Οι Βορειοηπειρώτες μάστορες της πέτρας στη Χαλκιδική

Ένα διαχρονικό φαινόμενο μετανάστευσης, με βαθιές ρίζες στο ιστορικό παρελθόν.

Parallaxi
οι-βορειοηπειρώτες-μάστορες-της-πέτρ-831733
Parallaxi

Λέξεις: Γιάννης Κύρκου Αικατερινάρης

Οι σκληρές συνθήκες ζωής των κατοίκων στις ορεινές και άγονες περιοχές της Ηπείρου, περισσότερο, αλλά και της Δυτικής Μακεδονίας και των άλλων γειτονικών περιοχών με παρόμοια χαρακτηριστικά, ωθούσαν τους κατοίκους στην αναζήτηση μέσων και στην άσκηση τεχνών που θα τους εξασφάλιζαν τους αναγκαίους πόρους. Τα πετρώδη εδάφη και τα δάση των πατρίδων τους έδειχναν τον τρόπο, τους ωθούσαν στην αξιοποίηση των υλικών που τους προσέφεραν, στην κατάλληλη επεξεργασία και στη χρήση τους. Μάθαιναν από παιδιά και υπηρετούσαν με περισσή συνέπεια την πατροπαράδοτη Οικοδομική Τέχνη. Στο σχεδιασμό και στην υλοποίηση των έργων τους εμπνέονταν από την μοναδικότητα της φύσης της δικής τους πατρίδας, αλλά και των τόπων που επισκέπτονταν για να εργαστούν. Σέβονταν τις λεπτές ισορροπίες της Φύσης και εξυπηρετούσαν τις ανάγκες των κατοίκων, γι’ αυτό και τα έργα τους είναι θαυμαστά!

Ιστορικό πλαίσιο και συνθήκες

Από το 16ο αιώνα μ. Χ. και καθ’ όλη την Οθωμανική περίοδο, μέχρι την απελευθέρωση του 1912 και τον Α’ παγκόσμιο πόλεμο παρατηρούνται στη Βαλκανική περιοδικές ή και μόνιμες μετακινήσεις πληθυσμών, που οφείλονται κυρίως στις ανάγκες της επιβίωσης και σε πολύ μικρότερο βαθμό σε άλλες αιτίες, όπως οι μεταξύ τους συγκρούσεις. Στις περισσότερες περιοχές της, όπως στη Βόρειο Ήπειρο, ήταν ως επί το πλείστον δεδομένη η ειρηνική συνύπαρξη των κατοίκων της, παρότι δεν είχαν τις ίδιες καταβολές (γλώσσα, θρησκευτικά δόγματα κ.λπ.). Η κατάσταση αυτή φαίνεται να διατηρήθηκε, λίγο πολύ, μέχρι και την πρώτη δεκαετία του 20ου αι.

Το πνεύμα αυτό καταγραφόταν, ως ένα βαθμό, και στη μαρμάρινη επιγραφή δημόσιας βρύσης που βρισκόταν στη συνοικία «Ανήλια» του Πολυγύρου, στην προς ανατολάς επέκταση της σημερινής οδού 17ης Μαΐου 1821 και στη διασταύρωσή της με την οδό που οδηγεί στη Γερακινή και για τις ανάγκες διάνοιξη της οποίας αποξηλώθηκε[1]. Ήταν σημαντική για την τοπική ιστορία η πληροφορία που μου έδωσε η γιαγιάς μου Μαριγώ Αικατερινάρη (1877-1963), όταν αποτύπωνα με ακρίβεια την επιγραφή για φοιτητική εργασία στην Αρχιτεκτονική Σχολή του ΑΠΘ (Έδρα Μορφολογίας, καθ. Ν. Μουτσόπουλος). Σύμφωνα με μαρτυρία που διέσωσε, αν δεν κάνω λάθος από την μάνα της Ζαφείρω Πετρουλά -Τσακνή, η βρύση κατασκευάστηκε από «Αρβανίτες» μάστορες. Μεταγράφω αυτολεξεί το κείμενο της:

«1876 ΙΑΝΟΥΑΡΊΟΥ, ΤΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΟΥ ΚΑΙ (δυσανάγνωστη λέξη στα τουρκικά) ΜΑΚΑΜ ΖΕΚΕΡΙΑ ΕΦΕΝΤΗ ΚΑΙ ΤΗΣ ΤΩΝ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΩΝ ΤΗΣ ΣΥΝΟΙΚΙΑΣ ΤΑΥΤΗΣ ΚΑΤΟΙΚΩΝ ΚΑΙ ΛΟΙΠΩΝ ΚΟΙΝΟΦΕΛΩΝ ΑΝΔΡΩΝ ΟΘΩΜΑΝΩΝ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ, ΞΕΝΩΝ ΚΑΙ ΕΝΤΟΠΙΩΝ ΕΚΤΙΣΘΗ Η ΒΡΥΣΙΣ ΑΥΤΗ ΕΙΣ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟΝ ΑΙΩΝΙΟΝ».

Ας σημειωθεί ότι στον Πολύγυρο ο αριθμός των Τούρκων -κυρίως υπαλλήλων- ήταν ελάχιστος σε σχέση με τον γηγενή ελληνικό πληθυσμό[2].

Τα σοβαρά προβλήματα στη Βόρεια Ήπειρο δημιουργήθηκαν κυρίως με το τέλος των πολέμων, των Βαλκανικών 1912-1913 και του Α΄ παγκοσμίου1914-1918. Η διαμεσολάβηση και εδώ των «Μεγάλων Δυνάμεων» οδηγούσε σε παλινωδίες και προβληματικές αποφάσεις για τον καθορισμό των συνόρων του νεοσύστατου Αλβανικού κράτους[3] και του καθεστώτος διοίκησης μιας περιοχής, που για πρώτη φορά στις 4/17 Μαΐου 1914, με την υπογραφή του «Πρωτοκόλλου της Κέρκυρας»[4], προσδιορίστηκε και επισήμως ως Βόρειος Ήπειρος, αποκτώντας μια ιδιότυπη αυτονομία.

