γιώργος-κωνσταντίνου-κάποτε-παλεύα-1312922

Εκθέσεις

Γιώργος Κωνσταντίνου: «Κάποτε παλεύαμε για την ουτοπία. Σήμερα παλεύουμε για τα αυτονόητα»

Με αφορμή την έκθεση «Οπτική Ρητορική: Εικόνες με Νόημα», ο αντισυμβατικός εικαστικός μιλά για την τέχνη του, τον αγώνα απέναντι στην ακροδεξιά και όσα τον (απο)γοητεύουν στη Θεσσαλονίκη

Κωστής Κοτσώνης
Κωστής Κοτσώνης

Σκίτσα οξυδερκή, σκίτσα αντισυμβατικά, σκίτσα που δεν μασάνε τα λόγια τους. Γιατί και τα σκίτσα έχουν τη δική τους γλώσσα. Αυτό πιστεύει ο Θεσσαλονικιός (ή καλύτερα κοσμοπολίτης;) εικαστικός Γιώργος Κωνσταντίνου.

Κάποιοι ίσως τον γνώρισαν μέσα από το σκίτσο του για τη «χειρονομία» του Έλον Μασκ που σχολιάστηκε πολύ. Κάποιοι για την απόφασή του να διαμαρτυρηθεί, πριν μερικά χρόνια για την κωλυσιεργία δημιουργίας πάρκου μνήμης στην πλατεία Ελευθερίας. Άλλοι για τις εκθέσεις που κάνει, συνήθως σε αυτο-οργανωμένους χώρους. Οι πιο παλιοί ίσως θυμούνται τα μαθήματα κόμικ που έκανε τη δεκαετία του ’90 στην Άνω Πόλη, το εργαστήρι «Εικνοπλαστείο» στα Άνω Λαδάδικα ή την ομάδα Irenia, με την οποία θέλησε να αναδείξει νέους δρόμους για τη διδασκαλία θεμάτων όπως η μετανάστευση, η διαφορετικότητα και η πολυπολιτισμικότητα.

Πλέον κατοικεί (σχεδόν) απομονωμένος στα βουνά της Καταλονίας, όμως αυτές τις μέρες βρίσκεται στη γενέτειρά του για την προσωπική του έκθεση «Οπτική Ρητορική: Εικόνες με Νόημα», που εγκαινιάζεται στις 2 Μαΐου και θα παρουσιάζεται μέχρι και τις 15 Μαΐου στο Οικόπολις. Με αφορμή την έκθεση, μας χάρισε μία κουβέντα γεμάτη από βιώματα και προσωπικές αντιλήψεις που αξίζει να προσέξουμε.

Θέλεις να μας πεις αρχικά με τι ασχολείσαι και πού σε πετυχαίνουμε αυτήν την περίοδο;

Αυτήν τη στιγμή, έχω έρθει στη Θεσσαλονίκη, απ’ όπου κατάγομαι, για την έκθεση στο Οικόπολις. Όμως, κανονικά ζω στα βουνά της Καταλονίας. Ολοκληρώνω αυτήν τη στιγμή ένα βιβλίο, το οποίο είναι ένα οπτικό ρεπορτάζ από την επίσκεψή μου στην περιοχή γύρω από τη δομή προσφύγων στον Κατσικά Ιωαννίνων.

Από τη Θεσσαλονίκη των παιδικών και εφηβικών σου χρόνων τι έχεις να θυμάσαι; Από όσο ξέρω, είχες εκδώσει ως έφηβος και ένα περιοδικό, τη «Μαθητική Πρόταση».

Ήταν μια άλλη εποχή. Μια εποχή που υπήρχε πάρα πολύ περισσότερη ζωή στο δρόμο, μια πολύ έντονη πολιτική και πολιτιστική έκφραση. Ήταν μια εποχή στην οποία διεκδικούσαμε αυτά που θεωρούσαμε απαραίτητα. Μια εποχή που ακόμα ήταν ορατή η ουτοπία. Πλέον παλεύουμε για τα αυτονόητα. Προσπαθούμε να κρατήσουμε τα μπόσικα για να μη χάσουμε τελείως την μπάλα. Σήμερα, κάτι τόσο απλό όσο η υπεράσπιση της διακήρυξης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αντιμετωπίζεται από ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας ως αντεθνική ενέργεια.

Πράγματι, εγώ σαν μαθητής έβγαζα αυτό το περιοδικό. Είχαμε βγάλει πέντε τεύχη 48 σελίδων. Ήμασταν μια ομάδα στην οποία συμμετείχαν παιδιά από όλη τη Θεσσαλονίκη. Προσπαθούσαμε να αποφύγουμε τα καπελώματα των διαφόρων οργανώσεων, να βρούμε μια αυτονομία στην έκφραση και να ενδυναμώσουμε τους νέους ανθρώπους, να συνειδητοποιήσουν και να διευρύνουν τα δικαιώματά τους. Ήταν η εποχή που οι εκλογές για τα 15μελή συμβούλια ήταν πρόσφατη κατάκτηση του μαθητικού κινήματος και που εμείς επιχειρούσαμε να κάνουμε όσο δυνατόν περισσότερη τη συμμετοχή των μαθητών στα σχολεία.

