Eπίμονη «τουρίστρια»: 52o καλοκαίρι στη Νάξο
Μέσα σε πέντε δεκαετίες, λίγα μένουν να θυμίζουν πώς ήταν αυτός ο τόπος...
Λέξεις: Ντίνα Βαΐου
2024: χρονιά του «υπερτουρισμού» και της λειψυδρίας, όπου τα εστιατόρια καταγράφουν περισσότερο από 25% μείωση της κατανάλωσης, κυρίως από έλληνες – όσες και όσους κατάφεραν να πραγματοποιήσουν διακοπές στο νησί.
Μέσα σε πέντε δεκαετίες, λίγα μένουν να θυμίζουν πώς ήταν αυτός ο τόπος. Η οικοδόμηση τουριστικών εγκαταστάσεων έχει ξεπεράσει κάθε όριο, καταλαμβάνοντας παραλίες, λόφους, απάτητα βουνά, παραγωγική γη, ώσπου φτάνει το μάτι, κάθε χρόνο και περισσότερα. Οι περιορισμένοι υδάτινοι πόροι σπαταλιούνται για να γεμίζουν πισίνες – συχνά δίπλα στα ζαφειρένια νερά του Αιγαίου. Τα αδιέξοδα των υποδομών είναι ορατά στην καλοκαιρινή καθημερινότητα, από το κυκλοφοριακό χάος μόλις δένει πλοίο στο λιμάνι, μέχρι την έλλειψη νερού, ιδιαίτερα έντονη φέτος. Ο συνωστισμός στην προκυμαία και στους δρόμους της Χώρας, η κατάληψη κάθε δημόσιου χώρου από τραπεζοκαθίσματα, η συνεχής επέκταση των «ομπρελώνων» στις παραλίες και τους αμμοθίνες (όπου κάποτε φύτρωναν κρινάκια της άμμου) υπογραμμίζουν την αντίθεση με ένα όχι τόσο μακρινό παρελθόν.
Η παράδοση άνευ όρων στον τουρισμό ήρθε στη Νάξο με καθυστέρηση σε σχέση με άλλα νησιά των Κυκλάδων, πραγματοποιήθηκε βίαια, αρπαχτικά μπορεί να πει κανείς, και με γρήγορους ρυθμούς και μεταλλάχθηκε εξ ίσου γρήγορα από συμπληρωματική δραστηριότητα και ενοικιαζόμενα δωμάτια σε ξενοδοχιακές και άλλες επιχειρήσεις διαφόρων μεγεθών και όλο μεγαλύτερης πολυτέλειας. Οι φωνές σύνεσης και οι κινητοποιήσεις, νεώτερων κυρίως επαγγελματιών, με στόχο πιο ποιοτικές τουριστικές υπηρεσίες, σε κλίμακες που να σέβονται τον χαρακτήρα του νησιού και να αναδεικνύουν τον πλούτο του, παραμένουν μειοψηφικές καθώς η κτηματογορά επελαύνει ακάθεκτη, ενώ πολλοί μιλούν ήδη για το ενδιαφέρον μεγάλων κεφαλαίων στον τομέα.
Πενήντα+ χρόνια πριν το Μπούργκο και το Νιο Χωριό ήταν γειτονιές κατοικημένες από μόνιμους κατοίκους, με μαγαζιά καθημερινής εξυπηρέτησης και ελάχιστα μαγέρικα. Ο κώνος της Στελίδας και οι λόφοι πριν από αυτήν χωρίς κανένα σύγχρονο κτίσμα. Το Λιβάδι σπαρμένο πατάτα που φορτωνόταν από το λιμανάκι της Αγίας Άννας για άλλες αγορές. Η οριοθέτηση των χωραφιών από σειρές καλαμιών για την προστασία από τους ανέμους διαμόρφωνε ένα ιδιαίτερο παραγωγικό τοπίο. Οι παραγωγοί πρόσεχαν στο όργωμα μήπως βρουν κανένα «κουτσουνάκι» (=κυκλαδικό ειδώλιο) και …πιάσουν την καλή. Οι παραλίες από την Αγία Άννα και νοτιότερα έρημες και δυσπρόσιτες (εξαίρεση το κουφάρι της φαραωνικής επένδυσης στα χρόνια της Χούντας). Τα Αγκίδια ένα χωριό ξεχωριστό από τη Χώρα και τα Απλώματα χωρίς κανένα ίχνος οικοδόμησης. Τα χωριά της ενδοχώρας αυτόνομα, με γεωργικές και κτηνοτροφικές δραστηριότητες.
Με την πάροδο των χρόνων, κάθε μέρα του καλοκαιριού όλο και πιο μεγάλα πλήθη τελετουργικά φωτογραφίζουν τον ήλιο να δύει «μέσα από την Πορτάρα», αγνοώντας μάλλον πως βρίσκονται στο νησί που, πέρα από τις υπέροχες παραλίες, είναι γεμάτο παραγωγικούς, πολιτιστικούς και ανθρώπινους θησαυρούς και δίκαια θεωρείται «Μυστράς του Αιγαίου». Ακόμη και αυτή η διαχρονική τελετουργία θέτει συνεχώς ερωτήματα για την ανάπτυξη/μεγέθυνση, την ευημερία όσων ζουν μόνιμα στο νησί, τη σύγκρουση χρήσεων γης, ενδιαφερόντων και συμφερόντων, την περιβαλλοντική πολιτική, την ένταση ανάμεσα στο καλοκαίρι και τις άλλες εποχές του χρόνου, τις κοινωνικές και χωρικές ανισότητες – όλα όσα παραμένουν εκκρεμή και ανοιχτά σε μάχες άνευ όρων που δίνονται τοπικά, αλλά και παγκόσμια, στους κόσμους του real estate, του άμεσου κέρδους και της «κατανάλωσης» τόπων και ανθρώπων. Οι αναμνήσεις ζωής μιας «τουρίστριας» σαν εμένα δεν αποτελούν βέβαια αναφορά σε ένα εξιδανικευμένο παρελθόν, τόσο δύσκολο άλλωστε για πολλές ντόπιες και ντόπιους. Μάλλον αποτελούν μια έκκληση αναστοχασμού και δράσης για το επιθυμητό μέλλον, πριν χαθεί ανεπανόρθωτα το επίδικο.
*H Ντίνα Βαΐου είναι ομότιμη καθηγήτρια του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου (Τομέας Πολεοδομίας και Χωροταξίας)