Αγνοείται, η ελπίς
Ένα κείμενο με αφορμή το δυστύχημα στα Τέμπη
«Ο δρόμος της αλήθειας περνάει πάνω από ένα σκοινί που δεν είναι τεντωμένο σε μεγάλο ύψος, αλλά ακριβώς λίγο πιο πάνω από τη γη. Φαίνεται περισσότερο να προορίζεται να σκοντάφτουν οι άνθρωποι, παρά να βαδίζουν πάνω σ’ αυτό» – Franz Kafka
Τέσσερις η ώρα το πρωί και για όγδοη νύχτα που θα μείνω άυπνη. Οι ουρανοί άνοιξαν αυτές τις μέρες, ξεπλένουν την ντροπή. Η γειτονική πολυκατοικία γέμισε κόκκινα κεριά και άσπρα χρυσάνθεμα η Αναστασία, μια γειτόνισσα μας βρέθηκε στη λίστα των θυμάτων. Προσπαθώ να ανασύρω από τη μνήμη μου την εικόνα της, το πρόσωπό της. Περνώ καθημερινά από την οικοδομή που διέμενε η άτυχη γυναίκα και σκέφτομαι πως στη θέση της θα μπορούσε να είναι η καθεμία και ο καθένας από εμάς. Με κυνηγάνε οι εικόνες των παιδιών που χάθηκαν, των αδικοχαμένων ανθρώπων, των οικογενειών τους. Με κυνηγάνε οι σκέψεις των «αόρατων ανθρώπων», εκείνων των μεταναστριών/μεταναστών ή εργατριών/εργατών που δεν βρέθηκαν καν στην μαύρη λίστα ·εκείνων που μπορεί να μην ταυτοποιηθούν ποτέ. Δέκα επτά ημέρες έπειτα από τραγικό δυστύχημα και ακόμη δεν έχει δοθεί στη δημοσιότητα ο ακριβής αριθμών των επιβαινόντων ατόμων, καθώς το σύστημα δεν υποστηρίζει τη συνολική εποπτεία αγοράς εισιτηρίων.
Στο μυαλό μου παίζουν οι ίδιες σκέψεις ξανά και ξανά, σαν μια λούπα που με στοιχειώνει και δεν με έχει αφήσει να ησυχάσω αυτές τις μέρες. Πενθώ ακόμη και αν δεν ήξερα τα πρόσωπα, ακόμη και αν δεν είναι δικοί μου άνθρωποι με την στενή του όρου έννοια, τους αισθάνομαι κοντά στη καρδιά μου. Όλες και όλοι βράζουμε στο ίδιο καζάνι, όσες και όσοι δεν γεννηθήκαμε εντός προνομίων· το νέο προλεταριάτο, όπου οι σύγχρονες επιστημόνισσες και σύγχρονοι επιστήμονες ονομάζονται πια πρεκαριάτο.
Δεν μπορώ να διανοηθώ τι περνούν οι οικογένειες και τα αγαπημένα πρόσωπα των αδικοχαμένων και αγνοούμενων ανθρώπων, δεν ξέρω αν η φράση «λυπάμαι ειλικρινά» ή «συλλυπητήρια» έχει να πει κάτι πέραν του τυπικού. Από τη πρώτη στιγμή που δημοσιεύτηκε η είδηση του δυστυχήματος, έμεινα καθηλωμένη στην οθόνη να παρακολουθώ τις μαύρες εικόνες των πυροσβεστών και των ανθρώπων της ΕΜΑΚ να προσπαθούν να απεγκλωβίσουν ανθρώπους, να σβήσουν φωτιές. Ένα τοπίο κόλασης και εμείς ανίκανες-οι να συνδράμουμε, παρακολουθώντας από προστατευμένο πλαίσιο μας, την μεταφορά σε μαύρους νεκρόσακους των ανθρώπων που χάθηκαν αναίτια.
Το μοντέλο ETR-470 της σιδηροδρομικής αμαξοστοιχίας είχε χαρακτηριστεί από την αντίστοιχη ελβετική εταιρεία σιδηροδρόμων, ως ακατάλληλο, γι’ αυτό το λόγο και αποσύρθηκε από τα δρομολόγια. Όμως, η ανάδοχος ιταλική εταιρεία, η οποία ανέλαβε, το κομμάτι της εξυπηρέτησης της επιβατικής αμαξοστοιχίας στην χώρα μας έπειτα από μνημονιακή υποχρέωση, όχι μόνον έφερε τα μεταχειρισμένα αυτά βαγόνια, μα τα «απαγορευμένα» αυτά μοντέλα στην Ελλάδα τα παρουσίασε και ως σύγχρονα και γρήγορα τρένα! Ασαφές παραμένει ακόμη και σήμερα, εάν ο εν λόγω τύπος τρένου ήταν ο ίδιος με εκείνον του μοιραίου δυστυχήματος.
Παρά την ύπαρξη δημοσιογραφικών αφιερωμάτων από ανεξάρτητα μέσα, η αποσιώπηση τόσο των έγκριτων ερευνών, όσο και των διαφορών καταγγελιών από το επιβατικό κοινό αποτέλεσε την κύρια τακτική των συστημικών μέσων, μέχρι τη στιγμή που τραγικού δυστυχήματος, το οποίο προκάλεσε από τη πρώτη ώρα της δημοσιοποίησης, μαζικές αντιδράσεις. Θλίψη προκαλεί για πολλοστή φορά η τηλεοπτική κάλυψη των πρώτων κηδειών των άτυχων ανθρώπων, παρά την πρότερη ενημέρωση της ΕΣΗΕΑ για σεβασμό τόσο στα νεκρά πρόσωπα, όσο και στους συγγενείς τους. Που είναι τα ακριβή όρια μεταξύ ενημέρωσης και κανιβαλισμού του ανθρώπινου πόνου; Χωρά ακόμη και σε αυτό το φρικαλέο γεγονός, η προσπάθεια ανήλεους κέρδους; Μπορεί όλες οι συνθήκες και τα γεγονότα να θυσιάζονται στο βωμό των likes, shares; Είναι διαφορετικό τα μέσα να ενημερώνουν και να αναδεικνύουν την αλήθεια και διαφορετικό το να καπηλευόμαστε την οδύνη των ανθρώπων αυτών. Φοβάμαι πως έχουμε συνηθίσει τη γενικότερη ασχήμια και πια δεν αντιδρούμε. Οδηγούμαστε σε μια μαζικά προδιαγεγραμμένη ανθρωποποίηση. Όμως, αυτό θα επιλέγαμε, εάν ήμασταν στην θέση των οικογενειών των θυμάτων;
Στη σκέψη πως όλες και όλοι έστω και για μια φορά κάναμε τον συγκεκριμένο δρομολόγιο, το μυαλό σταματά. Τα τελευταία ειδικά χρόνια με αφορμή τις επάλληλες κρίσεις οικονομικού χαρακτήρα συνάμα με την υγειονομική και το κοινωνικό αποτύπωμα ήρθαν στην επιφάνεια τα κακώς κείμενα της ελληνικής κοινωνίας, τα οποία με τον έναν ή άλλον τρόπο είχαν μπει για χρόνια κάτω από το χαλί, σαν μια ασθένεια που μάθαμε να ζούμε μαζί της. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο το γεγονός πως το σχέδιο «διάσπασης» του πτωχευμένου ΟΣΕ ήταν μια μνημονιακή επιταγή, βασιζόμενη στο πρότερο θατσερικό παράδειγμα με τον σιδηροδρομικό οργανισμό της Μεγάλης Βρετανίας, όπου οι σιδηροδρομικές δομές και το δίκτυο είχαν παραμείνει υπό κρατικό έλεγχο, ενώ παραχωρήθηκε σε ιδιωτικά συμφέροντα το κομμάτι της επιβατικής εξυπηρέτησης, με αποτελέσματα το τραγικό δυστυχήματος (Clapham Junstion Rail Crash) που είχε συμβεί στις 12 Δεκεμβρίου του 1988. Θυμάμαι τον πατέρα μου να μας μεγαλώνει με την αξία του να βοηθάμε τον άνθρωπο και την κοινωνία, μέσω του αυριανού μας επαγγέλματος. «Είναι σημαντικό οι αξιόλογοι άνθρωποι να μένουν στην Ελλάδα και να βοηθούν την χώρα να προοδεύσει» έχτισα τα όνειρά μου, βάσει αυτή της ιδέας, πως μέσω των σπουδών, της κατάρτισης και της αγάπης μου για το επάγγελμά μου θα συμβάλλω ενεργά και ουσιαστικά στην βελτίωσης της κοινωνίας.
Μπορεί τελικά να ήταν μεγαλεπήβολο ή και ματαιόδοξο σχέδιο, σημασία έχει πως σήμερα αρκετά χρόνια μετά και όντας ένα από τα πολλά παιδιά της κρίσης ·σηκώνω τα χέρια ψηλά από την αγανάκτηση και μια βαθειά παραδοχή πως η κατάσταση είναι ιδιαιτέρως νοσηρή για να αλλάξει. Η σπουδαία Hannah Arednt επισήμανε ότι όταν ο άνθρωπος ξεχνά, επαναλαμβάνει τα ίδια λάθη, επηρεασμένη από την αρχαιοελληνική γραμματεία και δη τον Θουκυδίδη αναδιατυπώνει την διαχρονική σημασία της ανθρώπινης λήθης. Διαβάζω αυτές τις μέρες άπειρες αναρτήσεις στα μέσα κοινωνική δικτύωσης ψέγουν την αναξιοκρατία, των ωχαδερφισμό, την ρεμούλα, την ρουσφετολογία, αλλά πριν προτάξουμε το δάχτυλο σε κάποιον άλλον άνθρωπο, πριν πούμε το δριμύ «κατηγορώ» ας σκεφθεί η καθεμία και ο καθένας από τη θέση της/του έστω για ένα λεπτό εάν βάσει της κοινωνικής εμπειρίας και θέσης, έχει με κάποιον τρόπο συναινέσει και συντηρήσει το σάπιο αυτό σύστημα, που αφήνει στην απέξω το καλύτερο υλικό της. Το δικό μας παιδί, δεν μας αφορά αν είναι αξιόλογο και καταρτισμένο, αρκεί να είναι το δικό μας παιδί, κοινώς το δεκανίκι μας!
Η αλήθεια είναι πως στο συλλογικό αφήγημα βολεύει παραπάνω την εκάστοτε πολιτική ομάδα να κατηγορεί τις άλλες και τους άλλους, να προτάσσει με το δάχτυλο «τον εκάστοτε ιδεολογικό εχθρό», αντί να συσπειρώνεται για το συλλογικό καλό. Διαφορετικά συμφέροντα καταλήγουν να συγκρούονται, με αποτέλεσμα η αλήθεια τελικά να καταπνίγεται. Οι εργαζόμενες/-οι στον σιδηρόδρομο προσπάθησαν με όσα νομικά μέσα είχαν στη φαρέτρα τις/τους να ενημερώσουν τη διοίκηση του οργανισμού, μα με πρόφαση τα συντεχνιακά συμφέροντα και τον ιδεολογικό εχθρό, η αλήθεια των ισχυρισμών τους αγνοήθηκε παντελώς, καθώς τα αιτήματά τους καλύφθηκαν από την ισχύ της εξουσίας. Η πόλωση του ιδεολογικού προσήμου, το οποίο τις περισσότερες φορές αποτυπώνεται στις εκάστοτε δημόσιες πολιτικές αποτελεί έναν από τους επικρατέστερους λόγους συνέχισης φαύλων πρακτικών. Προτιμούμε κοινώς να διαιωνίζουμε τα κακώς κείμενα, απλά για να μην προδώσουμε τις/τους δικές/δικούς μας και τελικά όχι μόνον προδίδουμε τις/τους δικές/δικούς μας, αλλά προδίδουμε την ίδια μας την εαυτή/τον ίδιο μας τον εαυτό, καθώς εν τέλει η πραγμάτωση της ιδεολογικής ατζέντας σκοντάφτει στις πελατειακές δοσοληψίες.
Ας αναλογιστούμε λοιπόν, όχι μόνον την σαθρότητα του συστήματος, αλλά συνάμα και την εξαθλίωση της ελληνικής κοινωνίας, στην οποία οι άνθρωποι βάζουν μέσον ή πιο σωστά ενδίδουν σε αυτήν την πρακτική για να βρουν μια σχετικώς αξιοπρεπή εργασία. Έχουν ευθύνη που αποδέχονται αυτήν την πρακτική; Βεβαίως και έχουν, έχουν όμως και άλλες βιώσιμες εναλλακτικές στο σύγχρονο ελληνικό κράτος; Πολύ συχνά όχι, πέραν της διεξόδου του εξωτερικού ή του επίπονου αγώνα για τον βιοπορισμό και της εργασιακής επισφάλειας που άλλες/άλλοι αποδέχονται τελικώς. Δεν μπορούμε όμως πια να κλείνουμε τα μάτια, όχι γιατί είναι αργά. Αργά είναι ήδη εδώ και πολλά χρόνια, διότι πια δεν μπορούμε να πούμε πως δεν ξέρουμε.
Εργαλειοποιούμε ανθρώπους, μα συνάμα εργαλειοποιούμαστε. Η εξουσία μας κάνει να μην βλέπουμε το πως λειτουργεί η επίδρασή της σε όλο της το φάσμα, με πρόφαση την εργασιακή αποκατάσταση (όντως υπάρχει στις σημερινής πολυκρισιακές εποχές) αποδεχόμαστε την αντικειμενοποίησή μας. Πιο απλά, αποτελούμε συνειδητά ή ασυνείδητα γρανάζια ενός σχετικά καλοκουρδισμένου συστήματος, το οποίο βρίσκει πολύ εύκολα και γρήγορα αντικαταστάτριες/αντικαταστάτες, καθώς με πρόφαση την επιβίωση τελικά υποκύπτουμε στους ήδη ισχύοντες διαβρωτικούς κανόνες. Ναι, είμαστε αναλώσιμες/αναλώσιμοι! Όχι, οι ζωές μας δεν μετρούν!
Οι ζωές μας μετρούν εάν και εφόσον επιλέξουμε εμείς να τις κάνουμε να μετρούν! Πως; Σίγουρα, όχι φιμώνοντας τη φωνή μας! Η απόφαση είναι αρχικά ατομική, εάν θέλουμε ή όχι να αποτελούμε συνεχίστριες/συνεχιστές σε ένα αδηφάγο σύστημα, το οποίο σκοτώνει τα ίδια του τα παιδιά και έπειτα δίνει οικονομικές αποζημιώσεις, όπως άλλωστε προβλέπουν οι αναγκαστικές διατάξεις του ΑΚ, περί εγέρσεως αποζημιώσεως (914 ΑΚ) είτε για ψυχική οδύνη της οικογένειας του θύματος είτε για ηθική βλάβη (ΑΚ 932), ανάλογα με την επιμέρους περίπτωση. Μιλάνε για ηρωίδες και ήρωες, θα ήθελα τους ανθρώπους αυτούς εν ζωή και όχι νέες και νέους με την ιδιότητα της «μάρτυρας» και του «μάρτυρα», το αφήγημα του ηρωισμού αποτελεί ένα ακόμη παραμύθι. Οι άνθρωποι αυτοί ταξίδευαν με επιβατική αμαξοστοιχία, δεν πήγαν σε πολεμική σύρραξη. Έκαναν ένα ταξίδι ρουτίνας, το οποίο όμως στην σύγχρονη Ελλάδα αποτέλεσε πηγή εθνικού πένθους και αβάσταχτου πόνου.
Η ποινική δίωξη έχει ασκηθεί μέχρι στιγμής κατά των τριών υπαλλήλων για τα αδικήματα της διατάραξης της ασφάλειας των συγκοινωνιών (291 παρ. 1 ΠΚ), ανθρωποκτονία από αμέλεια κατά συρροή (302 ΠΚ) και σωματική βλάβη, -ο βαθμός και η ένταση ποικίλλει ανάλογα με την περίπτωση- (308, 310, 311 ΠΚ). Αναγκαία κρίνεται, η εξονυχιστική διερεύνηση των δημόσιων συμβάσεων ήδη από την περίοδο του 2000-2004, αναφορικά με τη διάθεση των οικονομικών πόρων με σκοπό τον εκσυγχρονισμό του σιδηροδρομικού δικτύου. Το Ελεγκτικό Συνέδριο κατά τον έλεγχο που διεξήγαγε το 2021 στις συμβάσεις του ΟΣΕ αναφέρει μεταξύ άλλων ότι: «Οι φορείς κατά κανόνα αποδέχονται τα αιτήματα παράτασης των αναδόχων και δεν αναζητούν την τυχόν ευθύνη τους για την επέλευση των καθυστερήσεων και δεν προκύπτει ότι η επίβλεψη των έργων ασκείται με την ενδεδειγμένη επιμέλεια». Η παραπομπή της Ελλάδας στο Δικαστήριο της Ε.Ε από την Κομισιόν αποτελεί μια ακόμη απόδειξη κατασπατάλησης ευρωπαϊκού χρήματος και πλημμελούς εκτέλεσης των κοινοτικών υποχρεώσεων της χώρας, αναφορικά με τη συντήρηση και τον εκσυγχρονισμό του σιδηροδρομικού δικτύου με απώτερο στόχο την ενοποίηση του δικτύου πανευρωπαϊκά. Η Ευρωπαϊκή Ένωση θα διεξάγει με τη σειρά της την αναγκαία έρευνα για το σιδηροδρομικό δυστύχημα, καθώς σύμφωνα με τον Κανονισμό 1371/2007, τον οποίο έχει επικυρώσει και η Ελλάδα, η κοινή πολιτική για την προστασία των μεταφορών ορίζει την βελτίωση των υπηρεσιών και την παροχή αποζημίωσης σε περίπτωση ζημίας (άρθρο 26 παρ. 1).
Με αφορμή δυστυχώς το τραγικό αυτό συμβάν, επανεφηύραμε την Ρυθμιστική Αρχή του Σιδηροδρόμου (ΡΑΣ), η Αρχή αυτή προϋπήρχε ήδη από το 2010 (ν. 3891/2010), «απλά» όπως μάθαμε από την πρόεδρο της κα Ιωάννα Τσιαπαρίκου είναι υποστελεχωμένη. Ο γενικός κανόνας για τις Ανεξάρτητες Αρχές αποτυπώθηκε στο άρθρο 101Α στο ελληνικό Σύνταγμα, με αφορμή την αναθεώρηση του 2001. Ο σκοπός λειτουργίας της ΡΑΣ είναι ιδιαίτερα σημαντικός, καθώς βάσει διοικητικού δικαίου αποτελεί ένα ιεραρχικά ανεξάρτητο δημόσιο όργανο, το οποίο να εποπτεύει και ρυθμίζει το άνοιγμα της αγοράς των σιδηροδρομικών μεταφορών στη χώρα. Επιπλέον, είναι επιφορτισμένη με τον έλεγχο των σιδηροδρομικών μεταφορών, ως Εθνική Αρχή Ασφάλειας. Ποιας ασφάλεια όμως; Αυτής που χάθηκε;
Η ανοιχτή πληγή από το μοιραίο εκείνο βράδυ του δυστυχήματος των Τεμπών αποτελεί ένα συλλογικό τραύμα, το οποίο είναι δύσκολα διαχειρίσιμο. Μα όσο δύσκολα επεξεργάσιμο είναι για όλες/όλους εμάς, άλλα τόσο αβάσταχτο είναι για τα οικεία πρόσωπα, τα οποία δεν θα ξεχάσουν ποτέ.