Αργκό, greeklish και γλωσσαμύντορες: Ποιος μιλάει τελικά «σωστά» ελληνικά;
Και ποιος επιτέλους ορίζει τι είναι «σωστό» στη γλώσσα; No cap – η απάντηση δεν είναι τόσο απλή όσο νομίζεις.
Η γλώσσα αλλάζει και αυτό δεν τελεί υπό διαπραγμάτευση αλλά πρόκειται για θεμελιώδη αρχή της γλωσσολογίας. Αυτό που βρίσκεται υπό συζήτηση, ωστόσο, και επιδέχεται πολλαπλών ερμηνειών, στάσεων και θέσεων είναι το «γιατί» και το «πώς» αλλάζει και, κυρίως, το «αν» είναι καλό ή κακό να αλλάζει.
Από τις πρώτες συστηματικές θεωρήσεις έως τη σύγχρονη κοινωνιογλωσσολογία, η διαφωνία παραμένει: είναι η εξέλιξη της γλώσσας φυσική και οργανική, ή μήπως πρόκειται για έκπτωση από κάποιον υποτιθέμενο κανόνα; Οι καθαρολογικές σχολές του 20ού αιώνα συχνά αντιμετώπισαν τη νεανική αργκό και τις αυτοφυείς διαλέκτους, όπως η «γλώσσα της πιάτσας», ως επικίνδυνη παρεκτροπή. Ωστόσο, μελετητές όπως η Milroy ή ο Labov ανέδειξαν πως οι μορφές αυτές είναι πλήρως λειτουργικές και δομημένες και, κυρίως, κοινωνικά σημαίνουσες.
Η γλωσσική αλλαγή δεν είναι ούτε αποδιοργανωτική, ούτε εκφυλιστική, όπως πολλές φορές έχει παρουσιαστεί από συντηρητικές φωνές. Είναι ένα φαινόμενο, που αντανακλά τις ιστορικές συγκυρίες, τις ανάγκες και, φυσικά, τις ταυτότητες των ομιλητών.
Η γλώσσα δεν συνιστά αποκλειστικά εργαλείο επικοινωνίας. Αποτελεί διαμορφωτικό στοιχείο της ταυτότητας μας, έναν τρόπο οριοθέτησης ανάμεσα στο «εμείς» και «οι άλλοι». Στη νεανική ηλικία, αυτή η λειτουργία ενισχύεται: οι νέοι επανεφευρίσκουν τη γλώσσα για να διαφοροποιηθούν από τις παλιότερες γενιές, να δημιουργήσουν κοινότητες, να εκφράσουν συναισθήματα και εμπειρίες που δεν χωρούν πάντα στη «νόρμα».
Είναι η αργκό μόδα που θα περάσει;
Το φαινόμενο χρήσης αργκό, δηλαδή μιας ανεπίσημης γλώσσας, από τους νέους δεν είναι καινούριο. Από τις παρέες των κουτσαβάκηδων στις αρχές του 20ου αιώνα έως τα chatrooms και τα freestyles των σημερινών εφήβων, η ανάγκη για τη δημιουργία μιας προσωπικής κωδικοποιημένης γλώσσας παραμένει. Αυτό που αλλάζει μέσα στη διαχρονία της αργκό είναι το ερέθισμα που πυροδοτεί τη χρήση της. Η ανάγκη, λοιπόν, παραμένει ίδια αλλά αναπλαισιώνεται μέσα στα σύγχρονα συμφραζόμενα της νεανικής κουλτούρας: το διαδίκτυο, το gaming, την trap μουσική και τα social media.
Η μετάβαση της αργκό: το φραπόγαλο που έγινε cringe
Η αργκό δεν είναι στατική, ανανεώνεται συνεχώς, ακολουθεί τις τάσεις, τους κύκλους ζωής των λέξεων και τις ανάγκες των ομιλητών της. Ό,τι κάποτε ακουγόταν «ψαγμένο» ή «φουλ κουλ», σήμερα μπορεί να μοιάζει αστείο, παλιομοδίτικο ή ακόμα και «cringe» — άλλη μια λέξη-φετίχ της Gen Z. Πολλές εκφράσεις που κυριαρχούσαν στα ’90s και τα ’00s έχουν σήμερα ξεθωριάσει, όπως νομοτελειακά θα συμβεί και με τις λέξεις που «κάνουν trending» αυτή τη στιγμή στους καθημερινούς μικροδιαλόγους των νέων.
Η γλώσσα ως ταυτότητα και συνειδησιακή επιλογή
Η γλώσσα δεν είναι ουδέτερη. Κάθε λέξη που επιλέγουμε, κάθε σύνταξη που προτιμάμε, κάθε τόνος, ρυθμός ή «λάθος» που αφήνουμε να περάσει, φέρει φορτίο: κοινωνικό, πολιτικό, πολιτισμικό. Για τους νέους, ειδικά, η γλώσσα αποτελεί βασικό εργαλείο συγκρότησης ταυτότητας — όχι μόνο ατομικής, αλλά και συλλογικής. Μέσα από λέξεις και εκφράσεις που καθίστανται ακατανόητες από τους μεγαλύτερους, οι νέοι κάνουν μια υπόρρητη δήλωση: «Δεν ανήκουμε στον κόσμο που φτιάξατε, γι’ αυτό φτιάχνουμε εμείς τον δικό μας με λέξεις!».
Αξίζει να σημειωθεί πως αυτή η ανάγκη διαφοροποίησης δεν αφορά μόνο τον διαχωρισμό από τις μεγαλύτερες ηλικίες, αλλά και τη δημιουργία μικρόκοσμων εντός της ίδιας γενιάς: οι gamers, οι χρήστες του TikTok, οι trappers, οι LGBTQ+ ομάδες — όλες αυτές οι ομάδες διαμορφώνουν το δικό τους γλωσσικό σύμπαν, όπου η ένταξη και η συμμετοχή απαιτούν γνώση και χρήση του συγκεκριμένου λεξιλογίου. Η γλώσσα γίνεται έτσι ένα τεστ οικειότητας. Μια μονάχα λέξη μπορεί να γίνει το κλειδί που θα ανοίξει την πόρτα για τον μυστικό κόσμο κάθε ομάδας ή η κόκκινη κάρτα που θα σημάνει τον οριστικό αποκλεισμό από το παιχνίδι της επικοινωνίας.
Η αργκό και οι νεολογισμοί δεν είναι μόνο μια μορφή αντίδρασης, είναι και μια πρόταση ζωής. Αντικατοπτρίζουν τη δημιουργικότητα, την προφορικότητα, την ευλυγισία της γλώσσας — στοιχεία που συχνά θεωρούνται υποδεέστερα από την αυστηρότητα του κανόνα, ενώ είναι στην πραγματικότητα αυτά που διατηρούν τη γλώσσα ζωντανή.
Πού βασίζονται, λοιπόν, οι ανησυχίες όσων προασπίζονται με πάθος τους γλωσσικούς κανόνες;
Ο τύπος του «γλωσσαμύντορα», του φύλακα των γραμματικών κανόνων και της ορθής χρήσης της γλώσσας, δεν είναι καινούριος στην Ελλάδα. Ας μην ξεχνάμε ότι ζούμε σε μια χώρα με μακρά ιστορία γλωσσικών διχασμών. Η Ελλάδα διαθέτει, μάλιστα, το θλιβερό προνόμιο να θρηνεί νεκρούς εξαιτίας γλωσσικών διαφωνιών: τα Ευαγγελικά το 1901 και τα Ορεστειακά το 1903 πυροδότησαν διαδηλώσεις και βίαιες συγκρούσεις στους δρόμους της Αθήνας, με αφορμή την απόδοση ιερών και κλασικών κειμένων στη «γλώσσα του λαού». Και οι αντιδικίες δεν έχουν τέλος: καθαρεύουσα ή δημοτική, μονοτονικό ή πολυτονικό, χυδαίο ή politically correct, βουλευτής ή βουλεύτρια;
Η γλώσσα δεν είναι (ούτε θα είναι) ουδέτερη: συνιστά πολιτικό όπλο, πεδίο μάχης, μηχανισμό κοινωνικής αλλαγής.
Οι αντιδράσεις απέναντι στη νεανική γλωσσική δημιουργικότητα συχνά δεν έχουν να κάνουν με την κατανόηση της ουσίας, αλλά με την αγωνία ότι η γλώσσα αλλοιώνεται, χάνεται. Πρόκειται για ένα αίσθημα απώλειας ελέγχου. Όταν η γλώσσα αλλάζει με ρυθμούς που πολλοί δεν μπορούν να παρακολουθήσουν, όταν φορτώνεται με δάνειες λέξεις και συντομογραφίες δημιουργείται η αίσθηση ότι διαλύεται η συνοχή — άρα και η δυνατότητα επικοινωνίας.
Ταυτόχρονα, ιδιαίτερα με την εισβολή των ξενισμών στην ελληνική, τίθεται και ένα ιδεολογικό ζήτημα, αυτό της «εθνικής ταυτότητας». Όταν η ελληνική γλώσσα κινδυνεύει, κινδυνεύει και ο ελληνικός πολιτισμός, η παράδοση, η συνέχεια. Κάθε απόκλιση ή αδόκιμη χρήση αντιμετωπίζεται ως απειλή αποξένωσης από το παρελθόν και την ιστορία μας. Οι λέξεις των νέων καλωσορίζουν την εισβολή του αγγλικού, του ψηφιακού, του «άλλου» και, σε καμία περίπτωση, δεν λογίζονται ως ενδείξεις ενός πολυγλωσσικού, παγκοσμιοποιημένου περιβάλλοντος που οι νέοι ζουν πολύ πιο άμεσα.
Επιπλέον, υπάρχει και η ιδέα της γλωσσικής ιεραρχίας. Στη δημόσια σφαίρα, η «επίσημη» γλώσσα θεωρείται σοβαρή, έγκυρη, αξιόπιστη. Αντίθετα, η αργκό λογίζεται ως επιπόλαιη, επιφανειακή, «του πεζοδρομίου». Η αντίληψη αυτή, μάλιστα, συχνά επεκτείνεται και στους ίδιους τους χρήστες της. Όσοι διαθέτουν ικανοποιητικό λεξιλόγιο και «παίζουν στα δάχτυλα» τη Γραμματική του Τσολάκη θεωρούνται αυτομάτως καλλιεργημένοι και σημαντικοί, ενώ οι νέοι που χρησιμοποιούν την αργκό στιγματίζονται ως αμόρφωτοι ή αγενείς και, φυσικά, ανίκανοι να σταθούν αξιοπρεπώς σε επίσημες κοινωνικές περιστάσεις.
Είναι, όμως, η ίδια η ιστορία της γλώσσας που διαψεύδει τις ανησυχίες αυτές. Κάθε εποχή διαθέτει τη δική της αργκό, και οι λέξεις που κάποτε εξοβελίστηκαν ως «απρεπείς» σήμερα βρίσκονται σε λεξικά και σχολικά βιβλία.
Η γλώσσα δεν καταστρέφεται, ανασυντίθεται, και αυτό συμβαίνει γιατί ανήκει στους ανθρώπους, όχι στους κανόνες.