Όπως και με τους Βαλκανικούς πολέμους, έτσι και με το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου ο ελληνικός στρατός μπήκε στην περιοχή, με την συγκατάβαση των «Μεγάλων Δυνάμεων» (σημ. της Συμμαχίας της Entente), ως παράγοντας σταθεροποίησης και προστασίας του πληθυσμού. Οι περιοχές Αργυροκάστρου και Κορυτσάς βρέθηκαν υπό την προστασία του ελληνικού κράτους, από τον Οκτώβριο του 1914 έως τον Σεπτέμβρη του 1916. Παρότι επισήμως δεν είχαν επιδικασθεί στην Ελλάδα, τελούσαν υπό ελληνική διοίκηση και εφάρμοζαν την ελληνική νομοθεσία,. Συμμετείχαν, έτσι, στις ελληνικές βουλευτικές εκλογές της 6-12-1915, εκλέγοντας 16 εκπροσώπους στο ελληνικό κοινοβούλιο.

Τα δύσκολα ωστόσο χρόνια του Εθνικού Διχασμού στην Ελλάδα στη δεύτερη δεκαετία του 20ου αι., ανάμεσα σε φιλοβενιζελικούς και βασιλικούς, η πολιτική αστάθεια και οι λανθασμένες επιλογές στη Μικρασιατική εκστρατεία, «διευκόλυναν» τις αρνητικές για την περιοχή αποφάσεις των «Μεγάλων Δυνάμεων». Ιταλικά και Γαλλικά στρατεύματα μπήκαν, αντιστοίχως, σε Αργυρόκαστρο και Κορυτσά και στη συνέχεια, το 1921, επιδίκασαν οριστικώς την περιοχή στην Αλβανία, χωρίς όμως τους όρους και τις εγγυήσεις του «Πρωτοκόλλου της Κέρκυρας»[5]…

Από τις περιοδικές επισκέψεις στη Χαλκιδική στη μόνιμη εγκατάσταση

Η διαδικασία της περιοδικής αναχώρησης των συνεργείων της πέτρας και της επιστροφής στον τόπο τους, αποτελούσε τον κανόνα σε όλη σχεδόν την οθωμανική περίοδο. Κάθε χρόνο την Καθαρή Δευτέρα, και σπανιότερα λίγο μετά το Πάσχα, έφευγαν από τα Μαστοροχώρια της Κορυτσάς, της Κολόνιας, του Δέβολη και άλλων περιοχών «για να χτίσουν τον κόσμο όλο, μαζί και τα γιοφύρια του»! Επέστρεφαν στο γενέθλιο τόπο, στο «μεμλεκέτι», και στις οικογένειές τους τον Νοέμβρη, μερικές φορές κι αργότερα… Η αναχώρηση, η εγκατάσταση στον τόπο εργασίας και η επιστροφή τους συνοδεύονταν από δρώμενα, μουσικές και τελετές, που καταγράφηκαν στη λαογραφία μας ως ενδιαφέροντα κεφάλαιά της.

Σ’ αυτά εντάσσονται και τα τελετουργικού χαρακτήρα έθιμα που χρωμάτιζαν τις πιο διακριτές, όσο και κρίσιμες, φάσεις ενός οικοδομικού έργου, όπως ήταν η θεμελίωση και η κατασκευή της στέγης. Από τις δύο κρατώ στη μνήμη μου την δεύτερη, γιατί ως παιδί τρόμαζα από το αρχετυπικού χαρακτήρα έθιμο της θυσίας του κόκορα ή και άλλου ζώου, κατά την θεμελίωση, όσο κι αν αυτό «απαλύνονταν» από χαράξεις σταυρών στο θεμέλιο λίθο και την αναγραφή της χρονολογίας έναρξης του έργου (σημ. στο πρώτο αγκωνάρι), την ρίψη κερμάτων, τον αγιασμό του ιερέα και τα κεράσματα του νοικοκύρη…

Αποδιώχνω τις σκληρές σκηνές και ανακαλώ στη μνήμη μου τα όσα δρώμενα σήμαιναν ότι πλησίαζε το τέλος του χτίσιματος ενός σπιτιού. Η φάση της ολοκλήρωσης της στέγης, λίγο πριν την επικεράμωσή της, ήταν ένα ευχάριστο γεγονός για τον ιδιοκτήτη, για τους συγγενείς και φίλους, μα πιο πολύ για ‘κείνους που θα επέστρεφαν στο γενέθλιο τόπο και στις οικογένειές του, αποκομίζοντας την αμοιβή των κόπων τους. Συνοδευόταν από ένα, ίσως το πιο χαρακτηριστικό και ενδιαφέρον έθιμο, απ’ όσα αναφέρονταν στην οικοδομική τέχνη και στους συντελεστές της. Ήταν τα «φιλοδωρήματα», γνωστά και ως «μαντηλώματα» στον ευρύτερο χώρο της Μακεδονίας, της Ηπείρου και της Θράκης. Η δεύτερη ονομασία επικράτησε από τα πολλά μαντήλια, κυρίως, που πρόσφεραν συγγενείς και φίλοι του ιδιοκτήτη στους συντελεστές του έργου, στους μάστορες. Στην επέκταση του κεντρικού κατακόρυφου στύλου, του γνωστού ως παπά, κατασκευαζόταν ξύλινος σταυρός στον οποίο έδεναν σχοινί, που κατέληγε σε στύλο που τοποθετούσαν σε γωνία της στέγης. Επί αυτού κρεμούσαν τα φιλοδωρήματα και ο πρωτομάστορας ανεβασμένος στη στέγη ανάγγειλε το όνομα του κάθε φίλου ή συγγενή, που έφερνε δώρα (μαντήλες, πετσέτες, υφάσματα, πουκάμισα κ.λπ.). Την ανακοίνωση του ονόματος συνόδευαν χτυπήματα με το σφυρί ή το σκεπάρνι στο ξύλινο πέτσωμα, από τον ίδιο και τους άλλους μάστορες: «Καλωσορίζω το φιλοδώρημα από το φίλο μας …» ή «να ζήσει ο…που έφερε…».

