Η Θεσσαλονίκη είναι -φυσικά- ατέρμονα ερωτεύσιμη
Μια 23χρονη κοπέλα γράφει για τους λόγους που λατρεύει τη Θεσσαλονίκη, μια πόλη υπέροχη, μέσα στις τέλειες ατέλειες της
Λέξεις: Χάιντι Μαρτινίδου
Η Θεσσαλονίκη είναι -φυσικά- ατέρμονα ερωτεύσιμη. Οπότε θέλω να πάμε βόλτα. Θέλω πάντα να πάμε βόλτα.
Ετούτο το κείμενο αποτελεί μία πολύ μελό, ρομαντική και σαλιάρικη ωδή στη πόλη που μου προκαλεί πεταλούδες στο στομάχι. Σε περίπτωση κυνισμού, παρακαλώ αποφύγετε εξ ολοκλήρου να το διαβάσετε, γιατί απλώς θα σας κουράσω. Να με συγχωρείτε όμως, επειδή περί έρωτος πρόκειται.
Είμαι γεννημένη και μεγαλωμένη στη Θεσσαλονίκη και είμαι 23 χρονών. Πέρασα τα περισσότερα χρόνια μου σε πολυκατοικίες του Μεντεκίδη, και Εμπράρ, και λατρεύω το Μωσαϊκό του πατρικού μου σπιτιού. Είμαι μικρή. Είμαι η νέα γενιά. Είμαι το εξελιγμένο μοντέλο. Είμαι το μέλλον. Είμαι… ποιον κοροϊδεύω;
Έχω ένα κόλλημα στο παρελθόν και μια λανθάνουσα αποστροφή προς το μοντέρνο.
Τις περισσότερες μέρες χωράω στο πρόγραμμά μου τουλάχιστον μια τεράστια βόλτα κάπου στη Θεσσαλονίκη. Ειλικρινά δεν μπορώ να σκεφτώ πολλές μέρες να έχουν περάσει χωρίς να πέρασα έστω λίγο χρόνο στα πεζοδρόμια και τα στενά της. Μιλάω πολύ για τα παλιά, και ίσως υπερβολικά, όμως θέλω απλώς να κρατήσω ζωντανές τις εικόνες που κρύβονται πίσω από σύγχρονες προσόψεις, όπως αυτή του Όλυμπος Νάουσα.
Οι γύρω μου δεν το συμμερίζονται αυτό εκ πρώτης όψεως. Στα μουλωχτά τους παίρνω για βόλτα στη πόλη χωρίς να το καταλάβουν επειδή (και καλά) δεν είμαι σίγουρη πού θέλω να κάτσω…οπότε πάμε να τσεκάρουμε τι παίζει και βλέπουμε (και καλά). Πετυχαίνει κάθε φορά.
“Πως γίνεται να σου αρέσει η Θεσσαλονίκη εξήγησέ μου!” απορούν οι φίλοι που είναι και οδηγοί. Μα, φυσικά, τι να πουν οι καημένοι. Κολλημένοι στην κίνηση και στην κακή κυκλοφορία, με την Ναπολιταν οδήγηση και τις Κωνσταντινουπολίτικες μανούβρες στην Εγνατία. Τους καταλαβαίνω. Απλώς εγώ με τα δύο μου ποδαράκια γυρίζω δεξιά και αριστερά από τον Βαρδάρη μέχρι τον Καραβάν Σεράι και το “Ιδέες” στη Λόρδου Βύρωνος. Δεν νιώθω τι εστί κίνηση στην Μοναστηρίου, ούτε ψάχνω ποτέ πάρκινγκ, παρά μόνο αναζητώ το ιδανικό καφέ για να καθίσω να συσκεφτώ (Πράγματι, οι σκέψεις μου στα 23 είναι βαθυστόχαστες και απαιτώ το τοπίο να πληροί προδιαγραφές).
Τις προάλλες η βόλτα στην Εγνατία με βρήκε να μιλάω μεταμεσονύκτια στην παρέα μου για το πώς η Θεσσαλονίκη μου προκαλεί τον ενθουσιασμό που θα προκαλούσε ένα καινούργιο ειδύλλιο. Περνάω έξω από καφέ και μπαρ που ξέρω ότι είναι εκεί από τα καλά 70s και νιώθω σαν να πήγα εκδρομή στον χρόνο. Χαζεύω ατελείωτες ώρες στα παλαιοπωλεία στην Ρωμαϊκή και στην Ολύμπου και τα μάτια μου δεν προλαβαίνουν να πιάσουν κάθε καλλούδι. Μπρούτζινα, χάλκινα και πήλινα, γεμίζουν τους δρόμους αυτούς και φωνάζουν πως έζησαν ωραίες στιγμές.
Ίσως αυτό “φταίει” που μου αρέσει τόσο η Θεσσαλονίκη. Μάλλον απλώς βλέπω όσα υπήρχαν, και όχι όσα υπάρχουν. Το μυαλό μου έχει γεμίσει με ιστορίες από το παρελθόν αυτής της ζωντανής πόλης. Έτσι, κάθε γωνιά είναι για μένα μια ιδεατή κόπια φιλμ από ένα μικρό σκετσάκι τύπου Φίνος Φιλμ. Ένα μαγαζάκι με παπούτσια κοντά στην Άθωνος που θυμίζουν κοντινό στα πόδια της Καραγιάννη με βοηθάει ιδιαίτερα στη σκηνογραφία της φαντασίας μου.
Λίγο πιο πέρα κοιτάζω την ιδιαίτερη πολεοδομία στη γωνία Βενιζέλου και ερμού. Το παλιό κτίριο Σίγγερ είναι έντονα μπροστά μου και σχεδόν βλέπω τον Λαμπράκη χωρίς συνοδεία πλησίον του, να γλιτώνει ένα τρίκυκλο που πάει να τον πατήσει για όσα στήριζε. Η ελπίδα πεθαίνει εν ψυχρώ με το χτύπημα από τον επιβαίνοντα στη καρότσα. Η ιστορία της πόλης βρυχάται.
Πηγαίνοντας στη Γούναρη, δεν βλέπω απλώς πολυκατοικίες και στη μέση αρχαία. Βλέπω τον μπαμπά μου να κάθεται με τη παρέα σε κάποιο καφέ της πλατείας και να κοιτάζει ξαφνικά το απέναντι κτίριο να υποχωρεί τον Ιούνιο του ‘78. Την ίδια στιγμή, στη Στοά Μαλακοπή, το ρολόι σταματάει στις 23:06. Και να μαι τώρα εγώ να το κοιτάζω αναλυτικά, ενώ πίνω μπύρα την Τσικνοπέμπτη ακριβώς από κάτω του. Το κοιτάζω πολλοστή φορά, όμως ανατριχιάζω όσο την πρώτη φορά που μου έλεγε η μαμά μου την ιστορία του ρολογιού όσο τρώγαμε εκεί, οι δυο μας, ένα κομμάτι πίτσα που θύμιζε Ρώμη.
Η ίδια μου είπε και για έναν βασιλιά Γεώργιο που χαλαρός βγήκε να χαζέψει την πόλη ξεκινώντας απο τον Λευκό Πύργο, και ξαφνικά η βόλτα του έγινε το τέλος του. Ήταν περίπου σαν σήμερα, πριν από 110 χρόνια. Κάθε φορά που πηγαίνω βόλτα στη παραλία σκέφτομαι πως ίσως κάπως έτσι να ένιωθε κι εκείνος. Ανέμελος, ευγνώμων, αγναντεύοντας τη θάλασσα με τις σκέψεις του. Βρυχάται σας λέω η ιστορία.
Πηγαίνοντας στην Ιασωνίδου, δεν έχω ιδέα τι έχει δεξιά και αριστερά. Κοιτάζω με χτυποκάρδια ένα σημείο μόνο, που κάποτε γέμιζε κόσμο, κοστούμια, τραγούδια και χορευτές από το εξωτερικό. Ένα σημείο που άκουγε στο όνομα Chorus και δεν θα κουραστώ ποτέ να ακούω κάθε μικρή λεπτομέρεια για εκείνες τις μέρες. Ονόματα δεν λέμε.
Κλέβοντας τα παλιά πουκάμισα του μπαμπά μου, τον ρωτάω και κάτι για το Chorus, έτσι για αντιπερισπασμό απο την κλοπή, και ας το έχω ξαναρωτήσει. Το έγκλημα συγκαλύπτεται ικανοποιητικά, ενώ βγαίνω από το δωμάτιο με το λάφυρο της νοσταλγίας, και ένα πουκάμισο. Μήνες αργότερα θα υμνεί κάποιος θαμώνας εκείνες τις μέρες ον-λάιν, και μέσα σε μια φωτογραφία θα δω το πουκάμισο που έκλεβα. Φορεμένο, να παρίσταται στις αναμνήσεις που εγώ ψαχουλεύω στο αρχείο των γονιών μου και των φίλων τους. Και όπου δε θα καταφέρω ποτέ να παραστώ εγώ η ίδια.
Συγκινούμαι σαν ερωτευμένη όταν βλέπω να ξαναζεί το Όλυμπος Νάουσα. Σχεδόν στεναχωριέμαι που δεν μπορώ να μπω να καθίσω στο παλιό, το εμβληματικό Όλυμπος Νάουσα. Έχω ένα συναίσθημα σαν να έχασα το αγαπημένο μου χρυσό βραχιόλι. Όμως αυτό που έχασα είναι μια χρυσή εποχή. Που την λιμπίζομαι. Γιατί θα ταίριαζε με τα ρούχα μου, όπως το βραχιόλι μου. Βέβαια, κι αυτό του μπαμπά μου είναι. Ανήκω στην ομάδα αυτών που είναι επαγγελματίες ληστες αναμνήσεων και υπαρχόντων των γονιών και των παππούδων.
Μια πάστα Θεσσαλονικείς λίγο κουλτουριάρηδες συντηρούν ακόμη ένα υπόγειο Βερολινίστικο vibe που παίρνει ήχο από βινύλια και βιβλία απο το Κεντρί. Ξέρουν την καλή θέα και τα ροκ μπαρ στα Λαδάδικα. Δεν είναι τα μοκασίνια και οι τραγιάσκες που κρατάνε τις εποχές εκείνες ζωντανές. Είναι μερικά μάτια που ακόμα λάμπουν όταν περπατάνε κάτω από μια κόκκινη ρετρό επιγραφή “Σιγαρέτα”, έχοντας έναν παλιό σκοπό στα ακουστικά τύπου Πελόμα Μποκιού, Idols, Patti Smith, Αττίκ, Αρλέτα, Βέμπο κοκ. Κάποιοι μάλιστα χάνονται στον έρωτα με την Νικολακοπούλου να γράφει αείμνιστα, αξεπέραστα για ένα Σίδερο μ’ Ατμό ή τον Κραουνάκη να μας βάζει σε flirty διαθέσεις με Δυό Παλτά.
Τι να κάνω που αυτή η πόλη όσο και αν αφεθεί, είναι κούκλα. Την φωτογραφίζω σε φιλμ, λες και μόλις τα φτιάξαμε. Να ‘ναι καλά και ο Ζήσης που μου εμφανίζει αυτά τα ατσούμπαλα φιλμάκια. Και δεν μιλάω καν για τα προφανή όπως είναι η Θάλασσα ή η Αριστοτέλους. Προφανώς ακόμη με γοητεύουν. Όμως αυτά είναι όσα θα σε εντυπωσιάσουν σε μια πρώτη συνάντηση. Το κτίριο της Τράπεζας Ελλάδος και της Ionian Bank θα σε τραβήξουν πιο κοντά της στο δεύτερο-τρίτο ραντεβού. Κατασταλλαγμένα, πλέον σε σχέση, αυτά που αγαπάς σε εκείνη είναι τα κρυμμένα αχνάρια σε στενά και στοές. Είναι η ανηφόρα προς τα κάστρα, η νυχτερινή ζωή γύρω από το Υπουργείο, και το σημείο μηδέν στην Πλατεία Δημοκρατίας.
Σε μια απο τις βόλτες το καλοκαίρι είδα στην Κλαυδιανού στο πάρκο κάτι παλιούς να βγάζουν τα τραπεζάκια τους και να στήνουν τάβλι και μουσική από ένα ραδιοφωνάκι λες και τρέχουν το δικό τους υπαίθριο καφενείο. Για να είμαι ακριβής, θαρρείς ότι όντως έχει καφενείο εκεί. Γιατί αυτοί δεν ξέχασαν ότι είναι οι άνθρωποι που κάνουν την πόλη, τις στιγμές και την αληθινή ευτυχία. Αυτό μπορεί να σου θυμίσει αυτή η πανέμορφη, κλασική, μοναδική, ρομαντική, αψυχολόγητη, πονεμένη, έντονη, αυτοσαρκαστική και ώριμη πόλη. Ότι η ζωή έχει να πει πολλά αν την δεις με καλό μάτι.
Η Θεσσαλονίκη δικαιούται να περάσει τη φάση της. Και εσείς οι τυχεροί που ζήσατε την Θεσσαλονίκη στο ζενίθ της, σας παρακαλώ βγάλτε αυτή τη θλιμμένη νοσταλγία από τα μάτια σας όταν βλέπετε τα μπαρ να μην είναι αυτό που ήταν. Δεν πειράζει. Η ιστορία γυρίζει, και η Θεσσαλονίκη ξέρει. Γιατί είναι υπέροχη μέσα στις τέλειες ατέλειες της. Όπως είμαστε και οι άνθρωποι με ατέλειες, και κατά περιόδους λίγο αφημένοι, και λίγο κουρασμένοι.
Και -φυσικά- ατέρμονα ερωτεύσιμοι.
Εικόνα: Χάιντι Μαρτινίδου, Kodak Gold 200, Εμφάνιση: The Great Darkroom Experience, Ζήσης Γιάμαλης