Πού ακούστηκε ο Νιόνιος να πεθάνει
Πολλοί στίχοι του ενσωματώθηκαν στην καθημερινή μας ομιλία και γλώσσα, σχολίασαν τρυφερά και μελαγχολικά όλες τις πτυχές της ζωής μας
Λέξεις: Σπύρος Βούγιας
Ένας από τους πιο εμβληματικούς Έλληνες μουσικούς καλλιτέχνες, ο Διονύσης Σαββόπουλος, γεννήθηκε τον Δεκέμβριο του 1944 στη Θεσσαλονίκη και μεγάλωσε στην περιοχή της Σαλαμίνας αποφοιτώντας αρχικά από το ιστορικό Ε’ Γυμνάσιο και σπουδάζοντας για ένα μικρό χρονικό διάστημα στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ.
Υπήρξε ο πρωτεργάτης της σχολής των Ελλήνων τραγουδοποιών που γράφουν οι ίδιοι μουσική και στίχους και ερμηνεύουν τα τραγούδια τους, όπως έκαναν οι παλιοί τροβαδούροι. Είναι χαρακτηριστικό ότι πολλοί στίχοι του ενσωματώθηκαν στην καθημερινή μας ομιλία και γλώσσα.
Τουλάχιστον για τη γενιά μου (του Πολυτεχνείου), όπως και για την προηγούμενη (του 114) και την επόμενη (της ανεκπλήρωτης αλλαγής), η μουσική του ήταν το σάουντρακ της ζωής μας, η μουσική της υπόκρουση. Μας κράτησε συντροφιά και μας στήριξε με το “Περιβόλι του τρελλού” και το “Βρώμικο ψωμί” στα πιο σκοτεινά χρόνια της δικτατορίας, με το “10 χρόνια κομμάτια” στην άγουρη μεταπολίτευση, με τα “Τραπεζάκια έξω” στην απατηλή έξαψη της αλλαγής.
Η μουσική του σχολίασε τρυφερά και μελαγχολικά όλες τις πτυχές της ζωής μας: πολιτικές, ερωτικές, ασήμαντα καθημερινές.
Το σημαντικότερο ήταν πως κατάφερε σχεδιάσει την καμπύλη της μεταπολίτευσης με χρώματα έντονα, που υμνούσαν τη χαρά της ζωής, την αθωότητα της νεότητας και τη μέθεξη του πανηγυριού, αποφεύγοντας την καταθλιπτική τάση της γκρίνιας και της μοιρολατρίας. Δόξασε τη χαρά, την αγάπη και την επιθυμία για απόλυτη και ανυπότακτη ελευθερία. “Γουστάρω ελεύθερη και πλούσια ζωή”, τόλμησε να φωνάξει σε δύσκολους, λογοκριμένους καιρούς.
Και μια πιο προσωπική μαρτυρία: ήταν το αξέχαστο 1998 και ήμουν για πρώτη φορά υποψήφιος δήμαρχος ετοιμάζοντας εκείνη την ξαφνική γιορτή της πόλης. Ένα πρωί, καθώς είχα βγει για λίγο στο μπαλκονάκι του ημιορόφου της Μητροπολίτου Ιωσήφ, είδα τον Σαββόπουλο, που έμενε λίγο πιο πάνω στον ίδιο δρόμο, να κατηφορίζει προς τη θάλασσα. Φορούσε τη γνωστή κίτρινη νιτσεράδα και το λευκό καπέλο του, με τα χέρια πίσω απ’ την πλάτη, επιθεωρώντας γύρω του τα πάντα. Με καλημέρισε, “κοπιάστε” του είπα στο γραφείο μου και από τότε άρχισε να περνάει συχνά, και να συζητούμε τα γνωστά, αιώνια προβλήματα της πόλης που πάντα αγαπούσε. Γι’ αυτό πάντοτε, όταν τον ρωτούσαν “πού βρήκες δεκανίκι, πώς θα μπορέσεις να βρεις την άκρη δηλαδή”, απαντούσε “Γεννήθηκα στη Σαλονίκη και ξέρω απ’ έξω τη διαδρομή”.
Αλλά και η πόλη τον αγάπησε πολύ απ’ την πλευρά της και πρόλαβε να τον τιμήσει ένα χρόνο πριν, για όσα πρόσφερε στην τέχνη του και στον τόπο. Το χάρηκε πολύ και συγκινήθηκε βαθιά, όπως έγραψε και στο αποχαιρετιστήριο αυτομυθογραφικό του βιβλιαράκι “Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα”.
Τον ευγνωμονούμε και θα τον θυμόμαστε πάντα γιατί με τα τραγούδια του έδωσε σχήμα, έκανε δηλαδή τη ζωή μας πιο όμορφη.
*Ο Σπύρος Βούγιας είναι πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου στο Δήμο Θεσσαλονίκης.