Αλέξης Γρηγορόπουλος: Οι πρίγκηπες πεθαίνουν αθώοι, δολοφονημένοι σε μάχες που δεν δόθηκαν ποτέ…
Στις τράπεζες λεφτά - στη νεολαία σφαίρες είχε έρθει η ώρα για τις δικές μας μέρες
Δεν είχαμε μπει ακόμη στην καρδιά της οικονομικής κρίσης, το Καστελόριζο έμοιαζε να είναι ακόμη μακριά αν και δεν ήταν τελικά και τόσο όσο φανταζόμασταν. Είχαν προηγηθεί οι φωτιές που έκαψαν ζωντανούς ανθρώπους στην Πελοπόννησο, η ανεργία στους νέους που αυξάνονταν με ραγδαίους ρυθμούς, η διαφθορά και τα σκάνδαλα της κυβέρνησης Καραμανλή που είχαν αρχίσει ήδη να κάνουν την εμφάνισή τους.
Όπως την εμφανισή τους είχαν κάνει και τα πρώτα έντονα σημάδια αστυνομικής αυθαιρεσίας. Η υποθέσεις Ζαρντινιέρα και Πράσινα Παπούτσια (που αργότερα ενέπνευσαν και το σύνθημα “Πράσινα παπούτσια και Ζαρντινιέρες, η καταστολή τους ήρθε και με σφαίρες”) στη Θεσσαλονίκη είχαν ήδη προκαλέσει την έντονη αντίδραση των νέων της εποχής, ενώ θα ακολουθούσαν κι άλλα παρόμοια περιστατικά, όπως αυτό του ΑΤ Ομονοίας, όπου ένας βαθμοφόρος αστυνομικός ο οποίος βιντεοσκοπούνταν προφανώς από συναδέλφους του, υποχρέωνε δύο αλλοδαπούς που είχαν συλληφθεί για κλοπή να υβρίζονται και να χτυπιούνται ανελέητα μεταξύ τους.
Όλα έδειχναν πως αν δεν άλλαζε δραστικά και άμεσα, πολύ σύντομα θα είχαμε κάτι ανεπανόρθωτο. Κάτι που θα άλλαζε την ιστορία, που θα προκαλούσε κοινωνική εξέγερση. Δεν άλλαξε τίποτα και αυτό το κάτι ήρθε.
Εκείνη την νύχτα τη θυμάμαι σαν να ‘ταν χθες. Ο χρόνος καμιά φορά μοιάζει κολλάει στο μυαλό σου όταν συμβαίνουν πράγματα που στιγματίζουν τη ζωή σου, που στιγματίζουν το μέλλον σου.
Είχαμε δώσει ραντεβού με έναν φίλο και συνάδελφο να πάμε στη συναυλία των Διάφανων Κρίνων. Την τελευταία του θρυλικού γκρουπ στη Θεσσαλονίκη, πριν από τη διάλυση του. Οι συναυλίες των Κρίνων για εμάς ήταν κάτι σαν ιεροτελεστία, σαν την Κυριακή στο γήπεδο, όπου ξυπνάς το πρωί και ουσιαστικά ξεκινάς την προετοιμασία σου για το γεγονός της ημέρας. Τους είχαμε δει άλλες πέντε – έξι φορές, αλλά και μια ακόμη δεν μας χάλαγε. Ποτέ δεν ηταν αρκετές.
Μέχρι να μπούμε στον χώρο που θα γινόταν το live, όλα έδειχναν να είναι εντάξει. Ένα τυπικό Σαββατιάτικο βράδυ Δεκέμβρη στη Θεσσαλονίκη, η οποία είχε αρχίσει ήδη να στολίζεται ενόψει των γιορτών. Τα άσχημα νέα όμως δεν άργησαν να μαθευτούν. Με το που βγήκε η μπάντα στη σκηνή, η γνωστή μπάσα φωνή του Θάνου Ανεστόπουλου μας μετέφερε τα Παράξενα Νέα από κάποιο άλλο Άστρο όπως ήταν και ο τίτλος τραγουδιού του τελευταίου τους άλμπουμ το οποίο και θα παρουσίαζαν λίγα λεπτά αργότερα: “Δεν είναι καλή ημέρα παιδιά. Οι μπάτσοι έφαγαν έναν 15χρονο στα Εξάρχεια”.
Εκείνη την ώρα δεν μπορούσαμε να συνειδητοποιήσουμε το τι ακριβώς είχε συμβεί. Κι ούτε μπορούσαμε να κατανοήσουμε το μέγεθος αυτού που ερχόταν. Μάλλον όχι άδικα, αφού όπως και με την περίπτωση Φύσσα, έτσι και με τον Αλέξη, τα ΜΜΕ έσπευσαν να θολώσουν αρχικά το τοπίο κάνοντας σε πρώτη φάση αναφορές για συμπλοκές μεταξύ κουκουλοφόρων και αστυνομικών στα Εξάρχεια, ενώ τις επόμενες ημέρες αναλώθηκαν και σε άλλες φαιδρότητες, βάζοντας ήχους γηπέδου στο βίντεο – ντοκουμέντο που τράβηξε η Λητώ Βαλλιάντζα που είχε την ψυχραιμία να απαθανατίσει καρέ – καρέ τις κινήσεις των δύο αστυνομικών μέχρι να βγάλουν πιστόλι και να χτυπήσουν τον Αλέξη στο ψαχνό.
Τα Κρίνα εκείνη την ημέρα έπαιξαν τέσσερις ώρες. Νομίζω ότι πάνω στην έξαρση της στιγμής αλλά και λόγω του ύφους που είχε το συγκεκριμένου γκρουπ, η συναυλία αποτέλεσε παράλληλα ένα ρέκβιεμ για την ψυχή του Αλέξη και μια μουσική εξέγερση για όλους εμάς, την γενιά των 700 ευρώ, που νιώθαμε να καταπιεζόμαστε από μια εποχή όπου οι κατά τι μεγαλύτεροι από εμάς, νοιάζονταν μόνο για την γραβάτα, για τα νούμερα του Χρηματιστηρίου, για την τηλεόραση της τρας καλτίλας και την εφήμερη δημοσιότητα που πρόσφεραν εκπομπές τύπου Big Brother και Fame Story.
Όταν η συναυλία τελείωσε, αντιληφθήκαμε αμέσως ότι αυτή η νύχτα δεν ήταν σαν τις άλλες. Ότι αυτό το γεγονός είχε αλλάξει τις συνήθειες. Είδαμε φωτιές στην Καμάρα, φωτιές στο άγαλμα του Βενιζέλου, φωνές απομακρυσμένες που ερχόταν από στενά και σοκάκια της πόλης, φιγούρες νέων ανθρώπων που ξεπηδούσαν από τις πολυκατοικίες κι ενωνόταν, γινόταν ένα κουβάρι αγνώστους που γινόταν γνωστοί μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα. Έξω έμεινα κι εγώ. Δεν θυμάμαι πότε γύρισα σπίτι μου, ολοκληρώνοντας αυτό που αργότερα ονομάστηκε ο Δεκέμβρης που δεν τελείωσε ποτέ.
Πολλοί πιστεύουν ότι εκείνες τις ημέρες κυριάρχησαν αυτοί που τότε αποκαλούνταν γνωστοί – άγνωστοι και μετέπειτα “μπαχαλάκηδες”. Κι όμως δεν ήταν έτσι. Εκείνες τις “ημέρες του Αλέξη” στο δρόμο βρέθηκαν άνθρωποι όλων των κοινωνικών τάξεων. Από απλούς μαθητές σχολείων, μέχρι συνταξιούχους που έβλεπαν μηνιαίως τα χρήματα στους λογαριασμούς να γίνονται όλο και λιγότερα.
Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι από τα σπλάχνα του Δεκέμβρη αναδύθηκε όλο εκείνο το κύμα αντίστασης που μετέτρεψε αργότερα ομάδες σε συλλογικότητες. Συλλογικότητες που μετατράπηκαν σε κίνημα. Ήταν η αντίδραση μιας γενιάς μικρών και μεγάλων που ένιωθε να ασφυκτιά σε ένα κράτος – φούσκα που όχι πολλά χρόνια μετά θα έσκαγε οριστικά και στο διάβα της θα παράσερνε τα πάντα.
Μια αντίδραση που γιγαντώθηκε απέναντι σε αστυνομικούς των ΜΑΤ που συνέχιζαν να στοχεύουν κεφαλια με πιστόλι (σ.σ. η περίπτωση του φωτογράφου Τσιρώνη), απέναντι σε μια κυβέρνηση που έκανε σκέψεις για την εφαρμογή στρατιωτικού νόμου.
Μέχρι σήμερα όταν σκέφτομαι εκείνον τον Δεκέμβρη, έρχεται στη μνήμη ένα κείμενο του Mind the Gap στον ιστότοπο Παραλληλόγραμος, το οποίο ανέφερε μεταξύ άλλων: “Όταν ένιωσες τη ζέστη απ τη φωτιά έτρεξες να περισώσεις τις πιστωτικές σου κάρτες, το κινητό, τα μετρητά και την γραβάτα.
Η γραβάτα ήταν το πολυτιμότερο παράσημο σου. Η γραβάτα ήταν η ταυτότητα σου, η γραβάτα. Χωρίς αυτήν ήσουν απλά ένα τίποτα, ένα τίποτα χωρίς τα αγαπημένα σου μηδενικά. Αναγκάστηκες να ανοίξεις το παράθυρο, η φωτιά σε ανάγκασε. Τέρμα η ασφάλεια, τέρμα η κλιματιζόμενη, αποστειρωμένη ζωή στο μικρό σπίτι στο λιβάδι. Τέρμα η ησυχία, τέρμα η ευταξία, τέρμα ο ύπνος, τέρμα η αποχαύνωση. Αναγκάστηκες να ανοίξεις το παράθυρο. Αναγκάστηκες να κοιτάξεις έξω.
Αναγκάστηκες να αντικρίσεις επιτέλους τα παιδιά σου. Θυμήθηκες πως θυμήθηκες να περισώσεις την γραβάτα, αλλά ξέχασες τα παιδιά σου. Θρήνησες τα ATM των τραπεζών σαν να ήτανε δικές σου, αλλά δε βρήκες λέξη να πεις για τη ζωή ενός παιδιού που θα μπορούσε να είναι το δικό σου. Σιώπησες, γιατί ήταν και το δικό σου δάχτυλο μπλεγμένο στη σκανδάλη. Όχι πως είχες ενοχές, τις συνέπειες φοβόσουν. Τι ενοχές να χει το τίποτα που έγινε μηδενικό που ονειρεύεται νούμερα; Μόνο φόβο μη χάσει την ικανότητα να αθροίζει αριθμούς μπορεί να νιώσει.
Να φοβάσαι λοιπόν από δω και πέρα, όχι αόρατους εχθρούς και εισβολείς, όχι προβοκάτορες και ξένες δυνάμεις. Να φοβάσαι τα παιδιά σου, αυτά που δεν σεβάστηκες”
Αυτο το κείμενο κι εκείνο το τραγούδι των Κρίνων που μιλάει για “ένα σκιάχτρο που άρπαξε φωτιά”:
Είναι μια χώρα που με διώχνει μακριά, με κλωτσάει με τα σκυλιά και τους λεπρούς της και χτίζει γύρω μου τείχη και κελιά για να πετάει τους νόθους γιους της.
Είναι ένας δρόμος που δεν βγάζει πουθενά μα τον διασχίζω με μια ελπίδα απεγνωσμένη, γεμάτος δώρα, ξόρκια, φυλαχτά, γι’ αυτούς που ζουν στη λησμονιά και τριγυρνάνε στη ζωή ξεγελασμένοι.
Αυτό το τραγούδι και την γρανιτένια πλάκα με τους στίχους του Σαίξπηρ στον Άμλετ η οποία κοσμεί το μνήμα του Αλέξανδρου:

Αυτές οι μέρες σε πείσμα πολλών παραμένουν και θα παραμείνουν του Αλέξη…



