Μια αναδρομή: Η Χαλκιδική ως τόπος διακοπών
H ιστορία της γέννησης του τουρισμού στη Χαλκιδική μέχρι τη μαζικοποίηση του στα χρόνια του 80.
H ιστορία της γέννησης του τουρισμού στη Χαλκιδική μέχρι τη μαζικοποίησή του στα χρόνια του ’80.
Αν σήμερα η Χαλκιδική αποτελεί τον αυτονόητο τόπο διακοπών εκατομμυρίων Ελλήνων και ξένων, τα πράγματα δεν ήταν πάντα έτσι. Εξαιρετική φύση και μοναδικές θάλασσες διέθετε ο ευλογημένος αυτός τόπος, τουρίστες όμως γνώρισε συγκεκριμένες εποχές και υπό συγκεκριμένες συνθήκες. Ένα ταξίδι στον χρόνο, χωρισμένο ανά περιοχή.
Τα πρώτα παραθαλάσσια μέρη της Χαλκιδικής που γνώρισαν τουρισμό ήταν όσα βρίσκονταν κοντά στη Θεσσαλονίκη. Από τη Νέα Καλλικράτεια μέχρι τα Νέα Μουδανιά. Τα χωριά που βρίσκονται στα πόδια και την ορεινή Χαλκιδική ακολούθησαν μαζί με την οικονομική ανάπτυξη που έκανε τις διακοπές ανάγκη και τάση. Άλλωστε, το νερό μπήκε στα σπίτια του νομού μόλις στις αρχές του ’60, ενώ το ρεύμα στις περισσότερες περιπτώσεις έφτασε στα τέλη της ίδιας δεκαετίας, μαζί με το άνοιγμα των δρόμων.
Ο Πολύγυρος και ο Χολομώντας
Τα πρώτα δημοσιεύματα που κάνουν λόγο για τις ομορφιές της ορεινής Χαλκιδικής εμφανίζονται σε εφημερίδες της Θεσσαλονίκης περί τα 1888 και αργότερα στα 1911, με αναφορές στην Αρναία και το Βάβδο και προτροπή των κατοίκων της Θεσσαλονίκης για διακοπές σε απίστευτης ομορφιάς μέρη.
Ο Βάβδος ήδη στα 1930 γίνεται προορισμός, πράγμα πρωτόγνωρο για την εποχή, και οι άνθρωποι του χωριού, περίπου 130 οικογένειες, νοικιάζουν δωμάτια σε Θεσσαλονικείς το καλοκαίρι, ενώ παρόμοιες επισκέψεις υπάρχουν στη Μεγάλη Παναγιά, τα Βράσταμα και το Λιβάδι.
H Χαλκιδική ξεκινά να βλέπει τουρίστες το 1932, μετά τον σεισμό της Ιερισσού. Έχουμε στις πόλεις μια έξαρση των συμβάντων ελονοσίας και φυματίωσης και οι γιατροί συνιστούν τόπο ορεινό, χωρίς πολύ κρύο και με θαλασσινό αέρα. Ιδανικό το κλίμα του Πολυγύρου, που γίνεται τότε παραθεριστικός προορισμός.
Έρχονται στο βουνό εύποροι Μακεδόνες και Θεσσαλονικείς Εβραίοι. Την εποχή εκείνη υπάρχουν ενοικιαζόμενα σπίτια, καθώς και τρία χάνια και τρία ξενοδοχεία. Η Στοά Γκλάβα χρονολογείται από το 1927, υπάρχει το Καταφύγιο, αλλά και τα σπίτια που ήταν πάντα γεμάτα τα καλοκαίρια.
Οικογένειες παραθέριζαν μεγάλα διαστήματα και συνήθως οι άνδρες άφηναν τις γυναίκες και τα παιδιά και επέστρεφαν στην πόλη να εργαστούν. Ήταν βουνίσιες διακοπές, οι παραθεριστές δεν κατέβαιναν στη θάλασσα. Η θάλασσα δεν ήταν ακόμα προορισμός.
H εθνολόγος Ρίτσα Δέλτσου παρατηρεί ότι οι πρώτοι παραθεριστές από τη Θεσσαλονίκη εμφανίζονται στα τέλη του ’50 με αρχές του ’60, νοικιάζοντας δωμάτια στα ψαρόσπιτα της εποχής στην Κασσάνδρα. Η Σιθωνία ακολούθησε αργότερα, με την άφιξη παραθεριστών στην Άνω και Κάτω Νικήτη, όπου οικογένειες από τη Θεσσαλονίκη νοίκιαζαν δωμάτια στα παραθαλάσσια σπίτια.
«Μόλις το 1966 άρχισαν να γίνονται οι πρώτες ανιχνεύσεις για να γίνει το Gerakina Beach, υπήρχε μόνο το Ξενία που είχε σχεδιάσει ο Κωνσταντινίδης στο πρώτο πόδι. Θεσσαλονικείς που έκαναν τις πρώτες αγορές οικοπέδων στα τέλη του ’60 και τα δυο συγκροτήματα των Γιατρών και Καθηγητών στη Βουρβουρού», μας λέει ο Γιάννης Αικατερινάρης, ένας από τους ανθρώπους που διασώζουν, με απίστευτη προσήλωση δεκαετιών, την μνήμη της Χαλκιδικής.
Παράλληλα εμφανίζεται κυνηγετικός τουρισμός, κυνηγών που έρχονται από όλη την Ευρώπη στο βουνό για να κυνηγήσουν, καθώς και τουρισμός καταδυτικός, για ψάρεμα στα νερά της Σιθωνίας.
Οι πρώτοι επισκέπτες της Σιθωνίας
Δρόμοι δεν υπήρχαν μέχρι τότε. Από τη Γερακινή έπαιρνες καραβάκι για τη Νικήτη. Στη Γερακινή, στις αρχές του ’70, χτίστηκαν μια σειρά από συγκροτήματα κατοικιών με θρυλικά ονόματα που παρέπεμπαν σε άλλες εποχές και εκεί μετακόμιζαν τα καλοκαίρια εκατοντάδες οικογένειες της πόλης, εκεί χτίστηκε και το δημοφιλές ξενοδοχείο που αποτέλεσε προορισμό από το 1968 που ξεκίνησε, μπροστά στη θάλασσα. Προορισμός για εύπορους Θεσσαλονικείς και Αθηναίους της εποχής.
Εκτός από τους Έλληνες, μέσα στη χούντα, εμφανίζονται στη Χαλκιδική Γερμανοί αγοραστές και αγοράζουν σπίτια στην Άνω Νικήτη. Υπάρχουν μαρτυρίες Γερμανών περιηγητών στην περιοχή ακόμα και από το 18ο αιώνα. Ακολουθώντας τους Γερμανούς, σπίτια αγοράζουν και οι Θεσσαλονικείς.
Ο Μαρμαράς ακολούθησε, όταν ξεκίνησε η δημιουργία του Porto Carras. Η αρχή είχε γίνει το καλοκαίρι του 1963. Μια κρουαζιέρα ξεκινά για το Άγιο Όρος, για τον εορτασμό της χιλιετηρίδας. Επώνυμοι Αθηναίοι, ανάμεσα τους ο εφοπλιστής Γιάννης Καρράς και ο γιος του Κώστας. Κάποιος από όλους έχει ξαναπεράσει από εκεί και πείθει τον Καρρά να δει ένα από τα ωραιότερα μέρη στην Ελλάδα. Περνούν από τα ανοικτά της Σιθωνίας, μπαίνουν στον Τορωναίο κόλπο και το παραμύθι ξεκινά.
Η ολοκλήρωση του Πόρτο Καρράς, το 1978, θα φέρει στην περιοχή διεθνές τζετ σετ και πάρα πολύ σημαντικούς επιχειρηματίες της εποχής που το επέλεγαν για διακοπές. Νωρίτερα, στα ενοικιαζόμενα δωμάτια του ψαροχωριού που ήταν ο Μαρμαράς, οι Θεσσαλονικείς κυρίως, που φτάνουν με τα χίλια ζόρια, εφόσον δρόμος δεν υπήρχε και έφταναν μέσω θαλάσσης μέχρι τη Νικήτη, παραθέριζαν εδώ.
