Η ταινία που είδα μέσα στο 2024 και δε θα ξεχάσω

Οι συντάκτες της Parallaxi γράφουν για την αγαπημένη ταινία που είδαν το 2024, που μας αποχαιρετά σε λίγες ώρες

Parallaxi
η-ταινία-που-είδα-μέσα-στο-2024-και-δε-θα-ξεχ-1261498
Parallaxi

Μία ταινία έχει τεράστια δύναμη, μπορεί από το να σου αλλάξει την κοσμοθεωρία και να σε παρακινήσει να δεις αλλιώς τα πράγματα, μέχρι και να σε ταρακουνήσει, να συνεπάρει για μία νύχτα μέσα σε μια κινηματογραφική αίθουσα ή μπροστά στην τηλεόραση.

Οι συντάκτες της Parallaxi γράφουν για την αγαπημένη ταινία που είδαν το 2024, που μας αποχαιρετά σε λίγες ώρες.

Γιώργος Σταυρακίδης – Πάντα Υπάρχει το Αύριο

Αφού πρέπει να επιλέξω μόλις μία ταινία που ξεχώρισα για το 2024 και αφού το σκέφτηκα πολύ ποια θα μπορούσε τελικά να αναφέρω (μεταξύ δύο τριών που αξίζουν αναφορά), το ιταλικό «Πάντα υπάρχει το αύριο» κέρδισε με διαφορά. Ίσως λίγο γιατί το είδα σε συνθήκη θερινού το περασμένο καλοκαίρι, ίσως για την εξαιρετική ασπρόμαυρη αισθητική του, τα σπουδαία νοήματα του και την… απευθείας γροθιά του στην πατριαρχία, το «C’e Ancora Domani», όπως είναι ο πρωτότυπος τίτλος του, αξίζει μία ξεχωριστή αναφορά για τη χρονιά αυτή που φεύγει, αλλά είμαι σίγουρος πως θα αφήσει αυτή την ταινιάρα παρακαταθήκη για τα επόμενα χρόνια.

Αναλυτικά βέβαια, τα είχα γράψει και τον Ιούλιο για την ταινία και την θεάρα Πάολα Κορτελέζι που σκηνοθέτησε και πρωταγωνίστησε σε μία ταινία (σχόλιο) που εκτυλίσσεται στο 1946, τη χρονιά που ψήφισαν για πρώτη φορά οι γυναίκες, σε μία περίοδο που στην Ιταλία αλλά και σε όλη την Ευρώπη μιλούσαμε και μιλάμε για την άνοδο της ακροδεξιάς και που έγινε είδηση πως η Τζόρτζια Μελόνι έστειλε συγχαρητήρια στη σκηνοθέτιδα για το κουράγιο της.

Ιταλικός νεορεαλισμός ποτισμένος με κωμικά στοιχεία και τραγούδι γυναικείας χειραφέτησης, το “Πάντα υπάρχει το αύριο” είναι μια ταινία με στοιχεία παλιάς μαυρόασπρης ιταλικής κομεντί, κοντά δύο ωρών, που σε ξεβολεύει κάθε φορά που νιώθεις πως ξέρεις τι θα γίνει μετά. Ένα μικρό διαμαντάκι με εξαιρετικά υλικά που τολμάει να σηκώσει ανάστημα και να ξύσει μνήμες σε μια εποχή που στην Ευρώπη μιλάμε πάλι από την αρχή για ελευθερίες, για δημοκρατία, για ανθρώπινη αξία και αξιοπρέπεια.

Ένα ταξίδι για την απελευθέρωση. Αυτό είναι αυτή η ταινία. Μέσα από την ασπρόμαυρη ζωή μίας γυναίκας που δείχνει απόλυτα υποταγμένη και τον δρόμο της για μία άλλη ζωή. Στην Ιταλία η ταινία έκανε εισπράξεις φαινόμενο 5,5 εκατομμυρίων εισιτηρίων (βρισκόταν στο νούμερο 1 του Box-office για 7 εβδομάδες), ενώ ξεπέρασε σε εισπράξεις ακόμα και την «Barbie» και τον «Οπενχάιμερ» και σκαρφάλωσε στο Top 10 των πιο επιτυχημένων ιταλικών ταινιών όλων των εποχών. Κέρδισε το βραβείο κοινού και το βραβείο της κριτικής επιτροπής στο Φεστιβάλ της Ρώμης, έξι βραβεία David di Donatello και ψηφίστηκε «ταινία της χρονιάς» από την Ένωση Ιταλών Κριτικών Κινηματογράφου. Αν όλα αυτά δεν την φέρνουν στα “διαμάντια” της χρονιάς, τότε τι;

Κωστής Κοτσώνης – Τα Μυαλά που Κουβαλάς 2

Μια ζεστή καλοκαιρινή νύχτα φέτος, βρέθηκα στην καλά κλιματιζόμενη αίθουσα γνωστού multiplex, για να δω το sequel της ταινίας «Τα Μυαλά που Κουβαλάς» (Inside Out) από την Pixar. Η πρώτη ταινία απέδειξε ότι το animation είναι μία τέχνη που μπορεί να μιλήσει με προσιτό τρόπο για ζητήματα όλως διόλου «ενήλικα». Μέσα από τα πέντε κυρίαρχα συναισθήματα της 11χρονης Ράιλι, τη Χαρά, τη Θλίψη, το Φόβο, το Θυμό και την Αηδία, ταξιδέψαμε στα άδυτα της ψυχής της. Μάθαμε τις αναμνήσεις, τους φόβους και τις επιθυμίες της, σε μια ταινία χιουμοριστική αλλά και έντονα συμβολική, που παίζει με τα δικά μας συναισθήματα.

Στο sequel η Ράιλι έχει μπει πια στην εφηβεία και αρχίζει να αποκτά πια τη δική της διακριτή αυτοεικόνα. Η Χαρά θέλει να βάλει το χεράκι της, ώστε η αυτοεικόνα να χτιστεί μόνο με όμορφες μνήμες και συναισθήματα, που θα κάνουν τη Ράιλι ακαταμάχητη στα μάτια των συνομηλίκων της. Όμως, η έλευση τριών νέων συναισθημάτων, της Ανίας, της Ντροπής και κυρίως της Ανησυχίας, φέρνει τα… μέσα έξω.

Η Χαρά και η παρέα της εξοστρακίζονται από τα νέα συναισθήματα και η υπερευαίσθητη Ανησυχία αναλαμβάνει τα ηνία, θέλοντας να προλάβει καθετί αρνητικό, ταπεινωτικό και αγχωτικό στη ζωή της Ράιλι. Και τελικά… καταφέρνει το ανάποδο. Με αφορμή ένα εφηβικό πρωτάθλημα χόκει, η Ράιλι εγκαταλείπει τις αγαπημένες κολλητές της για χάρη ενός cool girl, κάνει αταξίες, γίνεται ανταγωνιστική, χάνει τον εαυτό της. Θα μπορέσει τελικά να επέλθει η απαραίτητη ισορροπία στο μυαλό και τη ζωή της;

Η δεύτερη ταινία ακολουθεί το μοτίβο της πρώτης, κάτι που της αφαιρεί κάπως το στοιχείο της φρεσκάδας, όμως της χαρίζει τη σιγουράδα της δοκιμασμένης επιτυχίας. Εξάλλου, η Pixar έχει αποδείξει ότι ξέρει να παίζει πολύ καλά και με τα δικά μας συναισθήματα, και το «Μυαλά που Κουβαλάς 2» δεν αποτελούν εξαίρεση. Η θέασή της προτείνεται ανεπιφύλακτα στη θερμαινόμενη «αίθουσα» του home cinema σας!

Χρυσάνθη Αρχοντίδου – Past Lives

Παρότι η ταινία έκανε την πρεμιέρα της στις κινηματογραφικές αίθουσες το 2023, εγώ έτυχε να τη δω σε μία τυχαία προβολή, στις αρχές του 2024. Μιας και κρατάω ημερολόγιο με τις ταινίες που παρακολουθώ, η συγκεκριμένη ταινία ήταν μάλιστα, η πρώτη που είδα για τη φετινή χρονιά και με την πρώτη κιόλας προβολή, κατέκτησε άξια τη θέση της στις 4 all time – αγαπημένες μου.

Στο σκηνοθετικό της ντεμπούτο, η Καναδο-κορεάτισσα, Σελίν Σονγκ, καταφέρνει μέσα από το «Past Lives», μία ρομαντική δραμεντί που θίγει την αγάπη, τον χρόνο, το timing, την μοίρα, το πεπρωμένο, τις αποφάσεις ζωής και όλα τα «τι και αν;», να αγγίξει τις ψυχές όσων τα έχουν αναλογιστεί έστω και μία φορά, με ένα μελαγχολικό χάδι.

Η ταινία περιγράφει την περίπλοκη σχέση δύο ανθρώπων, της Nora και του Hae Sung, οι οποίοι από την παιδική τους ηλικία «μπαινοβγαίνουν» ο ένας στη ζωή του άλλου. Το σενάριο διαδραματίζεται στα 3 «αντίο» που λένε μεταξύ τους, όπως περιγράφει η σκηνοθέτης: ένα στην παιδική τους ηλικία, όταν είναι 12 χρονών, το δεύτερο στη νεαρή τους ζωή, στην ηλικία των 20’s και το τρίτο και τελευταίο, όταν είναι πλέον πλήρεις ενήλικες, με τον καθένα να έχει χτίσει τη δική του καθημερινότητα, χιλιόμετρα μακριά από τον άλλον.

Για να ξεκαθαρίσουμε κάτι, δεν πρόκειται απλά για ένα ακόμα δραματικό love story. Μέσα από τα 3 διαφορετικά στάδια της ζωής τους στα οποία συναντιούνται, κάθε φορά μπλέκοντας τις ψυχές τους και παίρνοντας αποφάσεις που καθορίζουν τη μελλοντική σχέση τους, η ταινία εξερευνά παράλληλα το νόημα αυτής της σύνδεσης μέσα από τον κορεάτικο θρύλο, «in-yun». Σε μία πολύ χοντρική και καθόλου ακριβή μετάφραση, η λέξη θα μπορούσε να μεταφραστεί στα ελληνικά ως «μοίρα», αλλά στην πραγματικότητα, πρόκειται για την πεποίθηση ότι οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ δύο ανθρώπων σε αυτή τη ζωή, οφείλονται σε άλλες -όχι και τόσο τυχαίες- αλληλεπιδράσεις στις προηγούμενες ζωές τους, οι οποίες τελικά κατέληξαν να τους ενώνουν, ως αδερφές ψυχές.

Φεύγοντας από τα πατήματα του κλισέ Χολιγουντιανού σινεμά, το «Past Lives» παρουσιάζει μία γλυκόπικρη ιστορία αγάπης και συνάμα εγκατάλειψης, που σε κάνει να αναρωτιέσαι αν γνώρισες την αγάπη που ξέφυγε – ή τι θα μπορούσες να κάνεις, να πεις, να δείξεις, για να μην τη χάσεις.

Αλέξανδρος Βασιλείου – The Challengers

Δυστυχώς, μη έχοντας δει φέτος νέες ταινίες και επιλέγοντας πιο κλασικές που δεν είχα δει ή ξαναβλέποντας άλλες, comfort ταινίες, η ταινία που δε θα ξεχάσω (αλλά όχι με την καλή έννοια), είναι η ταινία The Challengers.

Ένα απόγευμα αποφάσισα πως πρέπει να δω κάποια από αυτές τις blockbusters ταινίες και επέλεξα εκείνη που τότε είχε πολλή συζήτηση τόσο στα social media όσο και μεταξύ των γνωστών μου. Έδωσα χρόνο σε αυτήν την ταινία, την είδα σε δυο μέρη μάλιστα γιατί ήλπιζα ότι το τέλος θα είναι καλό. Δυστυχώς δεν μπορώ να πω ότι ήταν μια ταινία που άξιζε να δω.

Σκηνοθεσία Λούκα Γκουαντανίνο, με πρωταγωνιστές την Ζεντάγια, τον Μάικ Φέιστ και τον Τζος Ο’Κόνορ, η ταινία αυτή ακολουθεί μια πρώην σταρ του τένις και νυν προπονήτρια να είναι παντρεμένη με έναν πρωταθλητή, ο οποίος περνά κακό σερί. Σύντομα ο σύζυγός της θα έρθει αντιμέτωπος με τον πρώην καλύτερό του φίλο και πρώην σύντροφό της.

Ενώ η ταινία ξεκινά με κάποιο ενδιαφέρον, δείχνει ένα ερωτικό τρίγωνο που δεν είναι και ακριβώς τρίγωνο, ούτε και ακριβώς ερωτικό εν μέρει, και θα μπορούσε να επενδύσει πάνω σε αυτό, στην πολυπλοκότητα των σχέσεων, στις ισορροπίες φιλίας και έρωτα κ.ό.κ., η ταινία καταλήγει να δείχνει μια σκληρή Zendaya η οποία απατά τον άντρα της με τον τότε καλύτερό του φίλο. Ενώ θα μπορούσε να πατήσει μάλιστα ακόμη και σε αυτό, στον φίλο που πήρε την κοπέλα και την καριέρα ενώ ενδεχομένως τα άξιζε περισσότερο ο άλλος και πως το πλήρωμα του χρόνου φέρνει αυτό που πραγματικά έπρεπε να γίνει, η ταινία απεικονίζει τον χαρακτήρα της Zendaya ως μια σκληρή γυναίκα που βιώνει την ζωή που ήθελε να κάνει μέσω του άνδρα της, στον οποίο φέρεται σχεδόν αυταρχικά, έχει μια bitchy συμπεριφορά την οποία επιδεικνύει παντού, ακόμα και στον πραγματικό της έρωτα με τον οποίο καυγαδίζει και αλληλο – υπονομεύεται μέχρι απλώς να περάσουν ένα βράδυ μαζί και πάλι να γυρίσει στον άντρα της.

Η ταινία εστιάζει σε μια τοξική ερωτική σχέση και σε μια ακόμη σχέση που είναι τόσο αδύναμη όσο και τοξική επίσης. Κατά τ’ άλλα η πλοκή δεν παρουσιάζει ενδιαφέρον και το τέλος είναι από τα κάπως ασαφή, αλλά όχι αυτά που σε βάζουν να σκεφτείς μόνος σου το τέλος. Είναι απλά ασαφές.

Στα θετικά βέβαια, οι ηθοποιοί παίζουν πολύ καλά, το καστ είναι σωστό ενώ και ενδυματολογικά είναι όλα εντάξει. Η σκηνοθεσία είναι καλή και μερικοί από τους συμβολισμούς αξίζουν. Η διαρκής επανάληψη του «Όλα είναι τένις», που δεν καταλαβαίνουμε πάντα αν μιλάμε για το τένις ή για τις σχέσεις των πρωταγωνιστών σε κρατάει μέσα στην ταινία και περιμένεις να δεις που πηγαίνει.

Απλά, για εμένα προσωπικά, δεν πηγαίνει. Είχα προσδοκίες για την ταινία, δεν μου τις ικανοποίησε δυστυχώς. Του χρόνου θα επανέλθω με μια ωραία ταινία που είδα (ελπίζω).

Μαρίνα Τομπάζη – September Says

Όταν κλείναμε εισιτήρια, μαζί με μια φίλη μου, για την προβολή του «September Says» της Αριάν Λαμπέντ στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, δεν είχαμε ιδέα πως θα βγαίναμε από την αίθουσα με το στόμα ανοιχτό. Η αλήθεια είναι πως πήγαμε χωρίς ιδιαίτερες προσδοκίες, καθώς το μόνο τρέιλερ που βρήκαμε ήταν μια από τις αλλόκοτες σκηνές της ταινίας και ίσως να την επιλέξαμε περισσότερο, επειδή μας βόλευε η ώρα. Τελικά, την τυχαία μας αυτήν επιλογή, διόλου δεν την μετανιώσαμε!

Η ταινία καταγράφει την αλληλοεξαρτούμενη σχέση δύο αδελφών που ζουν μαζί με την ανύπαντρη μητέρα τους στο δικό τους απομονωμένο κόσμο. Οι δύο αδελφές, Τζουλάι και Σεπτέμπερ, είναι τελείως διαφορετικές, αλλά αχώριστες. Η Σεπτέμπερ, πιο εκκεντρική, είναι υπερπροστατευτική με την αδελφή της και επιφυλακτική με όλους τους άλλους. Η Τζουλάι από την άλλη, είναι πιο κοινωνική, ενίοτε ντροπαλή και γεμάτη περιέργεια για τα όσα συμβαίνουν γύρω της. Όταν η Σεπτέμπερ αποβάλλεται από το σχολείο, η Τζουλάι ξεκινά να διεκδικεί την ανεξαρτησία της, κάτι που δεν περνά απαρατήρητο από την πρώτη. Η ένταση μεταξύ των τριών γυναικών της οικογένειας γίνεται πιο αισθητή όμως, όταν μετακομίζουν στο παλιό σπίτι της γιαγιάς τους. Εκεί, η Τζουλάι αντιλαμβάνεται ότι η σχέση της με την αδελφή της αλλάζει με τρόπους που δεν μπορεί να κατανοήσει ή να ελέγξει πλήρως.

Πρόκειται για την πρώτη ταινίας μεγάλου μήκους που υπογράφει σκηνοθετικά και σεναριακά η Αριάν Λαμπέντ, διασκευάζοντας το γοτθικό μυθιστόρημα «Sisters» της Ντέιζι Τζόνσον. Οι ερμηνείες της Μία Θάρια, της Ράκι Τάκραρ, αλλά και της Πασκάλ Καν αποτυπώνουν με έναν καθόλου κλισέ τρόπο και παράλληλα με μία πρωτότυπη ωμότητα, την καθημερινότητα μιας μονογονεϊκής οικογένειας με δύο έφηβα κορίτσια. Προσωπικά, η επιλογή της Λαμπέντ να μην συμπεριλάβει κανέναν άνδρα, από όσους πέρασαν από τις ζωές των τριών βασικών χαρακτήρων, στους πρωταγωνιστές, είναι στα συν, αποδεικνύοντας πως μια ιστορία μπορεί να σταθεί -και δίχως να κάνει λόγο άμεσα σε ζητήματα φεμινισμού- χωρίς κάποιον άνδρα σε κεντρικό ρόλο.

Σίγουρα, τόσο οι εναλλαγές στο ύφος που «αφηγούνται» την ιστορία, κατ’εμέ με επιτυχία, όσο και η τροπή των γεγονότων, σε κρατούν σε εγρήγορση μέχρι το τέλος. Και ενώ η τελευταία στιγμή βρίσκεται σε εξέλιξη, καταλαβαίνεις πως καμιά φορά, η αποδοχή της πραγματικότητας, είναι πιο σκληρή, από όταν ακόμη στηρίζεις τις πιο στρεβλωμένες φαντασιώσεις σε μια ασαφή αλήθεια.

Χάρης Δημαράς – Poor Things 

Μολονότι στην προσωπική μου «λανθιμική» κατάταξη το Poor Things μπαίνει τρίτο, μετά τον αξεπέραστο Αστακό και τον σοκαριστικό Κυνόδοντα, είναι σίγουρα η ταινία που είδα και δε θα ξεχάσω μέσα το 2024.

Έχει έναν τρόπο ο Λάνθιμος να σε σαγηνεύει από το πρώτο μέχρι και το τελευταίο λεπτό. Είναι η μεταφορά (και η επιλογή φυσικά) του ιδιαίτερα πρωτότυπου σεναρίου, είναι το σουρεάλ στοιχείο (που υπάρχει σε κάθε φιλμ του), με ιδιαίτερα νοήματα στην πορεία για την ανακάλυψη της ζωής, τα ένστικτα που νικούν τη λογική, την ωριμότητα, τη σχέση εξουσίας ανάμεσα στα δύο φύλα και την ανατροπή που κρύβει, την ανεξαρτησία και την απενοχοποίηση από το σεξ, με έξυπνους και γεμάτους πηγαίο χιούμορ διαλόγους και μία Έμα Στόουν, που είτε τη συμπαθείς είτε όχι, δεν μπορείς παρά να παραδεχθείς ότι έδωσε ρέστα ως Μπέλα Μπάξτερ.

Και η επιλογή της μουσικής, ο ευρυγώνιος φακός, το μοντάζ, το ασπρόμαυρο, όλες οι επιλογές του Λάνθιμου είναι αριστοτεχνικές. Αυτό θα πει βίωμα στον κινηματογράφο. Ταινία που στιγμή δε θα κοιτάξεις το κινητό, ή το ρολόι σου.

Μα κα ένα «κρυφό» μήνυμα για το μέλλον που ίσως απασχολήσει τη βιοηθική: Μεταμοσχεύσεις εγκεφάλου, κατανόηση και ανίχνευση των λειτουργιών του και ηθικά διλήμματα που ίσως (ξανα) απασχολήσουν την επιστημονική κοινότητα και τον άνθρωπο.

Αξίζει, πραγματικά.

Μυρτώ Τούλα – We Live in Time

Ξεχωρίζω για το 2024, φυστικά το Poor Things, για όλους τους λόγους που αναφέρθηκαν και γιατί επιτέλους ο φεμινισμός έγινε πηγή έμπνευσης για τον κινηματογράφο με μεγάλες δόσεις φαντασίας που χρειαζόντουσαν και φυσικά για την ΥΠΕΡΟΧΗ Ema Stone στον ρόλο της ζωής της που δύσκολα θα ξεπεράσουμε. Επίσης αγάπησα το Quiet Life, Μία οικογένεια Ρώσων προσφύγων διεκδικεί το πολιτικό άσυλο στη Σουηδία.

Σε ένα σπίτι διώροφο στα χρώματα του λευκού, με μηδαμινές δόσεις άλλων αποχρώσεων – όπως δηλαδή ακριβώς φαίνεται και οι οπτικοί αυτών των ανθρώπων, μέσα στην απελπισία και την απογοήτευση – ένας πρώην διευθυντής Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και μία πρώην δασκάλα προσπαθούν εγκαταλείψουν την Ρωσία έπειτα από βίαιες επιθέσεις που δέχθηκαν από το κράτος λόγω του περιεχομένου που διδάσκουν στα μαθήματα τους. Μάρτυρας της επίθεσης η μικρή τους κόρη. Καταθέτουν στην μεταναστευτική υπηρεσία όλα τα στοιχεία, όμως, η αίτηση τους δεν γίνεται δεκτή, μέχρι που η μία από τις δύο κόρες της οικογένειας, αρρωσταίνει και πέφτει σε κώμα.

Στο νοσοκομείο οι γιατροί μιλούν για το σύνδρομο της παραίτησης, το οποίο προσβάλλει κυρίως τα παιδιά των προσφύγων. Εκεί, το παιδί, κοιμάται για μεγάλο χρονικό διάστημα και οι γονείς αποφασίζουν να γράψουν την βίαιη επίθεση που δέχθηκε ο πατέρας και να την δώσουν στην άλλη κόρη για να την μάθει και τελικά να την καταθέσει στην μεταναστευτική αρχή, ενώ παράλληλα εκείνοι ακολουθούν κάποιες συνεδρίες για το πως να ξαναχαμογελάσουν, με τα θλιμμένα τους πρόσωπα να αγγίζουν την ψυχή μας. Όσο νοσηλεύεται το μικρό παιδί, η νοσοκόμα της είναι επίσης πρόσφυγας από το Μαυροβούνιο, το παιδί της επίσης πάσχει από το σύνδρομο της παραίτησης και εντέλει καταλήγει με εγκεφαλικό σε αναπηρικό καροτσάκι. Εκείνη η γυναίκα όμως παίζει καθοριστικό ρόλο και τελικά, βοηθά την οικογένεια να πάρει το άσυλο και να σώσει τα παιδιά της.

Εμείς σε αυτή την ιστορία είμαστε απλοί παρατηρητές και μάρτυρες καθήμενοι στις κόκκινες θέσεις του Ολύμπιον απέναντι στην τρομερή ματιά του Έλληνα σκηνοθέτη Αλέξανδρου Αβρανά, ο οποίος αποτύπωσε με τρομερή ψυχραιμία ένα φαινόμενο το οποίο όπως βλέπουμε στα στοιχεία που έχουν παραταθεί στο τέλος της ταινίας πρόκειται να αυξηθεί δραματικά τα επόμενα χρόνια.

Όμως η ταινία που μπήκε στην καρδιά μου και δεν θα βγεί είναι το “Ζούμε την στιγμή” και πιστέψτε με, είχα πολύ καιρό να δω αισθηματική πραγματικά τρυφερή ταινία χωρίς μελό.

Το “Ζούμε τη στιγμή” για κάποιο λόγο δεν είχε σωστό marketing σε σχέση με εκείνο του “Τελειώνει με ‘μας” που βασίζεται στο ομότιτλο Best Seller της Colleen Hoover, και έσπασε τα ταμεία των κινηματογράφων. Κοινώς, αν δεν ψάχναμε τι ταινίες παίζουν αυτή την στιγμή στην Μεγάλη Οθόνη δεν θα ξέραμε καν πως κυκλοφόρησε.  Ο Τοbias (ο υπέροχος Andrew Garfield), είναι ένας “κλειστός” άνδρας, με την σταθερή του δουλειά, πολύ ευγενικός και σε ορισμένες σκηνές της ταινίας άβολος. Πρόσφατα διαζευγμένος, μένει στο σπίτι του πατέρα του με τον οποίο φαίνεται πως διατηρεί πολύ καλή σχέση, σε ένα επαγγελματικό του (μάλλον) ταξίδι βγαίνει με το μπουρνούζι στον δρόμο να αγοράσει ένα στυλό για να υπογράψει το διαζύγιο του και τελικά, η Almut (η φρέσκια Florence Pugh) μία νεαρή επιτυχημένη σεφ, μπαισέξουαλ, νευρική με χιούμορ, κοινωνική και συνάμα δυναμική τον χτυπά με το αμάξι.

Κάπως έτσι λοιπόν, γνωρίζονται και επιβεβαιώνεται η θεωρία πως τα ετερώνυμα έλκονται. Βλέπουμε λοιπόν, εν τάχει τα τελευταία 10 χρόνια της κοινής τους ζωής, να θέλει ο Tobias να κάνει οικογένεια μαζί της και εκείνη να μην θέλει παιδιά, να βγαίνουν σε πάρτι με φίλους της και εκείνος να κάθεται και να την χαζεύει μόνος με ένα ποτό στο χέρι, τελικά να μένει έγκυος και να στέκεται δίπλα της με ένα χρονόμετρο κάθε μέρα.

Η Almut γεννάει στις τουαλέτες ενός βενζινάδικου, σε αυτή την σκηνή δεν σταματήσαμε να γελάμε – θα ήμουν περιγραφική αλλά δεν θέλω να σας κάνω άλλα spoil. Η πλοκή της ταινίας όσο εξελίσσεται τόσο πιο πολύ ταιριάζει στα ζευγάρια του σήμερα. Χωρίς λοιπόν να γίνει μελοδραματική, γίνεται περιγραφική και αληθινή και κινεί μέσα σου έντονα συναισθήματα που σου βουρκώνουν τα μάτια,  χωρίς κλισέ ατάκες. Με μία σύγκρουση χαρακτήρων βγαλμένων από δύο διαφορετικούς κόσμους, κρατά την ισορροπία σε κάθε σκηνή και παίζει μπάλα ανάμεσα στην χαρά και τον πόνο.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα