Ταινία στη Θεσσαλονίκη vs Ταινία για τη Θεσσαλονίκη

Το Χόλιγουντ σάλπαρε στην καυτή Θεσσαλονίκη και ξεκίνησε τα γυρίσματα στους δρόμους της.

Βαγγέλης Θεοδωράκης
ταινία-στη-θεσσαλονίκη-vs-ταινία-για-τη-780317
Βαγγέλης Θεοδωράκης

Το Χόλιγουντ σαλπάρει για την καυτή Θεσσαλονίκη και ετοιμάζει να γυρίσει σκηνές ολόκληρες στους δρόμους της. Οι δρόμοι αυτοί, παρότι ανήκουν στην Θεσσαλονίκη, θα τους δανειστεί για λίγο το Μαϊάμι, μιας και το σενάριο διαδραματίζεται – υποτίθεται – στην Φλώριντα.

Ο Γκοντάρ έλεγε ότι “λυπάται το γαλλικό σινεμά επειδή δεν έχει χρήματα, και το αμερικανικό επειδή δεν έχει ιδέες”· και όχι άδικα. Ακόμα και αν η ταινία του Αντόνιο Μπαντέρας γυριζόταν εξ’ ολοκλήρου στην Θεσσαλονίκη, με σαφή εικονοληψία και αναφορά σ’ αυτήν, και πάλι δύσκολα θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για διαφήμιση της πόλης και πρώτης τάξεως ευκαιρία να δοκιμαστεί μετά από χρόνια σαν ένα μεγάλο φυσικό κινηματογραφικό πλατό.

Και αυτό δεν συμβαίνει πάρα γιατί στις ταινίες τέτοιου είδους η ταχύτητα της εικόνας καταπίνει το ίδιο της το σενάριο, και τα πρόσωπα παραμερίζουν τον ίδιο το χώρο στον οποίο βρίσκονται. Με λίγα λόγια, όταν βλέπεις αυτοκίνητα, ταχύτητες, πιστολίδια δεν προλαβαίνεις καν να σκεφτείς ποιο είναι το σενάριο και τι συμβαίνει, και από την άλλη όταν η κάμερα συγκεντρώνει την υπόθεση πάνω στο πρόσωπο του Μπαντέρας και των “βαρβάρων” της νύχτας που τον καταδιώκουν και πρέπει να εξολοθρεύσει, τότε πως να σκεφτείς ή να επικεντρωθείς στο χώρο που συμβαίνουν όλα αυτά; Τι Μαϊάμι, τι Θεσσαλονίκη η ιστορία πάλι ίδια είναι.

Πιο πάνω γράφω ότι η Θεσσαλονίκη θα μπορούσε να δοκιμαστεί μετά από χρόνια σαν φυσικό πλατό. Έχει ήδη δοκιμαστεί πολλές φορές στο παρελθόν με επιτυχία και κανείς δεν μπορεί αυτό να το αμφισβητήσει. Ειδικά αν θυμηθεί την πρώτη σκηνή στο “Όλα είναι δρόμος” του Παντελή Βούλγαρη, με το λυρικό πλάνο της παραλίας που γεμίζει το φόντο του με το Λευκό Πύργο. Ακόμα και η πρώτη σκηνή στο μυθικό “Ας περιμένουν οι γυναίκες” του Σταύρου Τσιώλη δείχνει τους πρωταγωνιστές να ξεκινούν το οδοιπορικό τους από την Θεσσαλονίκη.

Μια ολιγόλεπτη σκηνή μπορεί να καταστήσει μια ολόκληρη πόλη αφετηρία της σεναριακής διαδικασίας· να πιάσει το σφυγμό της και να την ” περπατήσει ” νοητικά μέσω των σωστών διαλόγων. Για παράδειγμα, στο “Ας περιμένουν οι γυναίκες” όλες οι ύστερες συζητήσεις στο ταξίδι περιστρέφονται διακριτικά γύρω από την αφετηρία του ταξιδιού, δηλαδή τη Θεσσαλονίκη (πχ συζητήσεις περί ΠΑΟΚ, περί καφενείων κλπ). Πρόκειται εδώ για μια θαυμάσια τεχνική έμμεσης αποκάλυψης ενός ολόκληρου τρόπου ζωής και μιας ολόκληρης ψυχογεωγραφίας η οποία δεν μπορεί παρά να είναι συνυφασμένη με το αστικό περιβάλλον και την ίδια τη πολεοδομία μιας πόλης.

Η σύγχρονη κοινωνία έχει συνηθίσει το σινεμά ως ευκαιρία αυτοπροβολής μέσα από την ίδια την παθητική παρακολούθηση του θεάματος, και έχει τους λόγους της. Με άλλα λόγια, κανείς δεν ενδιαφέρεται να πραγματώσει το λυρισμό και την σύνθεση σκέψεων μιας ταινίας. Αντιθέτως ενδιαφέρεται επίμονα και σχεδόν αυτάρεσκα στην διαφήμιση της παρακολούθησης και όχι της συμμετοχής. Συμμετοχή δεν είναι παρά πραγμάτωση καταστάσεων στις στιγμές της καθημερινότητας, όπου το αληθινό γίνεται μέρος της δράσης μας μέσα σε μια σύντομη μονάδα του χρόνου και του χώρου. Δηλαδή : Βλέπω μια ωραία ταινία και αντί να αντλήσω δήθεν χρήσιμα συμπεράσματα και συμπεριφορές που τάχα μου προσδίδουν κύρος, αντλώ ωραίες στιγμές και καταστάσεις που μπορώ να παίξω ή να πειραματιστώ μαζί τους.

Τι ακριβώς συμβαίνει με τη νέα ταινία του Μπαντέρας και τι θα κερδίσει η Θεσσαλονίκη;

Για παράδειγμα αντί να καμώνομαι ότι απλά είδα το “Ας περιμένουν οι γυναίκες” και αναφέρω ατάκες της ταινίας, θα μπορούσα να περπατήσω την δυτική Θεσσαλονίκη και να ανακαλύψω με τα μάτια μου αν όντως οι συμπεριφορές εκεί είναι ανάλογες με αυτές τις ταινίες. Αν όντως οι άνθρωποι γνωρίζονται μεταξύ τους και πειράζονται για να περάσουν την ώρα τους, αν έχουν όντως τόση λατρεία για τον ΠΑΟΚ και αν βρίσκει εφαρμογή η φράση του Αριστοφάνη στους Ιππείς : “Εν αγορά καγώ τέτραμμαι” . Και αυτό είναι ένα μόνο παράδειγμα και μάλιστα πολύ απλό και εύκολο.

Ας φανταστεί κάποιος μια ταινία στην Θεσσαλονίκη να ξεκινά με αργά εναλλασσόμενα πλάνα στους δρόμους, στην κίνηση των αυτοκινήτων και των προσώπων, μια νύχτα του χειμώνα με κρύο και με μπαράκια-καταφύγια για τους περιπλανώμενους. Σαν να βλέπουμε ένα νουάρ δρόμου, ένα western χωρίς άλογα αλλά με συγκρούσεις των “συμμοριών” διαφορετικής αισθητικής και ένα γράμμα στην ίδια την Θεσσαλονίκη και την ψυχή της. Πόσο εύκολα μπορείς να ανακαλύψεις αν “η πολεοδομία επηρεάζει το άτομο” (Φλωμπέρ) ή αν “το άτομο επηρεάζει την πολεοδομία” (Μποντλέρ). Και ύστερα αφού ξεφύγεις από το νουάρ του κέντρου με υπόκρουση Art Barkley και John Coltrane να τραβήξεις για τις ξεχασμένες γειτονιές του μπουζουκιού, για τα πολύ δυτικά ή τα κοντινά ανατολικά, εκεί που οι άνθρωποι ξεχνούν τα προβλήματα τους στο καφενείο, τα παρακάμπτουν, βάζοντας σε πρώτη μοίρα αλλά πράγματα.

Ίσως έτσι να μπορείς να συναντήσεις έστω και λίγο την απόλυτη διαλεκτική σχέση ανάμεσα στο Εγώ, τους Άλλους και τα κοινά κτίρια που μας περιβάλλουν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της σχέσης είναι η τελευταία σκηνή στο “Οι Βιτελόνι” του Φεντερίκο Φελινι : ο Πρωταγωνιστής στο τρένο κοιτάζει με πίκρα την μικρή πόλη και τους φίλους που αφήνει, δεν μπορεί να αρνηθεί την σχέση του με τους δρόμους, τους ανθρώπους και την πολεοδομία, αλλά ταυτόχρονα δεν μπορεί να αρνηθεί την ανάγκη του να φύγει, τη λύτρωση του από κάτι που δεν του ταιριάζει.

Όλο αυτό εδώ το κείμενο δεν είναι ελιτίστικη προσέγγιση της σχέσης σινεμά – ανθρώπων. Ο καθένας μπορεί να το κάνει. Πόσοι όμως το θέλουν πραγματικά;

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα