Με μουσική δεν κολλάει, με πονηριές κολλάει σίγουρα
Ο Άκης Σακισλόγλου καταγράφει την κατάσταση με τους υγειονομικούς περιορισμούς στην εστίαση εδώ και έναν μήνα.
Έναν ολόκληρο μήνα πλέον, τα μαγαζιά στην εστίαση λειτουργούν χωρίς μουσική. Πρόκειται για μια απαγόρευση που ολοκληρώνει το δυστοπικό σκηνικό της ζωής μας αυτή την περίοδο η οποία δεν θυμίζει καραντίνα αλλά δε θυμίζει και τίποτα από κανονικότητα.
Είμαι ο τελευταίος που θα φωνάξει «αφήστε τα μαγαζιά να παίξουν ελεύθερα μουσική», γιατί εργάζομαι κι ο ίδιος στο χώρο της διασκέδασης και, πιστέψτε με, είναι τεράστιο το βάρος στην ιδέα και μόνο πως μπορεί να μεταδοθεί ο ιός με δική σου ευθύνη ή καλύτερα: από δική σου ανευθυνότητα.
Καλώς ή κακώς οι άνθρωποι που παίρνουν τις αποφάσεις για το τι επιτρέπεται και τι απαγορεύεται, στήριξαν την επιλογή τους σε μια συλλογιστική: Οταν ακούγεται μουσική, οι άνθρωποι μιλούν πιο δυνατά κι όταν μιλούν δυνατά μεταδίδουν τον ιό με τα σάλια που εκτοξεύουν. Επίσης, όταν ακούγεται μουσική υπάρχει (εμπειρικά το υποθέτουμε όλοι) περισσότερη κίνηση, χειρονομίες, επαφή σωματική των ανθρώπων σε ένα μπαρ. Τώρα θα πει κάποιος: «Σε εξωτερικούς χώρους και μέχρι τα μεσάνυχτα; Πόσο κέφι να έχει κάποιος;» Τι να σας πω… Εύκολες απαντήσεις σε αυτά δεν υπάρχουν. Ο,τι κι αν σκεφτείς, όμως, στο τέλος, επανέρχεται η συζήτηση στους νεκρούς των ημερών και είναι αμείλικτο το νούμερο. Πενήντα άνθρωποι κάθε μέρα χάνουν τη ζωή τους. Πόσο κουράγιο να έχεις να διαπραγματευτείς την επιστροφή στην πλήρη κανονικότητα;
Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι πως μάλλον οι άνθρωποι της εστίασης δεν έχουν κουράγιο να απαιτήσουν επαναφορά της μουσικής. Κάτι ψελλίζουν αυτές τις μέρες αλλά, θεωρώ, πως κατανοούν τις γενικότερες δυσκολίες. Και περιμένουν. Πόσο ακόμα, ούτε αυτοί δεν ξέρουν αλλά περιμένουν. Δυστυχώς, στην Ελλάδα αυτός που περιμένει δεν ανταμείβεται. Αντιθέτως, η σιωπή του εκλαμβάνεται ως αδυναμία. Αυτοί που ανταμείβονται είναι όσοι απειλούν, φωνάζουν, φοβερίζουν πως είναι πολλοί και την επόμενη φορά δεν θα ψηφίσουν!
Οσο, λοιπόν, η πλειοψηφία των επιχειρήσεων στην εστίαση περιμένει, οι γνωστοί «πονηροί» ξεγλιστρούν και απειθαρχούν, παίζουν μουσικές «από μαγκιά», στα κρυφά με κλειδωμένες πόρτες, σε πριβέ απομακρυσμένους χώρους. Και καμαρώνουν. Γιατί; Γιατί μπορούν. Είναι, αν όχι οι ίδιοι, σίγουρα άνθρωποι με την ίδια νοοτροπία με αυτούς που εν μέσω γενικού Lockdown άνοιγαν τα μαγαζιά τους δήθεν για take away και στην ουσία συγκέντρωναν τον κόσμο στο δρόμο απλώς για να οικονομήσουν καταργώντας κάθε έννοια νομιμότητας αλλά και δημιουργώντας αθέμιτο ανταγωνισμό.
Εναν μήνα μετά τη λειτουργία της εστίασης, η κατάσταση με τις «πονηριές» κάποιων στο ζήτημα της μουσικής, έχει φτάσει σε οριακό σημείο. Άνοιξαν και τα μπιτς μπαρ και οι «απείθαρχοι» μετακομίζουν πλέον τα Σαββατοκύριακα στις παραλίες. Ολοι έχουμε πια την αίσθηση πως τις επόμενες εβδομάδες οι «καγκουριές» θα περάσουν σε άλλο επίπεδο. Ήδη γινόμαστε μάρτυρες εικόνων από υπαίθρια πάρτι, από ξαπλώστρες με ηχειάκια, από «πατέντες» δήθεν χαριτωμένες αλλά παντελώς γραφικές και επικίνδυνες.
Νομίζουμε πως ήρθε η ώρα να παρθεί μια απόφαση. Όσο κατανοητή και σεβαστή ήταν στις 3 Μαΐου η απαγόρευση της μουσικής, άλλο τόσο επικίνδυνη μπορεί να γίνει από δω και στο εξής αν παγιωθεί. Όπως η τόσο αυστηρή απαγόρευση κυκλοφορίας στην καραντίνα, οδηγούσε σε ομαδική ανυπακοή και «κορονοσυγκεντρώσεις», έτσι και η ολική απαγόρευση της μουσικής μπορεί εύκολα να οδηγήσει, ειδικά τη νεολαία, σε πανεπιστήμια, βίλες, κλειδωμένα κλαμπ, μόνο και μόνο για την ανυπακοή και την αντίδραση. Κι άντε μετά ψάξε να δεις από που μεταδόθηκε ο ιός μεταξύ παιδιών που ακόμα δεν εμβολιάστηκαν.
Σίγουρα ήρθε η ώρα να παρθεί μια απόφαση. Η μία λύση είναι να επιτραπεί η μουσική στα μαγαζιά σε συγκεκριμένα ντεσιμπέλ από εσωτερικού χώρου ηχεία με αυστηρές ποινές σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με τα όρια. Πόσο δυνατά να παίξει ένα μαγαζί όταν έχει κόσμο μόνο έξω ενώ τα ηχεία του είναι μέσα; Μπορεί, ωστόσο, η πολιτεία να ελέγξει σωστά ή, καλύτερα: θέλει να ελέγξει πραγματικά; Η άλλη λύση, βέβαια, είναι να συνεχιστεί η απαγόρευση αλλά να ισχύσει ΠΑΝΤΟΥ και ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ. Αυτό κι αν είναι δύσκολο, σχεδόν αδύνατο να συμβεί από αυτούς τους ελεγκτικούς μηχανισμούς.
Πριν από μια εβδομάδα κυκλοφόρησε η φήμη πως τα μαγαζιά σε ένδειξη διαμαρτυρίας θα έπαιζαν μουσική κανονικά το Παρασκευοσάββατο. Τελικά σχεδόν κανείς δεν το έκανε, μάλλον γιατί όλοι κατάλαβαν ότι θα έφερνε αντίθετα αποτελέσματα αφού αφενός θα έβγαζε προς τα έξω μια εικόνα τριτοκοσμική και αφετέρου θα επέτρεπε στους γνωστούς «πονηρούς» να μετατρέψουν τα μαγαζιά τους σε κλαμπ του παλιού καλού καιρού. Νομίζω πως η επιτροπή που παίρνει τις αποφάσεις για την αποκλιμάκωση των μέτρων οφείλει να εκτιμήσει την μέχρι τώρα αντίδραση των «πολλών» καταστηματαρχών στις απαγορεύσεις της. Και να καταλάβει ότι το «μαρτύριο της σταγόνας» που εφαρμόζει (με δεδομένα τα προβλήματα, φυσικά, δε λέει κανείς ότι το κάνουν από σαδισμό) είναι πιθανό να φέρει αντίθετα αποτελέσματα σε μια χρονική στιγμή που, ίσως για πρώτη φορά, αρχίζουμε να πιστεύουμε ότι το τέλος πλησιάζει.
Αναφέρθηκα αποκλειστικά στο χώρο της μουσικής στην εστίαση και άφησα στο τέλος τη μουσική στις συναυλίες σε ανοιχτούς χώρους. Όσο δύσκολο και μπερδεμένο είναι να πάρει κάποιος την ευθύνη και να επιτρέψει στα μαγαζιά να παίζουν μουσική, τόσο εύκολο είναι να το επιτρέψει στους συναυλιακούς χώρους. Γιατί στα μαγαζιά οι πελάτες δεν φορούν μάσκα, ενώ στις συναυλίες και τις θεατρικές παραστάσεις φορούν. Ήδη οι υπεύθυνοι έχουν αργήσει να δώσουν το πράσινο φως στον πολιτισμό. Θα μπορούσε να έχει εκτονωθεί μεγάλο ποσοστό της ανάγκης του κόσμου για ψυχαγωγία σε χώρους με 50% πληρότητα (ουσιαστικά με καρεκλάκι άδειο ανά καθήμενο) και υποχρεωτική μάσκα. Αλλά κι εκεί αργούμε και διστάζουμε γι αυτό, δυστυχώς, έχουμε τόσες ανακολουθίες.
Και μια απορία: Πως μπορείς να λέγεσαι σοβαρό σοβαρό κράτος όταν απαγορεύεις στα μαγαζιά να παίζουν μουσική και την ίδια ώρα σε κυβερνητική δεξίωση στο Ζάππειο επιβάλλεις ζωντανή μουσική σε δυνατή ένταση; Πώς να σε πιστέψει ο κόσμος ότι έχουν λογική βάση οι περιορισμοί που θέτεις και πώς να μην βρει αφορμή ο κάθε γραφικός (σαν και του λόγου μου) να πει την αποψάρα του;