Αν είχαμε λίγο χρόνο, Μαρία

της Αθηνάς Τερζή Η Μαρία δεν ήρθε σήμερα στη δουλειά. Στον καφέ της συνάντησης η καρέκλα της ήταν αδειανή. Άκουσα κάποια σπουδαία κάποτε να λέει “καθένας μας έχει την καρέκλα του σ’ αυτή τη ζωή και σαν φύγει η καρέκλα τούτη, παραμένει αδειανή”, ξεστόμισε  η Ελένη, “μα δε θυμάμαι το όνομά της, να πάρει”. Γιατί […]

Αθηνά Τερζή
αν-είχαμε-λίγο-χρόνο-μαρία-16576
Αθηνά Τερζή
attic.jpg

της Αθηνάς Τερζή

Η Μαρία δεν ήρθε σήμερα στη δουλειά. Στον καφέ της συνάντησης η καρέκλα της ήταν αδειανή.

Άκουσα κάποια σπουδαία κάποτε να λέει “καθένας μας έχει την καρέκλα του σ’ αυτή τη ζωή και σαν φύγει η καρέκλα τούτη, παραμένει αδειανή”, ξεστόμισε  η Ελένη, “μα δε θυμάμαι το όνομά της, να πάρει”. Γιατί η Μαρία τον τελευταίο καιρό είχε αλλάξει. Και σίγουρα σκοτείνιαζε συχνότερα. Το χαμόγελο σπάνια το σκορπούσε αφειδώλευτα. Έπινε πάντα τον ελληνικό της σκέτο, κάπνιζε αμέτρητα τσιγάρα, μ’ εκείνα τα υπέροχα μακριά της δάχτυλα  και με μάτια καρφιά σε κοιτούσε και τα έμπηγε βαθιά μέσα σου. Πώς να κρυφτείς από κείνα τα μάτια!

“Παρέμενε ανένταχτη, όμως, Ελένη”, της φώναξα δυνατά.”Το χρωστούσε στον εαυτό της. Στα φοιτητικά μας χρόνια. Στα νυχτέρια κάτω από την Καμάρα. Τότε που δε μας έλειπαν και πολλά, σε μια καθημερινότητα ήρεμη κι ανέξοδη, τυλιγμένη με μια μαλακή κουβέρτα, την ίδια που τύλιγε τους περισσότερους. Το γείτονα, τον απέναντι. Όλοι πάνω κάτω στο ίδιο καζάνι. Με την ίδια καραμέλα στο στόμα .Με μικρότερες αντιθέσεις και λιγότερες φωνές. Μακάριοι, ακίνδυνα επικίνδυνοι κι αβάσταχτα νέοι! Τα μάτια σου είναι συνηθισμένα. Μ’ ακούς, Ελένη; Χαζεύουν συνηθισμένα, μέσα από το καστανό που κρύβουν. Δε γυαλίζουν στο σκοτάδι. Δεν τα ξεπλένουν δάκρυα χαράς. Δεν συμπονάνε. Δεν καλοβλέπουν για να εκπλαγούν. Δε σταματούν να αναπολήσουν. Μόνο βιάζονται και καταπίνουν εικόνες. Ανέξοδα ξοδεύουν τη γύρη τους και μεγαλοπιάνονται. Μ’ ακούς;” Κι έκανα να φύγω.

Άκουσα κάποτε κάποιον να λέει πως θα’ θελε να’ ναι δέντρο, με χοντρό κορμό και μεγάλα κλωνάρια. Δε θέλησα να μάθω το λόγο. Δε χρειάστηκε. Τα δέντρα μπήγουν βαθιά τις ρίζες τους στη γη κι είναι αμετακίνητα και σταθερά. Σε ηρεμούν, σου διηγούνται ιστορίες, σκαλισμένες στο χρόνο. Ζαλισμένες από τον αέρα, νοτισμένες από τη βροχή και την πρωινή πάχνη. Φωλιασμένες κάτω από μαλακές φτερούγες.

Τα μεσημέρια επιστρέφω πάντα από τον ίδιο δρόμο. Κι η ραστώνη του μεσημεριού, η αφιλότιμη γλαρώνει τα μάτια, που προσπαθούν να πιαστούν από το τιμόνι, να μη λαθέψουν. “Σύνελθε, έχεις ευθύνη”, μονολογώ και δυναμώνω τη μουσική. Ξετσίπωτες ευθύνες. Σαν το κεφάλι της λερναίας Ύδρας. Ξεμπερδεύω με τη μια και ξεφυτρώνει η άλλη.

Τα δέντρα στέκονται στην άκρη του δρόμου. Λίγα κι ακριβά και με φυλάνε σαν ακούραστοι γίγαντες. Τα ίδια δέντρα χρόνια τώρα, βάζουν και βγάζουν κοστούμια. Φτάνοντας στο σπίτι παρκάρω κάτω από το δέντρο που μεγάλωσε μαζί μου. Ποτέ δε ρώτησα τι δέντρο είναι. Δε με ‘νοιαξε. Ανέβηκα στο σπίτι, ακούμπησα την τσάντα στα σανίδια και βγήκα στο μπαλκόνι. Στο μπαλκόνι που μεγάλωσε μαζί μου. Μικρός ορίζοντας. Ίδιος ορίζοντας. Η γειτονιά που μεγάλωσε μαζί μου. Οι δρόμοι που με έφτιαξαν και με χάλασαν σαν κουρδιστό παιχνίδι. Οι μυρωδιές από ξεφλουδισμένα μανταρίνια και ξύλα που καίγονται. Στρέφω το κεφάλι για να φωνάξω στη μάνα μου να μου βάλει να φάει, μα ξεχνώ πως κι εκείνη μεγάλωσε μαζί μου. Ας ήτανε να μου τα δικαιολογούσε, όλα, όπως τότε. Να αρκούσαν ένα μπαλκόνι, ένα απομεσήμερο και τα δέντρα του Νοέμβρη για να ‘μαι ευτυχισμένη.

Μαρία μου, αν είχαμε λίγο χρόνο ξανά, θα πιάναμε  μια σοφίτα. Αν είχαμε  μια σοφίτα, θα είχαμε ένα παλιό ξύλινο γραφείο με παλιά βινύλια, βιβλία και ταινίες. Αν είχαμε μια σοφίτα, θα είχαμε ένα φεγγίτη να κοιτάζει τα αστέρια. Αν είχαμε μια σοφίτα θα είχαμε κι ένα αερόστατο να κρέμεται από το φεγγίτη. Αν είχαμε  λίγο χρόνο, θα προλαβαίναμε να κλάψουμε γοερά, για να ξεσκάσουμε. Αν είχαμε λίγο χρόνο θα κυλιόμασταν στα σανίδια, θα κουνούσαμε χέρια και πόδια. Θα βάζαμε τη μουσική δυνατά να ακούγεται έξω από το φεγγίτη, θα χορεύαμε ξυπόλητες. Αν είχαμε λίγο χρόνο θα σου έβαφα γαλάζια τη σοφίτα, θα σου μάζευα περιστέρια, θα σου  έφτιαχνα φωλιές για χελιδόνια, θα σου είχα ένα σκύλο, ένα κουνέλι και μια γάτα.

Αν είχαμε μια σοφίτα, θα κρύβαμε σοκολατάκια κάτω από τα μαξιλάρια. Θα καλούσαμε φίλους να πιούμε, να φάμε και να μιλήσουμε για βλακείες, για χαζά κι ανώφελα – ανέφελα πράγματα. Αν είχαμε λίγο χρόνο θα είχαμε ένα παλιό κούκο να μας θυμίζει το χρόνο, κουρδισμένο από τα δικά μας χέρια. Αντίστροφα. Αν είχαμε λίγο χρόνο θα είχα μια σοφίτα και θα ‘μασταν παιδιά ξανά για λίγο…Θα χορταίναμε ζωή!

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα