Γεμίσαμε Τσε του καναπέ
του Μανώλη Σταυρουλάκη Ζηλεύω τους Βραζιλιάνους. Όπως πριν ζήλευα τους Τούρκους και πριν τους Ισπανούς, τους Ιταλούς, τους Αιγύπτιους. Γιατί πάντα η ελληνική επανάσταση ξεφουσκώνει πριν βρεθεί λύση, πριν συντελεστεί η ρημάδα η (όποια) αλλαγή; Μάλωνα μ’έναν φίλο τις προάλλες. Μα να υποφέρουν 1.500.000 Έλληνες και να μην ανοίγει ρουθούνι και με το που απολύθηκαν […]
του Μανώλη Σταυρουλάκη
Ζηλεύω τους Βραζιλιάνους. Όπως πριν ζήλευα τους Τούρκους και πριν τους Ισπανούς, τους Ιταλούς, τους Αιγύπτιους. Γιατί πάντα η ελληνική επανάσταση ξεφουσκώνει πριν βρεθεί λύση, πριν συντελεστεί η ρημάδα η (όποια) αλλαγή; Μάλωνα μ’έναν φίλο τις προάλλες. Μα να υποφέρουν 1.500.000 Έλληνες και να μην ανοίγει ρουθούνι και με το που απολύθηκαν 2.500 έγινε πανικός; Γιατί, του απάντησα, σε πειράζει αν το κλείσιμο της ΕΡΤ αποτελέσει την αφορμή για να ξεσηκωθούμε; Από αιτίες, τόσα χρόνια μαζεύονται, όσες θες, ας είναι αυτή η αφορμή!
Στο ερώτημα γιατί ο πρωθυπουργός έκλεισε την ΕΡΤ, η απάντηση είναι από έναν συνδυασμό σχεδόν εφηβικής επιπολαιότητας και αγοραίου τσαμπουκά, τύπου “θα σκίσω την γάτα”. Αναμφίβολα η δημόσια τηλεόραση/ραδιοφωνία είχε μετατραπεί σ’ένα αγκάθι για όλες τις κυβερνήσεις των τελευταίων χρόνων, ένα αγκάθι όμως το οποίο συντηρούσαν γιατί τις συνέφερε, με αποτέλεσμα η κατάσταση να διαιωνίζεται. Και σκέφτομαι εγώ ο κουτός, δίχως επιχειρηματικές γνώσεις. Δεν θα έπρεπε ο κος Σαμαράς να δοκιμάσει – με σκληρό τρόπο, αναπόφευκτα – να την εξυγιάνει με απολύσεις, ξεχωρίζοντας τους αμνούς από τα ερίφια; Έχεις μια επιχείρηση, δεν πάει καλά, πρώτα δεν κάνεις περικοπές (προσωπικού, αποδοχών, κτλ) πριν της βάλεις λουκέτο; Ακόμα κι αν δεχτώ ότι είναι τόσο ισχυρά τα συνδικαλιστικά λόμπι που αυτό δεν μπορούσε να επιτευχθεί άρα το κλείσιμο ήταν η μοναδική λύση, ποιος εχέφρων άνθρωπος μπορεί να πιστέψει ότι η παράταξη και τα στελέχη της που αποτελούσαν μέρος αυτού του τεράστιου κοινωνικοοικονομικού προβλήματος, έχοντας αποδεδειγμένα βολέψει εκεί μέσα ημετέρους, σε μια καινούργια εταιρία που θα ξεκινούσε τον Σεπτέμβρη, θα μπορούσαν να αποφύγουν τα ίδια, εγκληματικά λάθη;
Ο κόσμος δεν είναι ηλίθιος και το σίγουρο είναι ότι έχει πια χάσει την υπομονή του. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την συναισθηματική εξάρτιση που έχει ο μέσος Έλληνας άνω των 30 ετών, αυτός δηλαδή που μεγάλωσε πριν την έναρξη της ιδιωτικής τηλεόρασης, έχοντας συνδέσει την παιδική/εφηβική του ηλικία με προγράμματα και ανθρώπους της δημόσιας τηλεόρασης – σαν μια θεία την οποία επισκέπτεσαι πλέον μια φορά τον χρόνο αλλά πάντα θυμάσαι με συγκίνηση την μυρωδιά της όταν σε φιλούσε, την φοντανιέρα και το βλέμμα της μαμάς (“μόνο ένα”) τις κυριακάτικες επισκέψεις στο σπίτι της – προκάλεσαν την σπίθα που έβαλε φωτιά σε μια ήδη εύφλεκτη κοινωνική κατάσταση.
Περνάω με την μηχανή μου σε καθημερινή βάση, αρκετές φορές κιόλας μέσα στην διάρκεια της μέρας, μπροστά από το κτίριο της ΕΤ3 και χαζεύω το πολύχρωμο πλήθος που μαζεύεται καθημερινά εκεί. Και απογοητεύομαι. Είναι λιγότεροι από αυτούς που περίμενα/ήθελα/ήλπιζα να συμμετέχουν σε κάτι τέτοιο – για να καταλάβεις, τα status του Παναγιώτη Χατζηστεφάνου στο facebook συγκεντρώνουν μεγαλύτερο αριθμό likes απ’όσους ανθρώπους είδα εγώ όλες αυτές τις μέρες να διαδηλώνουν. Ύστερα είναι η σύστασή τους: περαστικοί, επαίτες, επαγγελματίες αριστεροί, φοιτητές, περίεργοι, τζάνκια, αναρχικοί, κάτι λίγοι συνδικαλιστές και ακόμα λιγότεροι εργαζόμενοι σ’αυτήν – κι ας ισχυρίζονται ότι όλοι είναι στο πόδι, ετοιμοπόλεμοι (ίσως πάλι να μην κατάλαβα καλά κι αυτοί να εννοούν έτοιμοι για έναν αγώνα στα social media, έτσι κι αλλιώς γεμίσαμε Τσε του καναπέ – για να μην μιλήσω για τους επαναστάτες που μεταφέρουν σε μεγάλα sites τον παλμό των γεγονότων χωρίς να έχουν πατήσει εκεί ούτε μισή φορά το τελευταίο δεκαήμερο). Τα πανό στην Λεωφόρο Στρατού είναι, μεταξύ άλλων, για τα χρυσωρυχεία στις Σκουριές και για το μλ ΚΚΕ (ναι, υπάρχει ακόμα το κόμμα αυτό, κι εγώ τώρα το έμαθα) συν 2-3 των “απολυμένων” (σε εισαγωγικά γιατί κανείς δεν ξέρει τι ξημερώνει αύριο) της δημόσιας τηλεόρασης της Βόρειας Ελλάδας. Οι αυτοσχέδιες σκηνές που στήθηκαν απ’έξω φιλοξενούσαν σε σχεδόν καθημερινή βάση από σημαντικούς ανθρώπους του πολιτισμού μας όπως τον ποιητή Ντίνο Χριστιανόπουλο, μέχρι β’ κατηγορίας συγκροτηματάκια τα οποία οδηγούσαν τον αγώνα στην νίκη με επαναστατικά και εντελώς σύγχρονα τραγούδια όπως το ‘Speedy Gonzales’. Σε όλα τα παραπάνω αν προσθέσεις την τσίκνα απ’τις καντίνες και τους πλανόδιους πωλητές, φτιάχνεις ένα ωραιότατο επαρχιακό πανηγυράκι και σίγουρα όχι ένα μίνι ελληνικό Woodstock – όπως ίσως θα ήθελαν οι συμμετέχοντες να περάσει προς τα έξω. Κάτι που θυμίζει έντονα την κατάσταση στο Λευκό Πύργο πριν από μερικά χρόνια, την εποχή των “αγανακτισμένων”.
Και θυμώνω. Θυμώνω πολύ. Και με τους άλλους αλλά κυρίως με τον εαυτό μου. Γιατί δείχνουμε λίγοι απέναντι στην ιστορία και τις περιστάσεις. Γιατί δεχόμαστε να μας ταπεινώνουν και αυτή η ντροπή, το συνεχές σκύψιμο του κεφαλιού, μοιάζει να μην έχει όρια, τέλος. Γιατί δεν θέλω για άλλη μια φορά αυτό το βαθύ, πληγωμένο “γαμώτο” που κρύβουμε όλοι μέσα μας τα τελευταία χρόνια – και πατάμε, και πατάμε – να ξεθυμάνει για άλλη μία φορά. Και να γυρίσουμε στην μη φυσιολογική ζωή μας κάνοντας πως την συνεχίζουμε φυσιολογικά.