Η αφοπλιστική αντίδραση της Αλ. Βουγιουκλάκη όταν αποδοκιμάστηκε στο ΦΚΘ
Ακριβώς 30 χρόνια μετά ο Μάνος Λαμπράκης γράφει για την ιστορική στιγμή που διαδραματίστηκε στο θέατρο Ολύμπιον
Λέξεις: Μάνος Λαμπράκης
Ήταν 12 Νοεμβρίου 1995 όταν η Αλίκη Βουγιουκλάκη ανέβηκε στη σκηνή του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, για τελευταία φορά. Είχαν περάσει τρεις δεκαετίες από τη Μανταλένα, από εκείνη τη στιγμή όπου ο ελληνικός κινηματογράφος συνάντησε την ιδέα του ίδιου του έθνους μέσα στο πρόσωπο μιας ηθοποιού.
Τότε, το 1960, η συγκίνηση δεν ήταν ακόμη ύποπτη, μπορούσε όμως να υπάρχει ως δημόσια μορφή. Το 1995 ωστόσο, η ίδια γυναίκα, το ίδιο σώμα που είχε υποδεχθεί η Ελλάδα ως φαντασιακή μητέρα, ως πρόσωπο-καθρέφτη μιας ολόκληρης κοινωνίας, βρέθηκε αντιμέτωπο με κάτι νέο και ακατανόητο: την αποδοκιμασία.
Οι φωνές προήλθαν από τον β’ εξώστη — εκείνον τον ιδιότυπο χώρο που είχε καθαγιαστεί ως θεσμός «λαϊκής κρίσης» του φεστιβάλ. Από εκεί που, κάποτε, η φοιτητική νεολαία, οι νέοι κινηματογραφιστές, οι αυτόκλητοι θεματοφύλακες της αυθεντικότητας, διαμόρφωναν την ηθική του ελληνικού σινεμά, εκτοξεύτηκαν τώρα αποδοκιμασίες εναντίον της ίδιας της ιστορίας του. Ο β’ εξώστης, αρχικά καταφύγιο νεανικού πάθους, είχε μετατραπεί σε σκηνή εξουσίας: σε ένα άτυπο, σχεδόν πολιτικό σώμα, που λειτουργούσε ταυτόχρονα ως δικαστήριο και ως σχολείο ύφους. Από εκεί, οι επιδοκιμασίες και οι αποδοκιμασίες καθόριζαν τις ισορροπίες, τα ρεύματα, τα ίδια τα πρόσωπα.
Η Βουγιουκλάκη, με εκείνη τη λεπτή ειρωνεία της που δεν ήταν ποτέ επιθετική αλλά πάντα γυναικεία, σχεδόν θεατρικά μητρική, απάντησε με το βλέμμα, με την αναπνοή, με τη σιωπή που ξέρει να αναμετριέται με το πλήθος. Στην πραγματικότητα, δεν απάντησε στους αποδοκιμασίες· απάντησε στον χρόνο. Διότι εκείνο το στιγμιότυπο δεν ήταν απλώς μια λεκτική αντιπαράθεση αλλά η συμπύκνωση μιας πολιτισμικής μετάβασης: το σημείο όπου η λαϊκή μνήμη παραδίδει τη θέση της στην κριτική ειρωνεία, όπου το πρόσωπο παύει να είναι μύθος και γίνεται ερμήνευμα.
Η σκηνή του 1995 στο θέατρο Ολύμπιον θα μπορούσε να διαβαστεί ως αλληγορία του τέλους του ελληνικού 20ού αιώνα. Από τη μία πλευρά, η Αλίκη — φορέας μιας αισθητικής που ταυτίστηκε με το εθνικό συναίσθημα, με τη μεταπολεμική ανάγκη για πρόσωπο, με την επιθυμία της Ελλάδας να καθρεφτιστεί σε μια γυναίκα που δεν υπήρξε ποτέ «ηθοποιός» αλλά συμβολικό σώμα. Από την άλλη, ο β’ εξώστης — προσωποποίηση μιας νέας, ανυπόμονης και συχνά επιθετικής κουλτούρας του σχολιασμού, που αναζητούσε όχι συγκίνηση αλλά ρήξη. Το ένα είναι η μνήμη· το άλλο είναι η ερμηνεία. Και η μεταξύ τους σύγκρουση γέννησε αυτό που σήμερα θα ονομάζαμε «κρίση του θεάματος».
Η Αλίκη εκείνο το βράδυ δεν ηττήθηκε. Αντίθετα, ενσάρκωσε τη σπάνια αξιοπρέπεια του ανθρώπου που αναγνωρίζει ότι η εποχή του τελείωσε αλλά δεν αποσύρεται από αυτήν. Χαμογέλασε, όχι για να συγκαλύψει την προσβολή, αλλά για να σώσει το θέατρο. Διότι η αποδοκιμασία, εκείνη τη στιγμή, δεν στόχευε την Αλίκη ως πρόσωπο — στόχευε το είδος της λαϊκής αναπαράστασης που εκείνη εξέφραζε. Κι ωστόσο, μέσα στην ειρωνεία του πλήθους, εκείνη κατάφερε να διασώσει την ανθρώπινη διάσταση του θεάματος: το ότι ακόμη και ο πιο κατασκευασμένος μύθος έχει μια καρδιά που χτυπά.
Τριάντα χρόνια μετά, η σκηνή αυτή λειτουργεί σαν μικροϊστορία μιας εθνικής αυτογνωσίας. Δείχνει πώς η Ελλάδα πέρασε από τη λατρεία του προσώπου στη λατρεία της κριτικής, από τον ρομαντισμό του βλέμματος στη μεταμοντέρνα αποδόμηση του βλέποντος. Ο β’ εξώστης, με τη δική του ανυποψίαστη αλαζονεία, υπήρξε το προοίμιο των σημερινών μέσων κοινωνικής δικτύωσης· το πρώτο σώμα «θεατών-κριτών» που αυτονομήθηκαν από το έργο για να υπάρξουν οι ίδιοι ως γεγονός.
Η Βουγιουκλάκη υπήρξε το τελευταίο σύμβολο μιας εποχής όπου το κοινό ζητούσε από το πρόσωπο να το εκπροσωπήσει. Ο β’ εξώστης εγκαινίασε την εποχή όπου το κοινό ζητά από το πρόσωπο να απολογηθεί. Και αυτή η μετάβαση είναι ίσως η πιο βαθιά πολιτισμική μετατόπιση του ύστερου ελληνικού 20ού αιώνα. Απόψε, 12 Νοεμβρίου 2025, τριάντα χρόνια μετά, μπορούμε να πούμε ότι εκείνη η σκηνή της Θεσσαλονίκης δεν ήταν μια απλή στιγμή ντροπής ή παρεξήγησης. Ήταν μια τελετή μετάβασης. Ένα είδος ελληνικού καθαρτηρίου, όπου ο μύθος παρέδωσε τα σκήπτρα του στην ειρωνεία, και η συγκίνηση έχασε για πρώτη φορά τη μονοκρατορία της.
Και όμως, στο τέλος, η μνήμη δεν κρατά τις φωνές του β’ εξώστη, παρά μόνο κρατά το χαμόγελο της Αλίκης. Γιατί η μνήμη, σε αντίθεση με τη γνώμη, δεν χρειάζεται χειροκρότημα για να επιβιώσει.
*Ο Μάνος Λαμπράκης είναι θεατρικός συγγραφέας, δραματουργός και μεταφραστής.