Μαζικές -και προσωρινές ως επί το πλείστον- μετακινήσεις οικοδομικών συνεργείων στη Χαλκιδική, παρατηρήθηκαν από τις αρχές της δεκαετίας του 1830. Μετέβαιναν στην πολύπαθη χερσόνησο για να πάρουν μέρος στο τεράστιο έργο της κατασκευής σπιτιών και έργων αποκατάστασης των υποδομών, προκειμένου να αντιμετωπισθεί το τεράστιο πρόβλημα που προκλήθηκε από την πυρπόληση και την καταστροφή των οικισμών της, το φθινόπωρο του 1821. Με την έκδοση του φιρμανιού, που επέτρεπε τον επαναπατρισμό των Χαλκιδικιωτών από τους τόπους της προσφυγιάς τους (Σκόπελο, Σκιάθο, Αταλάντη, κ.λπ.), επέστρεφαν πολλοί και «κατά κύματα» , θα μπορούσε να πει κανείς, για να «αναστήσουν» τα καταστραμμένα χωριά τους.

Έχω στο αρχείο μου το διαβατήριο του Γεωργίου Αργυρίου Συργιάννη, ενός από τους γνωστότερους Πολυγυρινούς πρόσφυγες, που είχε καταφύγει στη Σκόπελο. Εκδόθηκε το 1834, στο νεοσύστατο τότε ελληνικό κράτος, είναι γραμμένο στα ελληνικά και στα γαλλικά και υπογράφεται από τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο. Αναφέρει ως «πατρίδα» τον Πολύγυρο και ως «τόπο διαμονής» τη Σκόπελο. Ο Συργιάννης έχτισε εκείνη την εποχή το σπίτι του, που υπήρχε μέχρι πριν δέκα χρόνια στη γωνία και απέναντι από τα σπίτια των κληρονόμων Π. Δημόπουλου και Αντ. Βασιλάκη. Σύμφωνα με μαρτυρίες ήταν ένα από τα πρώτα των επαναπατρισθέντων προσφύγων στον Πολύγυρο και η τυπολογία και μορφολογία του, περίτεχνο όπως ήταν, παρέπεμπε σε κατασκευή Ηπειρωτών τεχνιτών. Κατεδαφίστηκε από τον Δήμο, παρά το γεγονός ότι λίγα χρόνια νωρίτερα και μετά από δωρεά είχε καταστεί συνιδιοκτήτης του!

Τις πρώτες επισκέψεις των Ηπειρωτικών συνεργείων στη Χαλκιδική, κατά το πρώτο μισό του 19ου αι. στις οποίες προαναφέρθηκα, αλλά και σε όσες ακολούθησαν με βασικά χαρακτηριστικά την περιοδικότητα και την προσωρινότητα, διαδέχθηκαν οι μετέπειτα μόνιμες μετεγκαταστάσεις. Αυτές δεν είχαν μοναδικό στόχο την αναζήτηση οικονομικών πόρων, αλλά και την εξασφάλιση καλύτερων συνθηκών διαβίωσης, που πάντα κινδυνεύουν από ανώμαλες πολιτικές καταστάσεις και πολεμικές συρράξεις…

Βασικές αιτίες εγκατάλειψης του γενέθλιου τόπου αποτελούσαν, πια, οι συγκρούσεις στην ευρύτερη περιοχή κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, συγκρούσεις που είχαν ως πυρήνα τις εθνοτικές και εκκλησιαστικές διαφορές, το κίνημα των Νεοτούρκων το 1908 και κυρίως την έκρυθμη κατάσταση λίγο πριν και μετά τα γεγονότα της Κορυτσάς και της υπογραφής του επίσημου «Πρωτοκόλλου της Κέρκυρας», στο οποίο αναφέρθηκα παραπάνω.

Μια περιοχή με πολλούς έλληνες βρέθηκε εκτός των ορίων της «Αυτόνομης Δημοκρατίας της Βορείου Ηπείρου», που είχε ανακηρύξει στο Αργυρόκαστρο ο Γεώργιος Χρηστάκης-Ζωγράφος στις 15/28 Φεβρουαρίου 1914, και επικυρώθηκε στη συνέχεια με το «Πρωτόκολλο», παραμένοντας υπό τον έλεγχο της αλβανικής χωροφυλακής και με στελέχη διοίκησης …Ολλανδούς και Αυστριακούς αξιωματικούς! Ύστερα από κίνημα ελλήνων αυτονομιστών, η Κορυτσά πέρασε στις 25 Ιουνίου/8 Ιουλίου του ίδιου χρόνου υπό βορειοηπειρωτική δηλαδή διοίκηση. Ακολούθησαν συγκρούσεις με αλβανικές δυνάμεις, κατάπνιξη του κινήματος, διώξεις, φυλακίσεις και εξορίες πολλών Ελλήνων κατοίκων.

Οι δύο τελευταίες περίοδοι, θα έλεγα ότι συνδέονται ως ένα βαθμό μεταξύ τους, καθώς η ανακηρυγμένη «Αυτονομία της Β. Ηπείρου» κινδύνευσε από τη γένεσή της ακόμη, το καλοκαίρι του 1914, καθώς απειλήθηκε από ένα κίνημα Αλβανών εθνικιστών στο εσωτερικό της χώρας, που ενθαρρύνθηκε από τους Νεότουρκους.

Όπως και να ‘χει η όλη κατάσταση προοιώνιζε δύσκολο μέλλον για τους Βορειοηπειρώτες, πολλοί από τους οποίους αποφάσισαν να εγκαταλείψουν τα πατρώα εδάφη -τούτη τη φορά περισσότερο μαζικά- και να εγκατασταθούν μόνιμα αλλού. Τα ετήσια περιοδικά, μετ’ επιστροφής, ταξίδια τους διαδέχτηκε η μόνιμη μετεγκατάστασή τους σε άλλους τόπους. Η Χαλκιδική, που γνώριζαν καλά από τις προηγούμενες επισκέψεις τους, έγινε τώρα η δεύτερη πατρίδα τους.

Τόποι προέλευσης των οικοδομικών συνεργείων

Για τον προσδιορισμό της περιοχής καταγωγής των Βορειοηπειρωτών, αλλά και για την κατανόηση των συνθηκών μετακίνησης των συνεργείων που συγκροτούσαν, θα κάνω μια μικρή αναφορά στη διοικητική οργάνωση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, που αποσκοπούσε κυρίως στην απονομή δικαιοσύνης, στην είσπραξη φόρων κ.λπ. Στη διάρκειά της, άλλωστε, παρατηρήθηκαν τα σημαντικότερα φαινόμενα μετακινήσεων και μετεγκαταστάσεων, καθώς υπό την ενιαία τότε οθωμανική διοίκηση δεν υπήρχαν μεταξύ των μεγάλων διοικητικών μονάδων -σημερινών κρατών- σύνορα. Διευκολύνονταν έτσι τα συνεργεία στα περιοδικά ταξίδια τους, από τους τόπους καταγωγής της Βόρειας Ηπείρου στον τόπο υποδοχής, την Χαλκιδική.

Τα Βιλαέτια (τουρκ: Vilayet) ήταν τα ανώτερα διοικητικά διαμερίσματα (ανάλογες οι σημερινές Περιφέρειες), ακολουθούσαν τα Σαντζάκια (τουρκ: sancak) οι δευτεροβάθμιες δηλαδή διοικητικές Περιφέρειες (Διοικήσεις), που πολλές αργότερα μετεξελίχθηκαν σε νομούς και οι Kαζάδες (τουρκ: kaza), που αποτελούσαν υποδιαιρέσεις (Υποδιοικήσεις) του Σαντζακίου. Η Χαλκιδική ήταν ο Καζάς της Κασσάνδρας και είχε πρωτεύουσα τον Πολύγυρο. Συμπεριλάμβανε ευρύτερη περιοχή απ’ ότι ο σημερινός νομός-Αντιπεριφέρεια.

Σύμφωνα με την επίσημη έκδοση του Ελληνικού στρατού, το 1919 (περίοδος της Συνδιάσκεψης Ειρήνης στο Παρίσι) ο γεωγραφικός χώρος καταγωγής των Βορειοηπειρωτών περιελάμβανε: Α. το Σαντζάκι της Κορυτσάς με τους Καζάδες της Κορυτσάς, του Σταρόβου και της Κολόνιας, που σύμφωνα με την εθνολογική στατιστική του 1913, στηριγμένη στο κριτήριο του θρησκεύματος, υπήρχαν 233 χωριά με συνολικό «μικτό πληθυσμό» 9.8152 κατοίκους. Β. το Σαντζάκι του Αργυροκάστρου με τους Καζάδες του Αργυροκάστρου, της Χιμάρας, του Δελβίνου, του Λεσκοβικίου, του Τεπελενίου και της Πρεμετής με 323 χωριά και 120.370 κατοίκους και Γ. τους Καζάδες του Πωγωνίου και των Φιλιατών, που ανήκαν στο Σαντζάκι των Ιωαννίνων, με 13 χωριά και 9.500 κατοίκους. Όλοι οι Καζάδες του Αργυροκάστρου και εκείνος του Πωγωνίου υπάγονταν στο Βιλαέτι των Ιωαννίνων, ενώ οι αντίστοιχοι της Κορυτσάς και της Κολόνιας στο Βιλαέτι των Βιτωλίων (Μοναστηρίου).

Για τις ανάγκες του άρθρου θα αναφερθώ σε ορισμένες από τις οικογένειες μαστόρων της Βόρειας Ηπείρου, που εγκαταστάθηκαν στις προαναφερθείσες περιόδους σε διάφορα χωριά της Χαλκιδικής:

α. Το 1870 εγκαταστάθηκε στο χωριό Δουμπιά μια οικογένεια που κατάγονταν από το χωριό Κοστιβίστι του Καζά της Κολόνιας. Ο επικεφαλής της λεγόταν Αδάμος Κυριαζής και γράφηκε στη συνέχεια στα μητρώα της Κοινότητας με το επίθετο Αλβανός, λόγω προφανώς του τόπου προέλευσης. Ως επάγγελμα δήλωσε «μάστορας». Σώθηκαν προφορικές μαρτυρίες ότι εργάστηκε στην κατασκευή του έργου ύδρευσης των «έξι βρύσεων» του Πολυγύρου.[6]

β. Ο Πέτρος, Κυριαζής (συνωνυμία με τον προηγούμενο), ήρθε με την γυναίκα του από την Ερσέκα του Καζά της Κολόνιας και εγκαταστάθηκαν το 1901 στα Στάγειρα, όπου απέκτησαν τρεις γιούς, τον Γιώργο, τον Αποστόλη και τον Μιχάλη και μια κόρη, σύζυγο αργότερα του Αντ. Αθανασιάδη. Ήταν ορθόδοξος ελληνικής καταγωγής και μιλούσε ελληνικά και αλβανικά. Μέχρι που πέθανε νέος το 1920, ασκούσε την οικοδομική τέχνη στην περιοχή των Σταγείρων και στο Άγιο Όρος. Ο μικρότερος γιός του Μιχάλης, που γεννήθηκε το 1813, συνέχισε την οικογενειακή παράδοση, όπως και ο δισέγγονός του επίσης Μιχάλης ως αρχιτέκτονας στον τομέα της μελετών.[7]

γ. Από το 1908 ερχόταν στη Χαλκιδική ο Θωμάς Τσακούλης με τους με τους δυο γιους του και απασχολούνταν σε οικοδομικά έργα και κατασκευές καλντεριμιών. Γεννήθηκαν στη Ρεχόβα, ένα από τα μαστοροχώρια του Καζά της Κολόνιας. Επέστρεφαν κάθε χρόνο στον τόπο τους, όπου διέμεναν εκεί κατά τους χειμερινούς μήνες. Το διάστημα εκείνο εργάστηκαν, σύμφωνα με μαρτυρίες, μαζί με άλλους βορειοηπειρώτες στην ανέγερση του Δημοτικού σχολείου Πολυγύρου, του σημερινού Δημαρχείου.

Με τις δύσκολες καταστάσεις του 1914 (γεγονότα Κορυτσάς) οι γιοί του Σπύρος και Χρήστος αποφάσισαν να μην επιστρέψουν στον τόπο τους, όπως έκανε ο τρίτος. Εγκαταστάθηκαν μόνιμα ο πρώτος στη Θεσσαλονίκη, ασκώντας άλλο επάγγελμα και ο Χρήστος (1885-1981) στην Ιερισσό, υπηρετώντας μέχρι την έναρξη του πολέμου, το 1940, την πατροπαράδοτη οικοδομική τέχνη. Όταν έμεινε χήρος με ένα παιδί, την Στέλλα, αργότερα σύζυγο του Ιερισσιώτη καπετάνιου Αριστείδη Γιώργου, ξαναπαντρεύτηκε την Ιερισσιώτισσα Ευαγγελία Πλιάκου, με την οποία απέκτησαν τρία παιδιά τον Θωμά, τον Νικόλαο και την Σωτηρία Τσακούλη- Καραστέργιου.[8]

δ. Ο Σπύρος Χρηστίδης γεννήθηκε στη Στίκα του Καζά της Κορυτσάς κι όταν παντρεύτηκε έμεινε στο κοντινό χωριό Μπέζανη, απ’ όπου κατάγονταν η γυναίκα του. Εκεί απέκτησαν τα δυο πρώτα, από τα οχτώ παιδιά τους, τον Νικόλα και τον Αλέξη, με τα οποία ήρθαν για μόνιμη εγκατάσταση στη Χαλκιδική το 1912. Προηγουμένως ερχόταν, περιοδικά και επί χρόνια, με το συνεργείο πετράδων και επέστρεφε στην πατρίδα. Αρχικά ήρθαν στη Βαρβάρα, κι ύστερα από σύντομο πέρασμα από τον Άγιο Νικόλαο αποφάσισαν κι έμειναν πλέον μόνιμα στον Πολύγυρο. Εκεί γεννήθηκαν και τα άλλα τους έξι παιδιά, οι δυο κόρες τους Άννα (σύζυγος αργότερα του Π. Βεργίνη, στην Ιερισσό) και Χρυσάνθη, δασκάλα, καθώς και οι γιοι Γιώργος, Γιάννης, Στέλιος και Βαγγέλης, που συνέχισαν την οικοδομική τέχνη.[9]

Η γυναίκα του πρωτότοκου γιού του, του Νικόλα, ήταν η Κωνσταντινιά που γεννήθηκε το 1915 στη Βαρβάρα και ήταν αργότερα συμμαθήτρια και φίλη της μάνας μου Ουρανίας. Ο πατέρας της Βασίλης Κωνσταντινίδης ή Λιάλες, όπως είχε πολιτογραφηθεί στον τόπο του, ήρθε κι αυτός με τη γυναίκα του για μόνιμη πλέον εγκατάσταση, αρχικά στην Βαρβάρα, όπου από χρόνια ζούσε μια συγγενική τους οικογένεια με το επίθετο Αλβανός και μετά στον Πολύγυρο. Οι οικογένειες Σπ. Χρηστίδη και Β. Κωνσταντινίδη – Λιάλες μιλούσαν και τις δυο γλώσσες, Ελληνικά και Αλβανικά.

Ο Σπύρος Χρηστίδης και το συνεργείο του πήραν μέρος στην ανέγερση του δικαστικού μεγάρου Πολυγύρου, με σχέδια του Ξ. Παιονίδη[10] και σύμφωνα με ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες πολύ νωρίτερα στην ανέγερση το 1926 του Μεγάρου Ιωάννου Λόγγου, γνωστότερου ως «κόκκινου σπιτιού», στη διασταύρωση των οδών Αγίας Σοφίας και Ερμού, με σχέδια του αρχιτέκτονα Λ. Τζενάρι.

Οργάνωση, σύνθεση και εργαλεία των συνεργείων – Φάσεις των έργων

Έχοντας υπόψη ένα μεγάλο αριθμό αντιπροσωπευτικών έργων της Λαϊκής Αρχιτεκτονικής στη Χαλκιδική, πολλά των οποίων κατασκευάστηκαν από βορειοηπειρώτες μαστόρους, επανέρχομαι για πολλοστή φορά στην ανάγκη της διάσωσης και προστασίας τους. Κι αυτά όπως και πολλά άλλα θαυμαστά λαϊκά μνημεία, που κοσμούν τον Βαλκάνιο και τον Ελληνικό χώρο, εντάσσονται στα συγκριτικά πλεονεκτήματα του τόπου. Στις συζητήσεις που είχα αυτές τις ημέρες με τον καθηγητή μου στο ΑΠΘ Νίκο Μουτσόπουλο, έγκυρο ερευνητής και ακαδημαϊκό, μου θύμισε μια παλαιότερη όσο και ενδιαφέρουσα πρότασή του: «Για το κοινό μας χρέος απέναντι σ’ αυτούς τους ανώνυμους οικοδόμους της Βαλκανικής» την κατασκευή μνημείου όπου οι νέοι «θα διαβάζουν την τρίγλωσση επιγραφή στα ελληνικά, βουλγάρικα και αρβανίτικα… Σ’ αυτούς που έχτισαν την κοινή προγονική μας κληρονομιά…»![11]

Τα Ηπειρώτικα συνεργεία, όπως και εκείνα της Δυτικής Μακεδονίας και της ορεινής Πελοπονήσου (Λαγκάδια κ.λπ.) ήταν γνωστά σε όλο τον κόσμο ως ισνάφια, νταϊφάδες, κομπανίες, τσούρμα, ακόμα και ως «κουδαρέικα» μπουλούκια, ονομασία που πήραν από την συνθηματική «επαγγελματική γλώσσα» που μιλούσαν τα μέλη μεταξύ τους[12]. Τα συνεργεία των χτιστών της πέτρας λειτουργούσαν στη λογική των συντεχνιών, που χαρακτήριζαν τις ελληνικές, κυρίως Κοινότητες, στα χρόνια της οθωμανικής περιόδου, οργανωμένα κατά το πλείστον με συνεταιριστική βάση και με δίκαιο καταμερισμό της εργασίας και αμοιβής. Τα μέλη τους ήταν συνήθως συγχωριανοί και συγγενείς.

Τα πιο ολοκληρωμένα από αυτά είχαν στη σύνθεσή τους όλες τις ειδικότητες του «οικοδομείν». Ξεκινούσαν από νταμαρτζήδες για την εξόρυξη της πέτρας, μαρμαράδες και πελεκάνους για την λάξευση, την διαμόρφωση και την τοποθέτηση μαρμάρινων στοιχείων, κυρίως υπέρθυρων – ανωφλιών, κατωφλίων παραστάδων (θυρωμάτων) στις πόρτες και στα παράθυρα, αγκωναριών στις γωνίες κλπ., σοβατζήδες και χτίστες που ανάλογα, όπως θα δούμε, με την δεξιότητά τους αναλάμβαναν αντίστοιχου βαθμού δυσκολίας εργασίες, κι έφθαναν στους σιδεράδες, στους ταβαντζήδες και στους ξυλουργούς, ακόμη παλαιότερα και στους ξυλογλύπτες, ζωγράφους για τον εσωτερικό διάκοσμο (συνήθως αρχοντικών, που στη Χαλκιδική ήταν λίγα) και μαρμαρογλύπτες για κτητορικές επιγραφές, μέτωπα και ανάγλυφα σε ναούς, σε σπιτια και σε δημόσιες βρύσες.

Αλλά στους εργαζόμενους σ’ ένα εργοτάξιο ανήκαν και όσοι έσπαγαν και κουβαλούσαν με τα ζώα πέτρες, αγκωνάρια και υλικά δόμησης. Στα τελευταία περιλαμβάνονταν ο ασβέστης και παλαιότερα ο πηλός (ο μέλαγκας κατά την γλώσσα του τόπου μας), η άμμος, τα ευλύγιστα ξύλα, καλάμια κ.λπ. για τους τσατμάδες (τούρκ. catma) και τα μπαγνταντιά (τουρκ. bagdati)),[13] που αποτελούσαν μαζί με τους πετρόχτιστους τοίχους βασικά στοιχεία των κελυφών της λαϊκής Αρχιτεκτονικής της Χαλκιδικής. Με ασαφείς συχνά τις μεταξύ τους διαφορές, ονομάζονταν έτσι οι διαχωριστικοί τοίχοι (μη φέροντες), συχνά και τα ταβάνια, που ήταν κατασκευασμένα από ξύλινο σκελετό συμπληρωμένο από άλλα υλικά. Οι ελαφρύτερες τοίχοι, περισσότερου του ορόφου, συντελούσαν και στην αντισεισμική προστασία των κτισμάτων. Από τέτοιου είδους κατασκευή ήταν συνήθως ο εσωτερικός τοίχος, ο παράλληλος προς την όψη που οριοθετεί το χαγιάτι, τον ημιυπαίθριο δηλαδή χώρο του ορόφου, οι τοίχοι του σαχνισιού, του κλειστού δηλαδή εξώστη που προβάλλει στο δημόσιο χώρο και αποτελούσε το «μάτι» του σπιτιού των κλειστών τότε -ιδιαίτερα για τις γυναίκες- κοινωνιών.

Ανάλογη χρησιμότητα στην αντισεισμική προστασία των κτισμάτων είχαν και τα χατήλια, τα ξύλινα δηλαδή ζωνάρια (ξυλοδεσιές) που «έτρεχαν» ανά αποστάσεις, οριζόντια και κατά μήκος των τοίχων. Τα περισσότερα ήταν δρύινα. Παλαιότερα το εσωτερικό ήταν από καστανιά και το εξωτερικό από δρυ. Τα δρύινα μάλιστα ξύλα πριν την χρησιμοποίησή τους τα τοποθετούσαν για ένα διάστημα σε «κολυμβήθρες», όπου υπήρχε νερό και φλούδες από κορμούς πεύκων, που στη Χαλκιδική αφθονούσαν. Ήταν μια μέθοδος σκλήρυνσης και προστασίας του ξύλου από το σαράκι!

Η ιεράρχηση των μελών στη σύνθεση του συνεργείου και ο ρόλος του καθενός ήταν απολύτως προσδιορισμένα. Επικεφαλής ήταν ο Πρωτομάστορας, ο πλέον έμπειρος, χαρισματικός κι οργανωτικός απ’ όλους τους μαστόρους. Είχε την ευθύνη του σχεδιασμού και της επί τόπου χάραξης του έργου. Παράλληλα ήταν αυτός που φρόντιζε για την εύρεση και το κλείσιμο μιας εργασίας, την διαμονή και την πληρωμή του συνεργείου. Ήταν καθοριστική η συμβολή του στις δύσκολες φάσεις εργασιών (θεμέλια, προσόψεις, γωνίες και τόξα, αποτμήσεις γωνιακών λιθοδομών σε στενούς δρόμους για την διευκόλυνση του περάσματος των φορτωμένων υποζυγίων, στέγη κ.λπ.), σε όσες δηλαδή θα πιστοποιούσαν την επιτυχία του έργου.

Ακολουθούσαν στην ιεραρχία οι μάστορες, οι ολοκληρωμένοι δηλαδή τεχνίτες, που έχτιζαν τους τοίχους. Είναι ενδεικτικό της συνέπειας και της ευθύνης που τους διέκρινε το γεγονός ότι στην ταυτόχρονη κατασκευή ενός τοίχου, την εξωτερική ορατή επιφάνεια αναλάμβανε ο εμπειρότερος, ο φατσαδόρος, και την εσωτερική ο μεσομάστορης, με μικρότερες εμπειρίες που ωστόσο στόχευε σε μελλοντική προαγωγή του! Εκεί άλλωστε απέβλεπαν και οι άμεσοι βοηθοί των μαστόρων οι καλφάδες, που ακολουθούσαν στην ιεραρχία. Όλα τα προαναφερθέντα στελέχη ενός συνεργείου εξυπηρετούσαν οι ανειδίκευτοι εργάτες, γνωστοί και με τα προσωνυμία τσιράκια[14], παραγιοί[15], μαθητούδια, που έφτιαχναν και κουβαλούσαν υλικά και κυρίως λάσπη με την ειδική ξύλινη σκάφη[16], το πηλοφόρι γνωστό και ως γκοβάτ, γι’ αυτό και σε ορισμένες περιοχές τους φώναζαν γκοβατζήδες.[17]

Ο αρχιμάστορας είχε αυξημένες ευθύνες στην κατασκευή των «εκπαιδευτικών καθιδρυμάτων» (δημοτικών σχολείων κ.λπ.) που απαιτούσαν στενότερη συνεργασία με τον πελεκάνο, καθώς σ’ αυτά είχαμε συχνότερη χρήση μαρμάρινων μελών στα ανοίγματα, στα σκαλοπάτια, σε διακοσμητικές ζώνες κι αλλού. Τα διδακτήρια της Χαλκιδικής, με τα διευρυμένα όρια του τότε Καζά (σημ. υποδιοίκησης) αποτελούν αληθινά κοσμήματα της Αρχιτεκτονικής πολλών οικισμών της. Γνωστά τέτοια κτίρια, που πραγματοποιήθηκαν με μελέτες του Χαλκιδικιώτη αρχιτέκτονα Ξενοφώντα Παιονίδη και κατασκευάστηκαν στο σύνολό τους, σχεδόν, από ηπειρωτικά και Δυτικομακεδονικά συνεργεία ήταν το Γυμνάσιο Πολυγύρου (σημ. κατεδαφίστηκε κατά την διάρκεια της τελευταίας δικτατορίας) και η Εκκλησιαστική Σχολή της Μονής Αγίας Αναστασίας, όπως και τα δημοτικά σχολεία Πολυγύρου, Βασιλικών, Βραστών, Ορμύλιας, Νικήτης, Παρθενώνα, Επανομής, Σοχού, Κασσανδρείας, Συκιάς κ.α.[18]

Σ’ ένα από τα πλέον χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτής της Αρχιτεκτονικής, στο δημοτικό σχολείο Πολυγύρου (σημ. το σημερινό δημαρχείο), μπορεί να δει κανείς αυτό τον θαυμαστό συνδυασμό πέτρας και μαρμάρινων μελών (θυρώματα, οριζόντια ζωνάρια κ.λπ.). Σ’ αυτό το αρχιτεκτόνημα και τουλάχιστον στη μία από τις δύο φάσεις οικοδομικών εργασιών, στη βασική (εναρκτήρια) του 1908 και στην τροποποίηση της βορεινής σκάλας εισόδου για την διεύρυνση του κεντρικού δρόμου, το 1928, εργάστηκαν αρκετοί γνωστοί βορειοηπειρώτες μάστορες. Άλλοι εγκαταστάθηκαν στον Πολύγυρο, όπως οι Καπλάνηδες, οι Κωνσταντινίδηδες, οι Μήλιοι, οι Χρηστίδηδες κ.ά.) κι άλλοι αλλού, όπως ο Θωμάς Τσακούλης και οι γιοί του στην Ιερισσό, στους οποίους αναφέρθηκα παραπάνω.

Τα εργαλεία που χρησιμοποιούσαν τα Βορειοηπειρωτικά συνεργεία ήταν πολλά και χρήσιμα. Αναφέρω ενδεικτικά το σαούλι (νήμα της στάθμης), το καλέμι, τη βαριοπούλα, το σφυρί, το αλφάδι, το τρίγωνο, την αρίδα, το μακόνι, τη γωνιά, το πριόνι, το τσοκαντήρι, το σκεπάρνι, τον κολαούζο, το ματσακόνι, την τσάπα, το χτένι, το πριόνι, το πηλοφόρι και άλλα μικρότερης χρήσης.

Αλλά βορειοηπειρωτικά συνεργεία δεν απασχολήθηκαν μόνο στα γνωστά προγράμματα σχολικής στέγης, που υποστηρίζονταν από τις ελληνικές κοινότητες του Καζά και τον μητροπολίτη Κασσανδρείας Ειρηναίο, ούτε μόνο στις κατασκευές σπιτιών. Σημαντικό αντικείμενο της δουλειάς τους αποτέλεσαν και διάφορα άλλα έργα δημόσιου χαρακτήρα, όπως εκκλησίες, γέφυρες, καλντερίμια, καμπαναριά, τζαμιά, καραβανσαράγια, υδραγωγεία, τοποθετήσεις σιδηροτροχιών[19] και όσα άλλα απαιτούσαν μεγαλύτερη εξειδίκευση.

Το έργο που άφησαν στη Χαλκιδική οι Βορειοηπειρώτες μάστορες, ιδιαίτερα οι πετράδες, αποτελεί ένα σημαντικό μνημειακό απόθεμα. Ας αξιοποιηθεί κι ας αναδειχθεί για το καλό του τόπου. Εύχομαι το «Λεύκωμα» για το οποίο έγραψα αυτό το άρθρο να συμβάλει σ’ αυτή την προσπάθεια.


[1] Ήταν γνωστή ως «βρύση του Δέλλιου». Η μαρμάρινη επιγραφή είχε διαστάσεις 44 Χ 30 εκ. και για τελευταία φορά την είδα, πριν μερικές δεκαετίες, φυλαγμένη στο παρακείμενο σπίτι Πολυγυρινού δημότη. Πιστεύω ότι θα ήταν χρήσιμο για την πόλη να επαναχρησιμοποιηθεί σε μια ανάλογης μορφολογίας βρύση με χρήση των νερών των «εξι βρύσεων», που σήμερα χάνονται ανεκμετάλλευτα…

[2] Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι από τα μέσα του 19ου αιώνα και μετά, στην ύστερη δηλαδή οθωμανική περίοδο, που ακολούθησε τις μεταρρυθμίσεις (τανζιμάτ) της κεντρικής οθωμανικής εξουσίας, άρχισε να διαφαίνεται ένας διαφορετικός χαρακτήρας, τόσο στην αρχιτεκτονική των σπιτιών και των δημοσίων κτιρίων (εκκλησίες, σχολεία κ.λπ.), όσο και στη διαχείριση των δημοσίων χώρων (πλατείες – χοροστάσια) των ημιαστικών, κυρίως, κέντρων της Χαλκιδικής (Πολύγυρος, Αρναία, Bάλτα, Γαλάτιστα, Ιερισσός, Ορμύλια κ.α.).

[3][3] Λονδίνο 20/12/1912. Αναγνώριση της ανεξαρτησίας της Αλβανίας από τις Μεγάλες Δυνάμεις.

[4] Το «Πρωτόκολλο της Κέρκυρας» υπογράφηκε από τον επικεφαλής της αλβανικής κυβέρνησης πρίγκιπα Βηντ και τον πρόεδρο της «Αυτόνομης Δημοκρατίας της Βορείου Ηπείρου» Γεώργιο Χρηστάκη-Ζωγράφο. Με την υπογραφή του, τερματίστηκαν οι ένοπλες συγκρούσεις και αναγνωρίστηκε η αυτονομία της Βορείου Ηπείρου, μαζί με μια σειρά δικαιωμάτων για τον τοπικό πληθυσμό.

[5] Η κήρυξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, που προηγήθηκε του «Πρωτόκολλου της Κέρκυρας», στάθηκε εμπόδιο στην εφαρμογή του. Παρά το γεγονός ότι επισήμως δεν αναιρέθηκε από κάποια μεταγενέστερη συνθήκη, δεν εφαρμόστηκε ποτέ…

[6] Μαρτυρία του απογόνου του Χρήστου Αλβανού.

[7] Μαρτυρία του δισέγγονού του Γιάννη Κυριαζή.

[8] Μαρτυρία του απόγονού του Χρήστου Μ. Καραστέργιου.

[9] Μαρτυρία της Παυλίνας Χρηστίδου – Σαλτέα, εγγονής του Σπ. Χρηστίδη.

[10] Γιάννη Κ. Αικατερινάρη, Το παλιό δικαστικό μέγαρο Πολυγύρου και η «Επιτροπή Εκπαιδευτικής Προνοίας Σχολικών κτιρίων και κοινωφελών Καθιδρυμάτων Πολυγύρου», περ. «ΠΟΛΥΓΥΡΟΣ» τ. 26, Ιαν.- Φεβρ. 2005. Πρβλ ιδίου 1. “Η λαϊκή Αρχιτεκτονική της Χαλκιδικής”, εκδ. περ. “ΑΡΝΑΙΑ”, 2008, σ. 15 και 2 “Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΕΝΟΣ ΤΟΠΟΥ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΜΕΝΟ ΧΩΡΟ ΤΟΥ”, περ. «ΜΝΗΜΕΙΟ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ» τ. 2/1994, αφιέρωμα στη Μελίνα Μερκούρη.

[11] Περιοδικό «Επιλογές» της εφημερίδας «Μακεδονία», τ. 23, Σεπτέμβριος 1984, σελ. 62.

[12] Η γλώσσα αυτή, άγνωστη στους εργοδότες, αποδέκτες και χρήστες των έργων τους, λειτουργούσε ως ένας παράγοντας αύξησης της συνοχής της ομάδας και αντιμετώπισης των όποιων κινδύνων στους ξένους και μακρινούς τόπους. Η συνήθης γλώσσα των συνεργείων στη Χαλκιδική ήταν η ελληνική, χωρίς ωστόσο να λείπει και η Αλβανική, που συχνά μικρός άκουγα σε φιλικές οικογένειες γειτόνων μου μαστόρων, ιδιαίτερα από τα ηλικιωμένα μέλη τους.

[13] Πλήρης αποσαφήνιση των δύο αυτών όρων δεν υπάρχει. Οι παραλλαγές τους στις «παραδοσιακές» κατασκευές είναι πολλές. Θα περιγράψω ωστόσο στη συνέχεια τον πιο συνηθισμένο τρόπο, που εφαρμόζονταν στη Χαλκιδική και ιδιαίτερα στον Πολύγυρο. Τον γνώρισα κατά την εκπόνηση μελετών αποκατάστασης παλαιών κτισμάτων, όπως των αδελφών Βορδού (ξενώνας στον «ιστορικό ιστό»), Νικήτογλου, π. Χλίχλια («Μαρέλια»), Κυριακού – Ζήγρα, επί της 17ης Μαΐου 1821 κ.ά.

Στα φατνώματα-ανοίγματα μεταξύ των κατακόρυφων ξύλινων στύλων, που στηρίζονταν σε στοιχεία του φέροντα οργανισμού του κτίσματος (λιθοδομές, ξύλινοι δοκοί της στέγης κ.λπ.) πλέκονταν οριζόντια κλαδιά λυγαριάς, πικροδάφνης ή καλάμια, και σε μεταγενέστερες κατασκευές τοποθετούνταν στις δύο όψεις της κατασκευής ξύλινοι πήχεις. Επί του πλέγματος που δημιουργούνταν εφαρμόζονταν, με συμπίεση και από τις δύο πλευρές του, πηλός ενισχυμένος από γιδότριχες ή άχυρα. Στα νεώτερα χρόνια τα κενά, ανάμεσα στις δυο πλευρές του πλέγματα γεμίζονταν με πλιθιά ή μικρές πέτρες και ακολουθούσε η επίχριση – κάλυψη των επιφανειών με πηλό κι αργότερα με ασβεστοκονίαμα.

[14] Από την τουρκική λέξη çιrak, που σημαίνει ο αρχάριος, ο μαθητευόμενος.

[15] Το προσωνύμιο ήταν ασφαλώς σε συσχετισμό με εκείνο του πρωτομάστορα που συχνά αποκαλούσαν «μάνα» του συνεργείου.

[16] Πολύ αργότερα η μεταφορά γίνονταν με τον τενεκέ.

[17] Σε πλήρη σύνθεση το συνεργείο αποτελούνταν από 10 έως και 20 άτομα και η αναλογία μαστόρων προς ανειδίκευτους εργάτες ήταν, κατά το μεγαλύτερο μέρος της ιστορούμενης περιόδου, τρία (3) προς δύο (2).

[18] H παραγωγής των αρχιτεκτονικών έργων -ιδιαίτερα των δημοσίων- άρχισε να διαφοροποιείται, αυτή την περίοδο, όταν εκτός από τη βούληση του χρήστη και τη δεξιοτεχνία των μαστόρων, υπεισήλθε και ο σχεδιασμός και η μελέτη τους από επιστήμονες μηχανικούς-αρχιτέκτονες, όπως ο Παιονίδης κι αργότερα ο Oρλάνδος κ.ά.

[19] Γνωστό έργο αυτής της κατηγορίας η σιδηροδρομική γραμμή …προς την Βαγδάτη!

*Ο Γιάννης Κύρκου Αικατερινάρης είναι αρχιτέκτονας.

Δείτε επίσης:

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα