Περιβάλλον

Αφαλάτωση: Τα πλεονεκτήματα και οι επιπτώσεις για τις ελληνικές θάλασσες – Επιστήμονες εξηγούν

Σε ποια μέρη της Ελλάδας εφαρμόζεται και τι ακριβώς ισχύει για ένα θέμα που απασχολεί τη χώρα

Κωστής Κοτσώνης
αφαλάτωση-τα-πλεονεκτήματα-και-οι-επι-1352851
Κωστής Κοτσώνης

Τις απειλητικές διαθέσεις της δείχνει και αυτό το καλοκαίρι η λειψυδρία στην Ελλάδα. Οι διακοπές νερού, η αγωνία των αγροτών για τις σοδειές τους και τα μεγάλα, ακόμα και για καλοκαίρι, επίπεδα ξηρασίας δείχνουν ότι το πρόβλημα ήρθε για να μείνει.

Ενδεικτικό της κατάστασης είναι το γεγονός ότι την ίδια στιγμή που ο Κυριάκος Μητσοτάκης συγκαλούσε σύσκεψη για τη λειψυδρία και τον εθνικό σχεδιασμό για τα ύδατα, ολόκληρες περιοχές στην Κασσάνδρα Χαλκιδικής παρέμεναν με τις βρύσες στερεμένες στο απόγειο της τουριστικής σεζόν.

Στα νησιά, ιδίως στις Κυκλάδες, οι άνυδροι μήνες του καλοκαιριού συμπίπτουν με τον πολλαπλασιασμό των αναγκών, λόγω τουρισμού. Κάποια νησιά έχουν στραφεί ολοένα και περισσότερο στη λύση της αφαλάτωσης. Μπορούν άραγε αυτές οι μεμονωμένες περιπτώσεις να λειτουργήσουν σαν πρότυπο και για την υπόλοιπη επικράτεια;

Λειψυδρία δεν είναι «απλώς» το να μην έχουμε νερό να πιούμε

Ο Γιάννης Κατσογιάννης είναι καθηγητής περιβαλλοντικής τεχνολογίας στο τμήμα Χημείας του ΑΠΘ και διευθυντής του Ινστιτούτου Αειφόρου Διαχείρισης των υδάτων και δικαίου του Νερού του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Δημοσίου Δικαίου (EPLO). Επικοινωνούμε μαζί του για να μας μιλήσει για την αφαλάτωση, όμως πριν από αυτό αποσαφηνίζει τι ακριβώς είναι η λειψυδρία και γιατί είναι μεγαλύτερο πρόβλημα απ’ ό,τι φανταζόμαστε:

«Λειψυδρία σημαίνει ότι οι πολίτες μιας περιοχής δεν έχουν επαρκές νερό για να καλύψουν τις ανάγκες τους, ξεκινώντας από το πόσιμο νερό, περνώντας στην προσωπική υγιεινή και την καθαριότητα του νοικοκυριού, μετά σε ανάγκες βιομηχανικές και τελικά στην άρδευση. Ο περισσότερος κόσμος νομίζει ότι λειψυδρία είναι απλώς να μην έχουμε πόσιμο νερό να πιούμε. Αυτό μπορεί να είναι το βασικότερο αλλά δεν είναι το μόνο. Λειψυδρία σημαίνει να μην έχουμε νερό για να κάνουμε ένα ντους, να βάλουμε πλυντήριο, να ποτίσουμε τον κήπο ή τα χωράφια μας. Όλα αυτά χρειάζονται πόσιμο νερό, ίδιο με αυτό που γεμίζουμε τα ποτήρια μας. Μάλιστα, η άρδευση είναι με μεγάλη διαφορά η πιο απαιτητική σε υδάτινους πόρους δραστηριότητα παγκοσμίως».

Σύμφωνα με τον κ. Κατσογιάννη, κάθε Έλληνας ξοδεύει, κατά μέσο όρο, περισσότερα από 150 λίτρα πόσιμο νερό την ημέρα. Αλλά εκείνοι που πραγματικά «ξεχειλώνουν» τις καταναλώσεις είναι οι τουρίστες: «Πέρα από το ότι οι βροχοπτώσεις έχουν μειωθεί πολύ, καλούμαστε σαν χώρα να εξυπηρετήσουμε έναν όγκο τουριστών τριπλάσιο από τον πληθυσμό μας. Μετρήσεις έχουν δείξει πως ο κάθε τουρίστας παγκοσμίως καταναλώνει τρεις με πέντε φορές περισσότερο νερό από τους ντόπιους. Είναι θέμα lifestyle. Δεν τον νοιάζει να κάνει οικονομία γιατί δεν είναι σπίτι του, κάνει πολύ περισσότερες φορές μπάνιο γιατί περπατάει όλη μέρα ή πάει στη θάλασσα κτλ.», εξηγεί.

Φυσικά, οι ίδιοι άνθρωποι ελάχιστα θα σκεφτούν το πόσο νερό ξοδεύουν, αν ξαφνικά ανοίξουν μία μέρα τη βρύση και… δεν τρέξει σταγόνα. Αυτό συμβαίνει το τελευταίο διάστημα, και για ακόμα μία χρονιά, με τις διακοπές νερού στην Κασσάνδρα. «Σε Χανιώτη και Πευκοχώρι οι ντόπιοι ενίοτε αργούν να γυρίσουν στο σπίτι τους από την παραλία, γιατί σκέφτονται ότι και να γυρίσουν το απόγευμα, δεν θα έχει νερό να πλυθούν. Άρα, γυρνάνε στις 21:00, που ξεκινάει η παροχή. Αυτό ακριβώς είναι λειψυδρία», τονίζει ο συνομιλητής μας.

Οι μονάδες αφαλάτωσης ήρθαν για να μείνουν

Κάπου εδώ έρχεται η τεχνολογία της αφαλάτωσης, δηλαδή της αφαίρεσης αλάτων από αλατούχα ύδατα, της θάλασσας και όχι μόνο. Οι μονάδες αφαλάτωσης σε όλο τον κόσμο ποικίλλουν και από άποψη μεγέθους και από άποψη μεθόδων. Οι δύο βασικές μέθοδοι είναι η θερμική απόσταξη και η συγκράτηση αλάτων με μεμβράνες. Στην περίπτωση των μεμβρανών, η αφαλάτωση επιτυγχάνεται είτε μέσω αντίστροφης όσμωσης είτε μέσω ηλεκτροδιάλυσης.

Αυτήν τη στιγμή, οι βασικές μονάδες αφαλάτωσης της χώρας μας λειτουργούν στις εξής περιοχές:

  • Σποράδες: Αλόννησος
  • Μαγνησία: Βόλος
  • Βόρειο Αιγαίου: Φούρνοι, Οινούσσες, Χίος
  • Κυκλάδες: Θήρα, Ίος, Σίκινος, Φολέγανδρος, Κύθνος, Κίμωλος, Μήλος, Σίφνος, Μύκονος, Αμοργός, Δονούσα, Ηρακλειά, Κουφονήσια, Σχοινούσα, Αντίπαρος, Πάρος, Σύρος, Τήνος
  • Δωδεκάνησα: Αγαθονήσι, Αστυπάλαια, Κάλυμνος, Λειψοί, Λέρος, Πάτμος, Νίσυρος, Μεγίστη, Σύμη, Χάλκη
  • Κρήτη: Μαλεβίζι, Ηράκλειο
  • Αττική: Ύδρα, Αγκίστρι, Μέγαρα
  • Ιόνιο: Κέρκυρα, Παξοί, Κεφαλονιά, Ιθάκη
Μονάδα αφαλάτωσης (Γιάννης Κατσογιάννης).

Ο Πέτρος Βαρελίδης, Γ.Γ. Φυσικού Περιβάλλοντος και Υδάτων του ΥΠΕΝ, δηλώνει ότι οι αφαλατώσεις… ήρθαν για να μείνουν στη χώρα μας. «Είναι νομοτελειακό ότι θα αποκτήσουμε περισσότερες αφαλατώσεις. Ήδη βρίσκονται σε λειτουργία πολλές δημόσιες αλλά και ιδιωτικές, κυρίως σε ξενοδοχεία. Αυτήν τη στιγμή, υλοποιούνται έργα αφαλατώσεων με κονδύλια από το ΕΣΠΑ, το Ταμείο Ανάκαμψης και το Υπουργείο Ναυτιλίας, σε περιοχές όπως η Πάρος, του Λουτράκι και η Κόρινθος. Επιπλέον, νομίζω ότι κάποια στιγμή θα πάμε στην υιοθέτηση κι άλλων τέτοιων μονάδων, μεγαλύτερης δυναμικότητας προφανώς, και στο υδροδοτικό δίκτυο της Αττικής», δηλώνει.

Ο κ. Κατσογιάννης τοποθετείται σε γενικές γραμμές υπέρ της αφαλάτωσης, συγκεκριμένα υπέρ μικρών, ευέλικτων μονάδων που θα χρησιμοποιούν μεμβράνες αντίστροφης όσμωσης. Περνώντας το νερό μέσα από αυτές, συγκρατούνται τα άλατα καθώς και τυχόν ρύποι και παθογόνα. Έπειτα, εμπλουτίζεται με ιχνοστοιχεία, όπως ασβέστιο, μαγνήσιο, νάτριο και κάλιο, και είναι πλέον έτοιμο να διατεθεί στο δίκτυο για κατανάλωση.

Το βασικό πλεονέκτημα των ευέλικτων μονάδων είναι ότι μπορούν να εγκατασταθούν εύκολα στα νησιά χωρίς περίπλοκα έργα και να λειτουργήσουν συμπληρωματικά μαζί με άλλες λύσεις (γεωτρήσεις, φράγματα κτλ.).

Να σημειωθεί σε αυτό το σημείο πως η αφαλάτωση κατά κύριο λόγο αφορά την παροχή πόσιμου νερού. Δεν υπάρχει δηλαδή σκέψη στην Ελλάδα αλλά και εν γένει στην Ευρώπη για χρήση της αφαλάτωσης για αρδευτικούς σκοπούς. Ο λόγος είναι πολύ απλός: ο απαραίτητος όγκος νερού είναι τέτοιος, που θα εκτόξευε το κόστος. Όπως είπε ο Γ.Γ. Υδάτων, κ. Βαρελίδης, σε πρόσφατη συζήτησή με τον Κατσογιάννη, «το νερό αφαλάτωσης είναι είδος πολυτελείας. Ίσως θα ήταν φθηνότερο να ποτίζεις με… εμφιαλωμένο κάποιες φορές!».

Προκειμένου να πέσει και άλλο το κόστος της παραγωγής καθαρού νερού, μπορεί να επιλεγεί η αφαλάτωση υφάλμυρου, γλυφού νερού και όχι θαλασσινού. Αυτού του είδους τα νερά έχουν μεν αλατότητα, αλλά πολύ χαμηλότερη από αυτήν της θάλασσας. Λιγότερη η αλατότητα, μικρότερη η πίεση που απαιτείται ώστε να καθαρίζεται το νερό μέσα από τις μεμβράνες.

Ο κ. Κατσογιάννης δίνει το παράδειγμα του Ηρακλείου, στο οποίο λειτουργεί ήδη μονάδα αφαλάτωσης: «Κοντά στην πόλη υπάρχει ένας ποταμός με υφάλμυρο νερό, που έχει ημερήσια ροή τέσσερις φορές πάνω από τις καθημερινές ανάγκες του Ηρακλείου. Συνεπώς, διοχετεύοντας μόνο το ένα τέταρτο της ροής του ποταμού στη μονάδα αφαλάτωσης, μπορούμε να καλύπτουμε σημαντικό μέρος των αναγκών της πόλης, χωρίς να επεμβαίνουμε τόσο στο φυσικό περιβάλλον».

Νέες τεχνολογίες VS πεπαλαιωμένα δίκτυα

Κάτι άλλο που συχνά αγνοούμε οι πολίτες για το νερό είναι το πόσες μεγάλες επενδύσεις σε υποδομές, τεχνολογίες και ανθρώπινο δυναμικό απαιτούνται, ώστε να φτάνει ανελλιπώς στις βρύσες μας. Δυστυχώς δεν είναι λίγες οι περιοχές στην Ελλάδα όπου οι υποδομές είναι είτε απαρχαιωμένες είτε ελλιπείς και το προσωπικό λίγο. Σε τέτοιες συνθήκες, το πολύτιμο και αρκετά κοστοβόρο νερό της αφαλάτωσης κινδυνεύει να πάει στράφι.

Διαχρονικό είναι το πρόβλημα των παλιών δικτύων σε όλη τη χώρα. Σε τέτοια δίκτυα, το ακριβοπληρωμένο αφαλατωμένο νερό ενδέχεται να υφίσταται απώλειες της τάξης του 40%-50% ή να επιμολύνεται με ακάθαρτα ύδατα που εισχωρούν στις σωληνώσεις.

Μονάδα αφαλάτωσης (Γιάννης Κατσογιάννης).

Ένα άλλο πρόβλημα αφορά τα φράγματα που έχουν κατασκευαστεί. Σε αρκετές περιπτώσεις χωροθετήθηκαν σε ακατάλληλα σημεία και έτσι το νερό που συσσωρεύεται χάνεται τελικά στο υπέδαφος —αφού έχει ελαττωθεί ούτως ή άλλως λόγω του περιορισμού των βροχοπτώσεων και της εξάτμισης. Και σε αυτές τις περιπτώσεις ενδέχεται η αφαλάτωση να σηκώσει το βάρος της αναπλήρωσης.

Με βάση τα παραπάνω, είναι ξεκάθαρο ότι οι μονάδες αφαλάτωσης δεν λειτουργούν «εν λευκώ» και ότι το κόστος λειτουργίας τους σε αρκετές περιπτώσεις θα μπορούσε να είναι χαμηλότερο αν οι υπόλοιπες υποδομές λειτουργούσαν όπως πρέπει.

«Το κόστος της αφαλάτωσης ωχριά μπροστά στο κόστος της ολοκληρωτικής λειψυδρίας»

Και αν το κόστος της αφαλάτωσης είναι αυξημένο σε σχέση με την άντληση και τη διύλιση νερού που είναι εξαρχής πόσιμο, σίγουρα δεν θα είναι το ίδιο μεγάλο με το κοινωνικό και οικονομικό κόστος της λειψυδρίας.

Ο κ. Κατσογιάννης δηλώνει κάθετα ότι «Προσωπικά, το κόστος της αφαλάτωσης δεν με απασχολεί ως επιστήμονα. Με απασχολεί πολύ περισσότερο η λειψυδρία, που έχει πολύ μεγαλύτερο κοινωνικό, αλλά και οικονομικό κόστος. Εξάλλου, πρέπει πάντα, για να είμαστε αντικειμενικοί, να συγκρίνουμε το κόστος της αφαλάτωσης με τις άλλες διαθέσιμες λύσεις που υπάρχουν και όχι με μία ουτοπική κατάσταση που δεν υπάρχει. Ακόμα και το να αγοράζει κανείς εξάδες με εμφιαλωμένα για να πιει ή να κάνει μπάνιο είναι πολύ πιο δαπανηρό από μία επιβάρυνση κάποιων ευρώ το μήνα στο λογαριασμό του νερού του».

Πλωτή μονάδα αφαλάτωσης (Υπουργείο Ανάπτυξης).

Σαν παραδείγματα φέρνει τα νησιά και την Αττική: «Πέρα από τα φράγματα, που κοστίζουν πολύ και έχουν απώλειες, στα νησιά η μόνη άλλη εναλλακτική είναι να μεταφέρουμε νερό με καράβια. Και εδώ το κόστος ξεφεύγει πολύ.

» Στην Αττική, οι προβλέψεις λένε ότι μπορεί από τον ερχόμενο χειμώνα να έχουμε έντονα προβλήματα με διακοπές νερού. Ήδη από τα μέσα καλοκαιριού οι ταμιευτήρες είναι στο 50% και το νερό που έρχεται από το Μόρνο είναι συγκεκριμένο. Οι ειδικοί προκρίνουν τώρα την άντληση νερού από τη λίμνη των Κρεμαστών, αλλά αυτό το έργο, αν γίνει, θα αργήσει. Έχει πέσει στο τραπέζι μέχρι και το ενδεχόμενο να έρθει νερό στην Αθήνα με τάνκερ από τον Αστακό. Αν οι καταστάσεις το επιβάλουν, εννοείται ότι είναι μια λύση που πρέπει να σκεφτούμε, αλλά καταλαβαίνετε και εσείς ότι δεν είναι μόνο η αφαλάτωση που είναι ακριβή και οι υπόλοιπες λύσεις που είναι φτηνές».

Χαμηλωμένη στάθμη στη λίμνη του Μόρνου, που υδροδοτεί την Αθήνα. Στην επιφάνεια πολλά σπίτια από το βυθισμένο χωριό Κάλλιο (Αντώνης Νικολόπουλος, Eurokinissi).

«Το πρόβλημα με την αφαλάτωση στα νησιά είναι ότι οι ανάγκες είναι πολύ εποχιακές. Υπάρχουν συγκεκριμένοι μήνες μέσα στο χρόνο που το πρόβλημα γίνεται πολύ έντονο, όμως οι μονάδες δεν μπορούν να δουλεύουν μόνο τότε και τον υπόλοιπο χρόνο να βρίσκονται εκτός λειτουργίας. Υπάρχουν κάποια τέτοια θέματα τα οποία αυξάνουν καμιά φορά το λειτουργικό κόστος», παραδέχεται ο κ. Βαρελίδης. Από την άλλη, τονίζει στις περιπτώσεις γεωτρήσεων που απαιτούν ανόρυξη σε μεγάλο βάθος, το κόστος τείνει να πλησιάζει αυτό μίας μικρής μονάδας αφαλάτωσης. Συνεπώς, μακροπρόθεσμα η αφαλάτωση συμφέρει οικονομικά.

