Πώς ένα Κρασί μετατρέπει μια Ιστορία σε Παραμύθι
Η μαγεία της Προσμονής, εκείνη η λεπτή ένταση ανάμεσα στο τώρα και στο μετά, μια σιωπηλή υπόσχεση που κρατά ζωντανή την επιθυμία. Αυτό άφησε μέσα του ο χρόνος
«Η ομίχλη είναι για να βαδίζεις μέσα σ’ αυτήν. Διασχίζεις κάτι που είναι πυκνότερο από αέρας και σε στηρίζει. Αλλά και κάτι ακόμα: ομίχλη χωρίς λιμάνι είναι πράγμα αταίριαστο».
Αυτό έγραψε και αυτό έμεινε ο αγαπημένος Σαλονικιός συγγραφέας Γιώργος Ιωάννου για την ομίχλη, το κρύο, τη Θεσσαλονίκη.
Και ο Ερρίκος, ο ήρωας της ιστορίας γεννήθηκε ένα κρύο, ομιχλώδες πρωινό του Δεκέμβρη, την ώρα που η πόλη ξυπνούσε μέσα σε μια απαλή πάχνη, σαν να είχε τυλιχτεί ο κόσμος σε ένα μαντήλι από χρυσή σκόνη. Όλα τα υπόλοιπα τα έπλεξε η μοίρα, όπως δένει η γιορτινή νύχτα τις ιστορίες της: ανάμεσα σε χιόνια, αχνιστές ανάσες και μια τυχαία ματιά που έγινε αρχή.
Η μητέρα του Ερρίκου, έλεγε συνέχεια ότι επειδή γεννήθηκε μέσα στην ομίχλη και το καταχείμωνο, λάτρευε το κρύο και τον κυνηγούσε πάντα να φορέσει το μπουφάν του. Από την άλλη, ίσως γι’ αυτό, έλεγε συχνά, πως η καρδιά του ήταν φτιαγμένη από το ίδιο υλικό με τις χριστουγεννιάτικες νύχτες: ζεστή, αρωματική και πάντα έτοιμη να φωτιστεί από κάτι μικρό και μαγικό.
Από μικρός είχε δυο μεγάλες αγάπες: το κρασί και τα Χριστούγεννα. «Το πρώτο με μαθαίνει υπομονή», έλεγε. «Το δεύτερο με μαθαίνει ελπίδα». Η γιαγιά του, που τον μύησε στα μυστικά της γεύσης, είχε κι εκείνη μια αδυναμία στις γιορτές. Κάθε Δεκέμβρη στόλιζε το σπίτι με ξύλινα στολίδια που μύριζαν ρετσίνι, άναβε κεριά με άρωμα κανέλας και έφερνε στο τραπέζι το ίδιο σερβίτσιο, στο οποίο έλεγε πως «καθρεφτίζεται η ψυχή των εορτών».
Μεγαλώνοντας, ο Ερρίκος κατάλαβε πως το κρασί δεν ήταν μόνο γεύση. Ήταν ιστορία, τόπος, μοίρα. Το καθένα είχε το δικό του παραμύθι — κι εκείνος, με το λεπτό του γούστο και τη γενναιόδωρη καρδιά του, ήταν ένας άριστος αφηγητής. Άνοιγε μια φιάλη και μιλούσε για το χώμα από το οποίο γεννήθηκε, για τον ήλιο που ωρίμασε τις ρόγες, για τα χέρια που τρύγησαν τα σταφύλια, τον γλυκό μόχθο που απαιτούσε το κρασί και τα τραγούδια του τρύγου. Αν τον άκουγες, ένιωθες πως το κρασί δεν ήταν ποτό, αλλά ταξίδι. Ταξίδι ατέρμονο…
Ένα τέτοιο ταξίδι ξεκινούσε κάθε Δεκέμβρη, όταν έμπαινε στο παλιό του κελάρι — έναν μικρό πέτρινο χώρο στην αυλή, κρυμμένο κάτω από μια γέρικη καρυδιά που την είχε φυτεύσει ο παππούς του όταν γνώρισε την γιαγιά του.

Εκεί, κάτω από τα φύλλα τις καρυδιάς, φύλαγε τις πιο πολύτιμες φιάλες του, όχι απαραίτητα τις ακριβότερες, αλλά εκείνες που είχαν για εκείνον μικρές ιστορίες: τη φιάλη που τον έκανε να αγαπήσει το κρασί σε ένα ταξίδι, τη φιάλη που άνοιξε την πρώτη φορά που ερωτεύτηκε, εκείνη που μοιράστηκε με έναν φίλο που έφυγε νωρίς από τη ζωή, και μια άλλη που φύλαγε για ένα γεγονός που ακόμη δεν ήξερε, αλλά είχε την αίσθηση ότι άξιζε να περιμένει.
Κάθε χρόνο, την παραμονή των Χριστουγέννων, άναβε στο κελάρι μια παλιά λάμπα πετρελαίου ή όταν είχε σωθεί το πετρέλαιο, άναβε ένα κερί με μυρωδιά από μήλο και κανέλα. Καθόταν μόνος του με την ώρα, ακούγοντας τον αέρα να χτυπάει απαλά την ξύλινη πόρτα. Το φως έπεφτε πάνω στις φιάλες που είχε δοκιμάσει πρόσφατα και τις έκανε να μοιάζουν με μικρά παγωμένα αστέρια.
Τότε έβαζε μουσική — συνήθως κάτι παλιό, από εκείνα που θυμίζουν χιόνι που πέφτει σιωπηλά — και σκεφτόταν όλα όσα πέρασε η χρονιά. Χαμογελούσε μόνος του, αλλά χαμογελούσε με ταπεινότητα και χαρά, γιατί για μια ακόμη χρονιά ήταν εκεί που ήθελε. Αλλά σχεδόν όπως ήθελε.
Εκείνη όμως τη χρονιά, τα Χριστούγεννα πλησίαζαν διαφορετικά. Κάτι στον αέρα έμοιαζε κατακάθαρο, σχεδόν διαφανές, σαν να ήθελε ο κόσμος να του ψιθυρίσει μια ιστορία που δεν είχε ξανακούσει. Στο κελάρι υπήρχε μια φιάλη που δεν είχε αγγίξει ποτέ. Είχε την ημερομηνία της γέννησής του και μια μικρή σημείωση από τη γιαγιά του:
«Για τη στιγμή που θα συναντήσεις το πραγματικό σου θαύμα».
Ποιο ήταν αυτό το θαύμα; Εκείνος δεν ήξερε. Ο Ερρίκος δεν ήταν άνθρωπος που περίμενε «μεγάλες στιγμές». Του άρεσαν τα παραμύθια των παππούδων του, μα δεν ήταν διόλου φαντασιόπληκτος. Ήταν της καθημερινής μαγείας: ένα άρωμα στον αέρα, μια νιφάδα που πέφτει και λιώνει στο χέρι, το φως του δειλινού που κάνει το κρασί να λάμπει στο ποτήρι. Όμως κάτι τον έσπρωχνε να ανοίξει τη φιάλη εκείνη τη χρονιά.
Στις 22 Δεκεμβρίου, μια γυναίκα εμφανίστηκε στο μικρό του μαγαζί — ένα ζεστό μπακάλικο στο κέντρο της πόλης, που όμως είχε μια πανέμορφη συλλογή από κρασιά.
Μικρή, αλλά πανέμορφη. Η Μαργαρίτα, με ένα κόκκινο κασκόλ και ένα χαμόγελο που θύμιζε ότι κάπου έξω χιονίζει, μπήκε μέσα διστακτικά, διώχνοντας κάποιες λαίμαργες νιφάδες που έλεγαν αντίο πάνω στο κασκόλ της.
«Ψάχνω ένα κρασί για να κρατήσω συντροφιά στον πατέρα μου τα Χριστούγεννα», είπε.
Ο Ερρίκος την κοίταξε προσεκτικά. Δεν ήταν ο τρόπος της, ούτε η φωνή της. Ήταν κάτι στον τρόπο που άγγιξε τις φιάλες, σαν να τις σεβόταν.
Της πρότεινε ένα απαλό, βελούδινο, ερυθρό από έναν αγαπημένο του αμπελώνα. Εκείνη χαμογέλασε σαν παιδί που βρίσκει κρυμμένο δώρο. «Αυτό είναι», είπε χωρίς δεύτερη σκέψη.
Ξαναπέρασε την επόμενη μέρα. Και την επόμενη. Η δικαιολογία ήταν πάντα κάποια νέα ερώτηση για ένα κρασί, αλλά ήταν προφανές πως η Μαργαρίτα δεν ερχόταν μόνο γι’ αυτό. Μιλούσαν για μουσικές, ταξίδια, για τις μικρές παραδόσεις της κάθε οικογένειας τα Χριστούγεννα. Για τις δικές της. Για το πως αγάπησε η ίδια το κρασί και ας μην είχε γεννηθεί Δεκέμβρη μέσα στο κρύο.
Θυμήθηκε τον πατέρα της που όποτε γυρνούσε από τα ταξίδια του της έφερνε ένα κρασί από τον κάθε τόπο που πήγαινε και της περιέγραφε ιστορίες από αυτά τα μέρη.
«Για μένα τα Χριστούγεννα είναι το άνοιγμα μιας παλιάς φιάλης», της είπε ο Ερρίκος.
«Για μένα είναι το άνοιγμα της καρδιάς», απάντησε εκείνη.
Και οι δυο γέλασαν με την απλότητα των λέξεων, αλλά κάπου μέσα τους κατάλαβαν ότι έλεγαν αλήθειες. Και ας τις ξεστόμισαν δειλά, σχεδόν τεμπέλικα και ενοχικά.
Την παραμονή, μετά το κλείσιμο του μαγαζιού, ο Ερρίκος πήγε στο κελάρι όπως κάθε χρόνο. Όμως φέτος δεν ήταν μόνος. Η Μαργαρίτα είχε δεχθεί την πρότασή του να του κρατήσει συντροφιά.
Η λάμπα πετρελαίου φωτίζοντας το πρόσωπό της έκανε τις σκιές να χορεύουν πίσω της σαν μικρά ξωτικά.
«Αυτό είναι το διάσημο κελάρι σου;» ρώτησε χαμογελώντας.
«Δεν είναι διάσημο, είναι απλώς… δικό μου», απάντησε εκείνος.
Αλλά εκείνη η στιγμή τον έκανε να καταλάβει κάτι: ποτέ δεν είχε μοιραστεί το κελάρι του με κανέναν. Ήταν το πιο προσωπικό κομμάτι του, το δωμάτιο των αναμνήσεών του. Και τώρα το άνοιγε σαν να ήταν κάτι φυσικό, αναπόφευκτο.
Όταν έφτασαν μπροστά στη φιάλη με το γράμμα της γιαγιάς, η Μαργαρίτα άγγιξε απαλά το λαιμό του μπουκαλιού.

«Αυτή πρέπει να ανοίξει σήμερα», είπε. «Αν κάτι περιμένει πολλά χρόνια, περιμένει τον σωστό άνθρωπο, όχι τη σωστή μέρα».
Ο Ερρίκος ένιωσε για μια στιγμή σαν να άκουσε τη φωνή της γιαγιάς του να γελάει. Με χέρια που έτρεμαν ελαφρά, άνοιξε τη φιάλη. Ένας απαλό άρωμα καπνού ξεχύθηκε στον αέρα — σαν μνήμες που ξυπνούν σαν πεπρωμένα που σταμάτησαν να αντιστέκονται. Μοίρασε το κρασί σε δυο λεπτά, παλιά ποτήρια. Όχι στα πιο καινούργια που είχε, αλλά σε εκείνα τα παλιά, της γιαγιάς του.
Ήταν απαλό, ζεστό, σχεδόν μεταξένιο, με εκείνη τη γήινη θέρμη και την ευγένεια που έχουν τα κρασιά που ωριμάζουν για χρόνια στο σκοτάδι. Μα πάνω απ’ όλα είχε κάτι άλλο: μια ανεπαίσθητη αίσθηση επιστροφής, σαν να ταξίδευες πίσω στα Χριστούγεννα της παιδικής σου ηλικίας.
«Είναι υπέροχο», είπε η Μαργαρίτα. «Σαν να θυμάμαι κάτι που δεν έζησα ποτέ».
«Είναι η μαγεία της προσμονής», ψιθύρισε ο Ερρίκος «εκείνη η λεπτή ένταση ανάμεσα στο τώρα και στο μετά, μια σιωπηλή υπόσχεση που κρατά ζωντανή την επιθυμία. Αυτό άφησε μέσα του ο χρόνος».
Καθώς το κελάρι γέμιζε από το άρωμα του κρασιού και τη ζεστασιά της λάμπας, έξω άρχισε να χιονίζει — σιγανά, σχεδόν παραμυθένια, σαν να είχε αποφασίσει ο ουρανός ότι αυτή η νύχτα άξιζε μια λευκή κορδέλα.
Η Μαργαρίτα πλησίασε και ακούμπησε το κεφάλι της στον ώμο του. Εκείνος ένιωσε την καρδιά του να ανοίγει όπως ανοίγει μια φιάλη: με έναν μικρό, καθαρό ήχο, γεμάτο υπόσχεση.
Ήπιε άλλη μια γουλιά και τότε το κατάλαβε. Το θαύμα που περίμενε η γιαγιά του δεν ήταν κάτι θεαματικό. Ήταν ένα βλέμμα, ένα χαμόγελο, μια παρουσία που φωτίζει το σκοτάδι όπως η λάμπα πετρελαίου φωτίζει τις σκιές του κελαριού.
Από εκείνη τη χρονιά, το κελάρι δεν ήταν πια δωμάτιο μοναξιάς. Έγινε δωμάτιο ιστοριών, ζεστασιάς και κάθε είδους μικρής μαγείας. Η Μαργαρίτα έγινε κομμάτι των Χριστουγέννων του — και το κρασί συνέχισε να τους διδάσκει υπομονή, αγάπη, επιστροφή.
Κάθε παραμονή, άναβαν μαζί τη λάμπα, άνοιγαν μία διαφορετική φιάλη, την έπιναν στα ίδια ποτήρια και έλεγαν ευχαριστώ για όλα όσα έζησαν και για όλα όσα περίμεναν να έρθουν.
Και ο Ερρίκος, κοιτάζοντας τη φιάλη της γιαγιάς του — τώρα άδεια αλλά πιο γεμάτη από ποτέ — ψιθύριζε πάντα το ίδιο:
«Τελικά, οι άνθρωποι είναι το κρασί των Χριστουγέννων. Αυτοί δίνουν γεύση, άρωμα και λόγο να πιστεύεις στη μαγεία».

