57 χρόνια από το πραξικόπημα της 21 Απρίλη 1967
Ένα μεγάλο αφιέρωμα - Η parallaxi θυμάται μέσα από τα άρθρα της.
Σαν σήμερα, συμπληρώνονται 57 χρόνια από το στρατιωτικό πραξικόπημα της 21ης Απρίλη 1967, τη «μαύρη» σελίδα στην πολιτική ιστορία της χώρας.
Εκείνη την ημέρα και ενώ είχαν προκηρυχθεί εκλογές για τις 28 Μαΐου, μια ομάδα αξιωματικών του στρατού, υπό την ηγεσία του ταξίαρχου Στυλιανού Παττακού και των συνταγματαρχών Γεωργίου Παπαδόπουλου και Νικόλαου Μακαρέζου, κατέλαβε την εξουσία με πραξικόπημα.
Η δικτατορική διακυβέρνηση στην Ελλάδα, έπεσε μετά από επτά χρόνια, στις 23 Ιουλίου 1974, εξ’ ου και η περίοδος είναι γνωστή ως “επταετία”. Λίγους μήνες νωρίτερα, είχαν προηγηθεί τα αιματηρά γεγονότα στο Πολυτεχνείο που σημάδεψαν την ιστορία της χώρας.
Η parallaxi μέσα από κείμενα της, θυμάται στιγμές και αναμνήσεις που σημάδεψαν την εκείνη την επταετία την κοινωνική, πολιτική και πολιτιστική ζωή της χώρας.
21η Απριλίου 1967 – Πέντε Θεσσαλονικείς διηγούνται τη δική τους ιστορία από εκείνη τη μέρα και μας χαρίζουν σπάνιες φωτογραφίες τους
Το 2017 με αφορμή τη συμπλήρωση 50 χρόνων από την 21η Απριλίου, η parallaxi είχε ζητήσει από πέντε Θεσσαλονικείς να θυμηθούν τη μέρα που η Δικτατορία επιβλήθηκε στη χώρα.
Η Αλέκα Γερόλυμπου, ο Σπύρος Κουζινόπουλος, η Όλγα Τριαρίδου, η Ελένη Χοντολίδου και ο Απόστολος Παπαγιαννόπουλος θυμούνται όσα έζησαν στη Θεσσαλονίκη εκείνη τη μέρα που το ημερολόγιο έγραφε 21 Απριλίου.
Χούντα ήταν και πέρασε
Ο Γιάννης Γκροσδάνης καταγράφει το χρονικό της 21ης Απριλίου μέσα από τις καταγραφές του ελληνικού κινηματογράφου και του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.
Αξίζει σίγουρα αναφοράς η παρουσία του Τζεϊμς Πάρις, ο οποίος με την πληθωρική παρουσία του στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης κατέθεσε μια σειρά ταινιών που έτυχαν υποστήριξης από την χούντα αφού θεωρήθηκαν πως εξυπηρετούσαν ιδέες και απόψεις του καθεστώτος.
Η αλήθεια είναι ότι ο Πάρις έδωσε στο Φεστιβάλ εκείνης της εποχής περισσότερη ζωντάνια με την εκκεντρική παρουσία του και προσπάθησε να ενισχύσει μια αστική αντίληψη (επισημο ένδυμα, προσκλήσεις, καθωσπρέπει προβολές χωρίς αντιδράσεις από τον β’ εξώστη) που υπήρχε για τα καλλιτεχνικά δρώμενα του Φεστιβάλ. Ήταν βέβαια μια αντίληψη με πλαίσιο που πολεμήθηκε άγρια από τα παιδιά του Β εξώστη, που θεωρούσαν τον Πάρις και τις ταινίες του κόκκινο πανί σε κάθε περίπτωση.
Η αντίδραση τους βέβαια έφτασε στο σημείο να εξαγριώσουν ακόμα και συντελεστές των ταινιών, όπως συνέβη το 1972 με τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ, πρωταγωνιστή του ΠΑΠΑΦΛΕΣΣΑ, φουστανελάδικο βιογραφικό δράμα που σίγουρα στήριζε τις φαντασιόπληκτες αντιλήψεις των συνταγματαρχών για την σύνδεση 25ης Μαρτίου 1821 με 21η Απριλίου 1967. Ένα ακόμα ενδεικτικό παράδειγμα αυτής της σχέσης υπήρξε η ταινία του Ντίμη Δαδήρα ΤΑ ΣΥΝΟΡΑ ΤΗΣ ΠΡΟΔΟΣΙΑΣ, για την οποία ο Πάρις κέρδισε θριαμβευτικά τα βραβεία του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το 1968.
Για τις ανάγκες της ταινίας, ως παραγωγός εξασφάλισε από το καθεστώς το κτήριο της Βουλής των Ελλήνων ως χώρο γυρισμάτων (μια ιστορία που χρόνια αργότερα ο Νίκος Περάκης διέσωσε με σπαρταριστό τρόπο στην υπέροχη κωμωδία του ΛΟΥΦΑ ΚΑΙ ΠΑΡΑΛΛΑΓΗ).
Η πολιτιστική ζωή της Θεσσαλονίκης στα χρόνια της Χούντας
“Η ενεργός με διαφορετικές εντάσεις αντίρρηση και αντίθεση στο χουντικό καθεστώς από την πνευματική, καλλιτεχνική δραστηριότητα είναι από μια πλευρά το υπόβαθρο για όλες της μορφές ενεργητικής αντίθεσης. Καλλιτεχνικές εταιρείες, και σύλλογοι, γκαλερί, εκδόσεις διαλέξεις, θέατρα διαμορφώνουν ένα γενικότερο πλέγμα αντίληψης και μια γενικότερη στάση που επηρεάζει ακόμη και όσους είτε αποφεύγουν τη δημόσια αντίθεση είτε ακόμη και πολιτικά είναι διστακτικοί. Στη Θεσσαλονίκη η «Τέχνη», οι κινηματογραφικές λέσχες, το Θεατρικό Εργαστήρι, ο «Κοχλίας» και άλλα όπως ακόμα και ένα μικρό κατάστημα όπως το «Ζ-Μ» ιδιαίτερα μετά την καταδίκη του Παύλου Ζάννα για τη συμμετοχή του στη «Δημοκρατική Άμυνα» και τη φυλάκιση του.
«Προσεκτικές» συναντήσεις σε καφενεία, σε ταβέρνες, σε κινηματογράφους, σε μπαράκια, σε βιβλιοπωλεία αποκτάνε μια σημαντική και αποτελεσματική συνοχή. Γι’ αυτό άλλωστε τα αυταρχικά καθεστώτα τα θέτουν όλα αυτά υπό παρακολούθηση , τα κλείνουν κλπ. Γενικότερη σημασία έχει ότι στην πολιτιστική, πιο γενικά στην πνευματική στάση, βρίσκουν με διαφορετικούς τρόπους κοινό πεδίο, διαφορετικές πολιτικές στάσεις και προσλήψεις συνθηκών.
Στο ίδιο γενικό πλαίσιο, η Θεσσαλονίκη, είχε πολύ μικρότερη επαφή με τα δίκτυα πληροφόρησης απ’ ότι η Αθήνα, δεν ήταν από την άποψη αυτή συγκρίσιμη η μία με την άλλη. Πρωτοβουλίες, αντιδράσεις εναντίον της χουντικής διακυβέρνησης που δεν είχαν άμεση απήχηση στην καθημερινή ζωή, δεν εύρισκαν διέξοδο στο ευρύτερο κοινό.
…Η κατάληψη ήρθε ως φυσική συνέπεια. Παρά την απομόνωση τού κτιρίου της Σχολής από την πόλη και τις τελείως διαφορετικές συνθήκες από το Πολυτεχνείο της Αθήνας, οι φοιτητές επιμένουν. Το μεσημέρι της 16ης Νοεμβρίου η κατάληψη είχε αρχίσει κι ύστερα έπο μια επίμονη αυτο-οργάνωση άρχισε να λειτουργεί ραδιοφωνικός σταθμός που εγκαταστάθηκε στο εργαστήριο μου («Εγώ έδωσα τα κλειδιά για να εγκατασταθούν οι φοιτητές στο υπόγειο της Πολυτεχνικής»), ενώ μπορούσαν να μιλούν από το τηλέφωνο του με όλο τον κόσμο”… Δημήτρης Φατούρος στην εισαγωγή του στο βιβλίο του Χρ.Ζαφείρη “αντεθνικώς δρώντες…” με τίτλο “Το ημερολόγιο μιας ιστορικής διαδικασίας” σσ: μεταπολιτευτικά πρύτανης του ΑΠΘ, ήταν από τους ελάχιστους καθηγητές στην Πολυτεχνική σχολή του ΑΠΘ που συμπαραστάθηκε τους διωκόμενους φοιτητές στην περίοδο της χούντας, τους εμψύχωνε με τη δημοκρατική του στάση και διδασκαλία και δέχτηκε διώξεις από το καθεστώς. Ανακρίθηκε από την ΚΥΠ μαζί με τη γυναίκα του Μίκα Χαρίτου-Φατούρου στην υπόθεση της αντιστασιακής οργάνωσης «Δημοκρατική Άμυνα» και τους απαγορεύτηκε η έξοδος από τη χώρα. Τον Ιούνιο του 1969 παραιτήθηκε από τη θέση του κοσμήτορα της Πολυτεχνικής σχολής διαμαρτυρόμενος για το διορισμό κυβερνητικού επιτρόπου στα πανεπιστήμια.
«Η ιδιομορφία της Θεσσαλονίκης σε σχέση με την Αθήνα ήταν ότι είχε περισσότερο παρακράτος και οργανωμένες ομάδες τραμπούκων. Το Πανεπιστήμιο ήταν απομονωμένο από την πόλη και η Πολυτεχνική σχολή εντελώς στην άκρη. Σε έπιανε ο φόβος να κυκλοφορήσεις μετά το σούρουπο», τονίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Κώστας Αναγνωστόπουλος, μέλος της Συντονιστικής Επιτροπής της κατάληψης.
21η Απριλίου 1967… Ξέρεις τι είναι
Ένα κείμενο του Δημήτρη Κανονίδη για την ημέρα του πραξικοπήματος, στο οποίο γράφει χαρακτηριστικά:
“21 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1967..
ΞΕΡΕΙΣ τι είναι..
…να ξυπνάς ένα πρωί και να ακούς στους δρόμους τους ήχους από τις ερπύστριες των τανκς.. …να ακούς από το ραδιόφωνο δημοτικά τραγούδια και την παγερή φωνή του εκφωνητή να λέει οτι ”εκηρύχθη στρατιωτικός νόμος ανα άπασαν την ελληνικήν επικράτεια και οτι αναστέλλεται η λειτουργία του ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ … ..
να είσαι στην τρυφερή ηλικία των 15 σου χρόνων, να παίζεις με τους συνομηλίκους, να βλέπεις να περνά από τη γειτονιά σου κάποιο στρατιωτικό αυτοκίνητο, και να παγώνει το αίμα σου να σταματά να χτυπά η καρδιά σου, γιατί κάποιον ήρθανε να συλλάβουν…κάποιον…που μπορεί νάναι ο πατέρας σου, ο παππούς σου, χαρακτηρισμένοι “αριστεροί”.
Το έγκλημά τους, ότι πολέμησαν στην αντίσταση τους Γερμανούς …ονειρεύτηκαν ένα δικαιότερο κόσμο”.
Χούντα: Η κατάληψη της ελληνικής πρεσβείας στο Λονδίνο
Ήταν βράδυ της 28ης Απριλίου του 1967. Μια ολόκληρη εβδομάδα μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα στην Ελλάδα και στην οδό Upper Brook του Λονδίνου -διεύθυνση της ελληνικής πρεσβείας- κανείς δεν είχε υποπτευθεί το φορτηγό-βαν που σταματά μπροστά στην ελληνική πρεσβεία.
Δύο γυναίκες που κρατάνε συμβολικά λουλούδια-νάρκισσους, κατεβαίνουν και χτυπούν την πόρτα. O θυρωρός ανοίγει και τότε.. ταχύτατα, από το πίσω μέρος του φορτηγού θα ξεπηδήσουν 50 διαδηλωτές που θα τρέξουν μέσα και θα κάνουν κατάληψη. Ήταν -ίσως- η πρώτη μεγάλη διεθνής θεαματική αντίδραση στην χούντα των συνταγματαρχών, που για χρόνια δεν έγινε γνωστή και μόνο όταν άνοιξαν προφανώς τα εθνικά βρετανικά αρχεία, (πιθανολογείται το 2004) ήρθε στη δημοσιότητα στην Μεγάλη Βρετανία.
Μια ιστορία στη Χούντα
Γράφει ο Γιώργος Τούλας.
Τη χούντα τη θυμάμαι λίγο. Στιγμές μόνο. To χειμώνα το ’71 πήγαινα στον παιδικό σταθμό Ελπίς, πίσω από τον Άγιο Θεράποντα. αυστηρών ηθών, όπως όλα στην εποχή. Τα μεσημέρια μας έβαζαν να κοιμηθούμε υποχρεωτικά και διάλεγα το επάνω κρεβάτι για να μη καλοβλέπει αυτή που έκανε έλεγχο, πως ψεύτικα έκλεινα τα μάτια και δεν κοιμόμουν στα αλήθεια, διότι υπήρχε τιμωρία για την απείθεια. Στο πρωινό, επειδή δεν άντεχα τις ελιές που έπρεπε να φάμε με το ζόρι, τις έκρυβα στην τσέπη της ποδιάς για να τις πετάξω πίσω από το φράχτη στο διάλειμμα. Έτσι η ποδιά μου είχε αιωνίως μια λαδιά μπροστά και έπρεπε να εξηγώ και στο σπίτι τι κάνω.
Όταν μας ανακοίνωσαν πως θάρθει η σύζυγος του πρωθυπουργού, έτσι αποκαλούσαν τότε το δικτάτορα, να μας επισκεφτεί, μαύρος πανικός έπεσε στο σχολείο. Ένα μήνα ετοιμάζονταν όλα. Βαψίματα, καθαρισμοί, φωταψίες. Όταν έφτασε η μέρα πήγαμε σιδερωμένα στην τρίχα, έχοντας μελετήσει τα λατρευτικά στιχάκια, προβάρει τα πατριωτικά άσματα και κυρίως με οδηγίες ούτε καν να τολμήσουμε να ανασαίνουμε μπροστά της. Πέντε λεπτά πριν φθάσει η υψηλότης της ένα παιδί κατουρήθηκε από φόβο και τότε η διευθύντρια, που θα ορκιζόσουν πως είχε θητεύσει στους Ναζί, το χαστούκισε δυνατά μπροστά σε όλους με αποτέλεσμα το δαχτυλίδι της να του σκίσει το μάγουλο. Φυσικά το παιδί έκλαψε βουβά μέσα σε ένα ποτάμι αίματος, αλλά που να τολμήσει να μιλήσει;
PODCAST: H κιτς αισθητική της δικτατορίας
Τεράστια πουλιά από φελιζόλ, Δούριοι Ίπποι, καπελάκια και μποτάκια της Δέσποινας, τσάμικα και μιστριά.
Επτά χρόνια υποβάθμισης της αισθητικής μιας χώρας, που εκτός από το γύψο και το σκοτάδι έγινε μάρτυρας μιας φρικτής αισθητικής.
Η λογοτεχνία από την εποχή της δικτατορίας έως τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης
Οι τρόποι με τους οποίους αντέδρασαν οι Έλληνες συγγραφείς στο απριλιανό καθεστώς των συνταγματαρχών έχουν τη δική τους ιστορία: από τη δήλωση του Γιώργου Σεφέρη («Βλέπω μπροστά μου τον γκρεμό όπου μας οδηγεί η καταπίεση που κάλυψε τον τόπο. Αυτή η ανωμαλία πρέπει να σταματήσει»), στις 28 Μαρτίου του 1969, και την κατά πόδας (με διαφορά μικρότερη του ενός μηνός) πολιτική αποκήρυξη των Δεκαοχτώ («Ελεύθερη πνευματική ζωή δεν μπορεί να υπάρξει όσο υπάρχει λογοκρισία») μέχρι την έκδοση από τους ίδιους το 1970 του αντιδικτατορικού τόμου «Δεκαοχτώ κείμενα», με προμετωπίδα το πολυδιαβασμένο σήμερα σεφερικό ποίημα «Οι γάτες τ’ Άη Νικόλα».
Ήταν 21 Απριλίου 1967…
Μέσα από το κείμενό του, ο Θόδωρος Παπαϊωάννου θυμάται τις αναμνήσεις της δύσκολης εκείνης ημέρας, γράφοντας:
“Εκείνο το βραδάκι, γυρίζοντας από τον καθιερωμένο ποδοσφαιρικό αγώνα μεταξύ της “πάνω” και της “κάτω” γειτονιάς (που δεν τελείωνε ποτέ αν η μια ομάδα δεν πετύχαινε 12 τέρματα σε βάρος της αντιπάλου…εξ’ ου και το προχωρημένο της ώρας) πέρασα έξω από το “καφενείο των αριστερών”. Ο πλέον επώνυμος εκπρόσωπος του συγκεκριμένου πολιτικού χώρου βρισκόταν στην είσοδο.
Βλέποντάς με, με παρεκάλεσε να “πεταχτώ να του αγοράσω την ΑΥΓΗ” δίνοντάς μου ένα δίδραχμο έναντι της 1,50 δραχμής που ήταν η τιμή της.
Έτρεξα στο σχετικό βιβλιοπωλείο (χώρο διανομής οποιουδήποτε εντύπου) και ζήτησα την εφημερίδα.”
To δράμα μιας οικογένειας στη δικτατορία
Ήταν προχωρημένος Ιούλιος, τέσσερις το απόγευμα. Πέταξα τα ρούχα μου κι μπήκα κάτω από το ντους. Αισθανόμουν σαν να ξεγελούσα την αποχαύνωση που έσφιγγε το λαιμό της Αθήνας.
Μια ιστορία από την παρουσίαση του βιβλίου του Τηλέμαχου Χυτήρη “Ημερολόγιο μιας Επιστροφής”, στη Θεσσαλονίκη.
Το πραξικόπημα της Πιτζάμας – Ποιο ήταν και γιατί ονομάστηκε έτσι
Γράφει ο Αλέξανδρος Βασιλείου.
Το “Πραξικόπημα της Πιτζάμας”, όπως έμεινε στην ιστορία, πρόκειται για συνωμοτική κίνηση ομάδας αξιωματικών για την ανατροπή της κυβέρνησης του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Ο χαρακτηρισμός αυτός προήλθε από τον τότε Υπουργό Εθνικής Άμυνας Ευάγγελο Αβέρωφ-Τοσίτσα, εξαιτίας του γεγονότος πως οι πραξικοπηματίες συνελήφθησαν ενώ κοιμούνταν στα σπίτια τους. Βέβαια, κατά την ανάκριση των συλληφθέντων από την Στρατιωτική Δικαιοσύνη διαπιστώθηκε πως κύριος στόχος ήταν η άσκηση πίεσης στην κυβέρνησή του να παύσει τη δίωξη εθνικοφρόνων πολιτών, να μειώσει τη δραστηριότητας του ΚΚΕ, να επαναφέρει την Ελλάδα στο ΝΑΤΟ και να αποφυλακίσει τους προφυλακισθέντες πρωταιτίους του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου. Δηλαδή, δεν επρόκειτο για ένα τυπικό πραξικόπημα.