Λίγο πριν ξεκινήσει το Φεστιβάλ…
Είναι ας πούμε σαν εκείνο το σκίρτημα της ανυπομονησίας λίγο πριν σε φιλήσει καποι@, είναι εκείνο το δάκρυ που τρέμει πριν σβήσεις τα κεριά πάνω στην τούρτα, ένα λαμπερό χαμόγελο, απέναντι στην ελπίδα του "κάτι έχεις να περιμένεις".
Δεν ξέρω αν υπάρχουν λέξεις να περιγράψω τις ώρες πριν αρχίσει το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, είναι ας πούμε σαν εκείνο το σκίρτημα της ανυπομονησίας λίγο πριν σε φιλήσει καποι@, είναι εκείνο το δάκρυ που τρέμει πριν σβήσεις τα κεριά πάνω στην τούρτα, ένα λαμπερό χαμόγελο, απέναντι στην ελπίδα του “κάτι έχεις να περιμένεις”.
Από μικρή, όταν πλησίαζαν αυτές οι μέρες, έβλεπα τους γονείς μου να κυκλώνουν στα προγράμματα τους τις ταινίες που θέλανε να δουν, μας άφηναν τα Σαββατοκύριακα στην γιαγιά και πήγαιναν από νωρίς για καφέ στην Αποθήκη Γ΄ και μετά μέχρι αργά το βράδυ σε προβολές.
Ύστερα μεγαλώσαμε κι εμείς και μας έπαιρναν μαζί τους. Στο σπίτι μας υπάρχουν τουλάχιστον 10 με 15 συλλεκτικές τσάντες του, και έχω για κάθε μία κάτι να θυμάμαι. Ύστερα, έγινα κι εγώ εθελόντρια, για τρία χρόνια. Το πρωί πήγαινα στην σχολή, το μεσημέρι στην δουλειά και σερί στην Αποθήκη Δ’. Δεν με ενδιέφερε καθόλου η κούραση, εκεί, είδα ταινίες που δεν μπόρεσα να δω όμοιες τους πουθενά.
Οι πρώτες ημέρες ήταν λίγο άβολες, διότι δεν γνωρίζαμε κανέναν, όμως μετά, τα παιδιά που ήμασταν μαζί στην αποθήκη έγιναν φίλοι μιας ολόκληρης ζωής και ξαφνικά βρισκόμασταν όλοι μαζί στις 17:00 για το καθιερωμένο σάντουιτς από το δωμάτιο με θέα και έπειτα βαδίζαμε προς το Λιμάνι, στάση για καφέ στην Αποθήκη Γ΄ και ύστερα πόστα (η αγαπημένη λέξη όλων όσων βρίσκονται στις αίθουσες).
Χωριζόμασταν και πηγαίναμε σε άλλες αίθουσες, ερχόταν το κοινό, με ένα πλατύ χαμόγελο εξυπηρετούσαμε -σαν κάτι να μας συνδέει μαζί τους, η αγάπη για το σινεμά- μιλούσαμε και με τα άλλα παιδιά από τα βραβεία κοινού και οι 5 ώρες κυλούσαν σαν να ‘ταν 10 λεπττά. Τελευταίες προβολές, πάντοτε σπρώχναμε την ώρα να περάσει για να πάμε στα πάρτι.
11 ημέρες άυπνοι, 11 μέρες μεθυσμένοι, 11 μέρες δεκάδες ταινίες, 11 μέρες δεκάδες νέα πρόσωπα. Σκηνοθέτες, ηθοποιοί παραγωγοί, που δεν πίστευες ποτέ πως θα συναντήσεις στην ζωή σου, κι όμως τους έβλεπες μπροστά σου και συζητούσατε σαν μόλις να έχεις γνωρίσει το σύμπαν τους, που ξεδιπλώθηκε στην μεγάλη οθόνη.
Κρύες μπίρες στα χέρια στα πλακόστρωτα στο Λιμάνι, νέα παιδιά αγκαλιασμένα περνούν από αποθήκη σε αποθήκη, ηλικιωμένες γιαγιάδες να σου πιάνουν την κουβέντα, ωραίοι αλτέρνατιβ τύποι με πολύχρωμα φουλάρια στην παραλιακή εκεί που καθρεφτίζονται τα πελώρια γράμματα που φωτίζουν μιαν ολόκληρη πόλη, γεμάτα μπαρ και κινηματογραφικές συζητήσεις απ’ άκρη σ’ άκρη. Η πλατεία Αριστοτέλους ασφυκτικά γεμάτη με ωραίο κόσμο, όπως ακριβώς της αρμόζει. Μία Θεσσαλονίκη που βγαίνει από την μουντίλα και την υγρασία της και μεταμορφώνεται πραγματικά στο πιο ανήσυχο και φωτεινό μέρος του πλανήτη.
Έπειτα, οι υποχρεώσεις στην ενήλικη ζωή αυξήθηκαν και κάπως έτσι ο εθελοντισμός με βαθιά λύπη έκλεισε για εμένα, όμως άνοιξε ένα νέο κεφάλαιο, εκείνο του press, διαπιστευμένη πια σε άλλο κομμάτι. Εκεί που η δουλειά συναντά την τέχνη μπορεί να κάνει θαύματα.
Πλέον λοιπόν, από αρχές Οκτώβρη παρακολουθώ τις συμμετοχές, σημειώνω στο planner ημερομηνίες και βγάζω πρόγραμμα, μπαίνω στην αναμονή των εισιτηρίων, προφανώς απογοητεύομαι που βγαίνουν μερικές sold out, σε λίγα λεπτά και κλείνω όλες τις υπόλοιπες. 3-4 προβολές μαζί σε μία ημέρα, συνεντεύξεις, podcast με όλους εκείνους τους ανθρώπους που θεωρούσα πως ποτέ δεν θα είχα την ευκαιρία να μιλήσω.
Η ανυπομονησία μένει ίδια, “σβήνω” τις ημέρες από το ημερολόγιο και μετρώ αντίστροφα, είμαι στο φεστιβάλ και τα 11 εικοσιτετράωρα του, σαν να μην έχει αλλάξει τίποτα, γιορτάζω μαζί του, περιμένω πως και πως να κατέβουν οι φίλοι μου από την Αθήνα, που κάποτε ήμασταν μαζι στις αίθουσες και να ζήσουμε όπως τότε. Μία μηχανή ονείρων που αλλάζει μία ολόκληρη πόλη και ενώνει χιλιάδες διαφορετικούς ανθρώπους. Ένας ανήσυχο μη υπαρκτό πνεύμα που τρυπώνει από μυαλό σε μυαλό, αυτό είναι το φεστιβάλ για μένα.
Όμως αφού δεν μπορώ να εξηγήσω τις ώρες πριν την έναρξη με βεβαιότητα δεν μπορώ να εξηγήσω την Μετα-φεστιβαλική κατάθλιψη. Η οποία πραγματικά είναι βαριά όταν τελειώνει, σαν ας πούμε να σου έκλεψαν το χρώμα, μένουν μόνο στις αναμνήσεις και στην κάμερα του κινητού σου. Που μετρά σε κάθε φεστιβάλ πάνω από 1.000 κλικς. Και απλά περιμένεις το επόμενο αναπολώντας…
Υ.Γ. 1 Να είστε ευγενικοί με όλους όσους δουλεύουν στο Φεστιβάλ είναι εκεί για να σας απογειώσουν την εμπειρία.
Υ.Γ. 2 Τα λέμε στις αίθουσες, καλό Φεστιβαλ σε όλ@!
Υ.Γ. 3 Μόνο η τέχνη μπορεί να σε αγκαλιάσει τόσο πολύ!