Είναι αρκετό το «Ποτέ Ξανά»;
"Κάτι που έγινε , μπορεί να ξαναγίνει”. Και αν ξαναγίνει, κανείς δεν θα έχει δικαιολογία να πει, εγώ δεν ήξερα, δεν είδα και δεν άκουσα.
Λέξεις: Στάθης Θ. Τσομίδης
Από χθες, ηγέτες σε όλη την Ευρώπη, με δηλώσεις τους , υπενθυμίζουν στους λαούς τους, το πιο αποτρόπαιο έγκλημα στην ιστορία της ανθρωπότητας, όσης τουλάχιστον έχουμε απτές αποδείξεις. Η επαίτειος της απελευθέρωσης του στρατοπέδου του Αουσβτσις-Μπιρκενάου , επαναφέρει στην μνήμη το σοκ που υπέστη η τότε παγκόσμια κοινή γνώμη για το ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑ, εκατομμυρίων ανθρώπων.
Η Θεσσαλονίκη- Μαρτυρική Πόλη- είχε την δική της τραγική, αιματηρή συνεισφορά σ΄αυτήν την θυσία. Μιά θυσία, που κάποιοι προσπάθησαν να την αποσιωποιήσουν, άλλοι να την αμφισβητήσουν και άλλοι να την εκμεταλευτούν. Περίεργες συμπεριφορές, για μιά πόλη κατεξοχήν, στην ιστορική της ύπαρξη, πολυπολιτισμικής, προσφυγομάνα, που βίωσε την Μπελ Εποκ, που ανέδειξε μια μεταπρατική αστική τάξη, που φιλοξένησε την στάση του Ελευθέριου Βενιζέλου, που γαλούχησε τον Μπεναρόγια, θυσίασε τους εργάτες της στα σκληρά χρόνια του τριάντα.
Αλλά και μια πόλη-Συμβασιλεύουσα- που ανέδειξε τον αρχαιοελληνιστή Αγιο Ευστάθιο τον Θεσσαλονίκης, τον Γρηγόριο τον Παλαμά, τον Επίσκοπο Μηλίτου Ηγούμενο της Αγίας Αναστασίας, που παραχώρησε τις απέραντες εκτάσεις της Μονής , στο κέντρο της πόλης, για να παραμείνουν οι πρόσφυγες του 1922.
Και αργότερα, στις μέρες μας, που περπατούσαμε στο Κέντρο της, Στο Μοδιάνο, στη Στοά Χιρς, στο Αλκαζάρ, στα Χαμάμ. Που χαιρετούσαμε με περιφάνεια τον φίλο Εβραίο, Μουσουλμάνο, Καθολικό, τον…τον… Χωρίς ποτέ να κλειστούμε στον μικρόκοσμο της Θρησκείας μας, χωρίς να ξεχωρίσουμε, να υπονομεύσουμε τις ιδιαίτερες θρησκευτικές τελετές καθενός εξ αυτών.
Δεν συνυπήρχαμε απλά, θα ήταν λάθος να νομίζουμε ότι συνυπήρχαμε. Συνβιώναμε, ειρηνικά, μεθυστικά, γιατί ο κάθε πολιτισμός προσέφερε στην πόλη και στην κοινωνία της. Τα θετικά του, σε έναν ανταγωνισμό εφάμιλλο της προσπάθειας που κάνουν αριστούχοι μαθητές. Γιατί αναγνωρίζαμε την μοναδικότητά τους σε τομείς του εμπορίου, της επιστήμης και της θρησκείας του καθενός και ίσως-ίσως , κρυφά, εμείς οι Ελληνες, οι “καθαροί”, οι ντόποι, ζηλεύαμε, αλλά και υπερηφανευόμασταν που είχαμε φίλους-αδέλφια- από αυτές τις κοινότητες.
Ναι, όσοι ζήσαμε στη Σαλονίκη, την δεκαετία του 70 και του 80, και εγώ ήμουν ένας-τυχερούς- από αυτούς, καμαρώναμε για τους Αρμένιους και την εξειδίκευσή τους στα αρώματα, τα μπαχάρια, τις μεθυστικές λιχουδιές, αλλά και τους τεράστιας αξίας αρχιτέκτονες που δούλεψαν εδώ και διαμόρφωσαν την σύγχρονη Θεσσαλονίκη μας, και ευτυχώς κάποια λίγα δείγματα υπάρχουν και σήμερα. Είμασταν περήφανοι για το εμπορικό δαιμόνιο των Εβραίων, και των ντόπιων, αλλά και τους Σεφαραδίτες ,που ήρθαν αργά στην Ιερουσαλήμ της Ψυχής τους και έγιναν ένα μαζί μας. Που μας καλούσαν στους γάμους και τις βαφτήσεις τους, και μπαίναμε με δέος στην Συναγωγή τους. Που μας δεχόντουσαν ,όπως και εμείς, στα γιορτινά τους τραπέζια για το Νέο Ετος και τις κατανυκτικές, τόσο συμβολικές τους, τελετές και το άζημο τους.
Και μετά, ήρθαν ή καλύτερα ήρθαμε, και οι πρόσφυγες της Μικρασίας. Και μας ρίξαν στα “Τσαμούρια”. Και πάλεψαν και στάθηκαν και ενίσχυσαν την εθνική συνείδηση των ντόπιων Ελλήνων, που είχε κλωνισθεί, και ζήσαν όλοι μαζί.
Τραγουδούσαν τα δικά τους τραγούδια, χόρευαν ο καθένας και τους δικούς τους χορούς και στο τέλος, στις χοοροσπερίδες ,“τους ευρωπαικούς”.
Πώς λοιπόν μέσα σ΄αυτό το κλίμα, η κοινωνία της πόλης, δέχθηκε, πρώτα τον στιγματισμό (αστέρι στο μπράτσο), μετά την θανατερή ορθοστασία στην Πλατεία Ελευθερίας, κάτω από τον καυτό ήλιο, μετά τα τραίνα του θανάτου, και στο τέλος ,την απώλεια. Την τέλεια σιωπή. Σαν να μην υπήρχε ο γείτονας τους ηο Μωύς, ο Αλβερτος, ο Ιωσήφ ,αλλά και ο Γιώργος, ο Τάκης και άλλοι που ζούσαν στο παραπέτασμα της πόλης.
Πως ζούσαμε μέσα στις σχιές τους, με τις σχιές τους, με τις περιουσίες τους αφημένες, καλά τακτοποιημένες από τις αρχόντισες πριν φύγουν, ώστε μην μπεί κανείς και τις κατηγορήσει ότι δεν είναι νοικοκυρές. Είναι απορίας άξιο ή μήπως είναι αποτέλεσμα άλλων δυνάμεων, που υπήρχαν στην πόλη, την Σαλονίκη, και βρήκαν την ευκαιρία να δράσουν. Και αυτοί το σκέφτονταν χρόναι πολλά, και τελικά το πραγματοποίησαν. Που ήταν όλες οι δυνάμεις της πόλης να αντιδράσουν. Μια μικρή μειοψηφία, αντέδρασε. Η κοινωνία σιωπούσε, η πνευματική ελίτ ασχολήθηκε εξ απαλών ονύχων. Δικαστήρια και “Δικαστήρια” τακτοποίησαν τις εκκρεμότητες. Κάποιοι έγιναν πλούσιοι ,ξαφνικά, κάποιοι έφυγαν μην μπορώνταν να ζήσουν στην πόλη των φανατασμάτων.
Οι πιο πολλοί συνέχισαν, κάποιοι με σκυμμένο το κεφάλι, και κάποιοι με την κρυφή, ίσως, ανομολόγητη ικανοποίηση, ότι τους εξοντώσαμε, αλλά δεν τελειώσαμε.
Και εδώ , τώρα στις μέρες μας ,αυτοί οι κάποιοι και τα παιδιά τους ή τα εγγόνια τους, ψάχνουν να βρούν τις τρύπες του συστήματος, να εκμεταλευτούν την άγνοια, την ταχύτητα της εποχής, για να στήσουν νέο θέμα.
Με κάθε αφορμή, είτε είναι οι ταυτότητες και το θρήσκευμα, είτε ο γάμος των ομόφυλων, είτε η οικονομική και κοινωνική αποκατάσταση των νεοπροσφύγων από τις χώρες της τ. ΕΣΣΔ, είτε είναι η νομιμοποίηση των οικονομικών μεταναστών και προσφύγων. Να φύγουν, η Ελλάδα δεν τους θέλει. Η Θεσσαλονίκη δεν μπορεί να τους θρέψει, έχει την μεγαλύτερη ανεργία . Να παν από εκεί πούρθαν. Εμείς θέλουμε μια “καθαρή Ελλάδα”. Και συμπληρώνουν, υποκριτικά, “ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΡΑΤΣΙΣΤΗΣ ,ΑΛΛΑ…” και αρχίζει ο οχετός και το μίσος. Το σύνθημα “ΠΟΤΕ ΠΙΑ”, είναι μεν επίκαιρο, είναι διεγερτικό, αλλά δεν φτάνει. Οπως γράφει και λέει συνέχεια , τα τελευταία τριάντα χρόνια ο Σαλονικιός Θανάσης Τριαρίδης, “ κάτι που έγινε , μπορεί να ξαναγίνει”. Και αν ξαναγίνει, κανείς δεν θα έχει δικαιολογία να πει , εγώ δεν ήξερα, δεν είδα και δεν άκουσα. Γιατί οι σκιές τους τριγυρνούν στην πόλη.
*Ο Στάθης Θ. Τσομίδης είναι δικηγόρος – Μς Δημοσίου Διεθνούς Δικαίου