Οι 270.000 του ΚΙΝΑΛ: Οι τελευταίοι Σαμουράι
Το βασικό για το ΚΙΝΑΛ είναι να προσδιορίσει το πολιτικό του υποκείμενο, και τον αντίπαλο του.
Πολλά τα χαμόγελα στο επιτελείο του ΚΙΝΑΛ για την αθρόα συμμετοχή του κόσμου στις εσωκομματικές του εκλογές.
Αν μη τι άλλο, στην εποχή της κρίσης των μεγάλων ιδεολογιών και της απομάκρυνσης των πολιτών από τους ενδιάμεσους θεσμούς (κόμματα, συνδικάτα, σύλλογοι), δεν είναι εύκολο να συγκεντρώσεις 270.000 πολίτες. Περίπου 400.000 ήταν το 2015 στις εσωκομματικές της Νέας Δημοκρατίας, κόμμα που συγκέντρωσε 5 φορές τις ψήφους του ΚΙΝΑΛ το 2019.
Αυτή η κάποια δυναμική, εκτός από την αισιοδοξία που αναπόφευκτα γεννά σε ένα μέρος του πληθυσμού, που αισθάνεται αποξενωμένο τόσο από τη δεξιά διακυβέρνηση της ΝΔ, όσο και από την αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ να μετασχηματιστεί σε ένα σύγχρονο κεντροαριστερό πόλο, πλαισιώθηκε ωστόσο από έναν κάποιο μαξιμαλισμό.
Πολλοί ήταν οι αναλυτές και οι υποστηριχτές του κόμματος που περισσότερο πρόβαλλαν τους ευσεβείς πόθους τους για μία μεγάλη επιστροφή, και λιγότερο τα ζητήματα που βάζει για ένα κόμμα όπως το ΚΙΝΑΛ ο ορίζοντας της εποχής μας.
Πριν από τον πρόωρο θάνατο του, ο Peter Mair, πολιτικός αναλυτής, σπουδαίος μελετητής του κομματικού φαινομένου, δημοσίευε ένα από τα πιο διεισδυτικά συγγράμματα του μέχρι τώρα αιώνα μας. Ένα συναγερμό για τα κομματικά επιτελεία.
Παρατηρούσε στο τελευταίο βιβλίο του με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Κυβερνώντας το Kενό: H Εξασθένιση των Δυτικών Δημοκρατιών» (2013, Επίκεντρο), ότι τα πολιτικά κόμματα της Δύσης τείνουν να αποτελούν μέρος του δημοκρατικού ελλείμματος της εποχής μας, και προειδοποιούσε ότι κινδυνεύουν για αυτό με τον ηθικό τους αφανισμό, ακόμα και αν παραμείνουν τυπικά οι πιο αναγνωρισμένοι θεσμοί για την εκπροσώπηση της κοινωνικής βούλησης.
Ο Mair, σφοδρός επικριτής του Μπλερισμού, της δεξιάς στροφής των άλλοτε σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων στη δεκαετία του 90, περιέγραφε το ζήτημα κάπως έτσι.
Σχηματοποιείται στον πυρήνα του κράτους μία ελίτ γνωστικών που σπουδάζουν στα ίδια πανεπιστήμια, δεν έχουν ορατές πολιτικές διαφωνίες μεταξύ τους, ισχυρίζονται ότι λειτουργούν στο όνομα όλων κρύβοντας τις διαιρέσεις που αναγκαστικά υπάρχουν σε κάθε κοινωνία, συγκεντρώνουν εξουσίες στο πρόσωπο τους και σε επιτελικές δομές διοίκησης του κράτους (ή της Ευρωπαϊκής Ένωσης) που είναι δήθεν ανεξάρτητες συμφερόντων. Εξουσίες που κάποτε ανήκαν στα Κοινοβούλια και στην τοπική αυτοδιοίκηση, στη δημοκρατία και όχι στη (δήθεν για όλους) επιστημονική διοίκηση, και που πλέον επηρεάζονται όλο και περισσότερο, παρά την ανεξαρτησία τους, από τα συμφέροντα των προνομιακών ομάδων.
Περνάμε από το μαζικό δημοκρατικό κόμμα με τη σαφή ιδεολογική και πολιτική ατζέντα, που αποτελούσε τον κεντρικό μοχλό συμμετοχής, διαλόγου και πίεσης των κοινωνικών τάξεων, λογοδοτώντας άμεσα σε αυτές και στις εμπειρίες τους, στα κόμματα των τεχνοκρατών, τα αγκυλωμένα στην εξουσία, τα κενά ταξικών αναφορών.
Όσον αφορά το ιστορικό πλαίσιο αυτής της αλλαγής, στην πραγματικότητα, ο αιώνας μας είναι αυτός των διαρκών κοινωνικών μετασχηματισμών.
Αυτοματοποίηση της εργασίας, ραγδαία άνοδος των ανισοτήτων, εργασιακή επισφάλεια, υπερχρεωμένα νοικοκυριά, έλλειψη ίσων ευκαιριών για αυτό που κάποτε ονομάζαμε εργατική τάξη, και που τώρα γίνεται όλο και πιο πολυμορφικό ως φαινόμενο.
Ένας ακραίος ατομικισμός που καταλαβαίνει τον πολιτικό εαυτό του περισσότερο ως πελάτη που απαιτεί υπηρεσίες για το σπίτι του και λιγότερο ως άνθρωπο της υπομονής, της ενημέρωσης, και της συμμετοχής σε δημόσιες διαδικασίες μαζί με αγνώστους, κάτι που αφορά περισσότερο τα μεσαία στρώματα.
Οι αλλαγές στην κουλτούρα, που γίνεται όλο και πιο ατομοκεντρική, και στην οικονομία, που δεν εμπνέουν ασφάλεια ζωής και ελπίδα στα άτομα για συμμετοχή, συνδυάζονται με τις μεγάλες αλλαγές στη δομή των μέσων ενημέρωσης.
Όλο και πιο προσωποποιημένα μηνύματα από έναν αλγόριθμο, που ελέγχεται από ζάμπλουτους ιδιοκτήτες, σε όλο και πιο χαλαρά συνδεμένους και απρόσωπους χρήστες, πιο εκτεθειμένους από ποτέ σε κουτσομπολιά, συνωμοσίες και ξενοφοβικές ειδήσεις που ενισχύουν την επιρροή της ακροδεξιάς.
Σε αυτό τον κόσμο, το μέλλον του κόμματος ως πολιτικού θεσμού είναι τόσο αβέβαιο, όσο και η δημοκρατία μας. Επιβιώνουν μεταξύ μας άνθρωποι του προηγούμενου αιώνα που ταυτίζουν, έστω και χαλαρά, την πολιτική συμμετοχή με το κόμμα ή την παράταξη. Αυτοί οι ρομαντικοί ήταν που ψήφισαν στις εσωκομματικές εκλογές, και σε πλείστες τις περιπτώσεις είναι άνθρωποι που έχουν κάποια πράγματα «λυμένα» – τους έχει απομείνει λίγος χρόνος να διαθέσουν σε κάτι που έχει σημασία.
Και έπειτα ανοίγεται μπροστά μας μία θάλασσα ατόμων που απέχουν διότι αισθάνονται ότι η ψήφος τους δεν μετράει τίποτα μπροστά στο παρασκήνιο που καθορίζει την πολιτική ζωή. Ότι δεν έχει καμία ορατή διαφορά ο ένας από τον άλλο («όλοι ίδιοι είναι»). Ότι οι άνθρωποι που αποφασίζουν είναι είτε ανόητοι («άχρηστοι»), είτε διεφθαρμένοι («προδότες») για να βελτιώσουν τη ζωή μας.
Και μία νέα γενιά που η σχέση της με την πολιτική εκτονώνεται στη θέαση ενός βίντεο στο YouTube, ή στους στίχους μίας μελωδίας τραπ, και που το κόμμα δεν της ταιριάζει στιλιστικά αν και δεν την αφήνει και γενικότερα αδιάφορη η δημόσια ζωή.
Σήμερα, δηλαδή, τα άτομα έχουν χίλιους λόγους που τους εμποδίζουν να είναι πολίτες με ενδιαφέρον και ενεργή συμμετοχή στα δημόσια πράγματα και χίλιες μορφές συμμετοχής από τις οποίες μπορούν πλέον να επιλέξουν, από τα social media, ως χειροκροτητές δημόσιων προσώπων, ως τις επιτροπές γειτονιών και τις τοπικές συνελεύσεις, μέχρι τη συμμετοχή τους σε παλιά ή νέα κινήματα, σε τοπική ή διεθνή κλίμακα, ψηφιακά, ή όταν αυτά καταλαμβάνουν πλατείες και δημόσιους χώρους.
Σε αυτό το πλαίσιο, τι μπορεί να κάνει ένα κόμμα, όπως το ΚΙΝΑΛ, που θα έχει μάλιστα καθοριστικό ρόλο στη συγκρότηση μίας κυβέρνησης στις επόμενες εκλογές;
Στο χιλιοπαιγμένο αμερικάνικο δράμα που διαδραματίζεται στη προ-νεωτερική Ιαπωνία, οι ιστορικοί πρωταγωνιστές δεν μπορούν να αποφύγουν το πεπρωμένο τους, την έλευση μίας άλλης κοινωνίας. Στην ύστερη νεωτερικότητα του 21ου αιώνα οι ψηφοφόροι του ΚΙΝΑΛ μοιάζουν σαν τους «τελευταίους Σαμουράι». Συμμετείχαν στις διαδικασίες ενός θεσμού – το πολιτικό κόμμα – που βρίσκεται σε διαρκή κρίση, μία κρίση πολυαιτιακή, της οποίας το βαθύτερο νόημα αφορά ωστόσο στη δυσκολία να εκφραστούν οι νέες κοινωνικές εμπειρίες και να δοθούν ολοκληρωμένες πολιτικές λύσεις.
Από το να κυνηγάμε ανεμόμυλους, με τις στολές των σαμουράι, κρύβοντας τις κοινωνικές εντάσεις, έχει σημασία να προχωράμε στο αύριο αργά και ταπεινά, αντικρίζοντας τες.
Πρώτα τα προοδευτικά κόμματα πρέπει να αναγνωρίσουν τη σημασία των νέων μορφών κινητοποίησης και να διδαχθούν από τα κοινωνικά αιτήματα των μεγάλων και των μικρών καθημερινών εξεγέρσεων, αντιμετωπίζοντας τα ισότιμα. Αυτό είναι ευθέως αντίθετο από την τεχνοκρατική διακυβέρνηση των ανακτόρων και των «ειδικών» που γίνεται «για όλους».
Δεύτερο λοιπόν, δεν είναι οι μειώσεις στο ΦΠΑ, οι λογιστικές παρεμβάσεις, που δημιουργούν τις συναισθηματικές ταυτίσεις, αλλά η ισότητα και η διάχυση της ελπίδας ότι η επόμενη μέρα θα είναι μία μέρα καλύτερη από τη σημερινή. Αυτό σημαίνει ότι έχω πάρει θέση, ότι έχω διαιρέσει την κοινωνία σε σύνολα και έχω επιλέξει ποιο από αυτά θα ήθελα να εκφράσω.
Τελικά το βασικό για το ΚΙΝΑΛ που γρήγορα θα πρέπει να καταρτίσει ένα πρόγραμμα διακυβέρνησης (είτε με τη ΝΔ, είτε με το ΣΥΡΙΖΑ) είναι να προσδιορίσει το πολιτικό του υποκείμενο, και τον αντίπαλο του.
Μέχρι να το κάνει αυτό, μέχρι δηλαδή με άλλα λόγια να τοποθετήσει το πρόγραμμα του στις ορατές και αόρατες κοινωνικές συγκρούσεις που συνεχώς σοβούν, δεν έχει κανένα νόημα να μιλάμε για τα ποσοστά του. Από τη δική του τοποθέτηση, τελικά, που θα δώσει έναν βηματισμό στους άλλους δύο πόλους, παραδόξως, θα κριθεί και το μέλλον του κοινοβουλευτισμό στη χώρα μας.
Την αναμένουμε…
Δείτε επίσης
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