Play it again, Man: Κωνσταντίνος Βήτα-Χρυσαλλίδα
Πρώτη φορά ήρθα σε επαφή με την μουσική του Κωνσταντίνου Βήτα το Φθινόπωρο του 1992, στο πίσω κάθισμα ενός ταξί, κρατώντας το χέρι της Α, ακούγοντας το “Κλεμμένο Ποδήλατο” των Στέρεο Νόβα και προσπαθώντας να ξεχωρίσω τις λέξεις. Στην αρχή βρήκα τις σχεδόν άτεχνες επαναλαμβανόμενες ρίμες – δεν ανήκαν ούτε στο rap που ήξερα, ούτε […]
Πρώτη φορά ήρθα σε επαφή με την μουσική του Κωνσταντίνου Βήτα το Φθινόπωρο του 1992, στο πίσω κάθισμα ενός ταξί, κρατώντας το χέρι της Α, ακούγοντας το “Κλεμμένο Ποδήλατο” των Στέρεο Νόβα και προσπαθώντας να ξεχωρίσω τις λέξεις. Στην αρχή βρήκα τις σχεδόν άτεχνες επαναλαμβανόμενες ρίμες – δεν ανήκαν ούτε στο rap που ήξερα, ούτε καν στην daisy age μορφή του που ήταν της μόδας την εποχή εκείνη – χαριτωμένα περίεργες, μιλούσαν μια άλλη γλώσσα και μέχρι το πρώτο ρεφρέν με είχαν βάλει στο trip να τις ακολουθήσω, σχεδόν μαντεύοντας την επόμενη ομοιοκαταληξία. Το επόμενο πρωί έψαξα και αγόρασα το βινύλιο, θέλοντας να εξερευνήσω αυτήν την εξωτική διαφορετικότητα που έκανε το τραγούδι να κολλήσει στο μυαλό μου – και έναν χρόνο μετά έπαιρνα συνέντευξη από τον Κωνσταντίνο και τον Μιχάλη για λογαριασμό του περιοδικού του Μύλου λίγο πριν από την ιστορική συναυλία τους εκεί. Από τότε τους αγάπησα κι ας με απογοήτευσε η εξέλιξή τους – κάθε album τους ήταν λίγο λιγότερο καλό (αν και πιο επιτυχημένο) από το προηγούμενο, τα instrumentals τους με κούραζαν (με ελάχιστες εξαιρέσεις) και η μουσική τους έγινε πιο επιθετική και λιγότερο συναισθηματική – με (αρκετές) εξαιρέσεις φυσικά.
Τι ήταν λοιπόν οι Στέρεο Νόβα;
Δεν θα σου πω αυτό, θα σου πω απλώς ότι εγώ – όπως και χιλιάδες άλλοι άνθρωποι – αν και λάτρεψα την μουσική τους, ακούμπησα κυρίως στους ουμανικοερωτικοπασιφιστικούς στίχους του με όλες εκείνες τις εμμονές που λατρέψαμε – αγάπη, αστέρι, σκύλος, παιδί, ουρανός, καρδιά, κτλ (πως να μην περάσει από το μυαλό σου ο Νίκος Γκάτσος;). Η θεματική του δεν άλλαξε με το πέρασμα του χρόνου, πότε σκληρός και πότε τρυφερός, πάντοτε όμως στο δεύτερο ενικό, πάντοτε προσωπικός και αληθινός. Σαν φίλος από παλιά το μόνο ίσως για το οποίο θα μπορούσα να τον “κατηγορήσω” είναι το σύνδρομο Bob Dylan στο οποίο κατρακύλησε, με folk κιθάρες, απλοϊκές (τολμώ να πω βαρετές) μελωδίες και αριστερά κολλήματα. Δεν ξέρω τι αλλαγές συντελέστηκαν στην προσωπική του ζωή αλλά είναι ξαφνικά σαν κάποιος να τράβηξε απότομα την κουρτίνα και εκτυφλωτικό φως ξεχύθηκε στο δωμάτιο! Ότι δεν κατάφερε με το περσινό, αγγλόφωνο, απροσδόκητα στεγνό και χωρίς χυμούς project του/των Rolla Scape – υποτίθεται θα ήταν μια επιστροφή στις χορευτικές φόρμες, ένα album που θα έπαιζε στα ίσια της αντίστοιχη σκηνή της electronica του εξωτερικού – φαίνεται να του βγήκε στην “Χρυσαλλίδα”, ότι καλύτερο έκανε στην solo καριέρα του, μαζί με το “Για Σένα Με Αγάπη”. Απενοχοποιημένος και απροσδόκητα χαλαρός – σκέψου ότι τραγουδάει! – σκαρώνει ένα ακομπλεξάριστο παραμύθι για τα μεγάλα παιδιά της γενιάς του, έναν concept, αναλογικά electropop δίσκο που καταφέρνει ν’ακούγεται χαρούμενα θλιμμένος και το αντίστροφο! Εδώ οι ακουστικές κιθάρες υποχωρούν και δίνουν την θέση τους στα beats που φλερτάρουν με το 80, στα patches που τιμούν τους Pet Shop Boys και σε μια εφηβική ανεμελιά που ακούγεται σχεδόν συγκινητική.
Πάρε το “Πάρτυ”. Όταν το άκουσα πρώτη φορά σκέφτηκα ότι μοιάζει με παιδικό τραγουδάκι που θα μπορούσε να είχε κυκλοφορήσει το 1992 από τον Θάνο Καλλίρη – χωρίς διάθεση ν’ακουστώ ισοπεδωτικός. Κι όμως, αυτή η μαγική απλότητα είναι το ισχυρό του χαρτί, η κρυφή μελαγχολία πίσω από τις εύκολες λέξεις, η μοναξιά και οι επιφανειακές σχέσεις, η επίπονη ενηλικίωση, κάτι σαν το δικό του “Being Boring”. Κάθε τραγούδι στο album μοιάζει να έχει σκοτάδι και φως σε ίσες ποσότητες, από το “Τζιτζίκι” μέχρι το ομώνυμο, και το ότι το rap, συνώνυμο των νιάτων και της επαναστατικότητας, απουσιάζει απ’αυτό δεν είναι καθόλου τυχαίο. Το περασμένο Σάββατο, 20 χρόνια μετά, έπαιζε ξανά στον Μύλο αλλά εγώ δούλευα και δεν ήμουν εκεί. Ήθελα να τον δω στην σκηνή με γκρίζα μαλλιά και μάτια κλειστά να τραγουδά για ‘ένα βλέμμα θλίψης σε μια άδεια άκρη..’ και μετά στα παρασκήνια να τον ρωτήσω αν κατάφερε τελικά όλα αυτά που ήθελε με την μουσική του και αν αυτή είναι πάνω απ’όλα, αν υπήρξε όντως ένα χέρι που τον τράβηξε απ’τον βυθό στην επιφάνεια της θάλασσας, αν το ζητούμενο εξακολουθεί να είναι αγάπη, ειρήνη,σεβασμός, αν περνάει καμιά φορά από το σπίτι της “μαμάς Λένας” κι αν σκοπεύουν να ετοιμάσουν κάτι μαζί, αν θυμάται εκείνο το απόγευμα με τους αμέτρητους καφέδες στο ξενοδοχείο Park…
Και πατάω ξανά και ξανά το play στο mp3 μου: πιο ψηλά απ’αυτό είσαι εσύ που αγαπώ