Πάντα πίστευα ότι η εκπαίδευση δεν είναι μόνο το Υπουργείο και οι δάσκαλοι. Οι μαθητές έχουν πολύ σημαντικό ρόλο, όχι απλώς σαν αποδέκτες γνώσης που καλούνται να αποστηθίσουν αλλά σαν ενεργά υποκείμενα. Είναι αυτοί που φέρνουν μέσα τους το σπόρο της νέας κοινωνίας. Και αντί να φροντίσουμε αυτός ο σπόρος να φυτρώσει, προσπαθούμε να ισοπεδώσουμε τα πράγματα, ώστε το μόνο που να αναπαραχθεί είναι η ήδη γνωστή γνώση, με μια παπαγαλία, με έναν άκριτο τρόπο σκέψης κτλ.

Αυτό, παντως, που δεν έχει αλλάξει ιδιαίτερα από το 1985 μέχρι σήμερα είναι ο δημόσιος λόγος που κυριαρχεί στην πόλη και οι άνθρωποι που τον κυοφορούν από θέσεις-κλειδιά.

Και μετά φεύγεις στο Δυτικό Βερολίνο, Βαρκελώνη, ξανά πίσω Θεσσαλονίκη… Πώς άλλαξε το βίωμα για τη γενέτειρά σου πριν και αφού έφυγες στο εξωτερικό; Και τι σου πρόσφερε και κάθε μία από αυτές τις πόλεις;

Αρχικά, να πω ότι Θεσσαλονίκη γύρισα για έναν χρόνο μόνο, το ‘96. Στο Βερολίνο πήγα το 1985 και μου άνοιξε τα μάτια. Εγώ που στη Θεσσαλονίκη ήμουν ο «αναρχικός», ο «γκέι», ο «πανκ», ο «ναρκομανής», ό,τι μπορεί κακό να φανταστεί κανείς σαν ταμπέλα, έφτασα στο Βερολίνο και συνειδητοποίησα ότι ήμουν ένα αρκετά συμβατικό παιδάκι με αστικές καταβολές. Εκεί συνειδητοποίησα πόσο στενή ήταν οι ορίζοντες της πόλης, πόσο πολύ αυτολογοκρινόμαστε, πόσο πολύ αυτοπεριοριζομαστε από το τι θα πει «η κοινωνία».

Αργότερα, η πτώση του Τείχους και η ενσωμάτωση της Ανατολικής Γερμανίας ήταν επίσης μια φοβερή ιστορική εμπειρία. Ένιωθα ότι ζω σε μια φάση όπου ακουγότανε οι σελίδες της Ιστορίας να γυρνάνε. Πραγματικά ασύλληπτη εποχή.

Μετά πήγα στο Μπιλμπάο και στη Βαρκελώνη. Εκεί συνειδητοποίησα το πόσο η Θεσσαλονίκη είναι μια πόλη που έχει απαρνηθεί την πραγματική ταυτότητά της, εφευρίσκοντας ανύπαρκτες σχέσεις με ένα παρελθόν πριν δυο χιλιετίες. Είναι μια πόλη που αποφάσισε να σβήσει την πραγματική της ταυτότητα, και να μην κρατήσει τίποτα από την ανάμνηση της εβραϊκής μουσουλμανικής και πολυεθνοτικής θεσσαλονίκης. Όλη αυτήν την ανάμνηση, που είχε κάνει την πόλη κάποτε κούκλα κοσμοπολίτισσα, την απαρνηθήκαμε για χάρη μιας στενής, εθνικιστικής αφήγησης. Και η πόλη έγινε από Νύμφη… νυφίτσα!

Από μια λεβέντισσα κοπέλα, γεμάτη κουλτούρα και γνώσεις από παντού, έγινε μια κλειστή γεροπαράξενη, που ενοχλείται όταν της θυμίζει κάποιος το παρελθόν της.

Ήσουν παρών και στην πτώση του Τείχους;

Ναι. Ζούσα πολύ κοντά στο τείχος και ήμουνα εκεί στο Checkpoint Charlie την ώρα που οι αρχές της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας ανοίγανε τις πόρτες στις 9 Νοεμβρίου του ’89. Λίγες εβδομάδες αργότερα, άρχισα να ζωγραφίζω ένα κόμικ χωρίς λόγια για μια ανατολικογερμανική εφημερίδα. Ήταν συγκλονιστική αλλαγή να βλέπεις κομμάτια του Τείχους να αφαιρουνται, και μια πόλη να επανασυνδέεται.

Θυμάμαι είχα δει κάποιους ανθρώπους από το Ανατολικό Βερολίνο να διασχίζουν το Checkpoint Charlie και να αγκαλιάζουν τους Αμερικανούς στρατιώτες, ευχαριστώντας τους. Για μένα, αυτό ήταν μια ένδειξη ότι αυτό που το φανταζόμασταν σαν μια νίκη, το να πέσουν τα τείχη, ήταν και ως ένα μεγάλο βαθμό μια ήττα. Γιατί ξαφνικά το δυτικό στρατόπεδο, με το οποίο εγώ ποτέ επίσης δεν ήμουνα ιδιαίτερα σύμφωνος, βρέθηκε σε μια θέση να υποστηρίζει ότι έχει το απόλυτο δίκιο και να διακηρύσσει με αυθάδη έπαρση το τέλος της Ιστορίας. Δεν υπήρχε πλέον τίποτα επιλήψιμο στη Δύση. Είχε κερδίσει το «παιχνίδι», οπότε σβηστηκανε με μιας ολα της τα φάουλ: η κατασκοπεία, το κυνήγι μαγισσών σε βάρος της αντιπολίτευσης, τα πραξικοπήματα, οι παρεμβασεις του ΝΑΤΟ, και η εξάρτηση από τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Όταν έφυγε όλο αυτό το πλαίσιο, ξαφνικά βρεθήκαμε σε μια Δύση η οποία πλέον δεν χρειαζόταν να νοιάζεται για τα κοινωνικά ζητήματα, γιατί δεν υπήρχε πια κάποιο αντίπαλον δέος να την πιέζει. Μια Δύση η οποία απεμπόλησε τις προτεραιότητες του κοινωνικού κράτους, γιατί πλέον δεν της χρειαζόταν. Και που την βλέπουμε σήμερα να γκρεμίζει ακόμα και την ίδια τη φιλελεύθερη βάση τον δυτικών δημοκρατιών. Το βλέπουμε σήμερα στις ΗΠΑ αλλά ακόμα και στη Γερμανία, το πόσο εύκολα ραγίζει το οικοδόμημα της φιλελεύθερης δημοκρατίας, όταν το μοναδικό κριτήριο για τη λειτουργία των κρατών τας είναι το οικονομικό κέρδος και η διατήρηση της πλανητικής τους κυριαρχίας.

Υπήρχαν πολλά πράγματα στην Ανατολική Γερμανία που αξίζανε τον κόπο, χωρίς ποτέ να πω ότι ήτανε το σύστημα στο οποίο θα ήθελα να ζω. Υπήρχε η σιγουριά ότι κανείς δεν θα πεινάει, λειτουργούσε ένα εκπληκτικά αποτελεσματικό σύστημα ανακύκλωσης, υπήρχε πρόσβαση στην εκπαιδευση και πολύ φτηνή κατοικία, μηδενική ανεργία και άλλες διάφορες κατακτήσεις, γιατί το κράτος είχε σε μεγάλο βαθμό φεμινιστικό πρόσημο, στηρίζοντας τις γυναίκες να φτάσουν σε υψηλές διοικητικές θέσεις, προσφέροντας τη δυνατότητα να αφήσουν τα παιδιά τους σε παιδικούς σταθμούς.

Το ξήλωμα αυτού του δικτύου κοινωνικής συνοχης, σε συνδυασμό με το κλείσιμο του συνόλου σχεδόν των ανατολικόγερμανικών βιομηχανιών, η ανεργία και η απαξίωση του οτιδήποτε θυμίζει σοσιαλισμο έγινε χωρίς να προλάβει καν να το συνειδητοποιήσει ο πληθυσμός της Ανατολικής Γερμανίας. Κι αυτό είναι ίσως ο λόγος που βλέπουμε ότι η μισή Ανατολική Γερμανία ρέπει προς την ακροδεξιά.

Το κομμάτι της μετανάστευσης είναι κάτι που και σαν καλλιτέχνης πραγματεύεσαι πολύ. Μήπως αυτό οφείλεται στο ότι κουβαλάς και εσύ ένα μεταναστευτικό βίωμα;

Οπωσδήποτε. Τα πρώτα χρόνια στη ζωή μου στη Γερμανία περνούσα και εγώ, όπως και οι περισσότεροι μετανάστες, την ίδια εξευτελιστική διαδικασία ανανέωσης της άδειας παραμονής κάθε τρεις ή έξι μήνες. Εγώ απαλλάχθηκα κάποτε από αυτό ως πολίτης της τότε ΕΟΚ, αλλά κάποιοι άλλοι όχι. Αυτοί συνέχισαν να κλείνουν τα ραντεβού, να στέκονται σε ουρές από τις 06:00 τα χαράματα, να έχουν αυτήν τη διαρκή αβεβαιότητα για το μέλλον τους και αυτή την αίσθηση ότι δεν ανήκεις πουθενά.

Από τη στιγμή που συνειδητοποιείς τα προνόμιά σου, είναι πολύ φυσικό να θέλεις να τα χρησιμοποιήσεις για το καλό των ανθρώπων που δεν τα απολαμβάνουν, και αντίθετα από σένα βιώνουν καταπίεση και αποκλεισμούς.

Γενικά, η τέχνη σου και ο τρόπος που την εκθέτεις διακατέχεται κάπως από μια D.I.Y., αυτοοργανωμένη λογική. Ποια είναι η σημασία τέτοιων πρωτοβουλιών για σένα;

Η ειλικρίνειά τους. Κακά τα ψέματα, όταν ένα ΜΜΕ ή ένας χώρος τέχνης λειτουργεί ως επιχείρηση, αργά ή γρήγορα θα υπάρξει σύγκρουση ανάμεσα στην αλήθεια και το εταιρικό συμφέρον. Μου έχει τύχει π.χ. στη διάρκεια της συνεργασίας μου ως γελοιογράφου με μία ιστορική εφημερίδα της πόλης, να μου πουν «Γιώργο, αυτό το θέμα δεν το αγγίζουμε» ή «Αυτό το σκίτσο προκαλεί».

Το αυτοδιαχειριζόμενο, το αυτοεκδιδόμενο, αυτό που βγαίνει χωρίς να έχει ντε και καλά την ανάγκη του να βγάλει χρήμα, είναι κάτι που σου δίνει την ευχέρεια να μιλήσεις χωρίς λογοκρισία και συμβάσεις.

Εν έτει 2025, όπου η πληροφορία κινείται παντού και πιο γρήγορα από ποτέ, είναι ευκολότερο ή δυσκολότερο για έναν καλλιτέχνη να προωθήσει τη δουλειά του και να βιοποριστεί από αυτή; 

Είναι δύσκολο. Πάντα ήταν δύσκολο, ειδικά αν μιλάμε για μια δουλειά η οποία θέλει να απαλλαγεί από τον κορσέ της λογοκρισίας και της εμπορευματικής αισθητικής. Σήμερα ναι μεν υπάρχει ευχέρεια μέσω κοινωνικής δικτύωσης να φτάσει η δουλειά σου σε πολλά μέρη, απλά αυτή τη στιγμή υπάρχει η λογοκρισία της υπερπροσφοράς. Είναι τόσο μεγάλη η προσφορά περιεχομένου, που και το πιο δυνατό σου σκίτσο θα το δει άλλος δύο δευτερόλεπτα, ενώ ίσως σε κάποια άλλη εποχή αυτά τα σκίτσα να είχανε μια μεγαλύτερη επίδραση.

Από την άλλη, ας μην υποτιμούμε την ικανότητα που έχει ακόμα και σήμερα η Τέχνη να ανοίξει μυαλά, κουβέντες και ορίζοντες. Πρέπει να πούμε ότι τα τελευταία χρόνια υπάρχει μία ιδιαίτερη άνθηση στο χώρο του κόμικ, όχι μόνο στη Θεσσαλονίκη αλλά και σε όλη την Ελλάδα.

Φαντάζομαι ότι κάπως θα σε έχει απασχολήσει και το κομμάτι της τεχνητής νοημοσύνης. 

Φυσικά. Πότε πριν στην ιστορία της ανθρωπότητας δεν μπορούσε να παραχθεί τέχνη από μηχανές. Είναι κάτι το καινούργιο αυτό, ότι εδώ και έναν χρόνο πλέον μπορεί οποιοσδήποτε, γράφοντας μια εντολή σε έναν υπολογιστή, να αφήσει τη μηχανή να του φτιάξει μια εικόνα. Αυτές οι εικόνες πριν είχαν μεγάλες ατέλειες, αλλά είναι εντυπωσιακό πόσο γρήγορα βελτιώνονται. Σύντομα μόνο ένας ειδικός θα μπορεί να ξεχωρίσει τι είναι προϊόν τεχνητής νοημοσύνης και τι όχι.