Ψηφιακός πίνακας στη Σίφνο ενημερώνει σε πραγματικό χρόνο κατοίκους και επισκέπτες για τα αποθέματα του νησιού σε νερό.

Αναφορικά με τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις της αφαλάτωσης, αυτές εντοπίζονται κυρίως στη σπατάλη ενέργειας και στη διατάραξη του θαλάσσιου οικοσυστήματος.

Ο κ. Βαρελίδης σέβεται μεν τις αμφιβολίες όσων μιλούν για περιβαλλοντική υποβάθμιση, αλλά τις αποδίδει στο φόβο του καινούργιου: «Για το περιβαλλοντικό κόστος, πρέπει να βάλουμε τα πράγματα στις σωστές τους διαστάσεις. Με οποιονδήποτε τρόπο και αν τραβάς νερό από κάπου, θα έχεις κάποια επίπτωση στο περιβάλλον. Απλώς, έχουμε συνηθίσει να στεγνώνει ο Πηνειός και ο Ευρώτας το καλοκαίρι, έχουμε συνηθίσει να εξαντλούνται τα υπόγεια νερά από τις γεωτρήσεις εδώ και δεκαετίες και τώρα που πάει να εφαρμοστεί πιο μαζικά η “άγνωστη” αφαλάτωση φοβόμαστε».

Με το πέρας της αφαλάτωσης, παράγεται το λεγόμενο αλμόλοιπο, δηλαδή ένα συμπυκνωμένο διάλυμα στο οποίο έχουν κατακάτσει όλα τα άλατα και οι ουσίες που φιλτραρίστηκαν από το θαλασσινό νερό. Αυτό καταλήγει στην ανοιχτή θάλασσα, και κατά καιρούς έχουν εκφραστεί επιφυλάξεις μήπως η απόρριψή του επηρεάσει τα θαλάσσια οικοσυστήματα και την αλατότητα των θαλασσών.

«Μιλάμε για μία έκταση περίπου 20 τ.μ. μέσα στο ανοιχτό πέλαγος. Τόσο μικρή είναι η έκταση που καταλαμβάνει το αλμόλοιπο κάθε μονάδας αφαλάτωσης», αντιτείνει ο Γ.Γ. Υδάτων. «Η Ελλάδα είναι ευνοημένη, γιατί εκεί που ως επί το πλείστον είναι οι ανάγκες αφαλάτωσης έχει ανοιχτή και βαθιά θάλασσα με ρεύματα, οπότε είναι σχετικά εύκολη η μεγάλη διασπορά του αλμόλοιπου».

Και ο κ. Κατσογιάννης συμφωνεί ότι όλα είναι θέμα υποδομών και σύγκρισης: «Οι μεγαλύτερες επιπτώσεις της αφαλάτωσης στο βυθό αφορούν τα λεγόμενα λιβάδια της ποσειδωνίας. Σε τέτοια οικοσυστήματα πράγματι καλό είναι να μην εφαρμόζεται. Όμως, στις υπόλοιπες περιπτώσεις έχει μετρηθεί ότι η επαναπροώθηση του αλμόλοιπου στη θάλασσα, όταν γίνεται σε μεγάλο βάθος και με συγκεκριμένες ροές κτλ., δεν επηρεάζει την αλατότητα της θάλασσας. Εξαφανίζεται δηλαδή το όποιο περιβαλλοντικό αποτύπωμα. Σε ό,τι αφορά το ενεργειακό αποτύπωμα, το κόστος μπορεί ουσιαστικά να μηδενιστεί αν οι μονάδες αφαλάτωσης παίρνουν ρεύμα από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.

» Θα επαναλάβω σε αυτό το σημείο: αν η αφαλάτωση γίνει με ευέλικτες, ήπιες μεθόδους και αποτελέσει μέρος ενός συνολικότερου σχεδίου, τότε τα όποια μειονεκτήματά της μπορούν να καμφθούν σημαντικά. Και μην ξεχνάμε πως, σε ολοένα και περισσότερες περιοχές της χώρας μας, η “εναλλακτική” απέναντι στα όποια μειονεκτήματα της αφαλάτωσης τείνει να είναι μία: η λειψυδρία».

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα