Καταβύθιση ή ελληνικό καλοκαίρι 2025
Ο Μάνος Σ. Στεφανίδης σχολιάζει το ελληνικό καλοκαίρι του σήμερα
Λέξεις: Μάνος Σ. Στεφανίδης
Πώς γίναμε έτσι; Ποιός μας κατάντησε τέτοιους; Πώς είναι δυνατόν να αγαπάω την πατρίδα μου και να ντρέπομαι για τους συμπατριώτες μου; Δηλαδή για τον εαυτό μου τον ίδιο;
Με τις διακοπές του καλοκαιριού έχει κανείς την ευκαιρία να δει την άλλη Ελλάδα αλλά και τους Έλληνες εκτός πολιτικών προσήμων και εκτός του οικείου τους χώρου. Χαλαρά υποτίθεται! Και τί διαπιστώνει; Ότι είμαστε στις διακοπές ίδιοι ή και χειρότεροι από ό τι στην καθημερινότητα μας: Αγενείς, ανυπόμονοι, σαματατζήδες, ατομιστές, επιθετικοί, χωρίς κοινωνική αγωγή, επιδειξιομανείς, απαράδεκτοι γονείς απαράδεκτων παιδιών, χωρίς στοιχειώδη ευαισθησία για το φυσικό και το ανθρώπινο περιβάλλον. Χωρίς χιούμορ και χωρίς ανοχή για το διαφορετικό. Χωρίς αγάπη τελικά για τον τόπο και τους εαυτούς μας τους ίδιους. Το άθλιο γούστο και η ανύπαρκτη παιδεία μας αποκαλύπτονται οδυνηρά στα αυθάδη κτίσματα που οικοδομούμε, στο πως διαλέγουμε τους εξίσου άθλιους “εκλεκτούς μας” – η παρακμή της τοπικής αυτοδιοίκησης είναι κραυγαλέα – αλλά και στο πως ασχημονούμε στο τοπίο, στα βουνά στις παραλίες, είτε καίγοντας είτε “αξιοποιώντας” ένα αρχέγονο τοπίο που έχει μεταμορφωθεί σε σκηνογραφία.
Από την μία οι παχύσαρκοι, νωθροί, πονηροί συμπατριώτες μου κι από την άλλη πλευρά οι ξένοι “Φιλέλληνες ” που αγοράζουν μεθοδικά τον τόπο μας, τα καλύτερα κομμάτια του διώχνοντας σιγά σιγά τους ντόπιους. Η ιδέα που προπαγανδίζουν και μια κυβέρνηση που προ πολλού έχασε την έξωθεν καλή μαρτυρία και οι απανταχού ιδιώτες με την ασύγγνωστη ιδιωτεία τους είναι πως πωλούνται τα πάντα. Προωθώντας έτσι την “αποελληνοποίηση” της πατρίδας. Ολόκληρα χωριά στη Μάνη, την Τήνο, στο Πήλιο ανήκουν σε Γερμανούς, Ελβετούς κλπ. Ακόμη και ο άλλοτε ιερός, ιδιωτικός χώρος – το σπίτι μας διάβολε – έγινε Airbnb για εύκολο κέρδος. Η κρίση επιτείνει την απελπισία και ο άνευ στρατηγικής τουρισμός του γενικού ξεπουλήματος τον αφελληνισμό της χώρας. Ό τι ψηφίζει η άβουλη Βουλή, επαναλαμβάνει ο νωθρός, αεριτζής ιδιώτης. Να εξασφαλίσει το σήμερα καθιστάμενος παθητικός θεατής της δήωσης του τόπου. Κανείς δεν πονάει τίποτε πια. Κι ο χειρότερος ρατσισμός των Ελλήνων είναι προς τους ίδιους τους Έλληνες. Βυθιζόμαστε! Αφήστε που όσοι Αλβανοί απέμειναν, εργατικοί και με μπέσα, αποδεικνύονται οι καλύτεροι Έλληνες. Και μπράβο τους που ευημερούν ή έστω επιβιώνουν αξιοπρεπώς σε μια χώρα που καταβυθίζεται (παρά τα καγιέν, τα κότερα και τις γεμάτες ταβέρνες, τα μπουκωμένα στόματα και τους απελπισμένους πλην αδιόρθωτους ενήλικες που διαφθείρουν με τον αμοραλιστικό τυχοδιωκτισμό τους και τους νεότερους).
Ο Αύγουστος καθίσταται έτσι ένας περιφραγμένος, ιδιωτικός παράδεισος, στον οποίο ο καθένας θέλει απελπισμένα να τρυπώσει. Έστω για λίγο. Φυγή, απόδραση, απομάκρυνση, άγονη γραμμή, κατασκευή του «εξωτικού», αντικατοπτρισμός του μακρινού ορίζοντα που παρασύρει και ελευθερώνει.
Είμαστε οι επιθυμίες και οι αδυναμίες μας, είμαστε οι κερδισμένες στιγμές που όμως κάποτε θα πληρωθούν με το παραπάνω, είμαστε κάτι χαρακωμένοι, ανάποδοι καθρέφτες, μάσκες πληγωμένες, ατελείς υποκριτές που οφείλουν, πάντως, να υποδυθούν τέλειους ρόλους. Κι οι αγάπες μας πάντα αρχίζουν και τελειώνουν τον Αύγουστο, την εποχή των ορίων που παραβιάζονται και του κρεσέντο που διεκδικεί για μια στιγμή και μόνη την ένταση της αιωνιότητας. Μισές οι χαρές, κολοβές οι λύπες, εφόσον το κακό σέρνεται υπόγειο και ανεξέλεγκτο. Κάθε φορά που τολμάς να δεις έξω απ’ το καβούκι σου, το home-castle του χειμώνα ή το σκάφανδρο των διακοπών που λέγεται “καλοκαίρι”, ο τρόμος του πραγματικού σε συντρίβει.
ΥΓ. Στις κοινωνίες των μαζικών ατομισμών η ζωή η ίδια είναι πρόβλημα μέγα, γι’ αυτό και επισημοποιούνται τα λογής υποκατάστατα. Οι μοναξιές βαφτίζονται σχέσεις, οι ευκαιριακές συνευρέσεις δύο φιδιών κάτω απ’ το ίδιο ξερολίθαρο, οικογένειες, τα παραισθητικά παιχνίδια που δημιουργεί ο κάθετος ήλιος όταν φωτίζει έκκεντρα τα πρόσωπα, έρωτες, κ.ο.κ. Μεγαλωμένοι με μελό και happy end και με πάθη τόσης διάρκειας όση χωράει ένα σίριαλ, καταθλιβόμαστε αθεράπευτα όταν βλέπουμε πόσο άσχημη είναι η ζωή όταν την ομορφιά την ψάχνεις σ’ ένα ηλιοβασίλεμα, κάπου πέρα μακριά κι όχι σε όσα εσωτερικά πράγματα σού επιτρέπουν να την δικαιούσαι.
Άνθρωποι σε δίπολα, σε τρίγωνα, σε ασύμπτωτες ευθείες, σε φαύλους κύκλους, υποκρίνονται πως αγαπάνε χαζεύοντας απλώς τον καθρέφτη τους, και τότε η ίδια τους η εικόνα ετοιμάζεται να τους κατασπαράξει. Δικαιοσύνη…Συγγνώμη που σας μαυρίζω την καρδιά αλλά έτσι νιώθω.
Ασφαλώς γενικεύω, προφανώς υπάρχουν σπουδαίες εξαιρέσεις, μακάρι να σφάλω.

