Ανομβρία, πισίνες και γκαζόν στις Κυκλάδες
Το νερό στις Κυκλάδες ανάμεσα στη βιωσιμότητα και τη σπατάλη - Γράφει ο Κωστής Χατζημιχάλης
Λέξεις: Κωστής Χατζημιχάλης
Πριν ένα μήνα χρειάστηκε να υπολογίσω την αντικειμενική αξία του σπιτιού μας στην Ερμούπολη, κατασκευασμένο περίπου το 1880-85. Με έκπληξη πρόσεξα ότι η συμβολαιογράφος, μετά από σύσταση του μηχανικού, υπολόγιζε ως ανεξάρτητη αξία της κατοικίας την παλιά στέρνα 75 κυβικών μέτρων και την υπολόγισε σε 5.344 ευρώ.
Η αξία είχε υπολογιστεί γιατί «το ζητούν επίμονα οι ξένοι αγοραστές», συμπλήρωσε η συμβολαιογράφος.
Όμως ο υπολογισμός έγινε με βάση μόνο τα τετραγωνικά, δηλαδή ως υπόγειος χώρος χωρίς πρόσβαση. Μέχρι σήμερα δεν υπάρχει άλλος τρόπος μέτρησης της αξίας αυτής της πολύτιμης υποδομής ενώ οι ντόπιοι πωλητές δεν αξιολογούν την ύπαρξη της ως κάτι σημαντικό.
Το αντίθετο συμβαίνει με τις πισίνες στα νησιά οι οποίες ανεβάζουν έως 30% την αξία μιας κατοικίας, χωρίς να έχουν στέρνα για συλλογή του νερού της βροχής. Δεν είναι τυχαίο ότι οι διαφημίσεις για εξοχικά στις Κυκλάδες τονίζουν με φωτορεαλιστικά την ύπαρξη πισίνας, όλα τα ξενοδοχεία ακόμη και τα μικρότερα έχουν πισίνες, ενώ τα λουσάτα Airbnb διαφημίζουν jacuzzi, όπως στη Σαντορίνη με θέα στην Καλντέρα. Δεν υπάρχει περίπτωση να κατασκευαστεί πολυτελής κατοικία χωρίς πισίνα και η μανία γι’ αυτές αποτυπώνεται στην αδυναμία πώλησης μοναδικού σπιτιού στα Βαπόρια της Ερμούπολης με άμεση ιδιωτική πρόσβαση στη θάλασσα …γιατί δεν είχε χώρο για κατασκευή πισίνας.
Στην πατρίδα μου τη Νάξο, μια εταιρία (από τις τρεις που υπάρχουν), κατασκεύασε το 2024 800 νέες πισίνες και φέτος υπολογίζει ότι θα κατασκευάσει άλλες 1.200. Η ίδια εταιρία υπολογίζει ότι το 2024 υπήρχαν πάνω από 5.000 πισίνες στο νησί!
Σε περιόδους ανομβρίας, όπως αυτές που βιώνουν τα άνυδρα νησιά των Κυκλάδων, και με την προοπτική της συνεχούς ανόδου της θερμοκρασίας και της ξηρασίας λόγω της κλιματικής κρίσης, η σχέση των δυο αυτών υποδομών, στέρνας και πισίνας, εικονογραφεί δυο διαφορετικούς κόσμους. Ο πρώτος, της στέρνας, υποστηρίζει την βιώσιμη υδρολογική αυτάρκεια την οποία αναζητούν «οι ξένοι» αλλά υποβαθμίζουν οι ντόπιοι με λίγες εξαιρέσεις. Ο δεύτερος, υπογραμμίζει την σπάταλη και καταστροφική χρήση του πολύτιμου και λιγοστού νερού σε ένα άνυδρο περιβάλλον. Η στέρνα αποτελεί αξία χρήσης η οποία μετατρέπεται σήμερα σε ανταλλακτική αξία για τους μυημένους, ενώ η πισίνα έχει άμεση ανταλλακτική αξία αλλά με φθίνουσες αποδόσεις μακροπρόθεσμα.
Εικονογραφεί επίσης και την κυριαρχία ενός τρόπου καπιταλιστικής μεγέθυνσης ο οποίος αδιαφορεί για τις μελλοντικές αυτοκαταστροφικές του συνέπειες, γιατί ενδιαφέρεται μόνο για τα σημερινά τεράστια κέρδη. Ντόπιοι και ξένοι επενδυτές, ξενοδόχοι και εστιάτορες, μηχανικοί και ταξιτζήδες, οι ακτοπλοϊκές εταιρίες, οι δημοτικές αρχές, η Περιφέρεια Νοτίου Αιγαίου και οι κυβερνητικοί παράγοντες μαζί με τον ΣΕΤΕ, όλοι συνηγορούν, με πράξεις και παραλήψεις, σ’ αυτή την πορεία. Ψελλίζουν κατά καιρούς κάτι λίγα για βιώσιμη ανάπτυξη, κάνουν εκδηλώσεις, αναθέτουν μελέτες ή θεσμοθετούν κάποιους ελέγχους, αλλά δεν ενδιαφέρονται να αλλάξουν αυτό το πρότυπο μεγέθυνσης γιατί από αυτό πλουτίζουν.
Η αλόγιστη χρήση του λιγοστού νερού δεν περιορίζεται μόνο στις πισίνες. Οι χιλιάδες πολυτελείς κατοικίες στις Κυκλάδες περιβάλλονται από κήπους με υδροβόρα φυτά και γκαζόν τα οποία ποτίζονται και συντηρούνται όλο το χρόνο, ενώ η χρήση της κατοικίας είναι για δυο-τρεις μήνες. Μαζί με την μεγάλη κατά κεφαλή κατανάλωση νερού από τους τουρίστες, (500 περίπου λίτρα/ημέρα με τα ντους, τη πισίνα, τα πλυντήρια, τα ποτίσματα και τη γενική λάτρα), διαμορφώνεται η γνώριμη εδώ και δεκαετίες κρίσιμη κατάσταση της ανεπάρκειας των τοπικών υδάτινων πόρων. Παλιότερα οι κατασκευές λιμνοδεξαμενών και φραγμάτων ήταν επαρκής λύση, αλλά οι σημερινές γεωτρήσεις και πρόσφατα η ενεργοβόρα και ακριβή αφαλάτωση, είναι λύσεις προσωρινές με περιβαλλοντικό και οικονομικό κόστος.
Οι ντόπιοι και οι ξένοι επιχειρηματίες, μαζί με ορισμένες τοπικές αρχές αξιοποιούν την έλλειψη χωροταξικών σχεδίων και ρυθμίσεων για τις χρήσεις γης, και συνεχίζουν απτόητοι την διάρρηξη της συνέχειας του νησιωτικού τοπίου: η άνυδρη γη και τα βράχια, οι πεζούλες που κρατούσαν το λιγοστό νερό της βροχής και έφτιαχναν μικρές επιφάνειες για καλλιέργειες, η πυκνή δόμηση οικισμών, μία ύπαιθρος χωρίς διάσπαρτη δόμηση με μόνο λιγοστούς μιτάτους και εκκλησιές, έχουν αντικατασταθεί από την ομοιομορφία του τουριστικού real estate.
H συνέχεια του κυκλαδίτικου τοπίου έχει εξαφανιστεί εδώ και δεκαετίες δημιουργώντας εισοδήματα και πληθυσμιακή αύξηση αλλά υποσκάπτοντας το μέλλον αυτών των τόπων οι οποίοι πορεύονται χωρίς τις κατάλληλες υποδομές για να αντιμετωπίσουν την υπέρμετρη καλοκαιρινή επιβάρυνση. Η σχέση προσφοράς και ζήτησης πόσιμου νερού στα νησιά έχει διαταχτεί εδώ και δεκαετίας με τον υπερτουρισμό. Στα μεγαλύτερα, όπως η Νάξος και η Άνδρος, το νερό δεν ήταν ποτέ πρόβλημα, υπήρχαν ρέοντα ρυάκια/μικροί ποταμοί ακόμη και το καλοκαίρι. Όμως η τουριστική επέλαση, οι υδροβόρες καλλιέργειες όπως η πατάτα στη Νάξο και τα θερμοκήπια στη Σύρο, μαζί με αστοχίες στις κατασκευές λιμνοδεξαμενών και φραγμάτων, έχουν αναδείξει το πρόβλημα του νερού: η πατοπαραγωγή στη Νάξο έχει μειωθεί δραματικά όπως και η οινοπαραγωγή στη Σαντορίνη. Η κλιματική κρίση, αυτό «που τα αλλάζει όλα», όπως γράφει η Ναόμι Κλάιν, έρχεται να επιβαρύνει μια κατάσταση που είχε φτάσει στα όρια της ήδη από την προηγούμενη δεκαετία.
