Στέγαση: Μια κρίση που απειλεί τα θεμέλια της δημοκρατίας – Η λύση βρίσκεται στην πολιτική βούληση

Γιατί η αχαλίνωτη κερδοσκοπία στην αγορά ακινήτων απειλεί το κοινωνικό συμβόλαιο.

Parallaxi
στέγαση-μια-κρίση-που-απειλεί-τα-θεμέλ-820899
Parallaxi

Κάθε χρόνο, στις αρχές του φθινοπώρου, μία είναι η συζήτηση στις οικογένειες που έχουν παιδιά που σπουδάζουν μακριά από τα σπίτια τους. Πού θα μείνουν. Θα βρεθεί ένα μικρό και προσιτό διαμέρισμα; Το ζήτημα δεν αφορά μόνο την Ελλάδα. Η στέγαση, δυστυχώς όχι μόνο των νέων, των φοιτητών, είναι κάτι που απασχολεί όλους τους Ευρωπαίους. Η στεγαστική κρίση εξελίσσεται σε μάστιγα, με κοινωνικές και πολιτικές επιπτώσεις.

Είναι προνόμιο των ελίτ;

Με την περίπτωση των εκατομμυρίων φοιτητών, που κάνουν έναν ανυπέρβλητο αγώνα να στεγαστούν στη διάρκεια των σπουδών τους, ασχολείται ο Μπαρτόζ Ριντλίνσκι, λέκτορας Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Καρδινάλιος Στεφάν Βιζίνσκι της Βαρσοβίας. Σε άρθρο του στο Social Europe, επισημαίνει ότι η εύρεση προσιτής κατοικίας για πολλούς νέους (όπως και στην Ελλάδα, έτσι και στην Πολωνία και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες οι εστίες δεν τους «χωρούν» όλους), δεν είναι απλώς μια υλικοτεχνική πρόκληση. Πρόκειται για οικονομική δοκιμασία, η οποία μπορεί να εκτροχιάσει το μέλλον τους.

Οι τιμές των ενοικίων έχουν εκτοξευθεί και το κόστος μετοίκησης σε μια άλλη πόλη για σπουδές μετατρέπει τη δημόσια εκπαίδευση από δημόσιο αγαθό σε προνόμιο για τις ελίτ. Δεν είναι λίγοι οι φοιτητές που αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τις σπουδές τους. Όχι γιατί δεν είναι ικανοί φοιτητές, αλλά γιατί δεν έχουν οι ίδιοι και οι οικογένειές τους την οικονομική δυνατότητα να στηρίξουν τις σπουδές μακριά από το σπίτι. Αυτό είναι ακόμη ένα σοβαρό ζήτημα –οι νέοι αργούν όλο και περισσότερο να εγκαταλείψουν τη γονική εστία. Και οι λόγοι γνωστοί: ανεργία, μικροί μισθοί, υψηλό κόστος στέγασης.

Το πλήγμα στην υγεία και την ευημερία

Ο Μπαρτόζ Ριντλίνσκι υπενθυμίζει ότι όλα τα δημόσια ιδρύματα κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για τις ευρύτερες επιπτώσεις αυτής της στεγαστικής κρίσης για τους νέους της Ευρώπης. Το Eurofound, το Ευρωπαϊκό ίδρυμα για τη Βελτίωση των Συνθηκών Διαβίωσης και Εργασίας, σε έρευνά του, προειδοποιεί: «Η μη προσιτή στέγαση αποτελεί ζήτημα μεγάλης ανησυχίας στην ΕΕ. Οδηγεί σε αστεγία, στεγαστική ανασφάλεια, οικονομική πίεση και ανεπαρκή στέγαση. Εμποδίζει επίσης τους νέους να εγκαταλείψουν το οικογενειακό τους σπίτι». Όπως επισημαίνεται στην έρευνα, αυτά τα προβλήματα επηρεάζουν την υγεία και την ευημερία των ανθρώπων, ενσωματώνουν άνισες συνθήκες και ευκαιρίες διαβίωσης. Επιπλέον, αυξάνουν το κόστος υγειονομικής περίθαλψης, μειώνουν την παραγωγικότητα και αυξάνουν την περιβαλλοντική επιβάρυνση.

Το άρθρο αυτό γράφτηκε σε μια περίοδο που το ζήτημα της στέγασης έχει λάβει εκτός από τεράστιες διαστάσεις, και ευρωπαϊκό ενδιαφέρον. Έχει ενταχθεί στην ατζέντα των Ευρωπαϊκών Συμβουλίων.

«Αυτό είναι κάτι περισσότερο από μια κρίση στέγασης, είναι μια κοινωνική κρίση. Διαλύει τον κοινωνικό ιστό της Ευρώπης», δήλωσε και η πρόεδρος της Κομισιόν, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, στο Ευρωκοινοβούλιο, κατά την ομιλία για την Κατάσταση της Ένωσης. Επίσης, σε μια προσπάθεια να βρεθούν λύσεις για την έλλειψη στέγης, που προκαλεί σφοδρές αντιδράσεις από τους Ευρωπαίους πολίτες, η Κομισιόν ανέθεσε στον (πρώτο) επίτροπο Στέγασης, Δανό Νταν Γιόργκενσεν, να παρουσιάσει στα τέλη του έτους το σχέδιο για προσιτή στέγαση.

Η στέγαση ως εμπόρευμα

Η στέγαση, που υπήρξε θεμελιώδης πυλώνας της μεταπολεμικής ανάκαμψης και της κοινωνικής συνοχής, έχει μετατραπεί πλέον σε εμπόρευμα. Υπερπλούσιοι χρησιμοποιούν τη στέγαση ως επένδυση, κυρίως μέσω των επικερδών βραχυπρόθεσμων μισθώσεων. Αυτή η πρακτική εξυπηρετεί τους τουρίστες, αλλά καθιστά ολοένα και πιο ανέφικτο το όνειρο για όσους προσπαθούν να δημιουργήσουν ανεξάρτητη ζωή.

Η αχαλίνωτη χρηματοοικονομική κερδοσκοπία έχει «αρπάξει» τις τελευταίες δεκαετίες την αγορά οικιστικών ακινήτων, λέει ο Ριντλίνσκι. Και επισημαίνει ότι οι επενδυτές ακινήτων έχουν δώσει προτεραιότητα στο κέρδος έναντι της ανθρώπινης ανάγκης και έχουν μετατρέψει τα σπίτια σε πολυτελή περιουσιακά στοιχεία.

Τα στοιχεία αποδεικνύουν το λόγου το αληθές. Ένας στους πέντε Ευρωπαίους ηλικίας 30 έως 34 ετών εξακολουθεί να ζει με τους γονείς του. Στην Ελλάδα, οι αριθμοί είναι ακόμη χειρότεροι. Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat για το 2023, επτά στους δέκα νέους περίπου 30 ετών εξακολουθούσαν να μένουν στο σπίτι των γονιών τους.

Το φαινόμενο αυτό υπογραμμίζει όχι μόνο μια εξελισσόμενη πολιτιστική δυναμική αλλά και τα βαθιά, συστημικά οικονομικά δεδομένα που θέτουν ουσιαστικά εμπόδια στην ενηλικίωση.

Η μεγάλη αντιστροφή

Οι σημερινοί νέοι, επισημαίνει ο Ριντλίνσκι, αντιμετωπίζουν ένα πικρό παράδοξο: οι παππούδες και οι γονείς τους απολάμβαναν σημαντικά μεγαλύτερη πρόσβαση σε προσιτή στέγαση. Και αυτό, παρά το γεγονός ότι ζούσαν στις ουσιαστικά φτωχότερες δεκαετίες μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Εκείνα τα χρόνια, υπήρξαν πραγματικά μεγάλες και ουσιαστικές επενδύσεις για τη στέγαση των ανθρώπων. Σε όλη την Ευρώπη μετά το 1945, οι κυβερνήσεις και στις δύο πλευρές του Σιδηρού Παραπετάσματος ξεκίνησαν μαζικά προγράμματα στέγασης που θα ήταν αδιανόητα σήμερα. Η Ιταλία κατασκεύασε εκατομμύρια οικονομικά προσιτά διαμερίσματα για να φιλοξενήσει τους εργάτες από τον Νότο που μετανάστευαν στον βιομηχανικό βορρά. Η Γαλλία, η τότε Δυτική Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο κατασκεύασαν εκτεταμένα συγκροτήματα κατοικιών για τους μετανάστες εργάτες που τροφοδότησαν το μεταπολεμικό οικονομικό θαύμα. Στην Ελλάδα επίσης υπήρχαν τα προγράμματα εργατικής κατοικίας, μέσω του ΟΕΚ, που πλέον έχουν σταματήσει.

Αλλά και η Ανατολική Ευρώπη δεν πήγε πίσω. Στην Ανατολική Γερμανία, την Πολωνία, την Τσεχοσλοβακία και τη Ρουμανία, η στέγαση κατοχυρώθηκε ως θεμελιώδες δικαίωμα για τους πολίτες των λεγόμενων σοσιαλιστικών κρατών. Οι εργαζόμενοι μπορούσαν να βασίζονται σε φθηνές συνεταιριστικές και δημόσιες κατοικίες για ολόκληρες οικογένειες. Η στέγαση ήταν εφικτή ακόμη και εν μέσω μιας περιόδου τεράστιας εσωτερικής μετανάστευσης από την ύπαιθρο στα αστικά κέντρα πόλη. Και μπορεί αυτά τα προγράμματα να μην ήταν τέλεια, αλλά παρείχαν αυτό που οι σημερινές πολύ πλουσιότερες κοινωνίες φαίνεται να μην μπορούν να προσφέρουν: αξιοπρεπείς, οικονομικά προσιτές κατοικίες για τους απλούς ανθρώπους.

Διαπιστώνει δηλαδή ότι η σημερινή στεγαστική κρίση υπερβαίνει τη σύγχρονη πολιτική. Έχει τις ρίζες της σε γενεαλογικές και ιστορικές μετατοπίσεις που έχουν ανατρέψει την υπόσχεση της προόδου.

Μαθήματα από το παρελθόν

Βλέποντας τι συνέβαινε στα μεταπολεμικά χρόνια, υπάρχει ένα ερώτημα, σύμφωνα με τον συγγραφέα που θα πρέπει να στοιχειώνει τους σύγχρονους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής. Το εξής: Πώς οι φτωχότερες μεταπολεμικές κυβερνήσεις κατασκεύασαν εκατομμύρια οικονομικά προσιτές κατοικίες, δημιουργώντας συνθήκες για ευρεία κοινωνική κινητικότητα και σταθερότητα, ενώ οι σημερινές, σημαντικά πλουσιότερες δημοκρατίες, εγκατέλειψαν σε μεγάλο βαθμό την παροχή στέγασης στις ανεξέλεγκτες δυνάμεις της αγοράς;

Η απάντηση είναι απλή. Και δεν βρίσκεται στην οικονομική ικανότητα αλλά στην πολιτική βούληση. Οι συνέπειες αυτής της αποτυχίας πολιτικής εκτείνονται πολύ πέρα ​​από τους αριθμούς και τα στατιστικά στοιχεία. Είναι βαθιά πολιτικές, προκαλούν κοινωνική διάβρωση και αποδεδειγμένα αποσταθεροποιούν για τον ιστό των δημοκρατικών κοινωνιών.

DCIM100MEDIADJI_0060.JPG

Πώς καλλιεργείται ο εξτρεμισμός

Ο Μπαρτόζ Ριντλίνσκι θυμίζει ότι κύριος παράγοντας πίσω από την ανησυχητική άνοδο των ακροδεξιών κινημάτων στις δημοκρατίες είναι το διάχυτο αίσθημα ανασφάλειας, στέρησης δικαιωμάτων ψήφου και εγκατάλειψης που αισθάνονται σημαντικά τμήματα του πληθυσμού.

Οι εργαζόμενοι υφίστανται αυξανόμενη εργασιακή επισφάλεια. Είναι παγιδευμένοι σε χαμηλόμισθη, ανασφαλή απασχόληση που δεν προσφέρει καμία δυνατότητα να αποκτήσουν δική τους κατοικία. Οι συνταξιούχοι γίνονται μάρτυρες της αδιάκοπης διάβρωσης και ιδιωτικοποίησης βασικών δημόσιων υπηρεσιών στις οποίες κάποτε βασίζονταν.

Όσο για τις νεότερες γενιές, βρίσκονται συστηματικά αποκλεισμένες από τα θεμελιώδη ορόσημα της ενηλικίωσης, τα οποία οι προηγούμενες γενιές θεωρούσαν δεδομένα. Δηλαδή τη σταθερή και ασφαλή απασχόληση, την ανεξάρτητη διαβίωση, τη δημιουργία οικογένειας.

Μετατρέποντας τη στέγαση σε όπλο

Αν προσθέσουμε σε όλα τα παραπάνω και την ανασφάλεια στέγασης, βλέπουμε πώς δημιουργείται το γόνιμο έδαφος για εθνικιστικά και ξενοφοβικά κινήματα.

Αυτά, εκμεταλλευόμενα τα εύλογα και νόμιμα παράπονα των πολιτών, τα συνδέουν με υποσχέσεις αποκλεισμού. Υποστηρίζουν την εύρεση κατοικιών και πόρων αποκλειστικά για τους «δικούς μας πολίτες», ενώ αποκλείουν ρητά τους μετανάστες, τις μειονότητες ή άλλους, οι οποίοι εντάσσονται στην έννοια του «ξένου». Αυτή η αφήγηση αποσπά τραγικά την προσοχή από τις συστημικές αποτυχίες πολιτικής που δημιούργησαν την κρίση στέγασης εξαρχής. Με τον τρόπο αυτό κατευθύνουν την απογοήτευση των ανθρώπων προς τους αποδιοπομπαίους τράγους, αλλά δεν οδηγούν σε ουσιαστικές και ειλικρινείς λύσεις. Η ακροδεξιά δεν λύνει την κρίση στέγασης – την μετατρέπει σε όπλο.

Θεμελιώδης δημοκρατική ευπάθεια

Ακόμη και αν δεν είναι άμεσα ορατός, επισημαίνει ο συγγραφέας, υπάρχει ένας εξίσου ισχυρός κίνδυνος: η διάβρωση της ίδιας της δημοκρατικής νομιμότητας. Όταν οι θεσμοί δεν καταφέρνουν να καλύψουν βασικές ανάγκες όπως η στέγαση, η εμπιστοσύνη στις δημοκρατικές διαδικασίες αναπόφευκτα μειώνεται.

Και όταν καταρρέει το κοινωνικό συμβόλαιο, οι ριζοσπαστικές εναλλακτικές γίνονται ελκυστικές. Όχι επειδή προσφέρουν καλύτερες λύσεις, αλλά επειδή υπόσχονται αλλαγή, οποιαδήποτε αλλαγή, από ένα απαράδεκτο status quo. Έτσι, και η αποτυχία αντιμετώπισης της ανισότητας στη στέγαση αντιπροσωπεύει μια θεμελιώδη δημοκρατική ευπάθεια. Όταν τα κυρίαρχα κόμματα αποτυγχάνουν να δράσουν, κινδυνεύουν να παραχωρήσουν αυτόν τον κρίσιμο τομέα σε αυταρχικές δυνάμεις που προσφέρουν γρήγορες λύσεις για τους λίγους, αντί για διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις για όλους.

Αυτό που πρέπει να κατανοήσουμε είναι ότι η κρίση στέγασης δεν αφορά μόνο τα κεραμίδια και τις τιμές των ενοικίων. Συνδέεται με το μέλλον της ίδιας της δημοκρατίας. Ο Ριντλίνσκι το θέτει ως εξής: Μια γενιά που έχει αποκλειστεί από σταθερή στέγαση είναι μια γενιά με μειωμένο μερίδιο στη δημοκρατική τάξη. Μια γενιά που έχει λιγότερα να χάσει από ριζοσπαστικούς πολιτικούς πειραματισμούς, καθώς έχει λιγότερη εμπιστοσύνη στις σταδιακές μεταρρυθμίσεις.

Εάν οι ευρωπαϊκές δημοκρατίες δεν μπορούν να εκπληρώσουν τη βασική υπόσχεση για στέγαση –με τον ένα ή τον άλλο τρόπο η προστασία του δικαιώματος στη στέγαση περιλαμβάνεται στα συνταγματικά κείμενα των χωρών-, προκαλούν όχι μόνο οικονομική δυσλειτουργία αλλά και πολιτική καταστροφή.

Για τον Ριντλίνσκι, το ερώτημα δεν είναι πλέον εάν η στεγαστική κρίση θα αναδιαμορφώσει την πολιτική, αλλά εάν η δημοκρατία θα επιβιώσει από τον μετασχηματισμό.

Πηγή: in.gr

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα