Ο άνθρωπος που μας υπενθύμισε ότι χωρίς τον θάνατο δεν υπάρχει μνήμη

Ο θάνατος του Χρυσόστομου Σταμούλη μας επιβάλλει να τον ακούσουμε ξανά μέσα από την απότομη σημερινή σιωπή του

Parallaxi
ο-άνθρωπος-που-μας-υπενθύμισε-ότι-χωρί-1364055
Parallaxi

Λέξεις: Μάνος Λαμπράκης

Η πρωινή είδηση της κοίμησης του καθηγητή Θεολογίας Χρυσόστομου Σταμούλη είναι η ρωγμή ενός κόσμου, το άνοιγμα ενός κενού στο εκκλησιαστικό και πολιτισμικό μας σώμα. Ο Σταμούλης υπήρξε από εκείνους που δεν μίλησαν για τον θάνατο σαν να ήταν μία έννοια εξωτερική, ούτε για τον έρωτα σαν να ήταν ένα πάθος καταναλωτικό. Αντίθετα, στοχάστηκε και τα δύο ως άκρα του ίδιου τόξου: ως τα δύο αμετακίνητα όρια που ορίζουν την ανθρώπινη ύπαρξη. Ο έρωτας και ο θάνατος δεν είναι απλώς γεγονότα, είναι αρχέτυπα, είναι οι δύο αποκαλύψεις που στήνουν όλη την Ιστορία, όπως θα έλεγε και ο ίδιος.

Ο θάνατος του Σταμούλη μας επιβάλλει να τον ακούσουμε ξανά μέσα από την απότομη σημερινή σιωπή του. Να δούμε αν τα λόγια του βρίσκουν επαλήθευση στο ίδιο του το τέλος. Γιατί αυτό που έλεγε ο ίδιος —ότι για να κατανοήσει κανείς τον θάνατο χρειάζονται πολλές ζωές, ίσως και όλος ο πολιτισμός— μοιάζει τώρα να βρίσκει ένα έσχατο βάρος: η ζωή του έγινε μαρτυρία εκείνης της αναμονής, μιας ζωής που έθεσε τη θεολογία μπροστά στον καθρέφτη της φθοράς.

Στην οπτική του Σταμούλη, ο θάνατος δεν είναι μια «στιγμή βιολογικής παύσης», αλλά το πιο εκκωφαντικό άνοιγμα της ανθρώπινης ύπαρξης. Είναι το σημείο όπου διαλύεται κάθε αυταπάτη για το εγώ, όπου καταρρέουν οι θεμελιώσεις του ελέγχου, της δύναμης, του χρήματος, της τεχνολογίας. Ο θάνατος αποκαλύπτει την απόλυτη αδυναμία μας, κι αυτή η αδυναμία δεν είναι καταστροφή, αλλά αποκάλυψη. Όπως και ο έρωτας, μας οδηγεί σε μια έξοδο από το εγώ, σε μια απο-ιδιοκτησία. Ο ερωτευμένος δεν «κατέχει» τίποτα, όπως και ο νεκρός, εγκαταλείπει τα πάντα. Στον έρωτα και στον θάνατο, το υποκείμενο διαλύεται. Η θεολογία του Σταμούλη είχε ως κέντρο ακριβώς αυτό το σημείο: να δει τον άνθρωπο όχι ως αυτόνομο άτομο, αλλά ως ύπαρξη που σώζεται μόνο μέσα από το άνοιγμά της, μέσα από το δόσιμο.

Εδώ έρχεται η θεολογία: η Ανάσταση δεν είναι παρά η υπόσχεση ότι το άνοιγμα αυτό δεν είναι κενό, ότι η παράδοση του εαυτού στον θάνατο δεν καταλήγει σε άβυσσο, αλλά σε μία αγκαλιά. Ο Σταμούλης είχε το θάρρος να μιλήσει για τον θάνατο όχι με φτηνές βεβαιότητες, αλλά με την ειλικρίνεια του ανθρώπου που γνωρίζει το σκοτάδι και το αφήνει να τον διαποτίσει. Η θεολογία του δεν ήταν απολογητική, αλλά υπαρξιακή: δεν ήθελε να μας πείσει για μια άλλη ζωή, αλλά να μας μάθει να ζούμε αυτήν τη ζωή με την οξύτητα του τέλους.

Ζούμε σε μια εποχή όπου ο θάνατος έχει αποβληθεί από τον δημόσιο χώρο, έχει γίνει αόρατος, και μαζί του έχει αποβληθεί και ο έρωτας, ο πραγματικός έρωτας, αυτός που διαρρηγνύει το εγώ. Στη θέση τους έχουμε απολαύσεις χωρίς κίνδυνο και τεχνολογίες χωρίς μνήμη. Ο Σταμούλης όμως μάς υπενθύμισε ότι χωρίς τον θάνατο δεν υπάρχει μνήμη, και χωρίς τον έρωτα δεν υπάρχει μέλλον. Η Ορθοδοξία, όπως την εξέφρασε, είναι η υπενθύμιση ότι και τα δύο αυτά όρια δεν είναι προς αποφυγή, αλλά προς αποδοχή: ο έρωτας ως αυτοπροσφορά, ο θάνατος ως είσοδος στο μυστήριο. Ο θάνατος του ίδιου, σήμερα, λειτουργεί σχεδόν ειρωνικά ως σφραγίδα της διδασκαλίας του. Τον θάνατο τον περιέγραψε ως ανοιχτή πληγή που καμία φιλοσοφία δεν επουλώνει ολοκληρωτικά. Αλλά ταυτόχρονα τον περιέγραψε και ως εκείνο το σημείο όπου η θεολογία μπορεί να μιλήσει όχι με βεβαιότητες, αλλά με ελπίδα. Ο ελπιδοφόρος λόγος του Σταμούλη ήταν πάντοτε τρυφερός και μαζί σκληρός: τρυφερός γιατί άγγιζε τον άνθρωπο, σκληρός γιατί δεν ωραιοποιούσε τίποτα. Η κοίμησή του είναι, για όλους τους μαθητές του κι εμάς τους αναγνώστες του, μια πρόσκληση: να ξανασκεφτούμε τον θάνατο όχι σαν κάτι που ανήκει στους άλλους, αλλά σαν τον πιο προσωπικό μας δρόμο, και τον έρωτα όχι σαν ένα ιδιωτικό πάθος, αλλά σαν το θεμέλιο του πολιτισμού μας. Αν αυτά τα δύο τα διασπάσουμε, μένει μόνο ο κυνισμός και η αγορά. Αν τα ξανασυναντήσουμε, τότε ίσως βρούμε ξανά και τη θεολογία: όχι σαν ιδεολογία, αλλά σαν μνήμη του προσώπου και προσδοκία της αιωνιότητας.

Ο Σταμούλης, στο πέρασμά του, μας άφησε αυτό το δώρο: το θάρρος να μιλήσουμε για τον θάνατο και τον έρωτα μαζί. Και ο ίδιος, σήμερα, προστίθεται σε εκείνους που δεν ανήκουν πια μόνο στη γη, αλλά και στη μνήμη, και —όπως θα ήθελε— στην Εκκλησία της αιωνιότητας. Χριστός Ανέστη!

* Να διαβάζετε τα βιβλία – παρακαταθήκες του!

**Ο Μάνος Λαμπράκης είναι θεατρικός συγγραφέας, δραματουργός και μεταφραστής

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα