Οι έρωτές μας κι οι ζωές ένα μεγάλο φέσι
της Αθηνάς Τερζή Μαμά κλαίς; Μαμά μην πας σήμερα στη δουλειά. Πάρε και πες τους ότι δε θα πας. Ο μπαμπάς της Ελένης δε δουλεύει εδώ κι ένα χρόνο κι η μαμά της αντί να χαίρεται του φωνάζει και μετά κλαίει κι εκείνη. …”Άγιε Βασίλη δώσε μου το έλκηθρο μια ώρα, να κουβαλήσω τσι καημούς […]
της Αθηνάς Τερζή
Μαμά κλαίς;
Μαμά μην πας σήμερα στη δουλειά. Πάρε και πες τους ότι δε θα πας. Ο μπαμπάς της Ελένης δε δουλεύει εδώ κι ένα χρόνο κι η μαμά της αντί να χαίρεται του φωνάζει και μετά κλαίει κι εκείνη.
…”Άγιε Βασίλη δώσε μου το έλκηθρο μια ώρα, να κουβαλήσω τσι καημούς που μου’ χεις κάνει δώρα”…για τους ατελείς της καθημερινότητας:
Τρέξτε ξοπίσω από κείνους που σιγοτραγουδούν στη στάση περιμένοντας το λεωφορείο. Που σηκώνονται για να καθίσεις, που σκορπάνε χαμόγελα στο πρωινό της Δευτέρας, που μοιράζουν καλημέρες εκεί που δεν τις περιμένεις. Που δε γκρινιάζουν για τη δουλειά που έχουν ή για κείνη που έχασαν. Που κρύβουν καραμέλες στις τσέπες.
Τρέξτε ξοπίσω από τα κορίτσια με τα αχτένιστα μαλλιά, τα φαγωμένα νύχια και τα μάλλινα σκουφιά. Τα μεγάλα σκουλαρίκια και τις πολύχρωμες τεράστιες τσάντες. Κρύβουν τετράδια και σημειώσεις μιας αξέχαστης εφηβείας που ποτέ δεν ξέχασαν και δεν απαρνήθηκαν.
Τρέξτε ξοπίσω από κείνους που ξέρουν να περιμένουν, που φωνάζουν από έρωτα κάτω από τα μπαλκόνια, που σκαρφίζονται στιχάκια, που γρατζουνάνε κιθάρες, που ξημερώνονται στα παγκάκια, που είναι οι κολλητοί εκείνου του διαφορετικού και τον υπερασπίζονται μέχρι τέλους. Που μοιράζονται το νοίκι, που κουβεντιάζουν στις γειτονιές, που δίνουν το τελευταίο κέρμα στους μοναχικούς και τους πλανόδιους, που δεν απογοητεύονται, που διαβάζουν και δεν εξαφανίζονται πίσω από οθόνες και φαγωμένους τοίχους, που κάνουν λάθη και συνεχίζουν.
Κρατηθείτε σφιχτά από τους μεγαλόκαρδους, τους μεγαλοπρεπείς με τα ανοιχτά μυαλά. Που θυμούνται τον ανθρώπινο πόνο και ουρλιάζουν στην αδικία. Που ξεφωνίζουν τις ψεύτικες πόζες και τα στημένα πρόσωπα. Που λερώνονται όταν τρώνε, που κυλιούνται στο χορτάρι, που περπατάνε ξυπόλυτοι στην άμμο, που ματώνουν τα γόνατα κλωτσώντας μπάλες, “λυγίζουν σίδερα, τρώνε καρφιά”. Αγαπήστε εκείνες που φτιάχνουν χάρτινες γιρλάντες κι έχουν σπυράκια στα μάγουλα και σύρματα στα δόντια, θα μεγαλώσουν υπέροχα!, τα αγόρια με τα αναψοκοκκινισμένα μούτρα και τα φανερά δάκρυα στα μάτια, τους γέρους που παίζουν κολτσίνα στα καφενεία και τις γριές που μαγειρεύουν δίχως να βαρυγκωμούν, που μεγαλώνουν στρατιές τα εγγόνια και τα κοιμίζουν στα σανίδια τα καλοκαίρια, με τα φιδάκια να σιγοκαίνε στις εξώπορτες.
Κρατήστε σφιχτά τους ενήλικες που δε μετάνιωσαν, δεν στριμώχτηκαν στα ψέματα, δε βολεύτηκαν στη μοναξιά τους, δεν κρύβονται στα κρεβάτια τους, που κάνουν έρωτα, που βλέπουν όνειρα, που μιλάνε, που ξύνουν παλιές πληγές, που τσαλακώνονται, που αποκοιμιούνται σε μιαν αγκαλιά και αγκαλιάζουν τα παιδιά τους, που βουτάνε στις συγγνώμες κι ακούν δυνατά τη μουσική, που δε διαβάζουν στατιστικές, είναι σκράπες στα μαθηματικά, δεν ξέρουν να δένουν τη γραβάτα τους και πιάνουν την κοιλιά τους απ ‘τα γέλια.
“Ακούστε την ιστορία” του γέρου που έφυγε νωρίτερα από την κυρά του, γιατί δεν άντεχε να την βλέπει άρρωστη τα δύο τελευταία χρόνια. Εκείνος που έπαιρνε όλο κι όλο μισό χάπι για την πίεση, που σήκωνε σκαλωσιές μέχρι τα 70, που άσπρισε εκεί γύρω πάλι, που γεννήθηκε με ένα νεφρό κι αυτό νταμάρι από τις πέτρες, που εξορίστηκε, που υπήρξε προστάτης σε 5 στόματα, γιατί έμεινε ορφανός από παιδί, που έκανε μετανάστης στη Γερμανία, αφήνοντας το μοναδικό παιδί του κι αυτό κορίτσι πίσω στην πατρίδα με τον αδελφό του, που περπάτησε με ένα καλοσυντηρημένο βόλι στο πόδι, από κείνα που δεν ενοχλούν, αλλά μαθαίνεις να ζεις μαζί τους. Εκείνος που μεγάλωσε εγγόνια, που έκανε φίλους, που είπε παραμύθια κάτω από τις κουβέρτες, που κερνούσε τον ταχυδρόμο το ρεγάλο του, κάθε φορά που του έφερνε τη μικρή σύνταξη, που άκουγε τα μικρά 45αρια στο παλιό του πικάπ, που περπάτησε δρόμους, ένας άνθρωπος του βουνού, που νικήθηκε από έρωτα και 3 μέρες μετά τον ακολούθησε εκείνη κι ας πίστευαν όλοι ότι δεν είχε αντιληφτεί τίποτα.
Τρεχάτε μήπως και προλάβετε “να βγάλετε τα τραπεζάκια σας έξω”, να ανάψετε φωτιές με τα λόγια σας, να τινάξετε την αρμύρα από τα μαλλιά σας, να φυτέψτε λουλούδια, να μεθύσετε από έρωτα, να μάθετε έναν ποιητή, να γνωρίσετε ένα ζωγράφο, να λατρέψετε έναν αθώο, να αγαπήσετε έναν επαναστάτη, να μισήσετε ένα φασίστα, να κοιμηθείτε κάτω από μια γέφυρα, να ψάξετε σε πηγάδια για χαμένα φεγγάρια μιας ζωής που δεν θα σας περιμένει και δεν θα σας λυπηθεί ποτέ.