Το πρόβλημα του νερού έχει αρχίσει να κινητοποιεί κάποιους/ες που υπογραμμίζουν τα σημερινά αδιέξοδα. Οι διαμαρτυρίες τους όμως δεν βρίσκουν πρόθυμους συνομιλητές. Ο Μαμωνάς του υπερτουρισμού και του real estate είναι το κυρίαρχο δόγμα οικονομικής μεγέθυνσης, κυβέρνησης, ντόπιων και διεθνών κεφαλαιούχων. Θρέφεται κατατρώγοντας τους δυο πολύτιμους και πεπερασμένους πόρους των νησιών: τη γη και το νερό. Ο αγώνας ενάντια στην υφαρπαγή τους, κινηματικός και θεσμικός, θα καθορίσει το μέλλον.
Η παραγωγή σταφυλιών στη Σαντορίνη έχει μειωθεί σχεδόν 50% τα τελευταία 20 χρόνια, με μέση πτώση 2,7% ετησίως, σύμφωνα με στοιχεία που συγκέντρωσε η Ένωση Οινοποιών Σαντορίνης.
Η παραγωγή, σύμφωνα με τους οινοποιούς του νησιού, κινδυνεύει να μηδενιστεί έως το 2041, αν δεν υπάρξει κάποιας μορφής παρέμβαση. Η έλλειψη νερού καθιστά δυσκολότερη την καλλιέργεια των αμπελιών, ενώ έχουν χάσει τους περισσότερους από τους εργαζομένους τους προς την τουριστική βιομηχανία όλα αυτά τα χρόνια, επισήμανε ο κ. Αργυρός.
Όπως αναφέρει σε ανακοίνωσή του ο κ. Καβαλάρης, σήμερα είναι «μια δύσκολη ημέρα» για τη Σαντορίνη, αφού αναμένονταν στο νησί -που ήδη καταγράφει συνωστισμό και μεγάλη πληρότητα στα καταλύματα- συνολικά 17.000 επισκέπτες κρουαζιερόπλοια! Στη συνέχεια της ανάρτησής του, συβουλεύει τους ντόπιους να ελαττώσουν τις μετακινήσεις τους.
Συγκεκριμένα, στην ανάρτηση διαβάζουμε: «Έκτακτη Ανακοίνωση. Άλλη μια δύσκολη ημέρα για την πόλη και το νησί μας με την έλευση 17.000 επισκεπτών από τα κρουαζιερόπλοια !!! Παρακαλούμε την προσοχή σας και όσο μπορούμε ελαττώνουμε τις μετακινήσεις μας !!!».
Μια αλλόκοτη ξενάγηση (10)
ΤΟ ΝΕΡΟ
-“Αλλά λίγο το νερό” (Ελύτης) Το νερό στις Κυκλάδες είναι λίγο και ταυτόχρονα πολύ, λόγω της θάλασσας. Το νερό είναι ένας σπουδαίος παραγωγός ήχων, ίσως ο σπουδαιότερος για τα Κυκλαδονήσια, που αιώνια κολυμπούν. Τα νησιά πλέουν στο νερό και οι ευαίσθητοι ακούνε τον ήχο των φανταστικών κουπιών. Αλλά για τη θάλασσα ήδη μιλήσαμε. Πάμε τώρα στο άλλο νερό, της βροχής, της καταιγίδας, της πηγής, του πηγαδιού κ.λ.π. Έχει τη γλώσσα του κι αυτό. “Σαν το νερό που λάμπει στο χορτάρι / μονάχο και μιλεί στις μαύρες ρίζες” (Σεφέρης).
-Η βροχή: Οι βροχές είναι σπάνιο φαινόμενο για τα νησιά. Αρχίζουν συνήθως τον Οκτώβριο και σταματούν το Μάϊο. Όλο το υπόλοιπο διάστημα είναι χωρίς βροχή και η ξηρασία διαμορφώνει κάποια άλλη κατάσταση στα φυσικά ηχεία.
Καθώς όλα είναι στα ανθρώπινα μέτρα, βουνά, λόφοι, οροπέδια, σπίτια, οι άνθρωποι έχουν μια άμεση επαφή με το νερό της βροχής. Χαίρονται τον ήχο στις στέγες των σπιτιών και στους δρόμους. Αυτό για την πόλη με τις πολυκατοικίες είναι δύσκολο και κάποτε αδύνατο. Οι τυχεροί που ζουν κοντά στη θάλασσα έχουν σιμά τους τους ήχους από το σμίξιμο του νερού της βροχής με το νερό της θάλασσας.
Στους πλακόστρωτους δρόμους το νερό ηχεί με χαρακτηριστικό θόρυβο και οι αύκουλες αδειάζουν το περίσσεμα από την ταράτσα σαν μικροί καταρράχτες. Σε όσα σπίτια υπάρχουν στέρνες (στη Μήλο, τη Σαντορίνη, τη Σύρο) το νερό της ταράτσας κατρακυλά στις στέρνες και αποθηκεύεται. Ο ήχος για τα στερημένα από νερό νησιά γεννά χαρά και ελπίδα για την ερχόμενη αφθονία.
Ο επισκέπτης του καλοκαιριού δεν μπορεί να γευτεί τη χαρά αυτή και το μικρό πανηγύρι κάθε φορά που το χώμα των Κυκλάδων ευεργετείται με τη βροχή.
“Άξιον εστί …του νερού τα παιχνίδια στο ταβάνι” (Ελύτης).
-Οι χείμαρροι: Το νερό της βροχής ζωντανεύει τους χειμάρρους. Ο χείμαρρος κυλά ορμητικά και παρασέρνει πέτρες και χώματα. Αν το νερό είναι πολύ ο θόρυβος διαρκεί πολλές ημέρες. Στην Πάρο ένα χείμαρρο τον ονομάζουν Βρόντα από το χαρακτηριστικό θόρυβο. Τον χείμαρρο πρέπει να τον αντιλαμβανόμαστε σαν ένα σπουδαίο υδροβιότοπο και σαν ένα φυσικό εργοστάσιο τριβής και λείανσης των πετρωμάτων, όπως είπαμε και για τις παραλίες.
Το φυσικό αυτό τριβείο παράγει, τεμαχίζοντας τις πέτρες, αποστρογγυλευμένες κροκάλες, ψήγματα πετρωμάτων και άμμο. Σε πολλά μέρη δημιουργούνται λιμνούλες και έλη και ενθαρρύνεται η άγρια ζωή και συνεπώς οι ήχοι που αποτελούν χαρακτηριστικό της γνώρισμα. Στα έλη των χειμάρρων θα βρούμε βατράχους, έντομα και ένα γύρω πουλιά που παραμονεύουν.
Πολλοί χείμαρροι σχηματίζουν μικρούς καταρράχτες και επιτείνουν το θόρυβο του νερού χρωματίζοντας με ιδιαίτερους ήχους παραπλήσιες περιοχές.
-Οι πηγές: Κάθε νησί έχει τις πηγές του, τους τόπους κατοικίας νυμφών και νεράϊδων. Ο ασβεστόλιθος είναι το πέτρωμα που πλειοψηφεί στις Κυκλάδες. Επιτρέπει στο νερό να διαπερνά τις ρωγμές του και να κατεισδύει στα κατώτερα στρώματα. Κάτω από τον ασβεστόλιθο υπάρχει μεταμορφωμένος γρανίτης και σχιστόλιθος. Αυτά είναι πετρώματα υδατοστεγή. Το νερό στερνιάζει κι όταν η φυσική λεκάνη γεμίζει, το νερό βρίσκει φυσική διέξοδο. Έτσι περνά από υπόγειους διαδρόμους και σχηματίζει πηγές και ρυάκια.
Αν επισκεφθούμε τα σπήλαια, φυσικά και τεχνητά, θα δούμε ότι πολύν καιρό μετά τις βροχές το νερό βρίσκει διεξόδους και σταλάζει αργά-αργά σχηματίζοντας κάποτε κρυστάλλους μικρούς σταλακτιτών και σταλαγμιτών. Μπορούμε να φανταστούμε τον ήχο της σταλαγματιάς σαν ήχο της κατασκευαστικής μηχανής των σταλακτιτών. Σαν αργή κλεψύδρα προορισμένη να μετρά τους αιώνες.
Οι πηγές αυτές τρέχουν όλο το διάστημα του καλοκαιριού και οι επισκέπτες μπορούν να χαρούν τους ήχους από το κελάρυσμα των νερών, αλλά και από τα άγρια ζώα που ζουν σε παρακείμενους υγρότοπους. Πουλιά, αρπαχτικά διάφορα, ερπετά, έντομα, υδρόβια κάθε λογής.
Το νερό που τρέχει είναι βέβαια σπάνιο φαινόμενο στις Κυκλάδες. Ωστόσο μερικά νησιά καμαρώνουν, που έχουν μερικά στοιχεία από ορεινούς και πλούσιους σε νερά τόπους της βόρειας Ελλάδας.
Ο πηγές αυτές τροφοδότησαν στο παρελθόν πολλούς υδρόμυλους σε μερικά νησιά, ιδίως στην Άνδρο και τη Νάξο. Σε πολλές περιπτώσεις οι πηγές τροφοδοτούν στέρνες, οι οποίες ενθαρρύνουν είδη υδρόβιων και αμφίβιων με χαρακτηριστικούς ήχους, όπως ο βάτραχος. Οι στέρνες σε πολλά νησιά δίνουν χαρακτηριστικές περιπτώσεις τεχνητών υδροβιότοπων, με “λαλέουσα” και σφύζουσα ζωή, ακόμα και το καλοκαίρι.
-Τα πηγάδια: Τα πηγάδια ήταν η μοναδική πηγή νερού το καλοκαίρι. Το νερό ερχόταν από το βάθος στην επιφάνεια με το μαγγάνι. Σε περίπτωση που χρειαζόταν πολύ νερό για άρδευση στο πηγάδι γινόταν εγκατάσταση μηχανής άντλησης. Σώζονται ακόμα τα μεταλλικά εξαρτήματα των μηχανών αυτών. Η άντληση γινόταν με άλογα, μουλάρια και γαϊδούρια και ο ήχος από το σύρσιμο του μετάλλου ήταν χαρακτηριστικός. Τώρα μαζί με άλλες κατασκευές μένουν ακόμα στα χείλη των πηγαδιών τμήματα των μετάλλων, θυμίζοντας ένα παρελθόν με πολλούς κόπους, αλλά και πολλούς ήχους.
Το πηγάδι αποτελούσε στο παρελθόν σπουδαίο ηχοχώρο και όχι μόνο για τις Κυκλάδες. “Κίνησε η Γερακίνα” για νερό, λέει το αποκριάτικο τραγούδι και ο Χριστός στο χώρο του πηγαδιού μίλησε με τη Σαμαρείτιδα. Έτσι, μέσα στους ήχους από την ανάσυρση του νερού, (“άκουγα το νερό να γλουγλουκίζει” γράφει ο Μυκονιάτης λογοτέχνης Παναγιώτης Κουσαθανάς) πρέπει να εντάξουμε και τους άλλους της ανθρώπινης φλυαρίας, αλλά και των κάθε λογής πήλινων, μεταλλικών και γυάλινων δοχείων, που “μιλούσαν” καθώς γέμιζαν με νερό.
Γιάννης Μακριδάκης Σεπτ.2024
Η δυστυχία του χόμο καταναλώτικους ξέρετε ποια είναι;
Ότι δεν μπορεί να σταθεί ούτε μισό λεπτό να αποθαυμάσει τη ροή ενός ποταμού, δίχως να αναφωνήσει, δες πόσο νερό πάει χαμένο στη θάλασσα.
Αυτή η λογική, που θεωρεί χαμένο το νερό το οποίο κλείνει απλώς ελεύθερο τον υδρολογικό κύκλο του, που μάθαμε στο νηπιαγωγείο και είναι αναγκαίο να κλείσει για να ανοίξει ξανά και να βρέξει, είναι η λογική της δίχως μέτρο κατανάλωσης.
Στη βάση αυτής εξήγγειλε πάλι προχθές από την ΔΕΘ ο Πρωθυπουργός την εκτροπή του κάτω ρου του ποταμού Αχελώου για να έρχονται 100.000.000 κυβικά νερό ετησίως στον Μόρνο και να πίνει η Αθήνα. Πέρσι, η γνωστή ολλανδική εταιρεία που μελέτησε την Θεσσαλία μετά την καταστροφή απεφάνθη ότι μόνον η εκτροπή του άνω ρου του ποταμού Αχελώου θα σώσει τον κάμπο, με μεταφορά 500.000.000 κυβικών μέτρων νερού ετησίως.
Με άλλα λόγια, ένα και μοναδικό μεγάλο αρχαίο ποτάμι έχουμε ολόκληρο δικό μας στη χώρα αυτή, θα το πιούμε όλο. Θα το οδηγήσουμε στις τουαλέτες και στα ντουζ των Αθηνών, στα χημικά του κάμπου, θα το κάνουμε να πηγαίνει στη θάλασσα μέσω αγωγών, βόθρων και βιολογικών καθαρισμών.
Η καθηγήτρια του ΕΜΠ Μαρία Μιμίκου λέει πάντως ότι χρειάζεται εκτίμηση των υδατικών πόρων της περιοχής που θέλουμε να πάμε, δηλαδή μετρήσεις που δεν τις έχουμε. Με άλλα λόγια για όποιο πρόβλημα προκύψει, ο Αχελώος είναι η λύση αλλά πόσο νεράκι κατεβάζει ο Αχελώος ιδέα ακόμα δεν έχουμε. Στο τέλος θα πιούμε και τις Πρέσπες.
Και τώρα στη μεγάλη απειλή της λειψυδρίας, η κυβερνητική πρόταση για την αντιμετώπισή της, αλλά και η πρακτική που ακολουθούν ήδη Δημοτικές Επιχειρήσεις Ύδρευσης σε τουριστικές περιοχές που πλήττονται, όπως στον δήμο Προποντίδας στη Χαλκιδική, είναι η αύξηση της τιμής του νερού της ύδρευσης.
Ένα μέτρο, όμως, που δεν έχει καμία σχέση με τις αιτίες της λειψυδρίας.
Οι οποίες, από πουθενά δεν προκύπτει ότι σχετίζονται με σπατάλη ειδικά στην ύδρευση, ως αποτέλεσμα, μάλιστα, της χαμηλής τιμής του νερού.
Η ύδρευση, άλλωστε, συμμετέχει στην ετήσια κατανάλωση του νερού στην Ελλάδα σήμερα κατά ένα μονοψήφιο ποσοστό, της τάξης μόλις του 7-8%. Και συνεπώς τα περιθώρια εξοικονόμησης νερού σε αυτόν τον τομέα είναι ιδιαίτερα μικρά.
Με τον κατ’ εξοχήν μεγάλο καταναλωτή να είναι η αγροτική ανάπτυξη, με τις μεγάλες απώλειες λόγω διαρροών των εκτεταμένων αρδευτικών δικτύων, αλλά και λόγω απωλειών στα πεπαλαιωμένα συστήματα άρδευσης, όπου καταναλώνεται το 85% του νερού στη χώρα ετησίως. Με το μισό περίπου από αυτό να είναι απώλειες.
Και επιπλέον, η αύξηση της τιμής του πόσιμου νερού είναι γνωστό ότι αποτελεί ένα αναποτελεσματικό και γι’ αυτό τελευταίο μέτρο ανάγκης, λόγω της ιδιαίτερα χαμηλής ελαστικότητας της ζήτησης στην ύδρευση.
Που σημαίνει ότι αν αυξηθεί η τιμή της μπίρας, των αναψυκτικών ή των οινοπνευματωδών ποτών, οι καταναλωτές μπορούν να ζήσουν και χωρίς αυτά. Αν όμως αυξηθεί η τιμή του πόσιμου νερού, ελάχιστη εξοικονόμηση θα γίνει. Μια και οι καταναλωτές δεν μπορούν να ζήσουν χωρίς αυτό…
Οι πραγματικές αιτίες της λειψυδρίας βρίσκονται στη μη διευθέτηση του ισοζυγίου προσφοράς και ζήτησης του νερού σε όλες τις χρήσεις.
Που σημαίνει ότι για τη λειψυδρία δεν ευθύνεται μονομερώς ούτε μόνο η ξηρασία, ούτε όμως και μόνο η σπατάλη νερού, ειδικά στον τομέα της ύδρευσης.
Η λειψυδρία αντανακλά την αδυναμία, την ανικανότητα ή και την άρνηση να εφαρμοστούν μέτρα, να αναληφθούν πολιτικές πρωτοβουλίες και να κατασκευαστούν έργα για την προσαρμογή στις νέες δυσμενείς κλιματικές συνθήκες, κατά τρόπο που να εξασφαλίζει την επάρκεια του νερού.
Η λειψυδρία, επομένως, είναι το αποτέλεσμα της απουσίας έργων, μέτρων και πολιτικών για την προσαρμογή στις νέες, ακραίες, αλλά και απολύτως προβλέψιμες, πλέον, κλιματικές συνθήκες.
Με δεδομένη, δηλαδή, την ανομβρία υπάρχουν μια σειρά από μέτρα, έργα και πολιτικές που πρέπει να εφαρμοστούν τόσο για την ενίσχυση της προσφοράς του νερού και την αποτελεσματική αποθήκευσή του σε φυσικές δεξαμενές και τεχνητούς ταμιευτήρες, όσο όμως και για την εξοικονόμησή του, ξεκινώντας από τις πολύ υδροβόρες οικονομικές δραστηριότητες, όπως οι αγροτικές.
Όσον αφορά στις πολιτικές ενίσχυσης της προσφοράς σε νερό, πρώτη προτεραιότητα είναι η φροντίδα για τον εμπλουτισμό των υπόγειων φυσικών δεξαμενών του νερού, των υπόγειων υδροφορέων.
Ένας στόχος που για να επιτευχθεί, πρέπει να περιοριστούν δραστικά, με έγκαιρες πολιτικές πρόληψης οι δασικές πυρκαγιές, να μειωθούν με κάθε τρόπο οι καμένες δασικές εκτάσεις και να ακολουθηθεί μια πολιτική άμεσης αναδάσωσης των καμένων περιοχών.
Μια αλήθεια που δεν ακούγεται συχνά είναι ότι στην ύπαρξη των δασών και της βλάστησης οφείλεται ο εμπλουτισμός των φυσικών δεξαμενών του νερού, των υπόγειων υδροφορέων.
Όταν μειώνονται τα δάση, μειώνεται και η ικανότητα του εδάφους να διηθήσει το έστω και λιγότερο σήμερα νερό της βροχής και του χιονιού, προκειμένου να εμπλουτιστούν οι υδροφορείς.
Η απώλεια δασικών εκτάσεων κάθε χρόνο, λόγω πυρκαγιών, αλλά και λόγω ιδιωτικοποίησης της δημόσιας γης για να εγκατασταθούν είτε ξενοδοχεία είτε και πράσινες μορφές παραγωγής ενέργειας, αιολικά και φωτοβολταϊκά πάρκα δηλαδή, δεν είναι καθόλου άσχετη με την υπόθεση της λειψυδρίας που πλήττει την Ελλάδα περισσότερο από τις γειτονικές της χώρες, που έχουν τις ίδιες συνθήκες ως προς την ξηρασία και την ανομβρία.
Οι πολιτικές της έγκαιρης αντιμετώπισης των δασικών πυρκαγιών και του περιορισμού των καμένων εκτάσεων, όπως και εκείνες της υποχρεωτικής αναδάσωσης του συνόλου των καμένων πράσινων εκτάσεων, είναι οι πιο δραστικές για τον εμπλουτισμό των φυσικών δεξαμενών του νερού.
Όσον αφορά στο άλλο σκέλος ισοζυγίου, σε αυτό της διαχείρισης της ζήτησης του νερού, η κύρια αιτία για τη λειψυδρία είναι η υπέρβαση της φέρουσας ικανότητας των υδατικών συστημάτων στις υδρολογικές λεκάνες. Που σημαίνει ευθέως αλλαγή αναπτυξιακού μοντέλου.
Δεν την αντέχει η Ελλάδα την αγροτική ανάπτυξη των υδροβόρων καλλιεργειών που μας ήρθαν από πλούσιες σε υδατικά αποθέματα περιοχές του κόσμου, όπως το βαμβάκι, το ρίζι και το καλαμπόκι, για παράδειγμα.
Όπως, επίσης, δεν την αντέχει η άνυδρη Ελλάδα τη μονοκαλλιέργεια του υπερτουρισμού τα καλοκαίρια στις παραλίες και τα νησιά.
Διότι δεν είναι βιώσιμη η ανάπτυξη που στηρίζεται αποκλειστικά σε βραχυχρόνιους κερδοσκοπικούς σχεδιασμούς και όχι στη φέρουσα ικανότητα της φύσης, στα διαθέσιμα, δηλαδή, υδατικά αποθέματα.
Αλλά και σε καθαρά τεχνολογικό επίπεδο υπάρχουν μια σειρά από μέτρα και έργα που μπορούν να βελτιώσουν τη μεγάλη απειλή της λειψυδρίας.
Ειδικά στον τομέα της αγροτικής ανάπτυξης, του μεγάλου καταναλωτή νερού στη χώρα.
Ο εκσυγχρονισμός των αρδευτικών δικτύων, με τη δραστική μείωση των απωλειών νερού που φτάνουν το 40 – 50% και η εφαρμογή σύγχρονων μεθόδων μικροάρδευσης, τοπικής άρδευσης και άρδευσης με σταγόνες θα δώσει μια μεγάλη ανάσα στην υπόθεση της εξοικονόμησης νερού.
Μια επένδυση που μπορεί αρχικά να φαίνεται δαπανηρή, αν υπολογιστεί όμως το όφελος σε διαθέσιμο νερό που θα προκύψει, θα αποδειχθεί τελικά άκρως συμφέρουσα.
Τέλος, τεράστιο πεδίο υπάρχει και στο αυτονόητο επίπεδο του εκσυγχρονισμού των συστημάτων εκταμίευσης, συλλογής και αποθήκευσης νερού για άρδευση και για ύδρευση.
Όπως γίνεται κατανοητό, η αντιμετώπιση της λειψυδρίας ξεκινά από τις πολιτικές πρόληψης των φυσικών καταστροφών και προσαρμογής μας στην κλιματική κρίση και φτάνει μέχρι τους αναπτυξιακούς τομείς της πρωτογενούς παραγωγής και του τουρισμού και μέχρι τον εκσυγχρονισμό των δικτύων και τον σχεδιασμό νέων έργων.
Γι’ αυτό και χρειάζεται ολοκληρωμένη αντιμετώπιση σε επίπεδο λεκάνης απορροής και όχι εισπρακτικές πολιτικές.
*Ο Κωστής Χατζημιχάλης είναι Ομότιμος καθηγητής Τμήμα Γεωγραφίας, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, [email protected]