gesche-joost-τo-γκαίτε-είναι-γέφυρα-πολιτισμού-σ-1332035

Πρόσωπα

Gesche Joost: «Τo Γκαίτε είναι γέφυρα πολιτισμού σε έναν κόσμο που αλλάζει»

Μία συζήτηση με την πρόεδρο του γερμανικού Ινστιτούτου, λίγο πριν έρθει στη Θεσσαλονίκη για την επέτειο 70 ετών του τοπικού παραρτήματος

Κωστής Κοτσώνης
Κωστής Κοτσώνης

Από την εγκατάστασή του στην Αθήνα το 1952 μέχρι και σήμερα, το Ινστιτούτο Γκαίτε (Goethe Institut) συμβάλλει ενεργά στην ενδυνάμωση των δεσμών Γερμανίας και Ελλάδας.

Ειδικά το παράρτημα της Θεσσαλονίκης, που φέτος κλείνει 70 χρόνια παρουσίας στην πόλη, αποτελεί σταθερά έναν από τους σημαντικούς εκπαιδευτικούς και πολιτιστικούς φορείς όλης της βόρειας Ελλάδας, ξεκινώντας τη δράση του παράλληλα με τα πρώτα μεγάλα μεταναστευτικά ρεύματα Ελλήνων προς τη Γερμανία.

Αν και ενίοτε βρέθηκε σε κρίσιμα σταυροδρόμια, ειδικά τα τελευταία χρόνια, το παράρτημα της Θεσσαλονίκης συνεχίζει δυναμικά την ώσμωση με την τοπική κοινότητα και ετοιμάζεται να γιορτάσει τα 70 χρόνια παρουσίας του με ένα πλούσιο πρόγραμμα εκδηλώσεων μέχρι και τις 8 Ιουλίου. Αύριο βράδυ, θα υποδεχτεί την πρόεδρο του Ινστιτούτου, Gesche Joost, και άλλους καλεσμένους, σε μία ανοιχτή συζήτηση για το μέλλον της εκπαίδευσης και του πολιτισμού.

Η Gesche Joost ηγείται του Ινστιτούτου Γκαίτε από τον περασμένο Νοέμβριο. Έχει διακριθεί στους τομείς της πολιτιστικής διπλωματίας και της ψηφιακής καινοτομίας. Έχει διδάξει Διαδραστική Σχεδίαση στο Πανεπιστήμιο Τεχνών του Βερολίνου, ενώ διετέλεσε και σύμβουλος της ομοσπονδιακής κυβέρνησης για θέματα ψηφιακής πολιτικής.

Με αφορμή τον ερχομό της στη Θεσσαλονίκη, μιλά στην Parallaxi για τις γεωπολιτικές και οικονομικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει σήμερα ο οργανισμός, για το μετασχηματισμό του σε ένα δίκτυο ανοιχτού διαλόγου, αλλά και για τη σημασία της πολιτιστικής ανταλλαγής στη διατήρηση της δημοκρατικής συνοχής. Ειδική αναφορά γίνεται στη μακροχρόνια παρουσία του Ινστιτούτου στην Ελλάδα, στον ιδιαίτερο ρόλο της Θεσσαλονίκης και στη σχέση των δύο χωρών μέσα από την τέχνη, τη γλώσσα και την κοινή ευρωπαϊκή πορεία.

Χρηστήκατε πρόεδρος του Ινστιτούτου Γκαίτε τον περασμένο Νοέμβριο. Θα θέλατε να μας κάνετε μία αποτίμηση της πορείας σας μέχρι στιγμής;

Βρισκόμαστε, ως Ινστιτούτο Γκαίτε, αντιμέτωποι με μεγάλες προκλήσεις. Από τη μία πλευρά, η εξωτερική πολιτική κατάσταση έχει αλλάξει δραματικά —ενδεικτικά να αναφέρουμε τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, τον πόλεμο στη Μέση Ανατολή, αλλά και τις αλλαγές στις προτεραιότητες των Ηνωμένων Πολιτειών. Οι πολιτιστικές σχέσεις και η εκπαιδευτική πολιτική αποτελούν κεντρικό στοιχείο της εξωτερικής πολιτικής της Γερμανίας. Ως ο μεγαλύτερος γερμανικός οργανισμός διαμεσολάβησης, έχουμε μια σημαντική αποστολή και αυτό σημαίνει πως, σε αυτές τις συνθήκες, πρέπει να προσαρμόζουμε συνεχώς το έργο μας προκειμένου να παραμείνουμε αποτελεσματικοί.

Από την άλλη πλευρά, αντιμετωπίζουμε και εσωτερικές αλλαγές στον ίδιο μας τον οργανισμό ή —για να είμαι ακριβής, βρισκόμαστε ήδη εν μέσω μιας διαδικασίας αλλαγής. Στο πλαίσιο αυτού του μετασχηματισμού, χρειάστηκε επίσης να κλείσουμε ή να περιορίσουμε ορισμένα παραρτήματα, μια απόφαση ιδιαίτερα δύσκολη και επώδυνη. Την ίδια στιγμή, όμως, ανοίγουμε νέα παραρτήματα σε γεωπολιτικά σημαντικές περιοχές, όπου επιδιώκουμε να επεκτείνουμε το δίκτυό μας. Έτσι, βρισκόμαστε σε καλό δρόμο ωστε να είμαστε κατάλληλα προετοιμασμένοι για το μέλλον, ακόμη και σε απαιτητικούς καιρούς.

Ήδη από την πρώτη στιγμή της δημιουργίας του, η αποστολή του Ινστιτούτου Γκαίτε βρίσκεται σε διαδικασία εξέλιξης. Στη διάρκεια των χρόνων, έχει παίξει σημαντικό ρόλο τόσο ως εκπαιδευτικό ίδρυμα όσο και ως «εξαγωγέας» της γερμανικής κουλτούρας ανά τον κόσμο.  Σήμερα, εκτός από το κομμάτι της εκμάθησης της γερμανικής γλώσσας, ποιες είναι οι προτεραιότητες του Ινστιτούτου;

Από τότε που ιδρύθηκε το Ινστιτούτο Γκαίτε από μια μικρή ομάδα δασκάλων στο Μόναχο το 1951, έχει φυσικά γνωρίσει συνεχή ανάπτυξη. Του χρόνου γιορτάζουμε τα 75 μας χρόνια! Η ιδρυτική ιδέα ήταν να αποκαταστήσουμε τις φιλίες στον κόσμο ως μια νεαρή δημοκρατία, μετά από μια πολύ σκοτεινή περίοδο στη Γερμανία. Αυτό επρόκειτο να επιτευχθεί μέσω της προώθησης της γερμανικής γλώσσας στο εξωτερικό, αλλά και μέσω του πολιτισμού. Εκτός από τη διδασκαλία της γερμανικής γλώσσας και την πολιτιστική ανταλλαγή, αποστολή μας είναι επίσης να μεταφέρουμε μια σφαιρική εικόνα της Γερμανίας. Κι αυτό είναι σημαντικό, για παράδειγμα, για άτομα που σκέφτονται να εργαστούν στη Γερμανία για κάποιο χρονικό διάστημα. Ποιες είναι οι κοινωνικές συζητήσεις που γίνονται σήμερα; Πώς εξελίσσεται η γερμανική κοινωνία;

Αυτό όμως που θέλω να τονίσω —και εδώ θα μου επιτρέψετε μια μικρή διόρθωση: δεν «εξάγουμε» τον γερμανικό πολιτισμό. Αντιθέτως, αντιλαμβανόμαστε την πολιτιστική εργασία ως μια διαδικασία αλληλεπίδρασης. Δημιουργούμε χώρους συνάντησης, διαλόγου και κοινών δράσεων με τοπικούς εταίρους σε ισότιμη βάση και με αμοιβαίο σεβασμό. Συνολικά, βλέπουμε σήμερα το Ινστιτούτο Γκαίτε ως έναν τόπο διαλόγου, κατανόησης και από κοινού διαμόρφωσης του μέλλοντος —όχι ως πομπό, αλλά ως γεφυροποιό. 

Η Πτώση του Τείχους του Βερολίνου το 1989 επηρέασε έντονα και το Ινστιτούτο, καθώς ήταν η αφορμή για τη δημιουργία πολλών παραρτημάτων στην ανατολική Ευρώπη. Σήμερα υπάρχει κάποιο αντίστοιχο σημαντικό γεγονός που να επανακαθορίζει τη στρατηγική του ινστιτούτου;

Η ευελιξία του δικτύου μας μέσω της δημιουργίας νέων «κόμβων» είναι μια διαρκής διαδικασία. Πρόσφατα είχα την ευκαιρία να εγκαινιάσω μαζί με τον Ομοσπονδιακό μας Πρόεδρο ένα νέο Ινστιτούτο Γκαίτε στο Ερεβάν της Αρμενίας. Η χώρα αυτή αλλάζει, καθώς προσανατολίζεται περισσότερο προς την Ευρώπη. Εκεί μπορεί το Ινστιτούτο μας να κάνει τη διαφορά —προσφέροντας, μέσα από τη γλώσσα, τον πολιτισμό και την πληροφόρηση, προοπτικές για μια ανοιχτή και δημοκρατική κοινωνία. Αναδεικνύουμε δυνατότητες και συμβάλλουμε ενεργά στην αντιμετώπιση των fake news και της προπαγάνδας, που στρέφονται ενάντια στην Ευρώπη και τις αξίες μας.

Ακόμη, μέχρι το τέλος του χρόνου ανοίγουμε ένα νέο γραφείο στο Χιούστον του Τέξας, με στόχο να έρθουμε σε επαφή με διαφορετικές κοινωνικές ομάδες και απόψεις στις ΗΠΑ, πέρα από τα μεγάλα αστικά κέντρα. Το ερώτημα που μας καθοδηγεί είναι: πού μπορούμε να κάνουμε τη διαφορά με την παρουσία μας; Πώς μπορούμε να έρθουμε σε άμεση επαφή με τον τοπικό πληθυσμό, να οικοδομήσουμε φιλίες με τη Γερμανία, να γνωρίσουμε άλλες οπτικές και να ενισχύσουμε τον διάλογο;

Αλλά το ίδιο αυτό όραμα υλοποιείται και στο ψηφιακό πεδίο. Μέσα από την ψηφιακή μας εξωτερική πολιτιστική και μορφωτική δραστηριότητα, φτάνουμε σε ένα πολύ ευρύ κοινό και μπορούμε να κάνουμε τη γερμανική εμπειρία πιο απτή, να επικοινωνήσουμε τις αξίες μας, αλλά και να εμπνευστούμε εμείς οι ίδιοι από νέες οπτικές. Από αυτά που μας ενώνουν, τις κοινές προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε ως κοινωνίες, μέχρι το πώς μπορούμε και θέλουμε να ζήσουμε μαζί. 

Το παράρτημα του Ινστιτούτου Γκαίτε στην Αθήνα άνοιξε το 1952 και της Θεσσαλονίκης το 1955. Ο ελληνικός Εμφύλιος είχε λήξει πριν μερικά χρόνια, οι μνήμες της Κατοχής ήταν ακόμα νωπές σε όλη την Ελλάδα. Το Ινστιτούτο Γκαίτε κατάφερε να υπερβεί τις προκαταλήψεις των Ελλήνων απέναντι στη Γερμανία, ιδίως στη Θεσσαλονίκη, που είχε ζήσει πρόσφατα τον αφανισμό της μεγάλης και δραστήριας εβραϊκής της κοινότητας. Με ποιους τρόπους πιστεύετε ότι θα μπορέσει το Ινστιτούτο να συντηρήσει αυτήν την εμπιστοσύνη στο μέλλον;

Το Ινστιτούτο Γκαίτε Θεσσαλονίκης εξελίχθηκε τις τελευταίες δεκαετίες σε έναν τόπο συνάντησης και διαπολιτισμικού διαλόγου για τους πολίτες της Θεσσαλονίκης και της Βόρειας Ελλάδας. Αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της πολιτιστικής και εκπαιδευτικής ζωής της πόλης και της ευρύτερης περιοχής. Με τα προγράμματα εκμάθησης της γλώσσας, τα προγράμματα δημιουργικής φιλοξενίας καλλιτεχνών (Artist-in-Residence) και τις πολιτιστικές και εκπαιδευτικές του δράσεις, συμβάλλει στο διεθνές προφίλ της Θεσσαλονίκης και ενισχύει τη διασύνδεση φορέων από τον χώρο του πολιτισμού και της εκπαίδευσης στην περιοχή.

Για εμάς, η ενασχόληση με τις ελληνογερμανικές σχέσεις, το παρελθόν και την κοινή ιστορική συνείδηση παραμένει ιδιαίτερα σημαντική. Παράλληλα, μέσω των προγραμμάτων μας ενισχύουμε την κατανόηση και την ορατότητα των σύγχρονων εξελίξεων, συζητήσεων και καλλιτεχνικών σκηνών, τόσο στη Γερμανία όσο και στην Ελλάδα.

Θεωρείτε ότι το παράρτημα της Θεσσαλονίκης έχει έναν ιδιαίτερο συμβολισμό και λόγω του ότι βρίσκεται στη βόρεια Ελλάδα, που αποτέλεσε αφετηρία για χιλιάδες μετανάστες προς τη Γερμανίας τις δεκαετίες του 1960 και του 1970;

Οι μεγάλες μεταναστευτικές ροές από την Ελλάδα προς τη Γερμανία, από τη δεκαετία του 1960 και έπειτα, έχουν εμπλουτίσει τον πολιτισμό και την κοινωνία μας και έχουν διαμορφώσει σε μεγάλο βαθμό τη σχέση μεταξύ των δύο χωρών. Η αρχική αφορμή ήταν βέβαια η εργατική μετανάστευση, όμως από τη δική μας σκοπιά προέκυψε κάτι πολύτιμο: μια ουσιαστική σύνδεση, ένας πλούσιος πολιτισμός και μια κοινή ευρωπαϊκή ιδέα, που συνεχίζει να ενώνει τις χώρες μας.

Σήμερα βλέπω ειδικά τη Θεσσαλονίκη ως μια νεανική, εμπνευσμένη πόλη, με μια πολυσχιδή πολιτιστική σκηνή και ένα έντονο πανεπιστημιακό προφίλ —στοιχεία που αποτελούν πηγή έμπνευσης και για εμάς στη Γερμανία και στην Ευρώπη γενικότερα. Εδώ έχουμε μια ευρωπαϊκή μητρόπολη με ισχυρή και θετική δυναμική, και είναι χαρά μας να συμμετέχουμε σε αυτή την εξέλιξη.

Σήμερα, ως Ινστιτούτο Γκαίτε, δίνουμε έμφαση περισσότερο στην ανταλλαγή και το διάλογο, παρά στην ενεργή «στρατολόγηση» ειδικευμένου προσωπικού, καθώς η Ελλάδα, όπως και η Γερμανία, αντιμετωπίζει έλλειψη εξειδικευμένων εργαζομένων.

Όπως προείπατε, μία από τις βασικές αποστολές του Ινστιτούτου είναι η πολιτιστική ανταλλαγή μεταξύ Γερμανίας και Ελλάδας. Σε αυτό το πλαίσιο, χάρη στο ινστιτούτο, πολλοί Έλληνες καλλιτέχνες είχαν την ευκαιρία να μοιραστούν τα έργα τους με το κοινό της Γερμανίας. Μπορείτε να μας μεταφέρετε μία εικόνα για το τι υποδοχής τυγχάνει στη Γερμανία το έργο των Ελλήνων καλλιτεχνών που συνεργάζονται με το Γκαίτε;

Μέσα από το δίκτυό μας στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, διαπιστώνουμε συχνά ότι η πολιτιστική ανταλλαγή φέρνει στο φως «τυφλά σημεία» στην αντίληψη που έχουμε για τις γειτονικές χώρες. Στη Γερμανία υπάρχει συχνά ένα έλλειμμα γνώσης όσον αφορά τις σύγχρονες πολιτιστικές σκηνές της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Και ειδικά για την Ελλάδα, συναντάμε συχνά ορισμένες στερεοτυπικές προσδοκίες —όπως η σύνδεση με την αρχαιότητα, τον μύθο ή το μεσογειακό ταμπεραμέντο.

Όταν παρουσιάζουμε νέους συγγραφείς, θεατρικούς δημιουργούς ή εικαστικούς καλλιτέχνες από την Ελλάδα στη Γερμανία, αυτό αποτελεί συχνά μια ευχάριστη έκπληξη για το κοινό και πυροδοτεί έναν βαθύτερο διάλογο.

Εκτός από τα δίδακτρα και τα εξέταστρα ανά τον κόσμο, από πού αλλού προέρχονται οι πόροι του Γκαίτε; Πώς το ίδρυμα εξασφαλίζει την οικονομική και διοικητική του αυτονομία;

Διαθέτουμε μια επίσημη συμφωνία με το Ομοσπονδιακό Υπουργείο Εξωτερικών της Γερμανίας, το οποίο καλύπτει μέσω θεσμικής χρηματοδότησης το μεγαλύτερο μέρος του προϋπολογισμού μας. Περίπου το ένα τρίτο των εσόδων μας προέρχεται από δικά μας έσοδα, κυρίως μέσω μαθημάτων γλώσσας και εξετάσεων —ένας τομέας που αυτή τη στιγμή παρουσιάζει ιδιαίτερα θετική ανάπτυξη. Επιπλέον, σημαντική είναι και η άντληση επιπρόσθετων πόρων από δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς —μια τρίτη και ήδη καθιερωμένη πηγή χρηματοδότησης. Το 2024 καταφέραμε να εξασφαλίσουμε πάνω από 30 εκατομμύρια ευρώ σε χρηματοδότηση από τρίτους, εκ των οποίων περίπου τα δύο τρίτα προήλθαν από την ΕΕ.

Αυτό είναι το χρηματοδοτικό μας μοντέλο, με το οποίο έχουμε καταφέρει να λειτουργούμε αποτελεσματικά για πολλά χρόνια. Ωστόσο, οι περικοπές των τελευταίων δύο ετών μας έφεραν αντιμέτωπους με σοβαρές προκλήσεις. Ελπίζουμε ότι η νέα κυβέρνηση θα ενισχύσει την εξωτερική πολιτιστική και μορφωτική πολιτική ως βασικό πυλώνα της εξωτερικής πολιτικής της χώρας.

Είμαστε το πολιτιστικό ινστιτούτο της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας —αλλά παραμένουμε ταυτόχρονα ένα εγγεγραμμένο σωματείο. Αυτό σημαίνει ότι διαμορφώνουμε το πρόγραμμά μας με πλήρη αυτονομία. Και αυτή η ανεξαρτησία είναι για εμάς απολύτως θεμελιώδης.

Το 2023, συζητήθηκε το ενδεχόμενο κλείσιμο του παραρτήματος της Θεσσαλονίκης για δημοσιονομικούς και στρατηγικούς λόγους —κάτι που τελικά δεν συνέβη. Το 2024, εννέα Ινστιτούτα Γκαίτε έκλεισαν παγκοσμίως, έξι από αυτά στην Ευρώπη (το 10ο ίδρυμα σε αυτήν τη λίστα ήταν το Ινστιτούτο Γκαίτε της Θεσσαλονίκης, το μόνο που κατάφερε να αποτρέψει το κλείσιμό του). Ποια είναι η θέση σας για αυτή την εξέλιξη σε μια εποχή που το δημοκρατικό, συνταγματικό και φιλελεύθερο «Ευρωπαϊκό Μοντέλο» που καθιερώθηκε μετά το 1945 αμφισβητείται ολοένα και περισσότερο από εθνικιστικές και δεξιές λαϊκιστικές δυνάμεις;

Όπως δήλωσα και παραπάνω, οι περικοπές μάς ανάγκασαν να προβούμε σε κλείσιμο κάποιων ινστιτούτων —μια απόφαση που μας κόστισε πολύ. Γιατί, φυσικά, και εμείς παρατηρούμε με ανησυχία την ενίσχυση των ακροδεξιών λαϊκιστικών δυνάμεων και τις ολοένα συχνότερες επιθέσεις κατά της δημοκρατίας.

Ακριβώς γι’ αυτό θέλω οπωσδήποτε να αποφύγω περαιτέρω κλεισίματα. Βλέπω τα ινστιτούτα μας ως χώρους ελεύθερης σκέψης, ως «ασφαλείς χώρους» (safe Spaces), όπου βιώνεται ενεργά η ανοιχτή κοινωνία, ακόμα και όταν η δημοκρατία δέχεται πιέσεις.

Σήμερα, καθώς, η Γερμανία φαίνεται να εισέρχεται σε μια περίοδο οικονομικής κρίσης, υπάρχει αυξημένη πιθανότητα αλλαγών στη λειτουργική δομή του Ινστιτούτου Γκαίτε στην Ελλάδα;

Η Γερμανία βρίσκεται πλέον στο τρίτο έτος οικονομικής ύφεσης. Παρόλα αυτά, από την οπτική μου, η χώρα παραμένει σταθερά θεμελιωμένη και εξακολουθεί να είναι η τρίτη μεγαλύτερη οικονομία παγκοσμίως. Εμείς στο Ινστιτούτο Γκαίτε αναμένουμε σταθερότητα, ακόμη και αν η πίεση του πληθωρισμού είναι σαφώς αισθητή σε πολλούς πολιτιστικούς φορείς.

Το Ινστιτούτο Γκαίτε ξεκίνησε ήδη πριν από μερικά χρόνια μια εκτεταμένη μεταρρύθμιση και γεωπολιτική αναπροσαρμογή. Για την Ελλάδα αυτό είχε ως αποτέλεσμα την ενίσχυση των δομών μας στη χώρα: το Ινστιτούτο Γκαίτε της Αθήνας, ως περιφερειακό ίδρυμα, έχει αναπτυχθεί σημαντικά από το 2025, καθώς πλέον καλύπτει μια πολύ μεγαλύτερη περιοχή με συνολικά 22 ινστιτούτα στην Ανατολική Ευρώπη.

Όσον αφορά το Ινστιτούτο στη Θεσσαλονίκη, κρίσιμα φορολογικά ζητήματα επιλύθηκαν με θετικό τρόπο, επιτρέποντάς του να συνεχίσει τη λειτουργία του σε όλους τους τομείς εργασίας σε έναν πολύ όμορφο χώρο.

Η μεγαλύτερη πρόκληση που βλέπω σήμερα είναι πώς μπορούμε να ξανακερδίσουμε το ενδιαφέρον των ανθρώπων στην Ευρώπη και παγκοσμίως για τη δημοκρατία, να τους καλέσουμε να συμμετέχουν ενεργά στη δημοκρατική διακυβέρνηση, να αποδεχθούν τη διαπραγμάτευση ιδεών και επιλογών, χωρίς να υποκύπτουν στο ελκυστικό αλλά πλασματικό κάλεσμα για εύκολες λύσεις.

Έχετε μεγάλη ακαδημαϊκή εμπειρία στην ψηφιοποίηση και τον ψηφιακό εγγραμματισμό στην εκπαίδευση. Πόσο έτοιμο πιστεύετε ότι είναι το Ινστιτούτο Γκαίτε να ανταποκριθεί στις νέες μαθησιακές ανάγκες των παιδιών, στην εποχή της παραγωγικής τεχνητής νοημοσύνης και των όλο και μικρότερων περιθωρίων για αυτοσυγκέντρωση;

Η ψηφιοποίηση και η τεχνητή νοημοσύνη αποτελούν δύο βασικούς άξονες της εργασίας μας στον τομέα της γλώσσας και της πληροφόρησης, καθώς αλλάζουν ριζικά τον τρόπο με τον οποίο μαθαίνουμε, εργαζόμαστε και ζούμε. Την τεχνητή νοημοσύνη την χρησιμοποιούμε ήδη στο γλωσσικό μας έργο, κυρίως ως εργαλείο στις μεταφράσεις —όχι όμως ως υποκατάστατο της ανθρώπινης δημιουργικότητας.

Βλέπουμε τις μεταβαλλόμενες μαθησιακές συνήθειες ως ευκαιρία για τη συνεχή εξέλιξη των γλωσσικών μας προσφορών. Από την εποχή της πανδημίας, προσφέρουμε πολλά διαδικτυακά και υβριδικά προγράμματα εκμάθησης. Ψηφιοποιούμε τις γλωσσικές εξετάσεις και παράλληλα διοργανώνουμε εργαστήρια και εκθέσεις που ενημερώνουν για τις σκοτεινές πλευρές της ψηφιακής εποχής: τα fake news στο διαδίκτυο, πώς τα αναγνωρίζουμε και τι μπορούμε να κάνουμε γι’ αυτά στην πράξη.

Ένα άλλο αντικείμενο που σας έχει απασχολήσει είναι η ψηφιακή αποικιοκρατία (digital colonialism) και η αναπαραγωγή της ανισότητας και των στερεοτύπων μέσα από την τεχνολογία. Θα θέλατε να μας δώσετε μερικά παραδείγματα από το σύγχρονο κόσμο; Με ποιους τρόπους το Γκαίτε προωθεί την ισότητα και δίνει ίσες ευκαιρίες σε νέους από όλο τον κόσμο;

Η ψηφιακή αποικιοκρατία περιγράφει τη συνέχιση αποικιοκρατικών δομών στον ψηφιακό κόσμο, δηλαδή την εκμετάλλευση ανθρώπων ως φθηνού εργατικού δυναμικού στον Παγκόσμιο Νότο για την εκπαίδευση αλγορίθμων ή την εξόρυξη πρώτων υλών που είναι απαραίτητες για την ψηφιοποίηση, όπως το κοβάλτιο και οι σπάνιες γαίες. Τα κέρδη καταλήγουν σε μεγάλες εταιρείες ψηφιακής τεχνολογίας, και είναι σημαντικό να επισημαίνουμε αυτές τις ανισότητες και να αντιστεκόμαστε σε αυτές.

Το Ινστιτούτο Γκαίτε θέτει αυτά τα ζητήματα στο επίκεντρο και προωθεί την ισότητα ευκαιριών στη ψηφιακή κοινωνία, την πολυμορφία και τη συμμετοχή. Το πρόγραμμά μας «AI to amplify» υποστηρίζει, για παράδειγμα, την ανάπτυξη κοινωνικά βιώσιμων προγραμμάτων τεχνητής νοημοσύνης που επιτρέπουν πρόσβαση σε όλους.

Το πρόγραμμα φιλοξενίας καλλιτεχνών «Studio Quantum» συνδυάζει την κβαντική πληροφορική με την τέχνη, ανοίγοντας νέους δρόμους για να συζητήσουμε τις δυνατότητες και τους κινδύνους αυτής της νέας τεχνολογίας, να πειραματιστούμε και να δημιουργήσουμε νέες προσεγγίσεις.

Η πρόεδρος του Ινστιτούτου Γκαίτε, Gesche Joost, θα συνομιλήσει με Έλληνες και Γερμανούς εκπροσώπους της πολιτιστικής σκηνής αύριο, 10 Ιουνίου, στις 20:00, στην έδρα του παραρτήματος της Θεσσαλονίκης (Β. Όλγας 66). Μαζί της οι: Μιχάλης Γουδής (Διευθυντής, Ίδρυμα Χάινριχ Μπελ, Γραφείο Θεσσαλονίκης-Ελλάδα), Πρόδρομος Τσινικόρης (σκηνοθέτης θεάτρου, δραματουργός και ηθοποιός) και Τατιάνα Λιάνη (Συγκριτολόγος του τμήματος Θεάτρου ΑΠΘ). Το συντονισμό της συζήτησης θα αναλάβει ο Τάσος Τέλλογλου, δημοσιογράφος.

*Κεντρική φωτογραφία: Loredana La Rocca

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα