Τέμπη: Στο πιο σιωπηλό και παγωμένο μέρος για λίγες ώρες
Περπατώντας ανάμεσα σε συντρίμμια και ανθρώπους, γράφουμε όλα όσα είδαμε στο σημείο της τραγωδίας
Ξεκινήσαμε από την Θεσσαλονίκη γύρω στις 3 παρά τα ξημερώματα. Άυπνοι πήραμε την απόφαση τελευταία στιγμή, να πάμε στο σημείο της ανείπωτης τραγωδίας, στην κοιλάδα των Τεμπών.
Πρώτη στάση ο Τερματικός Σταθμός των τρένων στην πόλη. Ομίχλη, ο δρόμος μουχλιασμένος από την υγρασία, σκοτεινοί μπλε φωτισμοί από τις σειρήνες των περιπολικών και των ασθενοφόρων και άνθρωποι χαμένοι αναζητώντας αγνοούμενους αγαπημένους, χωρίς κανένα απολύτως στοιχείο, χωρίς καμία απολύτως επικοινωνία, καμία ενημέρωση.
Τα πρώτα λεωφορεία είχαν ήδη φτάσει, ωστόσο κάποιοι περίμεναν ακόμη τους δικούς τους και ήταν αρκετοί, ενώ το λεωφορείο που απέμεινε μονάχα ένα. Τα ραδιόφωνα, οι τηλεοράσεις και τα sites μετέδιδαν πληροφορίες για νεκρούς, τραυματίες και αγνοούμενους. Όλοι περιμέναμε την επίσημη ανακοίνωση από τις αρχές, για μία τραγωδία που μόλις είδαμε τις εικόνες ξέραμε πως θα καταλήξει. Για μία τραγωδία που όσοι ταξιδεύουμε συχνά με τρένο μουδιάσαμε στο άκουσμα της.
Η αγωνία κορυφώνονταν, ανάμεσα στους γονείς που ψάχνουν το παιδί τους δίχως σημάδι ζωής, στους συντρόφους που αναζητούσαν τον άνθρωπο τους, στους φίλους, στα παγερά φώτα του σταθμού, μια σιωπή, μάτια που κοιτούσαν στο κενό και γυάλιζαν, βλέμματα χαμένα που σε πάγωναν ακόμη πιο πολύ.
Εκείνοι που περίμεναν, στον τερματικό σταθμό της Θεσσαλονίκης, με τις ώρες, ρωτούσαν τις αρχές αν γνωρίζουν κάτι για την Ελένη, τον Πάρη, τον Ορέστη, μα κανείς δεν έπαιρνε απάντηση. Το τελευταίο λεωφορείο από την αιματηρή κοιλάδα των Τεμπών έφτασε, νέα παιδιά, στην ηλικία μου, χτυπημένα, αναμαλλιασμένα, κατέβαιναν τις σκάλες σε κατάσταση σοκ. Γονείς έπεφταν πάνω τους. Τα παιδιά με χώματα στα ρούχα και πληγές στο σώμα έψαχναν να βρουν κάποιον να στηριχτούν.
Μία κοπέλα είπε στην μητέρα της, “μαμά μην με αγκαλιάζεις τόσο σφιχτά είμαι χτυπημένη και βρίσκομαι σε σοκ.” Ένα αγόρι περίμενε την κοπέλα του, είχαν να μιλήσουν από τις 23:15, είχαν δώσει ραντεβού στον σταθμό για να την πάρει, όμως εκείνη δεν φάνηκε κι εκείνος την περίμενε, βλέποντας τα τζάμια του λεωφορείου και ακούγοντας στο ακουστικό πως το τηλέφωνό της είναι απενεργοποιημένο. Όταν κατέβηκαν από το όχημα και οι τελευταίοι, οι αστυνομικοί ενημέρωσαν τους παρευρισκόμενους πως αυτό ήταν το τελευταίο λεωφορείο.
Mία μάνα ακούστηκε με ψυχραιμία “που μπορώ να μάθω αν το παιδί μου πέθανε;”
Παγωμάρα. Έσκυψα το κεφάλι, δεν σήκωσα το κινητό μου να αποτυπώσω τίποτε, στην θέση αυτών των παιδιών θα μπορούσα να είμαι εγώ, καθώς ήταν να επισκεφθώ το αγόρι μου στην Αθήνα και να επιστρέψω με το συγκεκριμένο δρομολόγιο, ωστόσο τελευταία στιγμή με απέτρεψε να πάω.
Μπήκαμε στο αυτοκίνητο με έναν τεράστιο κόμπο στο στομάχι. Εγώ και ο συνάδελφος που ταξιδέψαμε μαζί, ξεφυσούσαμε σε όλη την διαδρομή, κανείς δεν μιλούσε. Ήταν το άγχος, η θλίψη για τα παιδιά, η αγωνία των μανάδων που αντικρίσαμε πριν λίγο. Ήταν ένα γιατί, ήταν μία ακόμη μαύρη σελίδα σε μία χώρα που ζεις από τύχη.
Μετά από μιάμιση ώρα, φτάσαμε στο σημείο. Περιπολικά, αστυνομία, πυροσβεστική και δυνάμεις της ΕΜΑΚ. Διασχίσαμε έναν χωματόδρομο, ο καπνός είχε σκεπάσει τον ουρανό, η μυρωδιά του καμένου τρύπωνε μέσα σου σαν να ‘ταν η τελευταία ανάσα εκείνων. Νεκρική σιγή, μέσα στο σκοτάδι και μέχρι να αντικρίσουμε την απόλυτη μάζα των βαγονιών, περνούσαμε δίπλα από τα σίδερα και τα εξαρτήματα τους που είχαν εκσφενδονιστεί από την θανατηφόρα μετωπική σύγκρουση σε διάφορα σημεία στα χωράφια.
Οι πρώτες ακτίνες του ήλιου φώτισαν τα δύο τρένα, σαν να μην ξημέρωσε ποτέ. Τα δύο πρώτα βαγόνια είχαν εξαφανιστεί, είχαν απομείνει μονάχα κομμάτια τους, το τρίτο είχε λυγίσει, φαινόταν καμένο η οροφή του είχε σκάσει. Είχε κοπεί σε τρία μέρη. Εκείνα που ακολουθούσαν ήταν ρημαγμένα και πλαγιασμένα, σπασμένα τζάμια, πόρτες λυγισμένες, μηχανήματα στα χώματα, διαμελισμένα. Διάσπαρτα αντικείμενα, μαξιλάρια από τις μωβ καρέκλες, καλώδια. Καμία ελπίδα.
Πυροσβεστικά οχήματα πλησίαζαν τα συντρίμμια, άνθρωποι της ΕΜΑΚ έμπαιναν κάτω από τα βαγόνια. Ανέσυραν μπουφάν που τα φορούσαν φοιτητές πριν λίγες ώρες, τσάντες και βαλίτσες, προσωπικά αντικείμενα, προσωπικά αντικείμενα ζωών που δεν υπάρχουν πια. Εικόνα ξεριζώματος, εικόνα πολέμου. Λίγα λεπτά μετά είδαμε το πορτοκαλί φορείο του ΕΚΑΒ, ξέραμε όλοι την συνέχεια. Ακολούθησαν οι μαύρες σακούλες, οι οποίες τοποθετούνταν σε λευκά σεντόνια και έμπαιναν στο λευκό όχημα. Μετρήσαμε μία, ήρθε η επόμενη, και συνολικά φτάσανε τις πέντε.
Απανθρακωμένοι σοροί, διαμελισμένα σώματα.
Πρώτη φορά στην ζωή μου είδα αυτή την εικόνα από κοντά, συνήθως τις βλέπεις στις μεγάλες οθόνες ως θεατής αλλά εκείνη την στιγμή τα πράγματα ήταν αλλιώς.
Εκείνη την στιγμή το μυαλό μου έτρεχε στα παιδιά και τα 12 δραματικά λεπτά πριν τη φονική σύγκρουση. Το τρένο κινείται, με καθυστέρηση ωρών, εκείνα πηγαίνουν να συναντήσουν τους φίλους τους στο κυλικείο, παίζουν χαρτιά, μιλούν με γονείς, στέλνουν στις σχέσεις τους “θα αργήσω έλα να με πάρεις.” “Μην ανησυχείς”, “σ΄αγαπάω”, “πιάστηκα στην καρέκλα”, “καληνύχτα μαμά, θα σου στείλω μόλις φτάσω”, “μου έλειψες”. Και μετά από λίγα λεπτά η επικοινωνία κόβεται για πάντα.
Από ένα ανθρώπινο λάθος ή από κρατική ανευθυνότητα χρόνων. Και τι να έκαναν αυτά τα παιδιά;
Σιγή.
Η βροχή και η υγρασία έχει σκεπάσει και τις τελευταίες ελπίδες για τυχόν επιζώντες. Την ίδια στιγμή συνάδελφοι μου βρίσκονται έξω από τα νοσοκομεία που υπάρχουν τα θύματα και οι τραυματίες, όση ώρα δηλαδή εμείς βλέπουμε τις μαύρες σακούλες, εκείνοι ελπίζουν να βρεθούν οι αγνοούμενοι.
Πατεράδες που ξέρουν την εξέλιξη, κρατούν τις γονατισμένες μανάδες, που μόλις έδωσαν DNA για ταυτοποίηση. Οι άνθρωποι σπεύδουν από όλη την χώρα να δώσουν αίμα. Και στο σημείο του δυστυχήματος φτάνουν οι πολιτικοί. Πρώτη δήλωση από τον τέως Υπουργό Μεταφορών Κωνσταντίνο Καραμανλή, βουρκώνει μπροστά στις κάμερες, και δηλώνει πως θα αποδοθούν ευθύνες. Η οργή όλων μας φουντώνει. Ο κ. Καραμανλής που εκείνη την ημέρα αν δεν είχε συμβεί το μοιραίο θα εμφανιζόταν με τον κ. Μητσοτάκη στην Θεσσαλονίκη για να εξυμνήσουν την ασφάλεια των σιδηροδρόμων. Τώρα τί έχει να μας πει;
Όταν γράφουμε τόσο καιρό για καθυστερήσεις των δρομολογίων μας στα τρένα λόγω άλλων τρένων στις ράγες; Καταγγελίες επί καταγγελιών που ο οργανισμός έμενε άπραγος και η Κυβέρνηση αγνοούσε. Παραιτήσεις, επιστολές προειδοποιήσεις, τι τους κάνει να πιστεύουν πως με μία παραίτηση απαλύνεται ο πόνος χιλιάδων ζωών. Χιλιάδων σκέψεως, αν ήμουν εγώ, αν ήταν το παιδί μου αν, αν, αν. Μετά από εκείνων θα ακολουθούσαν κι άλλοι άρχοντες.
Το σκηνικό της τραγωδίας δεν άλλαζε, έμενε ίδιο, πηγαινοερχόντουσαν αντικείμενα, μαύρες σακούλες, με φόντο ένα διαλυμένο τρένο, και χιλιάδες συντρίμμια. Όπου και να γυρνούσες τα μάτια σου έβλεπες κομμάτια. Μηχανήματα τραβούσαν μέρη από τα βαγόνια, επενέβαιναν μετά οι διασώστες κι εσύ θεατής, μέσα σου να αναβιώνουν κραυγές η έκρηξη και τα παιδιά που επέζησαν να προσπαθούν να βγάλουν κόσμο από μέσα.
Εμείς πήραμε τον δρόμο της επιστροφής. Στα Μέσα έγραφαν πως μετά την σημερινή έρευνα δεν θα υπάρχουν επιζώντες. Με πήρε τηλέφωνο μία γνωστή μου να με ρωτήσει αν γνωρίζω κάτι για μία κοπέλα. Και τι να της έλεγα; Aυτό που είδα ήταν η απάντηση για το που βρίσκεται η κοπέλα.
Γύρισα στο σπίτι μου και ενώ ήμουν ψύχραιμη τις 12 ώρες που βρέθηκα στα Τέμπη, κατέρρευσα μόλις κάθισα στο κρεβάτι. Έκλεινα τα μάτια μου εχθές το βράδυ, και μου έρχονταν η μία εικόνα μετά την άλλη και δεν ήμουν καν μέσα στο τρένο. Ξέσπασα. Ξέσπασα γιατί όλοι υποψιαζόμασταν τι θα μπορούσε να συμβεί με την κατάσταση του ΟΣΕ-Hellenic Train το τελευταίο διάστημα.
Στην πόλη μου υπάρχει νεκρική σιγή. Σε όλη τη χώρα υπάρχει νεκρική σιγή. Χάθηκαν άνθρωποι και τόσο καιρό μας μιλούν για το Βέλος. Χάθηκαν άνθρωποι και είδα τα αντικείμενα τους στα βαγόνια, είδα τους ανθρώπους τους να καταρρέουν. Βρέθηκα με τους νεκρούς στον ίδιο τόπο, αλλά εγώ στάθηκα τυχερή και δεν πήρα το τρένο που δεν επέστρεψε ποτέ στον προορισμό του.
Την ώρα που τα παιδιά ήταν συγκλονισμένα και κατέβαιναν από το λεωφορείο, εμείς βγάζαμε κάμερες για να τους πάρουμε δήλωση; Κυνηγούσαμε τις μανάδες στον σταθμό που έψαχναν τα παιδιά τους; Σε μία απέραντη θλίψη εμείς ψάχναμε τα… κλικς. Αγνοήσαμε τον ανθρώπινο πόνο και δεν μπήκαμε ποτέ στην θέση αυτών των ανθρώπων.
Τώρα που δεν απέμεινε τίποτε, περιμένουμε να ρίξουμε ευθύνες και να εκσυγχρονίσουμε το σύστημα; Τώρα που χρωστάμε χιλιάδες συγγνώμη για ένα έγκλημα που γράφεται στην παγκόσμια ιστορία και φταίνε άνθρωποι;
Tώρα περιμένεις να βγεις να κάνεις δήλωση μπροστά από τα μοιραία βαγόνια που σκόρπισαν το θάνατο; Τους ανθρώπους που δεν θα βρουν πτώμα να θάψουν τι θα τους πεις; Την μάνα που πήγε σήμερα να πάρει στάχτη; Τι θα της πεις; Ακόμη ένα “ποτέ ξανά;”
Σε μία ολόκληρη χώρα που παραμένει παγωμένη; Στα παιδιά που γράφουν συνθήματα στα σχολεία γιατί παίρνουν την θέση των θυμάτων τι θα πεις;
Υ.Γ. Πολλοί λένε πως η περιοχή είναι καταραμένη. Εγώ ξέρω ότι η περιοχή πρέπει να γίνει τόπος μνήμης τίποτε άλλο. Γιατί αυτή η πληγή δεν θα ξεπεραστεί, δεν θα κλείσει και κανείς δεν θα συνεχίσει την ζωή του κάνοντας πως δεν συνέβη τίποτε.
Γιατί όλοι είπαμε ένα μεγάλο ΑΝ.