Αυτό είναι ένα τεράστιο πρόβλημα. Οι καλλιτέχνες δεν έδωσαν ποτέ τη συγκατάθεσή τους να χρησιμοποιηθεί η τέχνη τους για να εκπαιδευτούν μηχανές που λειτουργούν ως ανταγωνιστές στο χώρο του επαγγέλματός τους. Σήμερα η πρόσβαση σε εφαρμογές τεχνητής νοημοσύνης που παράγουν εικόνες είναι σχεδόν δωρεάν, και αυτό προφανώς μπορεί να θεωρηθει αθέμιτος ανταγωνισμός σε βάρος των ανθρώπων που με το ταλέντο τους, το χρόνο και την εργασία τους δημιουργήσανε το υλικό από το οποίο τρέφεται η τεχνητή νοημοσύνη. Και αυτό που λέω δεν είναι κάτι που έχει να κάνει με την τεχνοφοβία αλλά με το γεγονός ότι κάποιες λίγες τεράστιες εταιρείες που είναι πίσω από αυτό βγάζουν χρήματα σε βάρος της δουλειάς των καλλιτεχνών. Πώς είναι δυνατόν να θεωρείται παράνομο να αναπαράγω το έργο ενός καλλιτέχνη, αλλά δεν είναι παράνομο να διδάξω μια μηχανή που παράγει έργα σαν του καλλιτέχνη;

Για μένα, το θέμα της τεχνητής νοημοσύνης εγκυμονεί τεράστιο κίνδυνο. Και ο κίνδυνος δεν είναι λόγω της ύπαρξής της, είναι λόγω του σκεπτικού με το οποίο αναπτύχθηκε. Αν ρωτήσω την τεχνητή νοημοσύνη ποιο είναι το καλύτερο σύστημα για να υπάρχει δικαιοσύνη στον κόσμο, η απάντησή της θα είναι στα πλαίσια του συστήματος που τη δημιούργησε. Είναι ένα εργαλείο το οποίο ουσιαστικά θα υποκαταστήσει ένα τεράστιο κομμάτι της ανθρώπινης δημιουργικότητας και σκέψης και το κάνει με βάση κάποια κριτήρια που δεν είναι γνωστά, δεν είναι δημόσια και δεν υπόκεινται σε κάποιο κοινωνικό έλεγχο.

Μεταξύ πολλών άλλων, έχεις σχεδιάσει και εκπαιδευτικές δράσεις και παιχνίδια «μη ανταγωνιστικού χαρακτήρα» σε δημόσια σχολεία της Καταλονίας. Θες να μου πεις κάποια πράγματα για το πώς προέκυψε αυτό; 

Δυστυχώς η οπτική που έχουμε ως Έλληνες και ως Βαλκάνιοι έχει κάποια όρια, τα οποία όταν φύγεις λίγο εκτός βλέπεις ότι είναι τελείως τεχνητά.

Εγώ αυτό το είδα στην περίπτωση της Καταλονίας. Εκεί η κοινωνία συμμετέχει ενεργά στη διαμόρφωση του σχολικού προγράμματος. Οι Δήμοι συμμετέχουν στα σχολικά προγράμματα όχι τυπικά ή χρηματοδοτικά αλλά συμβάλλοντας ενεργά, ανάλογα με τις προτεραιότητες κάθε δημοτικής αρχής, εντάσσοντας δράσεις π.χ. για την οικολογία, τον αντιρατσισμό, τη συμμετοχικότητα.

Εμείς με την ομάδα που φτιάξαμε πιστεύαμε ότι η ανταγωνιστικότητα είναι πολύ ευπρόσδεκτη για κάποιους, αλλά για ένα μεγάλο κομμάτι των ανθρώπων είναι ένας φραγμός. Για αυτό και αναπτύξαμε τρόπους με τους οποίους μπορούμε να παίξουμε χωρίς να υπάρχουν νικητές και ηττημένοι. Για να μπορέσουν και τα παιδιά μιας τάξης να αναστοχαστούν γιατί πρέπει να υπάρχει πάντα ένας που κερδίζει και 28 που χάνουν. Και το πόσο σημαντικό είναι συνεργαζόμαστε ώστε να κερδίζουμε όλοι.

Αναπτύξαμε δράσεις, επιτραπέζια παιχνίδια, παιχνίδια ρόλων, παιχνίδια προσομοίωσης που να επιβραβεύουν τα παιδιά με κοινωνικές εμπειρίες που συνήθως το σχολείο δεν επιβραβεύει: παιδιά πολύγλωσσα, παιδιά που έχουν κάποιες ιδιαιτερότητες ψυχικές ή σωματικές…

Κάτι που άλλο που μου έκανε εμένα εντύπωση είναι ότι ήδη από το 2003 ασχολούσουν με τη διαφορετικότητα και την πολυπολιτισμικότητα, μέσα και από την ομάδα Irenia. Νιώθω ότι 22 χρόνια μετά αυτές οι έννοιες συζητούνται πολύ φανερά και έντονα στον δημόσιο διάλογο. Δεδομένου ότι έχουμε και ένα δυναμικό comeback της ακροδεξιάς, πού βρισκόμαστε πάνω σε αυτά τα ζητήματα;

Βρισκόμαστε σε μια εποχή πισωγυρίσματος. Νομίζω ότι το βλέπουμε όλοι. Γίνανε πάρα πολλά θετικά βήματα σε όλες τις κοινωνίες τις τελευταίες δεκαετίες για τη συμπερίληψη άλλων ταυτοτήτων, για την κατανόηση της διαφορετικότητας ως στοιχείου που εμπλουτίζει τις κοινωνίες. Αλλά δυστυχώς υπάρχει ένα κομμάτι της κοινωνίας και ένα μεγάλο κομμάτι της οικονομίας το οποίο δεν συμφωνει με αυτές τις προόδους, να δεχτούν ότι ο κόσμος προχωράει. Και σε αυτούς είναι αυτή τη στιγμή πολύ δύσκολο να μιλήσουμε, εφόσον κιόλας η συντριπτική πλειοψηφία των μέσων ενημέρωσης είναι στα χέρια δισεκατομμυριούχων με τελείως διαφορετική ατζέντα.

Πριν μερικά χρόνια πολύ, είχες φτιάξει κάποια αφισάκια για την πλατεία Ελευθερίας και την κωλυσιεργία του να δημιουργηθεί στο σημείο ένα πάρκο μνήμης για το Ολοκαύτωμα. Πώς κατέληξες να ασχοληθείς με το ζήτημα και πώς αισθάνεσαι που η ανάπλαση φαίνεται να παίρνει το δρόμο της μετά από πολλά χρόνια;

Θα σου πω μόνο αυτό. Γεννήθηκα στην οδό Γραβιάς, σε έναν δρόμο στον οποίο στεγάζονταν κάποτε τα κεντρικά γραφεία της Γκεστάπο σε ένα παρατημένο σήμερα κτίριο. Έπρεπε να φτάσω 30 χρονών για να αντιληφθώ ότι κάθε μέρα περνούσα μπροστά από ένα πολυβολείο Ναζί και ενα κτίριο στο οποίο βασανίστηκαν και δολοφονήθηκαν εκατοντάδες άνθρωποι.

Ζούμε σε μια πόλη που ό,τι πιο όμορφο έχει να επιδείξει τους τελευταίους αιώνες είναι χτισμένο από Εβραίους, Τούρκους, Ιταλούς, Σλάβους, Βλάχους, κλπ. Σε μια πόλη που έχασε την πιο πολυπληθή εθνοτική της ομάδα. 50.000 νεκροί σε μία πόλη 300.000 κατοίκων για τους οποίους δεν φαίνεται να νοιάστηκε ποτέ. Και αυτή η πόλη έχει γυρίσει την πλάτη της σε αυτή την αλήθεια. Δεν υπάρχει άλλη πόλη στον κόσμο που η εξολόθρευση της εβραϊκής κοινότητας να έχει γίνει σε τέτοιο μεγάλο ποσοστό όσο στη Θεσσαλονίκη. Και αυτό έχει να κάνει με το ότι στη Θεσσαλονίκη, πέραν των δυνάμεων κατοχής, συνεργαστήκαν στην εξολόθρευση των Εβραίων η Εκκλησία, οι δημοτικές αρχές και πρόθυμοι εθνικιστές, οι οποίοι ήδη πριν την έλευση του Ναζί έκαναν πογκρόμ εναντίον των Εβραίων.

Για μένα, είναι μια αυτονόητη υποχρέωση, ως ένας άνθρωπος που γεννήθηκε σε αυτήν την πόλη, να κάνω ό,τι είναι δυνατόν για να μην ξεχαστεί αυτό το παρελθόν, σε μια πόλη που αυτή τη στιγμή χιλιάδες παιδιά μαθαίνουν ισπανικά και αγνοούν ότι υπήρχαν εφημερίδες καθημερινές στα ισπανοεβραίικα. Ακόμα και σήμερα είναι άγνωστο ποιος ήταν ο Αλλατίνι, ποιος ήταν ο Χιρς, ποιος ήταν ο Μπεναρόγια. Όλες αυτές τις προσωπικότητες για τις οποίες θα πρέπει να ήμασταν περήφανοι ως Θεσσαλονικείς είναι ανύπαρκτες στο δημόσιο λόγο. Και έχουμε το πανεπιστήμιό μας χτισμένο πάνω σε εβραϊκούς τάφους. Έχουμε πλάκες ρημαγμένες παντού. Έχουμε μέχρι και ένα εκκλησάκι στη Βουρβουρού χτισμένο με πέτρες από τα μνήματα. Κάθε τρεις και λίγο βανδαλίζονται εβραϊκά μνημεία. Είναι εξοργιστικό.

Δεν μπορεί να υπάρξει πραγματική δημοκρατία αν οι άνθρωποι δεν μιλάνε για το παρελθόν, αν δεν φέρονται με συνέπεια σε σχέση με αυτό. Εγώ βρίσκομαι πλέον στη Θεσσαλονίκη 10-15 μέρες το χρόνο. Αυτές τις 15 μέρες θα τις αφιερώσω εν μέρει σε αυτή τη δουλειά.

Τον τελευταίο μήνα σημειώθηκαν απανωτά περιστατικά διαμαρτυριών και έντονων αντιδράσεων από ακροδεξιές και θρησκόληπτες φωνές απέναντι σε καλλιτέχνες. Είτε ήταν ο Χριστόφορος Ζαραλίκος, είτε ήταν η Εθνική Πινακοθήκη, είτε ήταν η αλλαγή χώρου στη Ροτόντα για εκδήλωση θρησκευτικού περιεχομένου. Εσύ έχεις νιώσει πως παίζεις με τη φωτιά πάνω σε αυτά τα ζητήματα ή κάποια στιγμή που να αυτολοκρίθηκες;

Αυτό που συμβαίνει αυτήν τη στιγμή στην Ελλάδα είναι ένας εφιάλτης. Στη Θεσσαλονίκη, η ακροδεξιά πλησιάζει το 30%. Και απέναντι σε αυτό η συνήθης απάντηση είναι «Προσπάθησε να συμμαζευτείς, να μην προκαλείς».

Μα η πρόκληση είναι από αλλού, δεν είναι από την Τέχνη. Η πρόκληση ήρθε από αυτούς που φοβούνται την Τέχνη και που θέλουν να αναδείξουν τα πιστεύω τους σε απόλυτες αλήθειες και να βάλουν όρια στις σκέψεις των ανθρώπων.

Αυτή είναι η πρόκληση. Το να μιλήσεις καθαρά και να πεις σταράτα δυο πράγματα είναι, σε τελική ανάλυση, αυτό που σου δίνει ψυχική υγεία. Το να μπορείς να κοιμηθείς το βράδυ ξέροντας ότι έχεις πει το σωστό σε κάτι που σε ενόχλησε.

Δυστυχώς έχω την την εντύπωση ότι οι φιλελεύθεροι άνθρωποι, κεντροδεξιοί, κεντροαριστεροί, πες τους όπως είναι, τελικά έχουν μεγαλύτερη άνεση στο να συνεννοηθούν με τους φασίστες παρά με τους ανθρώπους που αμφισβητούν τον καπιταλισμό ή οτιδήποτε άλλο έχει να κάνει με το υπάρχον σύστημα αλλά που βάζουν σαν πρόσημο πολύ βασικό στις δράσεις τους την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Είναι τραγικό να βλέπουμε τώρα στη Γερμανία ότι οι φιλελεύθερες, υποτίθεται, δυνάμεις έχουν υιοθετήσει ακροδεξιό λόγο για να μην βγει η ακροδεξιά. Και εδώ έχουμε μια κυβέρνηση που υιοθέτησε απολύτως τον ακροδεξιό λόγο σε σχέση με τη μετανάστευση, χωρίς διόλου να προκαλέσει αυτό την οργή όλων των φιλελεύθερων ανθρώπων. Και όσοι τα λέμε αυτά νιώθουμε φωνή βοώντος εν τη ερήμω.

Όταν καταπιέζονται οι πιο ευάλωτοι και δεν αντιδράει η κοινωνία, σύντομα θα έρθει η σειρά και των λιγότερο ευάλωτων. Ζούμε σε μια χώρα που σκοτώνει κάθε χρόνο εκατοντάδες ανθρώπους στα σύνορα και δεν το βλέπουμε καν στις ειδήσεις. Ζούμε σε μια χώρα που κλείνει στη φυλακή παιδιά 17χρονα, 18χρονα επειδή βρέθηκαν στην ανάγκη να οδηγήσουν μια φουσκωτή βάρκα. Άνθρωποι που ψάχνουν την ελευθερία τους τιμωρούνται από το ελληνικό κράτος, λες και είναι εγκληματίες, λες και αυτοί προκαλέσαν τα προβλήματα της χώρας.

Η μετανάστευση δεν δημιουργεί προβλήματα. Απλώς, αναδεικνύει τα ήδη υπάρχοντα προβλήματα της κοινωνίας. Δεν φέρνουν οι μετανάστες το στεγαστικό πρόβλημα. Το στεγαστικό πρόβλημα έχει να κάνει με την κερδοσκοπία, έχει να κάνει με την έλλειψη κοινωνικής στέγης, με την έλλειψη αυτής της κοινωνικής αίσθησης ότι ένα κράτος πρέπει να φροντίζει οι άνθρωποι να στεγάζονται.

Το πιο εύκολο είναι να πεις «Α, φταίει ο ξένος». Ένας Έλληνας εφοπλιστής ή μεγαλοκαρχαρίας που κλέβει εκατομμύρια, απαλλάσσεται των φόρων και παίρνει κρατικές αναθέσεις με διαδικασίες κομμένες και ραμμένες στα μέτρα του, αυτός δεν προκαλεί μεγαλύτερο κακό στη χώρα; Δεν θα έπρεπε επίσης να μπει στη λίστα όσων φταίνε για τα σημερινά μας προβλήματα; Όμως, είναι άβολο να τον αποκαλέσουμε κλέφτη, γι’ αυτό και η εύκολη λύση είναι να πούμε ότι για όλα μας τα κακά φταίνε οι πιο παραπεταμένοι της κοινωνίας.

Ως καλλιτέχνης βοήθησες στη δημιουργία μίας κοινότητας από κομίστες στη Θεσσαλονίκη, με τη διδασκαλία σου στο Εντευκτήριο του Αγίου Παύλου πολλά χρόνια πριν. Πλέον φαίνεται ότι τα πράγματα προχώρησαν πολύ, καθώς η πόλη διοργανώνει και μία πολύ πετυχημένη ComicCon. Συμφωνείς;

Πράγματι, είναι πολύ μεγάλη χαρά το ότι υπάρχει τόσο δραστήρια σκηνή κόμικς στη Θεσσαλονίκη. Και σε έναν βαθμό αισθάνομαι μια ευχαρίστηση και περηφάνεια γιατί με αυτά τα μαθήματα στο Εντευκτήριο —για τα οποία, σημειωτέον, είχαν υπάρξει επίσης αντιδράσεις από δημοτικούς συμβούλους, ότι έθιγα κάποια πράγματα που δεν έπρεπε— αναδείχθηκαν άτομα που σήμερα είναι σημαντικοί παράγοντες της άνθησης των κόμικ στην πόλη μας.

Κλείνοντας, θες να μας πεις κάποια πράγματα και για την έκθεση «Οπτική Ρητορική: Εικόνες με Νόημα», που παρουσιάζεται στο Οικόπολις μέχρι τις 15 Μαΐου; Μου φαίνεται λίγο παράδοξος ο τίτλος, καθώς από τη μία έχουμε την εικόνα («οπτική») και από την άλλη το λόγο («ρητορική») σε ένα.

Με αυτόν τον τίτλο εννοώ ότι το σκίτσο είναι μια γλώσσα με την οποία μπορούμε να εξηγήσουμε πράγματα, να οπτικοποιήσουμε ιδέες και να δείξουμε και πράγματα που δεν θα λέγαμε εύκολα με το λόγο.

Αν δεχτούμε ότι το σκίτσο είναι γλώσσα, αυτό σημαίνει ότι έχει ένα λεξιλόγιο, μια γραμματική, ένα συντακτικό και σχήματα λόγου. Ρητορική και πίεση. Είναι, εντέλει, ένα μέσο επικοινωνίας για να κοινοποιήσεις και να κάνεις κατανοητές ιδέες, ιστορίες, πραγματικότητες.

Υπό αυτήν την έννοια η ρητορική, η οπτική ρητορική είναι ο τρόπος με τον οποίο καταφέρνει η εικόνα να μεταδώσει αυτά τα μηνύματα, αλλάζοντας τη σημασία ή της οικειότητες των αντικειμένων, με την υπερβολή, την επανάληψη, την παρομοιωση. Αυτά δεν διδάσκονται ιδιαίτερα στις σχολές, αλλά αντίθετα δίνεται έμφαση στην αισθητική, αν και αυτή είναι το τελευταίο πράγμα που παίζει ρόλο στην κατανόηση μιας εικόνας.

Για παράδειγμα, στην Ελλάδα το πολιτικό σκίτσο είναι συνήθως μια έξυπνη ατάκα εικονογραφημένη. Αντίθετα, εγώ δίνω έμφαση κυρίως στην εικόνα, και το κείμενο απλώς μπορεί να λειτουργεί συμπληρωματικά.

Αυτή η έκθεση γίνεται μετά από πρόσκληση του Οικόπολις και είναι κάτι που με τιμά. Σε αυτήν θα δείξω περισσότερο έργα που έχουν να κάνουν με τις κοινωνικές μου παρεμβάσεις. Αποτελείται από περίπου 20 ενότητες με σκίτσα διαφόρων θεματικών, κυρίως της τελευταίας διετίας, και με έμφαση στην οπτική ρητορική. Θα χαρώ να σας δω εκεί.

Η έκθεση «Οπτική Ρητορική: Εικόνες με Νόημα» παρουσιάζεται στο Οικόπολις (Πτολεμαίων 29Α) μέχρι και τις 15 Μαΐου, από τις 18:00 μέχρι τις 21:00. Εγκαίνια: 2 Μαΐου στις 18:00.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα