Αν δεν το πόσταρες, πήγες πραγματικά διακοπές;
Γιατί γινόμαστε μικροί «influencers», ανεβάζοντας ασταμάτητα κάθε στιγμή μας στα social media, όταν πηγαίνουμε διακοπές;
Κεντρική εικόνα: Unsplash
Προσεκτικά επιμελημένες φωτογραφίες από τα σοκάκια ελληνικών νησιών, με τα γραφικά άσπρα σπιτάκια στο background, instagram stories με καταγάλανα νερά στις παραλίες, χορούς στα πανηγύρια ενώ ακούγεται το «Γλέντι» και αυθόρμητα-στημένες πόζες μπροστά από τον φακό, γέμισαν τα social media για ένα ακόμα καλοκαίρι.
Μετράμε τη ζωή μας σε post και τρεφόμαστε με likes.
«Αν δεν το πόσταρες, δεν το έζησες» είναι η νοοτροπία της γενιάς μας και γι’ αυτό όπου σταθούμε και βρεθούμε, ανοίγουμε την κάμερα του κινητού και αφού έχουμε βγάλει την τέλεια λήψη, επεξεργαστούμε λίγο την φωτεινότητα και τις σκιές, πατάμε «κοινοποίηση», έτσι ώστε όλοι να δούνε την ζωή μας στο πιο «τέλειο» και «καλοφτιαγμένο» κάδρο.
Ο τρόπος που πηγαίνουμε διακοπές έχει αλλάξει από τότε που τα social media ξεκίνησαν να τον καθορίζουν.
Το να ξεφύγεις από όλους και από όλα σημαίνει ταυτόχρονα να φροντίζεις, έτσι ώστε όλοι οι φίλοι, γνωστοί και άγνωστοι στον online μικρόκοσμο που έχεις δημιουργήσει, να γνωρίζουν ακριβώς τι κάνεις, τι τρως, τι φοράς και σε ποια παραλία βυθίζεις τα πόδια σου.
Πηγαίνουμε διακοπές για ένα τριήμερο και όλοι γινόμαστε ξαφνικά μικροί «influencers» του χωριού μας, κάνουμε oversharing στο έπακρο, νιώθουμε την ανάγκη να τονίσουμε τις καλύτερες στιγμές μας και να τις παρουσιάσουμε στον κόσμο, ενώ στην πραγματικότητα τα «τέλεια» αυτά στιγμιότυπα αποτελούν το 1/5 της ζωής μας, καταλήγουμε να πλάθουμε μία online ψευδή πραγματικότητα, ακόμα και προσωπικότητα.
Έρευνες δείχνουν ότι οι άνθρωποι ψεύδονται συνεχώς για τις διακοπές τους.
Πάνω από τα δύο τρίτα, το 68% των Αμερικανών δήλωσαν ότι είχαν πει σε κάποιον ότι απόλαυσαν τις διακοπές τους περισσότερο από ό,τι στην πραγματικότητα, ενώ το 52% δήλωσαν ότι δεν θα το έλεγαν σε κανέναν αν οι διακοπές τους ήταν καταστροφικές.

Και κάπως έτσι, αρχίζουμε να χάνουμε εντελώς τις εμπειρίες που βιώνουμε σε πραγματικό χρόνο.
Συνδεόμαστε στα social media και αποσυνδεόμαστε από την πραγματική ζωή, στην προσπάθεια να βγάλουμε μανιωδώς την τέλεια λήψη.
Παρακολουθούμε πού πήγαν και τι έκαναν οι άλλοι, έτσι ώστε να βρεθούμε και εμείς μέσα στο πλήθος, να ακολουθήσουμε τη μάζα για να δείξουμε ότι είμαστε μέρος της, με τον φόβο μην χάσουμε κάτι που οι άλλοι – έμφαση στο «οι άλλοι» – θεωρούν σημαντικό. Το γνωστό σε όλους FOMO που ακολουθεί τη γενιά μας παντού.
Το «Fear of Missing Out» έχει αποδειχθεί ότι συνδέεται με την κατάθλιψη, η οποία με τη σειρά της ωθεί τους ανθρώπους να χρησιμοποιούν ακόμη περισσότερο τα social media για να πάρουν μια δόση ντοπαμίνης — της χημικής ουσίας που εκκρίνεται από τον εγκέφαλο και δημιουργεί ένα αίσθημα ευφορίας όταν κάποιος κάνει «like» σε μια ανάρτηση.
Ψάχνουμε ποια μαγαζιά τρεντάρουν στο Tik Tok για να πάμε και να βγάλουμε ακόμα ένα ίδιο στόρι με άλλους 100, ποιο νησί είναι πιο «ινσταγκραμικό» το φετινό καλοκαίρι, ποιο πανηγύρι είναι πιο… «χαιπαρισμένο».
Και όταν εν τέλει γινόμαστε μέρος του πλήθους και καταφέρουμε να βρεθούμε στο κατάλληλο μέρος/νησί/μαγαζί, την κατάλληλη ώρα, μας νοιάζει περισσότερο να το δείξουμε, παρά να το απολαύσουμε.
Καταλήγουμε να μπαίνουμε σε μία διαδικασία διαρκούς σύγκρισης, συγκρίνοντας τις τελικά ψεύτικες και καλά-επεξεργασμένες ζωές μας, τις πλαστές αποδείξεις ότι όντως κάναμε κάτι καλύτερα από τον άλλον – γεμίζοντας με τον πιο τεχνολογικά εξελιγμένο τρόπο, τα κενά από τις ανασφάλειές μας.
Καλύτερο μέρος, ακριβότερο φαγητό, πιο γυμνασμένο σώμα, ομορφότερο μαγιό, αισθητικά ωραιότερο feed.
Μέχρι το επόμενο post.
Μην ξεχάσετε να πατήσετε like.