιγάρο. Σε μερικά λεπτά περάσαμε την πύλη. Ένα τεράστιο στρατόπεδο στην άκρη ενός χωριού, στα ρίζα ενός λόφου, γεμάτο από διάσπαρτα μικρά και μεγάλα κτίρια.
Τακτοποιηθήκαμε ανέλπιστα γρήγορα και μας διέταξαν να περάσουμε για αναφορά. Αφού περιμέναμε για λίγο παραταγμένοι μας διέταξαν να πάμε για φαγητό κι έπειτα για ύπνο. Η αναφορά θα γινόταν τελικά στις έξι το απόγευμα. Μετά το μεσημεριανό περάσαμε για ύπνο και κοιμήθηκα. Αυτή τη φορά η Γιώτα δε φάνηκε στο όνειρο μου.
Ξύπνησα από τη φασαρία στο θάλαμο όταν διέταξαν να σηκωθούμε. Ετοιμάστηκα βιαστικά κι ακολούθησα τους υπόλοιπους. Η αναφορά, παρά τα τετριμμένα δεν ήταν και τόσο κουραστική. Τα χαράματα θα είχα την πρώτη μου υπηρεσία. Μας έδιωξαν μέχρι το βραδινό. Οι στρατιώτες σκόρπισαν από δω κι από κει. Κάθισα με τα παιδιά κουβεντιάζοντας. Ύστερα από μια ώρα μας φώναξαν για φαγητό. Αρακά σε κονσέρβα. Την έδωσα πριν καν την αγγίξω στον διπλανό μου και περίμενα να περάσουν τα δέκα λεπτά που έπρεπε υποχρεωτικά να μείνουμε στο εστιατόριο. Έπειτα άφησα τον δίσκο μου, πέρασα στον θάλαμο, πήρα ένα βιβλίο και κάθισα σε ένα κιόσκι. Ξεκίνησα να διαβάζω ανόρεχτα. Λίγα μέτρα από το φράχτη του στρατοπέδου ένα κοπάδι από αγελάδες περνούσαν με αργά και βαριά βήματα. Έκλεισα το βιβλίο κι έμεινα να τις κοιτάζω. Σουρούπωνε.
Ανάμεσα στις φωνές των φαντάρων που πλησίαζαν άκουσα το όνομα μου. Τα παιδιά πήγαιναν ΚΨΜ για μπιλιάρδο. Πήγα μαζί μέχρι να μας βάλουν πάλι για ύπνο. Ξύπνησα ιδρωμένος. Η δόνηση του κινητού τηλεφώνου μου προκάλεσε έναν έντονο πονοκέφαλο. Πρώτη υπηρεσία στην καινούρια μονάδα και ρίσκαρα με το ενδεχόμενο να τιμωρηθώ. Ντύθηκα βιαστικά, και πήγα γρήγορα στο γραφείο του θαλαμοφύλακα. Οι αλλαγές έγινα λίγο νωρίτερα οπότε για καλή μου τύχη είχα απαλλαγεί από την βασική μου υποχρέωση.
Τακτοποίησα τα έγγραφα μπροστά μου, πέταξα μερικά άδεια μπουκάλια και κάθισα ξανά στην θέση μου. Στους θαλάμους επικρατούσε σχεδόν απόλυτη ησυχία. Χωρίς να το αντιληφθώ με πήρε ο ύπνος ξανά πάνω στο γραφείο. Όταν ξύπνησα, είχε περάσει πάνω από μια ώρα. Ήταν πέντε. Για καλή μου τύχη φαινόταν σαν να μην είχε περάσει κανείς. Κατέβηκα στις τουαλέτες. Έριξα για αρκετή ώρα νερό στο πρόσωπο μου και ύστερα κοιτάχτηκα στον βρώμικο καθρέφτη. Το βλέμμα μου έμοιαζε χαμένο. Έριξα λίγο ακόμη νερό και σκουπίστηκα με ένα χαρτομάντιλο που έβγαλα από την τσέπη του παντελονιού μου. Ανέβηκα ξανά πάνω, πήρα την θήκη με τον καπνό μου και πέρασα έξω από το κτίριο. Έστριψα ένα τσιγάρο στο έντονο φως που έβγαζαν οι αυτόματοι πωλητές, κάθισα στις σκάλες και το άναψα κοιτάζοντας απέναντι, τα φώτα του χωριού.
Έσβησα το τσιγάρο δίπλα μου και το πέταξα μακριά. Σηκώθηκα και πήγα προς το αυτόματο μηχάνημα. Αναζήτησα στο πορτοφόλι μου μερικά κέρματα και τα άφησα να πέσουν ένα ένα μέσα στην στενή υποδοχή. Έπειτα πάτησα έναν συνδυασμό αριθμών. Το μηχάνημα έβγαλε ένα αργό γουργουρητό κι έπειτα ακούστηκε ο ήχος από τα ρέστα καθώς έπεφταν στην αντίστοιχη υποδοχή. Έπειτα επανέλαβα την διαδικασία.
Πήρα το μπουκάλι με το παγωμένο νερό και την σοκολάτα που είχα πάρει από το μηχάνημα και κάθισα ξανά στις σκάλες. Άνοιξα το μπουκάλι κι ήπια αχόρταγα. Έπειτα άνοιξα την σοκολάτα και την έφαγα αργά. Καθώς την έτρωγα σκεφτόμουν πως δεν θυμόμουν ποτέ πριν τον εαυτό μου να τρώει στις πέντε και μισή το πρωί σοκολάτα. Από τα ανατολικά άρχισαν να εμφανίζονται κόκκινες ανταύγειες πάνω στα σύννεφα. Ξημέρωνε.
Πέρασα ξανά μέσα. Έλεγξα τις καταστάσεις οπλισμού, και τις υπηρεσίες. Ξύπνησα τους δυο στρατιώτες που είχαν υπηρεσία και διέγραψα από την κατάσταση τους δυο που επέστρεψαν. Έπειτα ξύπνησα εκείνον που θα έπαιρνε την θέση μου και βγήκα ξανά για τσιγάρο. Μακριά, από το χωριό, άκουσα τον ήχο μιας καμπάνας. Στάθηκα και αφουγκράστηκα. Ο ρυθμός της ήταν αργός και σταθερός. Ήταν πένθιμος. Κάποιος απόψε είχε αφήσει τον κόσμο.
Άκουσα το όνομα μου. Η αλλαγή μου είχε έρθει. Πήγα ξανά στο μπάνιο κι έπειτα έστρωσα το κρεβάτι μου. Ύστερα πήγαμε στα μαγειρεία.
Γυρίσαμε από το πρωινό κι ακούσαμε φωνές. Δεν μπορούσα να καθορίσω το περιεχόμενο τους, αλλά ήμουν σίγουρος πως κάτι είχε γίνει και θα τρέχαμε χωρίς λόγο. Τρέξαμε βιαστικά στους θαλάμους μας. Μόλις πέρασαν όλοι μπροστά από το κρεβάτια τους μπήκε στο κτίριο ένας τύπος. Νομίζω πως ήταν ο πιο χοντρός άνθρωπος που είχα δει μέχρι τότε στη ζωή μου. Οι σάρκες του πάλευαν να χωρέσουν μέσα στην στολή του χωρίς να το καταφέρνουν. Μόλις φώναξε να βγάλουμε τον σκασμό, διέκρινες στην φωνή του την έντονη δύσπνοια που προκαλούσε το βάρος του.
-Είστε απαράδεκτοι, φώναξε ξανά ασθμαίνοντας, μάλλον δεν έχετε καταλάβει το ρόλο σας.
Έκανε μια ερώτηση στους φαντάρους και μέσα στους θαλάμους απλώθηκε σιωπή.
-Κανένας; φώναξε, ενώ η φωνή του αντηχούσε στους θαλάμους.
Έπειτα πέρασε μπροστά από κάποιον στρατιώτη και τον διέταξε να παρουσιαστεί και να απαντήσει στην ερώτηση που είχε κάνει.
-Δεν γνωρίζω κύριε, έκανε απολογητικά εκείνος.
-Κύριε τι; ούρλιαξε ασθμαίνοντας εκείνος, κύριε τι, το βαθμό μου δεν τον βλέπεις, έκανε δείχνοντας με επαναλαμβανόμενο χτύπημα του ενός του δαχτύλου προς το πέτο του.
-Είμαι ο λοχαγός, φώναξε με όση δύναμη του επέτρεπε η κατάσταση του, και θα σας κάνω ανθρώπους γιατί άνθρωποι δεν έχετε γίνει ακόμη, ούτε από το σπίτι σας, ούτε από τα σχολεία που πήγατε.
Έκανε να φύγει και γύρισε ξανά.
-Να μάθετε να σέβεστε και να καταλάβετε το ρόλο σας, μπορεί αύριο μεθαύριο να κληθείτε να οδηγήσετε την ομάδα σας ακόμα και στον θάνατο, είπε κι έφυγε βιαστικά.
Χαμήλωσα το βλέμμα μου στο πάτωμα. Δεν σκόπευα να οδηγήσω κανένα στον θάνατο. Για την ακρίβεια, μου προκαλούσε ανείπωτο τρόμο ακόμα και η ιδέα του ίδιου, του δικού μου θανάτου.
Δεν ήταν πάνω από 28 χρονών, συνομήλικος μου, σκέφτηκα, κι όμως η εικόνα και οι τρόποι του τον έκαναν να μοιάζει με κάτι χειρότερο από γέρο που μετρούσε μια προς μια τις μέρες για το επικείμενο τέλος του.
Οι πένθιμες καμπάνες ακούστηκαν ξανά από το χωριό. Τα σκυλιά του στρατοπέδου άρχισαν να γαβγίζουν τρομοκρατημένα από τον αλλόκοτο γι’ αυτά ήχο. Έπειτα από λίγο σταμάτησαν. Στο κτίριο απλώθηκε σιωπή.
Το απόγευμα είχαμε έξοδο. Τα παιδιά περνούσαν σε μικρές ομάδες την πύλη. Καθυστέρησα επίτηδες για να φύγω μόνος μου. Καθυστέρησα κυρίως για να καταφέρω να βγάλω την φωτογραφική μηχανή από το σάκο που είχα τα πράγματα μου και να την βάλω στην τσάντα μου, χωρίς να με πάρουν χαμπάρι.
Έφτασα στην πύλη κι έδωσα την ταυτότητα μου. Ο αξιωματικός υπηρεσίας με κοίταξα καχύποπτα και σημείωσε κάτι σε έναν κατάλογο που είχε μπροστά του.
-Στις οκτώ να είσαι πίσω, είπε χωρίς να με κοιτάξει, πετώντας μου την ταυτότητα πίσω.
Πέρασα την πύλη σχεδόν ευτυχισμένος. Περπάτησα έναν κεντρικό δρόμο που χώριζε το χωριό στα δύο και με έβγαλε στην πλατεία. Ήταν πολύ μεγαλύτερη από αυτό που είχα φανταστεί. Γύρω τις υπήρχαν μια σειρά από καφέ και ταβέρνες ενώ στο κέντρο της εκατοντάδες υπαίθρια τραπεζάκια.
Πέρασα μέσα σε ένα take away cafe. Η κοπέλα πίσω από τις μηχανές του καφέ με ρώτησε τι θα ήθελα. Δεν ήξερα. Η ώρα ήταν έξι. Τα παιδιά θα έπιναν ήδη κρασί σε κάποιο ταβερνάκι, σκέφτηκα. Πήρα έναν καφέ και βγήκα έξω. Έβγαλα την φωτογραφική την πέρασα γύρω από το λαιμό μου κι άρχισα να περπατώ.
Άφησα τον κεντρικό δρόμο και περιπλανήθηκα για ώρα στα στενά σοκάκια. Κάποιες φορές χρειάστηκε να περάσω μέσα στις αυλές σπιτιών χτισμένων δεκαετίες πριν και εγκαταλελειμμένων στις διαθέσεις των ανέμων και του αδυσώπητου χρόνου.
Τα βήματα μου με οδήγησαν στην άκρη του χωριού. Από το τελευταίο σπίτι φαινόταν ο παλιός αυτοκινητόδρομος που μας είχε φέρει μέχρι εκεί. Μια μακριά λωρίδα δεκάδων χιλιομέτρων ξεπρόβαλλε μέσα από τα βουνά, έσκιζε στην μέση την πεδιάδα, περνούσε μέσα από το χωριό κι έφευγε πέρα από τα σύνορα.
Κάθισα χάμω, άνοιξα την τσάντα μου κι έβγαλα το σημειωματάριο μου. Έκανα μια απόπειρα να γράψω μερικές λέξεις, τις διέγραψα όμως για πάντα μουτζουρώνοντας τις έντονα με το μπλε στυλό μου.
Κοίταξα ξανά προς τον αυτοκινητόδρομο κι έπειτα πέρα μακριά στον ορίζοντα. Μια τεράστια έκταση από σιτηρά, καλαμπόκι και πατάτες, έφτανε μακριά μέχρι τους πρόποδες των βουνών.
Πέρασα την πύλη λίγο πριν τις οκτώ. Ο αξιωματικός υπηρεσίας μου είπε πως διέταξαν μόλις επιστρέψω να παρουσιαστώ στο γραφείο του επόπτη.
Χτύπησα διστακτικά την πόρτα του. Μου είπε να περάσω. Έκανα να παρουσιαστώ αλλά με μια κίνηση του χεριού του με σταμάτησε και μου ζήτησε να καθίσω απέναντι του.
-Είσαι φωτογράφος σωστά; -Μάλιστα, απάντησα. -Έχεις μαζί σου φωτογραφική μηχανή;
Στραβοκατάπια μη καταφέρνοντας να απαντήσω. Κάποιος με είχε καρφώσει.
-Λέγε δεν θα σε τιμωρήσω, έκανε, αφήνοντας να το ξεφύγει ένα πονηρό χαμόγελο.
Έγνεψα καταφατικά.
-Μάλιστα, είπε. Αύριο το απόγευμα και μεθαύριο το πρωί θα γίνουν δυο εκδηλώσεις σε ένα χωριό λίγο πριν τα σύνορα. Θα πας κι εσύ ως φωτογράφος. Θα σε μεταφέρει η υπηρεσία, ένας λοχίας για την ακρίβεια. Θα κοιμηθείς εκεί και μόλις τελειώσεις το πρωί θα σε φέρουν πίσω.
Μου εξήγησε τις λεπτομέρειες. Με ρώτησε αν είχα καλά ρούχα να βάλω και μου ανακοίνωσε πως δεν θα έκανα την αυριανή και την μεθαυριανή μου υπηρεσία ως ανταμοιβή. Πέρασα όλο το επόμενο πρωί στο κρεβάτι. Έκανα μερικές απόπειρες να γράψω ένα μήνυμα στην Γιώτα αλλά διαρκώς το διέγραφα. Στο τέλος τα παράτησα και με πήρε ξανά ο ύπνος. Ξύπνησα το μεσημέρι για το φαγητό. Έπειτα έκανα μπάνιο, ετοίμασα μια αλλαξιά ρούχα στο σακίδιο μου, πήρα την φωτογραφική και περίμενα να έρθουν να με πάρουν. Με πλησίασε ένας τύπος που δεν είχα δει ξανά. Φορούσε κι αυτός πολιτικά.
-Είσαι ο φωτογράφος; με ρώτησε. -Μάλιστα, έκανα.
-Έλα, πάμε να πάρουμε ένα όχημα, έκανε, κουνώντας μου το χέρι προς την πλευρά του.
Δοκίμασε μια σειρά από κλειδιά σε ένα πελώριο λουκέτο. Στην τρίτη ή τέταρτη προσπάθεια το λουκέτο άνοιξε. Μου ζήτησε να τον βοηθήσω να ανοίξουμε τις μεγάλες πόρτες. Έπειτα ανέβηκε σε μια από τις καναδέζες ζητώντας μου να κάνω το ίδιο. Βγήκαμε από το στρατόπεδο και πήραμε τον κεντρικό δρόμο που έπαιρνα ο ίδιος πεζός τις προηγούμενες μέρες. Καθώς βγαίναμε από το χωριό και κατευθυνόμασταν βόρεια, οι πινακίδες μας ενημέρωναν για την απόσταση που απέμενε από τα σύνορα.
Όταν δεν μας έμεναν παρά δυο χιλιόμετρα, βγήκαμε από τον αυτοκινητόδρομο, στην τελευταία έξοδο πριν αλλάξουμε χώρα και πήραμε έναν αγροτικό δρόμο. Πολύ σύντομα ο δρόμος γινόταν ανηφορικός, ενώ το μεγαλύτερο μέρος του αποτελούνταν από απότομες στροφές. Σε κάποια σημεία στένευε τόσο, ώστε τα κλαδιά από τα δέντρα και τους θάμνους να ξύνουν την πολυκαιρισμένα καρότσα της καναδέζας.
Έπειτα βγήκαμε σε ένα ξέφωτο και τον δρόμο μας διέκοψε ένα κοπάδι από γίδια. Ο οδηγός φρέναρε απότομα κι έμεινε να κοιτάζει ενθουσιασμένος.
Ένας ηλικιωμένος κύριος, βγήκε πίσω από τους θάμνους χτυπώντας με δύναμη την μαγκούρα του και φωνάζοντας με σκοπό να διώξει τα ζώα από το δρόμο. Δεν σήκωσε καν το βλέμμα του να μας κοιτάξει. Δεν υπήρχε άλλος άνθρωπος μαζί του. Αναρωτήθηκα για λίγο αν υπήρχε γενικά κανένας στη ζωή του, με τρόμαζαν όμως οι πιθανές απαντήσεις. Πολύ γρήγορα ο δρόμος άδειασε κι ο ηλικιωμένος βοσκός χάθηκε μέσα στους θάμνους της απέναντι πλευράς.
Ο οδηγός κούνησε θλιμμένα το κεφάλι του.
-Καημένε παππού, έκανε χαμηλόφωνα, χωρίς να προσθέσει κάτι άλλο.
Έβαλε ταχύτητα και συνεχίσαμε σιωπηλοί τον δρόμο που απέμενε μέχρι το χωριό. Όταν φτάσαμε βρήκαμε μια άδεια πλατεία. Το χωριό ήταν χτισμένο αμφιθεατρικά γύρω από μια λίμνη.
Διασχίσαμε το χωριό και τον δρόμο μας έκοψαν βγαίνοντας μπροστά μας μια σειρά από παιδιά με τα ποδήλατα τους. Τα παιδιά ήταν πολύ μικρά και ήταν τόσα πολλά που δυσκολευόσουν να τα μετρήσεις χωρίς να χρησιμοποιήσεις κάποιο από τα δάχτυλα σου. Ο οδηγός άνοιξε το παράθυρο του και τα χαιρέτισε παιχνιδιάρικα. Ρωτήσαμε που βρίσκεται η εκκλησία του χωριού κι εκείνα απάντησαν πως θα μας έδειχναν κι άρχισαν να τρέχουν με τα ποδήλατα τους το ένα πίσω από το άλλο φωνάζοντας ακαταλαβίστικα.
Πήραμε έναν δρόμο ανηφορικό. Από τις δυο μεριές του δρόμου, έτρεχε νερό. Η καναδέζα περνούσε σχεδόν οριακά. Κάποια στιγμή ο δρόμος διακοπτόταν από μια αλάνα γεμάτη από στοίβες με ξύλα. Τα παιδιά μας έδειξαν με τα χέρια τους να στρίψουμε αριστερά κι εκείνα πήραν έναν αγροτικό δρόμο προς τα δεξιά.
Η τελευταία αυτή ανηφόρα ήταν και η δυσκολότερη. Η καναδέζα διαμαρτυρόταν με έντονους γογγυσμούς, δεν μας εγκατέλειψε όμως. Ύστερα από δυο λεπτά φτάσαμε σε μια κορυφή που έμοιαζε με ξέφωτο.
Παρκάραμε την καναδέζα σε μια αλάνα δίπλα από την εκκλησία και κατεβήκαμε. Ένας παπάς μας πλησίασε κάπως φοβισμένος. Ρώτησε ποιοι ήμασταν. Ο οδηγός του έπιασε την κουβέντα. Εγώ ένιωθα την ανάγκη να αποδράσω. Η εκδήλωση θα ξεκινούσε σε λίγη ώρα αλλά δεν είχε φανεί κανείς ακόμη.
Περπάτησα για λίγο περιμετρικά του ναού χωρίς να απομακρυνθώ.
Ύστερα από λίγο άρχισαν να εμφανίζονται οι συμμετέχοντες. Διάφοροι αξιωματικοί και πολιτικοί πέρασαν την είσοδο του ναού.
Μετά από μια σύντομη δοξολογία οι συμμετέχοντες ξεκίνησαν τις ομιλίες. Είχα καταλάβει σε τι είχα βρεθεί. Δεν περίμενα όμως να ενοχληθώ τόσο. Έγινε λόγος για πογκρόμ εναντίον όλων εκείνων που ήθελαν να αλλοιώσουν τον πολιτισμό και την γλώσσα, εκείνον που ήθελαν να καταστρέψουν την οικογένεια και την θρησκεία. Τις χυδαιότητες που εκστομίζονταν ακολουθούσαν βροντερά χειροκροτήματα. Στις θέσεις των παρευρισκομένων εντός του ναού ήταν οι βαθμοφόροι που είχα φωτογραφίσει καθώς έμπαιναν, τρείς τέσσερις άντρες και γυναίκες κι ένα κορίτσι όχι πάνω από δεκαεπτά χρονών. Κόρη κάποιου από τους συμμετέχοντες σκέφτηκα. Ο παπάς είχε χαθεί ενώ ο λοχίας – οδηγός μου καθόταν στην είσοδο και κοίταζε πότε μέσα και πότε έξω.
Μόλις φωτογράφισα και τον τελευταίο, τα μάζεψα και πέρασα έξω βιαστικά. Ο οδηγός ήρθε από πίσω μου ρωτώντας με τι έπαθα. Μετά την εκδήλωση υπήρχε γεύμα για τους καλεσμένους. Εμείς πήγαμε σε έναν ξενώνα. Ο οδηγός με ρώτησε αν πεινάω. Είπα πως όχι. Εκείνος θα κατέβαινε στο χωριό να βρει κάτι να φάει κι ύστερα θα πήγαινε σε ένα μπαράκι που ήξερε. Μου πρότεινε να περάσω κι εγώ αν ήθελα.
Έμεινα στο δωμάτιο. Έπρεπε να διαλέξω δέκα φωτογραφίες. Μία του κάθε παρευρισκόμενου που μίλησε και δυο γενικές και να τις στείλω σε ένα e mail που μου είχε δώσει ο επόπτης την προηγούμενη μέρα. Τις υπόλοιπες θα τις παρέδιδα μόλις επέστρεφα στο στρατόπεδο το επόμενο μεσημέρι.
Πέρασα δυο φορές τις φωτογραφίες για να διαλέξω εκείνες με τα λιγότερα ψεγάδια. Μόλις τις έστειλα έκλεισα το laptop που μου είχαν δανείσει από τον ξενώνα και άνοιξα το παράθυρο. Από ψηλά φαίνονταν τα φώτα που καθρεφτίζονταν στην επιφάνεια της λίμνης. Έπιασα την θήκη με τον καπνό κι έστριψα ένα τσιγάρο. Έκανα το μισό και το έσβησα βιαστικά. Έβαλα μια ζακέτα κι αποφάσισα να κατέβω στο χωριό.
Το μπαρ λεγόταν «Ο Γλάρος». Πέρασα μέσα. Ήταν ένας χώρος μικρός γεμάτος από καπνό. Ο λοχίας καθόταν στον πάγκο μόνος του. Πλησίασα, τράβηξα ένα σκαμπό και κάθισα δίπλα του. Με ρώτησε αν πίνω βότκα. Έγνεψα καταφατικά. Εκείνος σήκωσε το χέρι του στον μπάρμαν δείχνοντας το ποτό του.
-Σου αρέσει εδώ; είπε
-Καλά είναι, είπα κουνώντας σχεδόν συγκαταβατικά το κεφάλι μου.
Ήρθε το ποτό μου και τσουγκρίσαμε χωρίς να σηκώσουμε τα ποτήρια μας. Έπειτα τον πλησίασε κάποιος από δίπλα κι άρχισαν να κουβεντιάζουν χαμηλόφωνα. Ήθελα να γυρίσω προς τα τραπέζια ντρεπόμουν όμως.
Ύστερα από λίγο ο λοχίας γύρισε προς τα εμένα.
-Αυτό που έγινε το απόγευμα. Δεν χρειαζόταν να αντιδράσεις έτσι. Μια δουλειά είναι απλά. -Συμφωνούσες με όλα όσα άκουγες, τον ρώτησα. Γύρισε από την άλλη νευριασμένος. Έβγαλε ένα χαρτονόμισμα, το άφησε πάνω στο μπάρ και σηκώθηκε.
-Συμφωνώ δε συμφωνώ κανείς δε νοιάζεται. Ούτε εγώ ο ίδιος. Μόνο σαν βραδιάζει θέλω να ξέρω πως έχουν φάει τα παιδιά μου.
Έβαλα το χέρι μου στην θήκη κι άρχισα να στρίβω τσιγάρο. Τέλειωσα το ποτό μου μονομιάς και βγήκα έξω.
Δεν υπήρχε κανείς. Πέρασα στην άλλη πλευρά του δρόμου και στάθηκα να κοιτάζω τη λίμνη. Ψηλά στον ουρανό υπήρχε ολόγιομο φεγγάρι που καθρεφτιζόταν στα ήρεμα νερά της λίμνης.
Πέρα μακριά είχαν αρχίσει να φαίνονται αστραπές. Ερχόταν καταιγίδα. Ένιωσα να κρυώνω. Κούμπωσα μέχρι πάνω το φερμουάρ της ζακέτας μου και πήρα να ανηφορίζω για τον ξενώνα.
Ξύπνησα με το σκούντημα του λοχία στον ώμο μου και συνειδητοποίησα αμέσως πως έβρεχε καταρρακτωδώς.
-Μικρέ, άκυρη η άσκηση. Τους τα χάλασε ο καιρός. Τέλειωσε η υπηρεσία σου εδώ.
Έδειχνε να είχε ξεχάσει το χθεσινό. Με έκανε να αισθανθώ καλά αυτό. Μου ζήτησε να ετοιμαστώ. Εκείνος έβαλε στρατιωτικά. Σε μισή ώρα θα ξεκινούσαμε για πίσω. Είχε έρθει σήμα για μένα είπε και έπρεπε πριν το μεσημέρι να είμαι στο στρατόπεδο. Για λίγο αγχώθηκα, έπειτα όμως σκέφτηκα πως ήδη είχα φύγει μακριά. Δεν υπήρχε κάπου μακρύτερα να πάω.
Καθώς η καναδέζα διέσχιζε ένα από τα χωριά της περιοχής ο λοχίας σταμάτησε απότομα. Την διαδρομή μας διέκοψε μια πορεία ανθρώπων που περνούσε κάθετα μπροστά μας σε μια κεντρική διασταύρωση. Ο οδηγός τράβηξε χειρόφρενο, έβαλε αλάρμ και κατέβηκε ζητώντας μου να κάνω το ίδιο. Μόλις κατέβηκα κατάλαβα πως το ποτάμι ανθρώπων που περνούσε από μπροστά μας ήταν μια κηδεία. Ο λοχίας σήκωσε το χέρι το στο ύψος του κεφαλιού και χαιρέτισε στρατιωτικά προς το πλήθος ενώ εγώ χαμήλωσα το βλέμμα μου καθώς φορούσα πολιτικά. Εκείνος έμεινε ακίνητος όση ώρα κρατούσε η ανθρώπινη παρουσία. Το ίδιο έκανα κι εγώ.
Μόλις πέρασαν και οι τελευταίοι άνθρωποι ο λοχίας κατέβασε το χέρι του και πέρασε μέσα στο αυτοκίνητο. Το ίδιο έκανα κι εγώ. Για το υπόλοιπο της διαδρομής δεν αλλάξαμε κουβέντα.
Ο αξιωματικός πύλης με διέταξε να βάλω στρατιωτικά και να περάσω αμέσως από το γραφείο του διοικητή. Είπα πως είχα να παραδώσω τις φωτογραφίες.
-Είναι διαταγή, με διέκοψε.
Ο θάλαμος ήταν άδειος. Τα παιδιά ήταν στο πεδίο βολής και δεν υπήρχε κανείς πλην του θαλαμοφύλακα. Όσο έβαζα τα στρατιωτικά μου αισθανόμουν πως είχα υποτιμήσει την κατάσταση.
Όταν έφτασα έξω από το γραφείο του η πόρτα ήταν μισάνοιχτη. Πριν χτυπήσω μου είπε να περάσω μέσα χωρίς να γυρίσει να με κοιτάξει. Έκανα να χαιρετίσω μα με σταμάτησε. Διάβαζε Καζαντζάκη.
-Δεν υπήρχε λόγος να το κάνεις αυτό, μου είπε. -Με συγχωρείτε; -Ήρθε η διακοπή της απόσπασης σου, φεύγεις πίσω από κει που ήρθες. Μάζευτα και δρόμο, έκανε γυρίζοντας πίσω στο βιβλίο του.
Παρέδωσα τις φωτογραφίες από την φιέστα της προηγούμενες μέρας στο δεύτερο γραφείο και πήγα να μαζέψω τα πράγματα μου. Χαιρέτισα όσα παιδιά υπήρχαν στο θάλαμο και κατέβηκα στο χωριό. Στο ΚΤΕΛ μου είπαν πως είχε λεωφορείο σε μισή ώρα. Υπολόγισα πως θα προλάβαινα να φτάσω στην πόλη και να προλάβω το τρένο.
Στη μικρή αίθουσα αναμονής εκτός από μερικούς μαθητές που μιλούσαν δυνατά υπήρχαν και δυο ηλικιωμένοι άντρες.
-Ήθελα να περάσω καλά στη ζωή μου, έκανε ο ένας στον άλλο.
Δεν άκουσα την απάντηση του δεύτερου.
-Τι να το κάνεις πια; Πέρασε, ότι έγινε έγινε και τίποτα δεν γυρίζει.
Πήρα το σάκο μου και πέρασα έξω. Ύστερα από λίγα λεπτά το έφτασε ένα λεωφορείο. Οι μαθητές βγήκαν με φωνές και πέρασαν μέσα βιαστικά. Ήταν το λεωφορείο για την πόλη. Άφησα τον σάκο μου στο χώρο των αποσκευών και ανέβηκα.
Βγήκαμε γρήγορα από το χωριό και βρεθήκαμε στην μέση της πεδιάδας, στον δρόμο που κοίταζα ψηλά από το χωριό δυο μέρες πριν, ανάμεσα σε ατέλειωτες εκτάσεις από καλαμπόκι. Είχε δίκιο ο ηλικιωμένος κύριος. Τίποτα δεν γύριζε, ήταν όλα όμως, κάπου εδώ.
Δείτε επίσης:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