Τα πρώτα κάμπινγκ στη Σιθωνία εμφανίζονται στα μέσα του ’60. Ο Μύλος, ανάμεσα στη Μεταμόρφωση και τη Νικήτη, το 1964, το Λακάρα, το 1969, από ανθρώπους που αγαπούσαν όπως λένε να κοιμούνται κάτω από τα πλατάνια και τον ουρανό. Την πιο πετυχημένη περίπτωση βέβαια αποτελεί ο Αρμενιστής, που παραμένει ο απόλυτος κατασκηνωτικός προορισμός της περιοχής εδώ και τρεις δεκαετίες. Τουρίστες με τροχόσπιτα άρχισαν να καταφθάνουν από την Βρετανία, την Γαλλία, την Ιταλία και τη Δανία τα πρώτα χρόνια του ’70. Παράλληλα, άρχισε να αναπτύσσεται η μόδα του free-camping, που κράτησε μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’80, οπότε και οι ντόπιοι φρόντισαν να απαγορευτεί.
Η δημιουργία των οικισμών των Καθηγητών στη Βουρβουρού και των Γιατρών απέναντι στο βουνό, καθώς και η αγορά των πρώτων οικοπέδων απέναντι, στο νησάκι του Διάπορου, φέρνουν στη Σιθωνία μια νέα ώθηση και δημιουργούν εξαιρετικές παρέες επώνυμων Θεσσαλονικέων που κράτησαν για δεκαετίες. Σήμερα, πολλά από αυτά τα περίφημα σπίτια που δημιουργήθηκαν τότε, με απόλυτο σεβασμό στο περιβάλλον και το φυσικό τοπίο, έχουν περάσει σε άλλα χέρια.
Παράλληλα, η αναπαλαίωση σπιτιών με σεβασμό στην παράδοση των ορεινών τόπων του νομού, όπως η Αρναία, δημιούργησε πόλους έλξης στο Παλαιόκαστρο, τον Παρθενώνα και την Άθυτο και είναι η απόλυτη αντίθεση με τα ελεεινά τσιμεντένια κτίρια που ξεφύτρωσαν την εποχή της αντιπαροχής (Γερακινή) ή των αυθαίρετων κτισμάτων σε περιοχές που ήταν χωράφια (Σύλατα, Πλάγια, Ηράκλεια κλπ).
Μικρά ξενοδοχεία ανοίγουν στις αρχές του ’70 και σε άλλες περιοχές, όπως το «Σερμύλη» στα Ψακούδια, που συγκεντρώνει εκτός από Έλληνες και αρκετούς Γερμανούς τουρίστες.
Η πλαζ της Γερακινής, προτού η παραλία καταστραφεί από τα λύματα των μεταλλείων, είναι ένας προορισμός για ντόπιους (Πολυγυρινούς), αλλά και Θεσσαλονικείς.
Η Κασσάνδρα της λάμψης
Μια εντυπωσιακή μαρτυρία από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα, από την επίσκεψη ενός Γάλλου αρχαιολόγου το 1914, φέρνει στο φως ο ερευνητής Μιχάλης Μεχτίδης.
«Το 1914 ο Γάλλος αρχαιολόγος Charles Avezou (Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή) περιηγήθηκε στην Χαλκιδική (21/4- 30/5) φτάνοντας ως το άκρο της Κασσάνδρας, το Παλιούρι, την Αγία Παρασκευή και το Τσαπράνι (παλιά Σκιώνη). Είχε προηγηθεί πριν επτά χρόνια ο Γερμανός A. Struck, (Makedonische Fahrten, I. Chalkidike, Vienne et Leipzig, 1907). Ο Γάλλος αρχαιολόγος έκανε για να φτάσει στην Καψόχωρα 1½ ώρα από το Πολύχρονο (τότε Παζαράκια), μάλλον με μουλάρι, ακολουθώντας την ακτογραμμή. Περιγράφει πεύκα, δεντράκια, κάμπους, την ελώδη περιοχή, τα προβλήματα ελονοσίας και τις αλυκές στα νότια της Καχόχωρας. Συνεχίζοντας ο Γάλλος αρχαιολόγος προς το Παλιούρι, έκανε μία ώρα και σαράντα λεπτά. Πέρασε από το μετόχι των Ιβήρων, όπου είδε τον ανεμόμυλο, καλόγερους και μία γυναίκα. Περιγράφει θαυμάσια έλατα, σκιερά δέντρα και λιβάδια».
Το πρώτο πόδι, κοντινότερο στη Θεσσαλονίκη σε εποχές που δεν υπήρχαν εθνικές οδοί, αποτελεί για τα χρόνια του ’60 και του ’70 τον απόλυτο προορισμό των καλοκαιριών. H γέφυρα που ένωνε την Ποτίδαια δεν υπήρχε. Η διέλευση γινόταν με ειδική πλωτή σχεδία, το περίφημο «σάλι», που δεμένη με συρματόσκοινα περνούσε τα αυτοκίνητα από τη μία όχθη στην άλλη.
Μια εντυπωσιακή ιστορία στο ξεκίνημα της δικτατορίας μας διηγείται ο κ. Αικατερινάρης:
«Ξεκινήσαμε ένα απόγευμα από τη Θεσσαλονίκη να πάμε στα Λουτρά της Αγίας Παρασκευής με τη Μαρία Φαραντούρη και την Μαρίζα Κωχ, τις πρώτες μέρες της χούντας. Με ένα αυτοκίνητο που είχα τότε. Μόλις περάσαμε τη Φώκια, σε μια ανηφόρα που υπήρχε, επειδή είχε βρέξει και είχε λάσπη, κόλλησε το αυτοκίνητο. Έκοψα κάτι κλαδιά και έβαλα κάτω από τις ρόδες, ήταν περασμένα μεσάνυχτα. Δεν μπορούσαμε να συνεχίσουμε. Έτσι ανεβήκαμε Πολύγυρο. Μια αδερφή της μάνας μου, η μητέρα του ζωγράφου Μάριου Σπηλιόπουλου, δέχτηκε να μας φιλοξενήσει σε ένα σπίτι που είχε. Με το νου μας, τις μέρες που μέναμε εδώ, κάναμε αντίσταση. Ανεβαίναμε στο βουνό και τραγουδούσαν η Μαρίζα και η Μαρία, η θεία μου και εγώ, τραγούδια επαναστατικά. Μετά από 4-5 μέρες κατεβήκαμε και είχαν αρχίσει οι συλλήψεις».
Ένα άρθρο του 1960 με τίτλο «Τουρισμός χωρίς δρόμους» αναφέρει ότι οι επισκέψεις είναι δυνατές μόνο από «ολίγους νεαρούς που δεν φοβούνται ούτε κόπους ούτε ταλαιπωρίες» (Φωνή της Χαλκιδικής, 28/2/1960)
Το άνοιγμα του Ξενία Παλιουρίου από τον ΕΟΤ, το 1962, γίνεται το must για την υψηλή κοινωνία της πόλης. Οι πιο γνωστές οικογένειες της πόλης μετακόμισαν εκεί για πολλά καλοκαίρια.
Το Ξενία, εκμεταλλεύσεως της οικογένειας Φλόκα, έργο του περίφημου αρχιτέκτονα Κωνσταντινίδη, συγκεντρώνει εκλεκτό κόσμο, που σχετίζεται όμως περισσότερο με τα γράμματα και τις τέχνες. Ζωγράφους, καθηγητές, συγγραφείς. Λινά τραπεζομάντιλα, λουλούδια στα βάζα, ασημένια μαχαιροπίρουνα, στο πουθενά.
Κρατώντας κάθε χρόνο τους ίδιους αριθμούς δωματίων για τα μέλη των οικογενειών τους, για να μην αισθάνονται το σοκ των μετακομίσεων, τα μεγάλα τζάκια της εποχής πέρασαν αξέχαστες διακοπές σε ένα περιβάλλον μεγάλης διακριτικότητας, καθώς σπάνια παρεισέφρησαν ξένοι. «Θα αποσυρθώ στην καμπάνα μου», «έρχεται νέος εξαιρετικός σεφ», «το βραδάκι κουμ καν», ήταν φράσεις που στοίχειωσαν εκείνα τα χρόνια.
Η στήλη του Λευτέρη Κογκαλίδη στον Ελληνικό Βορρά, η πρώτη καλοκαιρινή-τουριστική-κοσμική στήλη, μετέδιδε κάθε Δευτέρα τα τεκταινόμενα και ο ανυποψίαστος λαός παρακολουθούσε αποσβολωμένος.
Παράλληλα, ξεκινά η δημιουργία του κάμπινγκ στο Παλιούρι, το οποίο ολοκληρώνεται και λειτουργεί το 1971.
«Στα τέλη του 1970, η ‘Μακεδονία’ (28/11/1970) δημοσιεύει ανακοίνωση του Ε.Ο.Τ. ότι τα έργα στο κάμπινγκ Παλιουρίου «εν τω περατούσθαι ευρίσκονται» και ότι θα έχει χωρητικότητα 603 (προφανές λάθος) ατόμων. Το καλοκαίρι του 1971 «ήρχισε προσφάτως τη λειτουργία του» (Μακεδονία, 17/7/1971) και διαβάζουμε σχετικά ότι εξελίσσεται «εις ιδεώδη τόπον παραθερισμού, [είναι] πρότυπον συγκρότημα, κατακλύζεται υπό πλήθους παραθεριστών. Διαθέτει όλας τας συγχρόνους εγκαταστάσεις [για τους] επισκέπτας – «κάμπερς». Διαθέτει καταστήματα τυποποιημένων ειδών διατροφής («η καντίνα» στην ιδιόλεκτο του κάμπινγκ), πλυντήρια κ.α. Ήταν χωρητικότητας 600 ατόμων ημερησίως με 103 θέσεις για σκηνές και 68 για τροχόσπιτα. Το οργανωμένο κάμπινγκ εκτεινόταν αρχικά στο κάτω μέρος της περιφραγμένης έκτασης με το πίσω μέρος να είναι γεμάτο χόρτα».
Η γέννηση του Sani
Το 1962 οι εξ αγχιστείας συγγενείς, Αναστάσιος Ανδρεάδης και Λεωνίδας Ζησιάδης, εργολάβοι στη Θεσσαλονίκη, έγιναν δέκτες μιας πρότασης να δουν μια παρθένα και αναξιοποίητη έκταση, ιδιοκτησίας της μονής Σταυρονικήτα του Αγίου Όρους.
Μια αληθινή ζούγκλα, γεμάτη έλη, άγρια βλάστηση και συνθήκες αφιλόξενες, όπου απλά έβοσκαν ζώα. Η ομορφιά του μοναστηριακού μετοχίου τους κέρδισε από την πρώτη στιγμή, τους κέντρισε το ενδιαφέρον και έτσι αυτός ο επί της γης παράδεισος που αντίκρισαν από τη θάλασσα έγινε το στοίχημα της ζωής τους. Η αγορά του σε εκείνες τις πρώιμες εποχές ήταν ένα άλμα στο κενό και η ανάπτυξή του ένα ριψοκίνδυνο βήμα που κανείς δεν μπορούσε να προεξοφλήσει την εξέλιξή του. Για την αγορά της έκτασης επενδύθηκε σχεδόν όλο το κομπόδεμα των δυο συνέταιρων στην εργολαβική εταιρία που διέθεταν στη Θεσσαλονίκη.
Παρά τις δύσκολες συνθήκες, οι οικίσκοι των δωματίων υψώνονται, έχοντας γκαράζ αυτοκινήτων στο κάτω μέρος τους, και το κεντρικό κτίριο δεσπόζει προς την πλευρά της θάλασσας. Ταυτόχρονα διαμορφώνεται και η γύρω περιοχή. Τακτοποιείται η άγρια βλάστηση, τιθασεύεται το έλος, διαμορφώνεται ο περιβάλλων χώρος και η πρόσβαση. Το 1970, το ξενοδοχείο είναι πλέον έτοιμο να λειτουργήσει. Εκεί, έρχονται και οι πρώτοι τουρίστες, Άγγλοι χαμηλής οικονομικής στάθμης, που επιλέγουν τον τόπο διακοπών από τουριστικά φυλλάδια της εποχής. Φτάνουν το καλοκαίρι του 1970 σε αυτόν τον παράδεισο.
Το άνοιγμα του ξενοδοχείου «Μένδη» και του «Άμμων Ζεύς» και αργότερα του τεράστιου συγκροτήματος Παλλήνη στην Καλλιθέα σκορπίζουν σιγά σιγά τις παρέες. Η μόδα των εξοχικών σπιτιών αρχίζει να ανθεί στα τέλη των ’70s. Η Φλέγρα, συγκρότημα αξιώσεων λίγο μετά την Παλλήνη, γίνεται αντικείμενο έριδας επιχειρηματιών της εποχής που συναγωνίζονται να αποκτήσουν το σωστό εξοχικό.
Η δημιουργία του ξενοδοχείου Pallini Beach Hotel κάνει την Καλλιθέα προορισμό το 1972.
Το άνοιγμα της Ελάνης, ενός συγκροτήματος στο οποίο αποκτούν σπίτι μερικές από τις γνωστότερες οικογένειες της πόλης, σχηματίζοντας τις λεγόμενες γειτονιές, που κατεβαίνουν μέχρι τη θάλασσα, ανεβάζει τις τιμές στα ύψη και δημιουργεί κοσμική υστερία. Στη δεκαετία του ’90, το ενδιαφέρον μετατοπίζεται στις βίλες που βρίσκονται στα όρια του συγκροτήματος Σάνη, όπου δημιουργείται ένας αληθινός κοσμικός παράδεισος. Το συγκρότημα Σταυρονικήτα γίνεται ο πόθος της απόλυτης καταξίωσης.
Παράλληλα, ξεφυτρώνουν οικισμοί σε όλο το μήκος του ποδιού, με εξοχικά σπίτια κυρίως Θεσσαλονικέων, σταδιακά μετατρέποντάς το σε ένα ατελείωτο σκηνικό διακοπών, κακής αισθητικής και κακοποιημένων φυσικών τοπίων.
Το Άγιο Όρος
Ο Άθως ήταν παγκοσμίως γνωστός προορισμός για τους λάτρεις του θρησκευτικού τουρισμού, με χαρακτηριστικό αφιέρωμα του National Geographic το 1927! Άνθρωποι έφταναν εκεί με διανυκτέρευση, συχνά στα χάνια της Αρναίας ή σε δωμάτια στα ψαροχώρια της Ιερισσού, της Τρυπητής και της Ουρανούπολης, μέχρι τα μέσα του 1970.
Το πρώτο αξιοποιημένο νησάκι της Χαλκιδικής είναι η Αμμουλιανή. Ο Στέλιος Νέστωρ βρέθηκε για πρώτη φορά στην Αμμουλιανή το 1965.
«Το νησί ήταν όλο ένα μοναστηριακό κτήμα, απομονωμένο, χωρίς συγκοινωνία. Η μόνη επαφή με τον έξω κόσμο ήταν με καΐκι από την Τρυπητή. Εκεί υπήρχε ένας βράχος βαμμένος άσπρος, σκεπασμένος με μια κουβέρτα. Όταν ήθελες να ταξιδέψεις απέναντι τον ξεσκέπαζες, σαν σινιάλο, ερχόταν το καραβάκι και σε έπαιρνε. Εμείς πήραμε χώρο στο πίσω μέρος του νησιού μαζί με τον Άκη Μαλτσίδη, πηγαίναμε με βαρκάκι πίσω, βγάζαμε νερό από το πηγάδι για να πιούμε και να πλυθούμε.
Στο νησί είχε ένα καφενείο, όλο και κανένα αυγό θα τσιμπούσαμε, τίποτε άλλο δεν υπήρχε στο νησί. Οι άνθρωποι του νησιού ήταν πρόσφυγες, εξαιρετικά ευγενείς. Έβγαιναν γριούλες από τα σπίτια, μας έβλεπαν ξένους, «Έλα γιόκα μου να σου φτιάξουμε κανένα αυγό». Φτιάξαμε ένα μικρό ξύλινο σπίτι με τα χέρια και μείναμε για χρόνια, μετά ήρθε η φυλακή στη Χούντα. Μετά τη Χούντα, το μεγαλώσαμε. Όταν πρωτοπήγαμε το 1965, ο Δημήτρης Ζάννας ήταν Γραμματέας Τουρισμού. Βρήκαμε ένα εγκατειλημμένο Μετόχι, ρίξαμε την ιδέα να γίνει ξενοδοχείο, κάναμε αφιλοκερδώς τα σχέδια, βρέθηκε το κονδύλι, ο πρόεδρος του χωριού αρνήθηκε όμως, και έτσι έμεινε ερείπιο».
Την ώθηση στον τουρισμό της περιοχής δίνει η δημιουργία του Eagles Palace από την οικογένεια Τορνιβούκα.
Το ζεύγος Γιώργου και Ισμήνης Τορνιβούκα, που με το σκάφος τους έπλεε στα μαγικά νερά της περιοχής, ιδιοκτήτες του μυθικού ξενοδοχείου Μεντιτερανέ στη Θεσσαλονίκη, πραγματικοί μπον βιβέρ, γοητεύτηκαν από την ομορφιά της περιοχής και θέλησαν να αποκτήσουν ένα κομμάτι γης και να χτίσουν ένα σπίτι για εξοχική κατοικία.
Αγόρασαν ένα οικόπεδο παραθαλάσσιο και έφτιαξαν έτσι ένα μικρό bungalow. «Πιστεύω πως η μεγαλύτερη πολυτέλεια στη ζωή είναι να μπορείς να είσαι έρημος και μόνος όταν το θελήσεις. Μας άρεσε πολύ η απομόνωση αυτού του μέρους. Είχαμε μια σκέψη για ένα σπιτάκι. Φτάσαμε με τρακτέρ και γαλότσες να δούμε το κτήμα. Δεν είχαμε ούτε φως, ούτε νερό. Ήταν η ωραιότερη εποχή της ζωής μας. Ο άντρας μου έφευγε με το σκάφος το πρωί για τον άγιο Νικόλα και έμενα με τα παιδιά στην υπέροχη ερημιά. Όταν ακούγαμε θορύβους παίρναμε το ψαροντούφεκο», θυμάται η κυρία Ισμήνη Τορνιβούκα.
Το ξενοδοχείο ονομάζεται «Αετών Μέλαθρον», γιατί μοιάζει από τη θάλασσα με αετοφωλιά. Το καλοκαίρι του ’73, το ξενοδοχείο τελειώνει. Η πελατεία του Μεντιτερανέ σπεύδει πρώτη και καλύτερη, μαζί με καθηγητές πανεπιστημίου, καπνέμπορους, τους Μοσκώφ και την αφρόκρεμα της πόλης, που εκστασιάζεται με την αισθητική του.
Το άδοξο τέλος του Μεντιτερανέ μετά τον σεισμό του ’78 θα οδηγήσει την οικογένεια στην απόφαση να φέρει πολλά από τα σπάνια πράγματά του εδώ. Μοναδικής αισθητικής κομμάτια, που αποτελούν από μόνα τους αντικείμενο συλλογής. Η γέννηση του Eagles Palace θα αλλάξει για πάντα την Ουρανούπολη, κάνοντάς την παγκόσμιο τουριστικό προορισμό ολκής.
Κάπως έτσι γεννήθηκε και κυρίως ανδρώθηκε ο τουρισμός στη Χαλκιδική. Έναν τόπο που ζει από τον τουρισμό, που ευεργετήθηκε από τον τουρισμό, αλλά γνώρισε και την καταστροφή από την τουριστική υπερανάπτυξη.
Διαβάστε επίσης
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