Κιούκα, Πριν το τέλος του καλοκαιριού: Λιμνάζει σε μια χιλιοειπωμένη φεστιβαλική σύμβαση
Ο Νικόδημος Τριαρίδης σχολιάζει την ταινία σε σκηνοθεσία του Κωστή Χαραμουντάνη
Φοβάμαι ότι η αρνητική κριτική μου για το “Mission Impossible: The Final Reckoning” δημιούργησε την εσφαλμένη εντύπωση ότι είμαι σαν εκείνους τους ψευτο-“σινεφίλ” που σνομπάρουν τα μπλοκμπάστερ του Χόλιγουντ. Μην ανησυχείτε, αγαπητοί αναγνώστες· το ελληνικό σινεμά ήρθε να αποδείξει για μια ακόμη φορά ότι η κακές ταινίες δεν έχουν γεωγραφικά ή οικονομικά όρια.
Να τρέμετε όποια φεστιβαλική ταινία περιγράφεται ως “ένα τρυφερό ταξίδι ενηλικίωσης”, καθώς ο ασαφής αυτός όρος αποκρύπτει περίτεχνα τη ζοφερή πραγματικότητα ότι δεν υπάρχει πλοκή. Για παράδειγμα, το “Κιούκα: Πριν το τέλος του καλοκαιριού” ακολουθεί δύο αδέρφια (με χαρά ανακοινώνω ότι ο Κωνσταντίνος Γεωργόπουλος δεν είναι όσο εριστικός όσο ήταν στο τρισάθλιο “Milky Way”, και η Έλσα Λεκάκου είναι αξιοπρεπής) που έχουν πάει διακοπές στον Πόρο με τον πατέρα τους (Ο Συμεών Τσακίρης, όπως τόσοι άλλοι Έλληνες ηθοποιοί, δεν γνωρίζει τη διαφορά μεταξύ θεάτρου και κινηματογράφου) στο οικογενειακό ιστιοπλοϊκό τους, όπου συναντούν εν αγνοία τους τη μητέρα τους (η Έλενα Τοπαλίδου αξιοποιεί στο έπακρο τα 7 λεπτά που της δίνονται), που τους είχε εγκαταλείψει όταν ήταν μωρά. Θα περίμενε κανείς ότι μια τέτοιου είδους συνάντηση θα οδηγούσε σε μια συναισθηματικά φορτισμένη σύγκρουση, είτε μεταξύ των παιδιών και του πατέρα, είτε μεταξύ του πατέρα και της μητέρας, αλλά ξεχνάμε ότι έχουμε να κάνουμε με ελληνική ταινία.
Ως εκ τούτου, ο Κωνσταντίνος και η Έλσα (άγνωστο γιατί μοιράζονται τα ονόματα των ηθοποιών τους) χαραμίζουν το μεγαλύτερο τμήμα της ταινίας με την Αφροδίτη Καποκάκη (κι άλλη επιζήσασα του “Milky Way”) και τη μικρή αδερφή της, διατηρώντας ζωντανή την κεκατική παράδοση του κακογραμμένου διαλόγου που, στην προσπάθειά του να ακουστεί φυσικός, καταντάει γελοίος, ενώ ο Μπάμπης (Τσακίρης) επιδιώκει να πιάσει ψάρια με κωμικά αποτελέσματα. Κάπως έτσι περνούν βασανιστικά τα λεπτά, μέχρι να ενωθούν οι ιστορίες στο τέλος με τον πιο αναμενόμενο τρόπο, και το περίφημο αυτό “ταξίδι ενηλικίωσης” επιτέλους να δώσει αφορμή σε ανίδεους κριτικούς να το βαφτίσουν “τρυφερό”, αγνοώντας επιδεικτικά το ότι κανένας χαρακτήρας πλην της Έλσας δεν εξελίσσεται· πρόκειται για χαρακτηριστική περίπτωση “σεναρίου” προοριζόμενου για φοιτητική ταινία μικρού μήκους που δίχως λόγο απλώθηκε σε μια αδικαιολόγητα πλαδαρή μεγάλου μήκους.
Ο Κωστής Χαραμουντάνης κάνει το, λένε, “τολμηρό” σκηνοθετικό ντεμπούτο του με αυτή την ταινία, και, όπως ήταν αναμενόμενο, φέρει όλα τα σήματα κατατεθέν του φαντασμένου φοιτητή σκηνοθεσίας· ακολουθεί λίστα με τα γουστόζικα κολπάκια που ΔΕΝ συνιστούν καλή σκηνοθεσία: το φορμά του 4:3, η επεξεργασία του υλικού ούτως ώστε να έχει την υφή και το χρώμα του φιλμ (ας αναγνωρίσουμε στον ταλαντούχο φωτογράφο Κωνσταντίνο Κουκουλιό ότι όντως πετυχαίνει το σκοπό του), οι μακρόσυρτες σκηνές “νατουραλιστικού” διαλόγου σε αδιάφορες εκτενείς λήψεις δίχως δυναμική εξέλιξη της σύνθεσης, η αφήγηση σε voice-over, το “τυχαίο” μοντάζ επειδή μάθαμε ότι το έκανε κάποτε ο Γκοντάρ στο “Breathless”, και η πολυμίσητη κάμερα στο χέρι που κινείται ελάχιστα σε πλάνα που θα ήταν πανομοιότυπα αν είχε χρησιμοποιηθεί τρίποδας. Τουλάχιστον δεν έκανε την αβανταδόρικη σεκάνς μονοπλάνου για να το παίξει Κουαρόν για μια σκηνή (ο Χαραμουντάνης εξάλλου δεν είναι δα και auteur όπως ο Κεκάτος).
Από την άλλη, σε ότι αφορά τα ουσιώδη συστατικά της καλής σκηνοθεσίας, όπως η πλανοθεσία, η σύνθεση, η διάταξη χαρακτήρων σε σχέση με το χώρο, και το μοντάζ, ο Χαραμουντάνης ακροβατεί μεταξύ μετριότητας (ο Κουκουλιός κατορθώνει μια στις τόσες να παραδώσει ένα κάδρο με καλή σύνθεση, φωτισμό, και αξιοποίηση του βάθους του χώρου) και δηθενιάς (η μεγάλη σκηνή της συνάντησης της Τοπαλίδου με τα παιδιά της παρουσιάζεται μέσω στατικών φωτογραφιών, και ένα εκτενές μοντάζ ψαριών εξαντλεί και τα τελευταία αποθέματα υπομονής του θεατή), η οποία αποτελεί εθνική περηφάνεια κάθε Έλληνα κινηματογραφιστή. Μοναδική αξιοσημείωτη επιλογή είναι η (τονικά ασυμβίβαστη) χρήση κλασικής μουσικής για περίπου 30 δευτερόλεπτα, σαν θλιβερός απόηχος της εδώ και αιώνες ξεχασμένης μυθολογικής εποχής όπου είχαμε υψηλά στάνταρ για την τέχνη.
Η λυπηρή πραγματικότητα του “Κιούκα” είναι ότι δεν προσεγγίζει ούτε στο ελάχιστο τις χειρότερες ελληνικές ταινίες (υπάρχει ισχυρός ανταγωνισμός, εξάλλου), αλλά, δίχως την εξωφρενική αταλαντοσύνη ενός Κεκάτου, λιμνάζει σε μια χιλιοειπωμένη φεστιβαλική σύμβαση που ξεχωρίζει μονάχα βάσει κάποιων εύηχων κενολογιών περί “νοσταλγίας”, “οικογένειας” και του πανταχού παρόντος “τρυφερού ταξιδιού ενηλικίωσης” δίχως ουσιώδη εξερεύνηση των θεματικών που δήθεν πραγματεύεται. Ούτως ειπείν, είναι η ιδανική ελληνική ταινία για το καλοκαίρι· αρκεί να αγνοήσετε την ύπαρξη του απείρως καλύτερου “Γοργόνες και Μάγκες” του Δαλιανίδη.