Λίνα

Ένα ακόμα διήγημα με την υπογραφή του Ηλία Γρούιου.

Parallaxi
λίνα-879808
Parallaxi

Λέξεις: Ηλίας Γρούιος

Φτάσαμε έξω από τις εστίες μόλις είχε νυχτώσει. Η Λίνα με είχε παραλάβει από το σταθμό, φάγαμε για μεσημέρι και περάσαμε όλο το απόγευμα μαζί. Μόλις ήρθε η ώρα να φύγουμε επέμενε να με συνοδεύσει στην διαδρομή με το λεωφορείο μέχρι τον χώρο των εστιών. 

Η κεντρική είσοδος ήταν κλειστή. Εκείνη πρότεινε να χτυπήσουμε το κουδούνι που είχε ένα πράσινο γυαλιστερό χρώμα. Λίγα δευτερόλεπτα αφού το κάναμε, ακούστηκε ένας θόρυβος και πιέζοντας με το χέρι μου, η πόρτα άνοιξε. Περάσαμε στο διάδρομο. Ένας τύπος τεράστιος σαν γίγαντας ερχόταν βιαστικά προς το μέρος μας. Το αριστερό του πόδι ήταν μικρότερο από το δεξί κι αυτό τον έκανε να κουτσαίνει με τρόπο υπερβολικά εμφανή.

-Είστε για το συνέδριο σωστά; Έκανε.

Έγνεψα καταφατικά.

-Σας περίμενα νωρίτερα, συνέχισε, απλά κλείδωσα γιατί είχα κατέβει για λίγο στην αποθήκη. Οι υπόλοιποι πέρασαν νωρίτερα, αλλά έφυγαν, είπαν πως θα μείνουν αλλού.

-Γιατί το έκαναν αυτό;, είπα εγώ.

-Είπαν πως θα μείνουν αλλού, μου απάντησε ξανά εκείνος.

-Και γιατί αυτό;, έκανα.

-Ξέρω κι εγώ, απάντησε, κάτι θα τους ενόχλησε.

Πρόσεξα το βλέμμα της Λίνας πάνω μου και τα δάχτυλά των δυο χεριών της που είχαν γίνει σαν πλεξούδα από το μπέρδεμα.

-Υπάρχει ένα μικρό προβληματάκι, είπε. Για απόψε δεν θα έχετε φώτα. Καθυστερήσαμε να βάλουμε καινούριες λάμπες, ένεκα που είναι καλοκαίρι και ελάχιστα δωμάτια χρησιμοποιούνται. Αλλά δεν πειράζει, θα είστε ρομαντικά. Είμαι σίγουρος πως θα τα περάσετε υπέροχα οι δυο σας, είπε ενώ χαμογέλασε.

Η Λίνα τώρα με κοίταξε με ένα πονηρό βλέμμα. Πήγε να πει κάτι, άλλα μάλλον σκέφτηκε πως δεν είχε νόημα κι έκλεισε τα χείλη της πριν καν προλάβει να τα ανοίξει.

Ο θυρωρός μας συνόδευσε μέχρι το δωμάτιο, έκανε να ανάψει τον διακόπτη, θυμήθηκε πως δεν υπήρχαν λάμπες και τράβηξε απότομα το χέρι του. 

Καθώς μας χαιρετούσε τράβηξε με δύναμη την πόρτα πίσω του. 

Μόλις μείναμε στο απόλυτο σκοτάδι, η Λίνα ψαχούλεψε το κινητό της μέσα στην τσάντα που είχε στον ώμο κι άναψε τον φακό. Έκανα το ίδιο κι εγώ σχεδόν ταυτόχρονα, πιο πολύ από αμηχανία νομίζω, παρά από ανάγκη. Ήταν η πρώτη φορά που βρισκόμασταν έτσι οι δυο μας.

-Θα είστε ρομαντικά, λέει ο άλλος. Που να ήξερε, σχολίασε η Λίνα.

Δεν απάντησα κι εκείνη επανέλαβε με περισσότερη ένταση την πρότασή της. Της είπα πως όχι δεν θα είμαστε. 

Μου πρότεινε να αλλάξω και να πιούμε ένα ποτό κάπου τριγύρω. 

Το σκέφτηκα για μερικά δευτερόλεπτα και συμφώνησα. Άλλωστε δεν θα μπορούσα να κάνω κάτι άλλο, εκτός από το να κοιμηθώ, εκεί μέσα. Δέχτηκα, κι άρχισα να ψαχουλεύω στο σάκο μου για ένα καθαρό πουκάμισο. Εκείνη πέρασε σιωπηλά στο διπλανό δωμάτιο πριν προλάβω να βγάλω τη μπλούζα μου.

Στο χώρο απλώθηκε σιωπή κι αμηχανία.

Κατεβήκαμε τις σκάλες και περάσαμε το θυρωρείο. Τώρα δεν ήταν κανείς. Βγήκαμε στο δρόμο και περπατήσαμε σιωπηλοί. Εκείνη πήγαινε βιαστικά. Εγώ ακολουθούσα λίγο πιο αργά. Με ρώτησε που ήθελα να πάμε. Της είπα πως δεν είχα πρόβλημα. Εκείνη πρότεινε να πάμε σε ένα μπαράκι που αγαπούσε να πηγαίνει κοντά στη θάλασσα.

-Ό,τι πείτε κυρία μου, έκανα, για να εισπράξω ένα βλέμμα μάλλον γλυκό.

Στο μπαρ δυο φουσκωτοί μας κοίταξαν από πάνω μέχρι κάτω πριν μας αφήσουν να περάσουμε. 

-Σε τέτοια μαγαζιά συχνάζεις; της έκανα μόλις καθίσαμε στο τραπέζι.

-Σε χαλάει δηλαδή; Μου έκανε. Αν σε χαλάω κι εγώ πες το μου να φύγω.

Είχε νεύρα. Ήμουν σίγουρος όμως πως τα είχε τσιμπήσει κάπου αλλού μέσα στη μέρα κι εγώ ήμουν αυτός που απλά θα έπρεπε να τα αντιμετωπίσω.

Γύρισα και κοίταξα τη νυχτερινή θάλασσα. Ήταν τελευταίες μέρες του Αυγούστου και στην επιφάνειά της άρχισαν να σχηματίζονται τα πρώτα επίμονα κύματα. Σε ένα, δυο σημεία της παραλίας μικρές παρέες κολυμπούσαν. 

Κουβεντιάσαμε για ώρα. Μου είπε για τη δουλειά της στην εταιρία, για το επικείμενο διαζύγιο των γονιών της, για τις δικές τις σκέψεις να φύγει στην Αγγλία. 

Είχα να την δω μήνες κι ένιωθα πως είχε αλλάξει ολόκληρος ο κόσμος της. Σε κάποια ζητήματα στάθηκα. Σε άλλα ένιωσα αμήχανα και προτίμησα την συγκατάβαση, την σιωπή ή την φυγή του βλέμματος προς την εικόνα της νυχτερινής θάλασσας.

Φύγαμε γύρω στις δυο. Περπατήσαμε για λίγο ο ένας δίπλα στον άλλο. Ήταν καλύτερα από πριν. Κι εγώ ήμουν, νομίζω. Λίγα μέτρα πριν την εστία της έπιασα το χέρι. Την τράβηξα πάνω μου και φιληθήκαμε. Μείναμε για λίγη ώρα έτσι. Έπειτα όμως μου είπε πως πρέπει να φύγει. 

Για λίγα δευτερόλεπτα φλέρταρα με την ιδέα να της προτείνω να έρθει μαζί μου στο δωμάτιο, ένιωσα αμέσως όμως πως είχε ήδη φύγει, από εκείνη τη στιγμή, από εκείνο το μέρος, από ποιος ξέρει τι άλλο ακόμη. Ήταν μακριά.

Τη συνόδευσα μέχρι την πιάτσα των ταξί χωρίς να αλλάξουμε άλλη λέξη κι έπειτα έκανα να γυρίσω πίσω για να κοιμηθώ. Ένα τετράγωνο πριν την εστία, από το απέναντι πεζοδρόμιο το αδύναμο φως από ένα σουβλατζίδικο κέρδισε το βλέμμα μου.

Πέρασα στην άλλη πλευρά χωρίς να κοιτάξω τον έτσι κι αλλιώς άδειο από αυτοκίνητα δρόμο και μπήκα μέσα. Σε ένα γωνιακό τραπέζι καθόταν ένας τύπος κι κοίταζε την οθόνη του κινητού του. Στην καρέκλα δίπλα του υπήρχε ένα κράνος μηχανής κι ένα τσαντάκι. Μόλις πέρασα την πόρτα μου έριξε ένα αδιάφορο βλέμμα κι έπειτα γύρισε σε αυτό που έκανε.

Μια μεσήλικη κυρία με ποδιά και τα μαλλιά της πιασμένα με ρώτησε τι θα ήθελα. Ζήτησα δυο σουβλάκια. Τα πήρα και βγήκα έξω στο πεζοδρόμιο. Έφαγα ανόρεχτα τα στεγνά κομμάτια κρύου κρέατος κι αναζήτησα στα γύρω τραπέζια μια χαρτοπετσέτα για να σκουπίσω τα δάχτυλά μου.

Ο τύπος από το τραπέζι, είπε κάτι στην κυρία με την ποδιά. Εκείνη του απάντησε χαμηλόφωνα κάτι κι εκείνος της φώναξε. Έπειτα σώπασαν κι οι δυο. 

Έφυγα χωρίς να χαιρετήσω, όπως ακριβώς μπήκα.

Η πόρτα της εστίας ήταν τώρα ανοιχτή. Ο πελώριος γίγαντας είχε κοιμηθεί πάνω στο γραφείο του ενώ η τηλεόραση έπαιζε στη διαπασών.

Ανέβηκα βιαστικά τα σκαλιά ψάχνοντας με το βλέμμα μου τον αριθμό δωματίου μου. Μόλις τον εντόπισα άναψα τον φακό του κινητού μου και πέρασα μέσα. Έβγαλα τα ρούχα μου, ξάπλωσα στο κρεβάτι και έσβησα τον φακό. Στους τοίχους του δωματίου χόρευαν οι σκιές από τα φώτα των διερχόμενων αυτοκινήτων. Ήρθε στο νου μου η Λίνα και το φιλί που ανταλλάξαμε. Σκεφτόμουν πως μετά το αποψινό ίσως να μην την έβλεπα ξανά. Αποκοιμήθηκα.

Το τηλεφώνημα του συναδέλφου από το πανεπιστήμιο ακούστηκε ένα τέταρτο αφού είχα κλείσει την πρώτη αφύπνιση. Ξερόβηξα βιαστικά πριν απαντήσω για να μη δείχνω αγουροξυπνημένος. Εκείνος δεν τσίμπησε. Ζήτησε συγνώμη που με ξύπνησε και είπε πως θα με περιμένει από κάτω.

Ετοιμάστηκα βιαστικά, έχωσα στην τσάντα μου το σημειωματάριό μου, τσέκαρα αν τα πράγματα μου ήταν στην θέση τους και κατέβηκα βιαστικά. Μόλις έφτασα στην είσοδο ένα Toyota Yaris με πλησίασε αργά. 

-Είστε ο….; έκανε αμήχανα ο νεαρός.

-Ναι εγώ είμαι απάντησα πριν προλάβει να πει το επίθετό μου. 

-Περάστε, έκανε.

Άνοιξα την πόρτα και πέρασα μέσα αφήνοντας την τσάντα ανάμεσα στα πόδια μου. Τον λέγανε Γιώργο. Θα με συνόδευε τις δυο μέρες του συνεδρίου και θα με βοηθούσε αν προέκυπτε κάτι. Στο πίσω κάθισμα ήταν δυο κορίτσια. Μεταπτυχιακές φοιτήτριες μου είπαν πως ήταν. Έγραφαν τις διπλωματικές τους σε θέματα σχετικά με εκείνα που θα συζητούνταν στο συνέδριο.

Για καλή μου τύχη τελείωνα νωρίς το ίδιο πρωί και η μόνη μου υποχρέωση αργότερα ήταν να συμμετέχω σε κάποιες παράλληλες εκδηλώσεις, όπως επισκέψεις σε μουσεία και περιπάτους σε μνημονικούς τόπους.

Το μεσημέρι μετά το γεύμα ο Γιώργος με γύριζε πίσω στην εστία. Τα κορίτσια είχαν βρει συντροφιά και δεν επέστρεψαν μαζί μας. Συζητούσαμε διάφορα για το πρωινό ώσπου χτύπησε το κινητό μου. Ζήτησα συγνώμη και το πήρα στα χέρια μου. Ένας αριθμός σταθερού τηλεφώνου διακρινόταν στην οθόνη. Το σήκωσα έχοντας την εντύπωση πως πρόκειται για κάτι που είχε να κάνει με το συνέδριο.

Ήταν η Λίνα. Δεν την κατάλαβα αμέσως. Χρειάστηκε να μου πει πως ήταν η ίδια και με κάλεσε από το γραφείο. Νευρίασε που δεν την αναγνώρισα. 

Μιλούσα κάπως ψυχρά εξαιτίας του γεγονότος πως δεν ήμουν μόνος. Τα πήρε ακόμη περισσότερο. Με έβρισε και το έκλεισε. Κράτησα για μερικά δεύτερα το κινητό μου ανοιχτό προσποιούμενος πως η συνομιλία δεν είχε τελειώσει. Έπειτα το έβαλα στην τσέπη μου.

Για το υπόλοιπο της διαδρομής δεν ανταλλάξαμε παρά ελάχιστες κουβέντες. Μου είπε πως θα περνούσε να με πάρει στις έξι για το απογευματινό πρόγραμμα και αποχαιρετιστήκαμε. 

Ανέβηκα στο δωμάτιο μούσκεμα στον ιδρώτα. Έβγαλα τα ρούχα μου και μπήκα κάτω από το ντους για ώρα. Όταν βγήκα κοίταξα στο κινητό μου για τυχόν σημάδια της Λίνας. Δεν υπήρχε τίποτα.

Πέρασα το μεσημέρι διαβάζοντας, ώσπου με πήρε ο ύπνος. 

Ξύπνησα αρκετή ώρα πριν έρθει ο Γιώργος. Για μερικά λεπτά καθόμουν και κοίταζα τις κουρτίνες της μπαλκονόπορτας που περνούσαν μέσα κι έξω από το δωμάτιο κατά τις επιταγές του ανέμου που έφερνε η θάλασσα.

Ετοιμάστηκα και πάλι και κατέβηκα κάτω. Στο γρασίδι δίπλα από την κεντρική είσοδο μερικοί φοιτητές είχαν καθίσει γύρω από ένα τραπεζάκι. Έγνεψα με το κεφάλι μου λέγοντας γεια κι εκείνοι ανταποκρίθηκαν κάπως ντροπαλά. Ο Γιώργος έφτασε πριν αποφασίσω να πιάσω την κουβέντα.

Αυτή τη φορά ήμασταν περισσότερο ομιλητικοί και οι δυο. Μου είπε για τις σπουδές του, την δουλειά του στο πανεπιστήμιο και την έρευνα που εκπονούσε. Έδειχνε καλό παιδί ο Γιώργος.

Το πρόγραμμα μας το απόγευμα περιελάμβανε περίπατο στην πόλη κι επισκέψεις σε διάφορα σημεία. Το σύνολο των συμμετεχόντων χωρίστηκε σε δυο ομάδες. Η μια έκανε μια μεγαλύτερη διαδρομή με ποδήλατα που χορήγησε δωρεάν ο δήμος ενώ η δεύτερη θα κινούνταν πεζή. Προτίμησα την δεύτερη. Σε όλη την διάρκεια της, ο Γιώργος ήταν δίπλα μου και κουβεντιάζαμε. Η βραδιά έκλεισε σε ένα εστιατόριο.

Στην επιστροφή πρότεινα στον Γιώργο να του προσφέρω ένα ποτό σε κάποιο μπαρ, ως ελάχιστη ένδειξη ανταπόδοσης από την πλευρά μου, για την βοήθεια του. Εκείνος αρνήθηκε ευγενικά επικαλούμενος την κούραση. Τον πίστευα. 

Με άφησε έξω από την εστία και περπάτησα για λίγη ώρα χωρίς να γνωρίζω που ακριβώς ήθελα να πάω. Κατά μήκος της θάλασσας, εκεί που το προηγούμενο βράδυ περπατούσαμε με την Λίνα, υπήρχαν μια σειρά από μαγαζιά. Μπήκα στο δεύτερο  που υπήρχε στο δρόμο και πέρασα απευθείας σε ένα γωνιακό τραπέζι δίπλα στην τζαμαρία. Ακριβώς από κάτω απλωνόταν η θάλασσα.

Ζήτησα ένα ουίσκι κι έμεινα να κοιτάζω την θέα από τη τζαμαρία. Το μαγαζί είχε αρκετό κόσμο. 

Σε κάποια στιγμή μια γυναικεία φωνή μου απεύθυνε τον λόγο. Ήταν μια κοπέλα από το δίπλα τραπέζι. Ρώτησε αν είχα φωτιά. Είπα πως όχι. 

Ύστερα από λίγο επανήλθε. Ρώτησε αν ήμουν μόνος κι αν είχα διάθεση να καθίσουν μαζί μου η ίδια και η φίλη της. 

-Φυσικά, έκανα.   

Κουβεντιάζαμε για ώρα. Πήραμε και δεύτερο ποτό ώσπου η μια από τις δυο δήλωσε πως θα πήγαινε να ξαπλώσει. Πρότεινα και στην άλλη, την Βάσια να κάνει το ίδιο αν ήταν κουρασμένη. Σε λίγο άλλωστε θα έφευγα κι εγώ. Εκείνη ωστόσο αρνήθηκε και συνεχίσαμε.

Με πήγε στην εστία με το αυτοκίνητό της και μόλις έσβησε τη μηχανή φιληθήκαμε. Κατέβηκα να τσεκάρω αν υπήρχε κόσμος στη ρεσεψιόν όμως ο θυρωρός κοιμόταν και πάλι. 

διήγημα 1

Μόλις περάσαμε μέσα την κόλλησα στον τοίχο. Η Βάσια με έσπρωξε πίσω, άρχισε να γδύνεται με πήρε από το χέρι και βρεθήκαμε στο κρεβάτι. 

Μετά την δεύτερη φορά με πήρε για λίγο ο ύπνος. Ξύπνησα από την δόνηση το κινητού μου στο κομοδίνο. Στην οθόνη υπήρχαν μερικά μηνύματα από την Λίνα. Έκλεισα το κινητό και βγήκα στο μπαλκόνι να βρω τη Βάσια. Φορούσε μόνο τα εσώρουχά της και είχε σκεπαστεί με το λευκό πουκάμισο που φορούσα νωρίτερα.

Κάπνιζε κοιτάζοντας τη θάλασσα.

Μου είπε πως χτυπούσε το κινητό μου νωρίτερα, αλλά δεν ήθελε να με ξυπνήσει. 

Πήρα μια καρέκλα και κάθισα κοντά της.

-Η γυναίκα σου ήταν; με ρώτησε.

-Όχι, απάντησα.

Κούνησε συγκαταβατικά το κεφάλι.

Με ρώτησε αν ήθελα κι εγώ τσιγάρο.

Αρνήθηκα ευγενικά.

Της είπα πως κάνει κρύο και καλύτερα να περνούσαμε μέσα. Χαμογέλασε λέγοντας πως είναι εντάξει. Ύστερα της είπα πως θα έπρεπε να προσέχει περισσότερο τον εαυτό της.

-Γιατί μου το λες αυτό; ρώτησε.

-Τι γιατί στο λέω; στο λέω γιατί… δεν ξέρω, γάμα το, γράψε λάθος.

Περάσαμε μέσα και πέσαμε ξανά στο κρεβάτι. Η τρίτη φορά ήταν λιγότερο βίαιη από τις άλλες δυο και κράτησε περισσότερο.

Μόλις τελειώσαμε η Βάσια με ρώτησε αν θα με πείραζε να κάνει ντους στο μπάνιο του δωματίου μου. Της είπα πως είναι εντάξει.

Πήρα το κινητό μου και βγήκα ξανά στο μπαλκόνι. Μόλις άκουσα το νερό να τρέχει στην ντουζιέρα, άνοιξα και διάβασα τα μηνύματα της Λίνας. Στο πρώτο, μου ζητούσε συγνώμη για το μεσημέρι. Στο δεύτερο, μου πρότεινε να συναντηθούμε. Στο τρίτο μου έλεγε να πάω να γαμηθώ. 

Άφησα το κινητό στο τραπεζάκι και σταύρωσα τα χέρια μου πάνω στα κάγκελα του μπαλκονιού. Το πέλαγος έφερνε ένα αεράκι λιγότερο κρύο από ότι πιο πριν. Μακριά στον ορίζοντα διέκρινε κανείς τα φώτα ενός νησιού.

Λίγα λεπτά μετά ήρθε και η Βάσια τυλιγμένη με μια πετσέτα. Ακούμπησε τα χείλη της στο λαιμό και πέρασε τα χέρια της γύρω μου. Ανάμεσα στα φιλιά και τα πλαταγίσματα της γλώσσας της στο πρόσωπο μου, μου ψιθύρισε πως θα ερχόταν και αύριο αν έμενα άλλη μια μέρα.

Ανταποκρίθηκα στο φιλί της, διώχνοντας την παρόρμησή μου να γαμηθούμε για τέταρτη φορά. 

Κόντευε τέσσερις το πρωί όταν έφυγε. 

Ξύπνησα στην δεύτερη κλήση του Γιώργου. Του είπα πως είχα ανεβάσει πυρετό και δεν μπορούσα να τον ακολουθήσω. Μου είπε να του τηλεφωνήσω αν χρειαζόμουν κάτι. Δεν θυμάμαι να του απάντησα κάτι. Θυμάμαι μόνο που ξύπνησα ξανά πολύ αργά το μεσημέρι μούσκεμα στον ιδρώτα.

Μπήκα παραπατώντας στο μπάνιο κι έκανα ντους. Αναζήτησα στο διαδίκτυο μια πιτσαρία στην περιοχή για ντελίβερι κι έπειτα τηλεφώνησα στη Λίνα. Ήταν σχετικά ήρεμη. Ίσως κι εγώ την πετύχαινα σε ακατάλληλη στιγμή. Την ρώτησα αν ήθελε να βρεθούμε. Είχα διαθέσιμη εκείνη την μέρα. Είπε πως κάτι της συνέβη στη δουλειά και ήταν αδύνατο. Δέχτηκα χωρίς να επιμείνω.

Το φαγητό μου, ήρθε λίγο αργότερα. Αφού έφαγα αποφάσισα να περάσω το απόγευμα στο κέντρο για μερικά ψώνια. Για το βράδυ σκεφτόμουν να πάω παραλία. Δεν είχα αποφασίσει ακόμη αν θα τηλεφωνούσα στη Βάσια.

Έφτασα στο κέντρο γύρω στις έξι. Καθώς περπατούσα τηλεφώνησα στον Γιώργο για να απολογηθώ για το πρωί και να ρωτήσω πως πήγε το σημερινό. Εκείνος με ρώτησε αν είχε πέσει ο πυρετός μου. Για μερικά δευτερόλεπτα δεν ήξερα τι να απαντήσω έχοντας ξεχάσει την δικαιολογία που επικαλέστηκα το πρωί. Είπα πως ήμουν εντελώς καλά.

Φαινόταν εντάξει στον τρόπο που μου μιλούσε οπότε τον ευχαρίστησα και εξέφρασα την επιθυμία να του ανταποδώσω την βοήθεια πριν τον χαιρετίσω.

Διέσχισα την διαδρομή κατά μήκος του λιμανιού κι έπειτα χώθηκα στα βιβλιοπωλεία. 

Όταν τελείωσα πήρε να σουρουπώνει. Ανέβηκα στο λεωφορείο και μετρούσα τις στάσεις, προσέχοντας μην μπερδευτώ. Όταν φτάσαμε ψηλότερα κοίταξα από το παράθυρο πέρα στο πέλαγος. Θάλασσα και ουρανός είχαν γίνει ένα. 

Πέρασα προσεκτικά ανάμεσα στους ελάχιστους όρθιους επιβάτες κι έφτασα στον οδηγό. Ρώτησα σε πόση ώρα φτάναμε στις εστίες.

-Η επόμενη στάση, μου είπε κοφτά.

Στάθηκα όρθιος, ώσπου το λεωφορείο σταμάτησε σε έναν κάθετο δρόμο λίγα μέτρα από τις εστίες. Περπάτησα μέχρι την είσοδο. Εκεί με περίμενε ο θυρωρός ρωτώντας με πως είμαι. Τα παιδιά που συνάντησα χθες έξω κάθονταν μέσα, πάνω σε ένα γραφείο και σε μερικές καρέκλες γελώντας φωναχτά. Μόλις πλησίασα σώπασαν. Είπα καλησπέρα και ανέβηκα βιαστικά. 

Τακτοποίησα τον σάκο μου για την επόμενη μέρα, τηλεφώνησα στον σταθμό για να κλείσω εισιτήριο, έστειλα ένα μήνυμα στην Βάσια και κατέβηκα ξανά βιαστικά.

Τα παιδιά αυτή τη φορά δεν μου έδωσαν σημασία.

Πήρα τον δρόμο για να κατέβω στην παραλία. Εκεί υπήρχε περισσότερος κόσμος από όσο θα πίστευα. Βρήκα ένα άδειο παγκάκι και κάθισα.

Εκτός από το κύμα που άκουγε κανείς την αέναη κίνηση του, τον νυχτερινό ουρανό έσκιζε κάθε λίγο ο ήχος από τα αεροπλάνα που προσγειώνονταν και απογειώνονταν στο διεθνές αεροδρόμιο, μερικά χιλιόμετρα μακριά.

Η Βάσια μου τηλεφώνησε μερικά λεπτά αργότερα. Καθώς το σήκωνα διέκρινα την σιλουέτα της από μακριά. Ήρθε κοντά μου και με φίλησε. Ύστερα άνοιξε την τσάντα της κι έβγαλε μια σακούλα με παγωμένες μπύρες. Πίναμε σιωπηλοί κοιτάζοντας τα αεροπλάνα στον νυχτερινό ουρανό.

Γύρω στις έντεκα ανεβήκαμε στο δωμάτιο μου. Δεν θα έμενε πολύ. Το πρωί άνοιγε εκείνη το γυμναστήριο κι εγώ έφευγα με το πρωινό τρένο. Τέλειωσα στο στόμα της την πρώτη φορά κι ύστερα από λίγο εκείνη ανέβηκε πάνω μου. Την είδα να τελειώνει.

Δεν πήγε στο μπαλκόνι εκείνη τη βραδιά. Είπε πως ήθελε να χαρεί τα ελάχιστα λεπτά συντροφικότητας που έμεναν. 

Την ρώτησα τι εννοεί, μα μου είπε να το αφήσω.

Γύρω στη μια και μισή έφυγε χωρίς να ανταλλάξουμε κάποια υπόσχεση.

Έπεσα στο κρεβάτι κι έκανα έναν ύπνο χωρίς όνειρα.

Το αεράκι από το πέλαγος συνέχιζε να περνάει μέσα από το παράθυρο στο δωμάτιό μου, ενώ η σιγαλιά της νύχτας διακοπτόταν ενίοτε από τον ήχο των νυχτερινών αεροπλάνων.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα