Μουσική

Έφυγε από τη ζωή ο σπουδαίος τραγουδοποιός Διονύσης Σαββόπουλος

Πέθανε σε ηλικία 81 ετών, έπειτα από νοσηλεία στο νοσοκομείο

Parallaxi
έφυγε-από-τη-ζωή-ο-σπουδαίος-τραγουδοπ-999190
Parallaxi

Πέθανε σε ηλικία 81 ετών ο Διονύσης Σαββόπουλος, ο σπουδαιος Έλληνας τραγουδοποιός, έπειτα από νοσηλεία στο νοσοκομείο.

Τα τραγούδια ταξίδεψαν από γενιά σε γενιά και τον έχουν αναδείξει σε έναν από τους πιο σημαντικούς τραγουδοποιούς της σύγχρονης ελληνικής μουσικής σκηνής.

Πληθωρική προσωπικότητα με σπάνια προσφορά στο τραγούδι. Είχε προκαλέσει ουκ ολίγες φορές αντιδράσεις με τα λεγόμενά του, μιας και δε δίσταζε να εκφράσει την άποψή του ακόμα κι αν ήξερε πως πιθανόν θα δυσαρεστήσει το κοινό του.

H ανακοίνωση της οικογένειας:

Θεωρείται ο πρωτεργάτης της σχολής των Ελλήνων τραγουδοποιών, οι οποίοι γράφουν μουσική, στίχους και τραγουδούν οι ίδιοι τα τραγούδια τους.

Το 1944 γεννιέται στη Θεσσαλονίκη. Εγκατέλειψε τη Νομική Σχολή προκειμένου να ασχοληθεί με το τραγούδι. Έρχεται στην Αθήνα στα μέσα περίπου της δεκαετίας του ‘60 και εμφανίζεται στις νεοκυματικές μπουάτ. Έχει το χάρισμα να «σερβίρει» σκηνοθετομελωδικά τις αφηγηματικές μπαλάντες του, που ξεχωρίζουν για τον πρωτότυπο, σουρεαλιστικό και αντισυμβατικό – για τα δεδομένα της εποχής – στίχο τους. Οι επιρροές από Χατζιδάκι, το ελαφρό αλλά και λαϊκό τραγούδι, ιταλικά ακούσματα, παραδοσιακά και ροκ στοιχεία συνδυάζονται εμπνευσμένα στο ηχόχρωμά του.

Ζωή και σταδιοδρομία

Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 2 Δεκεμβρίου 1944, ενώ κατάγεται από την Κωνσταντινούπολη και την Φιλιππούπολη. Το 1963 μετακόμισε στην Αθήνα και εγκατέλειψε τη Νομική Σχολή Θεσσαλονίκης προκειμένου να ασχοληθεί με το τραγούδι. Γνώρισε μεγάλη επιτυχία από τις πρώτες ημέρες του ως μουσικός και σύντομα έγινε πολύ δημοφιλής στην Ελλάδα, αλλά και στο εξωτερικό. Είχε συνδυάσει τη μουσική Αμερικανών μουσικών όπως του Μπομπ Ντίλαν και του Φρανκ Ζάπα με μακεδονική λαϊκή μουσική και πολιτικά διεισδυτικούς στίχους.

Φωτό: Ψηφιακό Αρχείο του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης – Ο Διονύσης Σαββόπουλος στην τελετή λήξης του 17ου Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου (1976). Από αριστερά μεταξύ άλλων: Μελίνα Μερκούρη, Απόστολος Μαγγανάρης, Μάνος Λοϊζος, Γιώργος Παπαλιός, Θόδωρος Αγγελόπουλος, Γιώργος Τζαβέλλας, Λάμπρος Λιαρόπουλος και Παντελής Βούλγαρης 

Άρχισε τη σταδιοδρομία του το 1964, και ήταν πολιτικά ενεργός σε όλη τη σταδιοδρομία του στη μουσική, με εμφανίσεις σε νυχτερινά κέντρα μαζί με τη Μαρία Φαραντούρη και τον Μάνο Λοΐζο. Κατά τη διάρκεια της Χούντας φυλακίστηκε δύο φορές για τις πολιτικές του πεποιθήσεις, τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο του 1967.

Έγραψε τραγούδια με πολιτικό, ρομαντικό αλλά και σκωπτικό περιεχόμενο.

Αυτοδίδακτος και ολιγογράφος, εξέδωσε ζωντανές ηχογραφήσεις πέντε συναυλιών και εμφανίσεών του. Όλοι οι δίσκοι του κυκλοφορούν και στο εξωτερικό, παντού όπου υπάρχει Ελληνισμός.

Τα περισσότερα από τα τραγούδια του είναι γραμμένα από τον ίδιο, σε στίχους και μουσική.

Ταξίδεψε πολύ στην Ελλάδα, σ’ όλα τα Βαλκάνια, στη Μεσόγειο, τη Βόρεια Ευρώπη, την Ιαπωνία, στον Καναδά και στις Η.Π.Α.

Στιγμιότυπο Βίντεο

Έγραψε μουσική για τα θέατρα της Αθήνας και για την Επίδαυρο.

Εξέδωσε πέντε βιβλία με στίχους, παρτιτούρες και κείμενα. Τον Δεκέμβριο του 2003 κυκλοφόρησε επιτομή του συνόλου των στίχων του, καθώς και δύο βιβλία αφιερωμένα στη ζωή και στο έργο του από τον Κώστα Μπλιάτκα και τον Δημήτρη Καράμπελα. Είχε κατά καιρούς δικές του σειρές εκπομπών, τόσο στην τηλεόραση όσο και στο ραδιόφωνο.

https://www.youtube.com/watch?v=mJ2US8h4IB0&pp=ygUdz4POsc6yzrLPjM-Azr_Phc67zr_PgiDOtc-Bz4Q%3D

Προσωπική ζωή

Ήταν παντρεμένος με την Ασπασία Αραπίδoυ (γνωστή στο κοινό του Σαββόπουλου με το χαϊδευτικό της, Άσπα, από τα τραγούδια και τις παραστάσεις του), με την οποία έχουν δύο γιους, τoν Κoρνήλιo και τoν Ρωμανό, και δύο εγγονούς, τον Διονύση και τον Ανδρέα.

Τιμητικές Διακρίσεις

Το Τμήμα Φιλολογίας του ΑΠΘ τον ανακήρυξε επίτιμο διδάκτορα του στις 24 Νοεμβρίου 2017.

Τραγουδοποιός που χαρακτήρισε τη γενιά του και έδωσε υπόσταση στην «κατηγορία» του. Δημιούργησε «σχολή» στο τραγούδι με τον ευρηματικό και ανατρεπτικό του στίχο καθώς και τους μουσικούς συγκερασμούς του. Μέσα από εμπνευσμένες παραγωγές του ενσωμάτωσε με χαρισματικό τρόπο λαϊκούς καλλιτέχνες σε εργασίες που θεωρητικά ήταν έξω απ’ τα νερά τους και στις οποίες τελικά μεγαλούργησαν όπως οι Σωτηρία Μπέλλου, Μιχάλης Μενιδιάτης, Μάκης Χριστοδουλόπουλος κ.ά.

Ο Μάνος Χατζιδάκις λέει στον Λευτέρη Παπαδόπουλο: «Θεωρώ τον Σαββόπουλο τον σημαντικότερο εκπρόσωπο της γενιάς σου που διαδέχτηκε τη δική μας! Ο Σαββόπουλος, στα τόσα χρόνια που υπάρχει, έχει ήδη δημιουργήσει την προσωπική του ιστορία. Ο Σαββόπουλος δεν κατέβηκε στην Αθήνα φτιάχνοντας απλώς ένα ωραίο τραγουδάκι.

Ο Σαββόπουλος κατέβηκε κουβαλώντας μια προσωπική μυθολογία, η οποία είναι συνδυασμός καταγωγής (Μακεδονία), ενός κλίματος της εποχής που έζησε και έγινε νέος κι ενός κλίματος ποιητικού από μια ομάδα ποιητών της Θεσσαλονίκης που βγήκε. Μπορεί, βέβαια, με όλ’ αυτά να γινόταν απλώς ένας επαρχιακός καλλιτέχνης. Έγινε όμως πανελλαδικός. Αυτό είναι το μεγάλο ταλέντο του. Συγχρόνως, διαμόρφωσε μια ζωή σύμφωνα με τη μουσική του. Αυτά όλα είναι πολύ σημαντικά πράγματα».

Εικόνα: Facebook (ΑΓΑΠΗΜΕΝΕΣ ΑΞΕΧΑΣΤΕΣ ΕΠΙΤΥΧΙΕΣ – Δημήτρης Καλλίρης) – Μίκης Θεοδωράκης, Γρηγόρης Μπιθικώτσης, Δημήτρης Λάγιος ,Διονυσης Σαββοπουλος

Με τις πρώτες του δουλειές “Φορτηγό” και “Περιβόλι του τρελλού” ο Σαββόπουλος ξεχωρίζει για το καθαρά προσωπικό και πρωτότυπο ύφος με το οποίο επιχειρεί να ανανεώσει, νοηματικά και μουσικά το ελληνικό τραγούδι. Το 1971 κυκλοφορεί το LP “Ο Μπάλλος” – όπου το ομώνυμο κομμάτι διάρκειας 18 λεπτών καλύπτει όλη την πρώτη πλευρά του δίσκου 33 στροφών – για τον οποίο ο ίδιος δημιουργός είχε πει:

«Ο Μπάλλος είναι μία συνθετικότερη μορφή τραγουδιού… Με την μουσική του Μπάλλου κυκλοφορώ σαν τραγουδιστής μέσα στα Βαλκάνια που έχω στο μυαλό μου. Πάω Μαύρη Θάλασσα, Βουκουρέστι και Κωστάντζα. Πάω και στην Αθήνα και στην Άγκυρα. Το τραγούδι μου είναι εικόνα να πούμε, που μπορεί όμως να περπατήσει μόνη της…»,

Το 1972 κυκλοφορεί ο δίσκος “Το Βρώμικο Ψωμί”. Ίσως το ωριμότερο στιχουργικά, μέχρι εκείνη την περίοδο, έργο του Διονύση Σαββόπουλου. Το άλμπουμ κλίνει με την δωδεκάλεπτη «Μαύρη Θάλασσα». Ξεχωρίζουν το ομώνυμο ηλεκτρικό «Ζειμπέκικο», «Η Δημοσθένους λέξις», «Έλσα σε φοβάμαι». Μαζί τους και ο «Αγγελος εξάγγελος», δηλαδή το τραγούδι του Bob Dylan, «The wicked messenger» σε μετάφραση και διευρυμένη διασκευή του Σαββόπουλου.

Ανάμεσα στις πολλές, πολυδιάστατες, πολύχρωμες, και αναπάντεχες συχνά συμπράξεις του Διονύση Δαββόπουλου ξεχωρίζει και αυτή με τε τον Δημήτρη Γκόγκο, τον κανταδόρο του ρεμπέτικου, γνωστό ως Μπαγιαντέρα. Σε ένα μικρό δισκάκι 45 στροφών που κυκλοφόρησε από τη Lyra το 1975, Σαββόπουλος και Μπαγιαντέρας μοιράστηκαν την ερμηνεία στον «Καθρέφτη» ένα χασαποσέρβικο του Γκόγκου. Στην πλευρά του δίσκου ο Σαββόπουλος έριξε τα βέλη του με τον «Πολιτευτή» που έγινε ευρύτερα γνωστός λίγα χρόνια αργότερα, μέσα από την παρουσία του στο μεγάλο δίσκο «Ρεζέρβα» του 1979.

Στις 19 Σεπτεμβρίου 1983, ο Διονύσης Σαββόπουλος γιορτάζοντας τα 20 του χρόνια στο ελληνικό τραγούδι βάφτισε το Ολυμπιακό Στάδιο σε συναυλιακό χώρο. Η συναυλία αποτελούσε την κορύφωση της περιοδείας «20 χρόνια δρόμος» που ξεκίνησε τον Ιούνιο και αποτυπώθηκε λίγο αργότερα και δισκογραφικά.

Ναύπλιο πλατεία Συντάγματος εστιατόριο ΕΛΛΆΣ οικογένειάς Κουτσουμπού. Απ’το αρχείο της οικογένειας

Ογδόντα χιλιάδες κόσμος γεύτηκε τραγούδια κι ερμηνείες, απρόσμενες εκπλήξεις, εξαιρετικές συμμετοχές, ακροβάτες, ζογκλέρ και στο φινάλε παρακολούθησε και καταχειροκρότησε το Σαββόπουλο σε ένα μεγαλειώδες φινάλε να χάνεται μέσα σε αερόστατο στους ουρανούς.

Η παρουσία του Διονύση Σαββόπουλου στο ελληνικό τραγούδι και την πολιτισμική ζωή του τόπου θέσπισε τον όρο τραγουδοποιός.

Ο Σαββόπουλος με τον λόγο χάδι και γροθιά που διαθέτει και το ιδιότυπο αλλά με προσωπικό χαρακτήρα μουσικό χωνευτήρι του είναι η σπορά που θα γεννήσει τον Παπάζογλου, τους Κατσιμιχαίους, το Μάλαμα, τον Πασχαλίδη, τον Αλκίνοο και παράλληλα θα επηρεάσει κομβικά όλο το σώμα και τους λειτουργούς του τραγουδιού. Η γενιά των κλασικών πια αλλά και των σημερινών τραγουδοποιών, των μελωδών και των στιχουργών, του οφείλει πολλά. Μαζί και τα ευήκοα ώτα και οι ευαίσθητες ψυχές των ανθρώπων.

Το 1983 κυκλοφόρησαν τα «Τραπεζάκια έξω». Θα έλεγε κανείς ότι ηχοχρωματικά είναι ίσως ο «λαϊκότερος» δίσκος του Σαββόπουλου. Τα νοήματα όμως παραμένουν μεστά, αλληγορικά και ανατρεπτικά γοητευτικά. Παλλαϊκή υπήρξε και η υποδοχή του κόσμου με αποτέλεσμα το άλμπουμ αυτό να αγαπηθεί στο σύνολό του, με τραγούδια που έμειναν διαχρονικά.

Προμετωπίδα του το περίφημο «Ας κρατήσουν οι χοροί». Ακόμη κι ο ίδιος ο Σαββόπουλος συνομιλώντας με τον υπογράφοντα δηλώνει την έκπληξή του: «Ένα τραγούδι μακρύ, χωρίς ρεφραίν, με πολλά δύσκολα λόγια»… Με το χάρισμά όμως του Σαββόπουλου και εκείνη την πιασάρικη, φιλική ματιά, που σε κάνει τραγουδάς όλα εκείνα που ενδεχομένως δεν θα ήθελες να ακούσεις.

Ο Σαββόπουλος με την δημιουργική παρουσία του επηρέασε καταλυτικά όλα τα ρεύματα και τις μουσικές τάσεις. Οι συνεντεύξεις και οι συναυλίες του με τις παρλάτες και τους προλόγους – εισαγωγές των τραγουδιών ανέδειξαν την κοφτερή κριτική του ματιά και σκέψη, την σατυρική του διάθεση, το «ιδιότροπο» χιούμορ του.

Στην δεκαετία του ‘70 παρουσίασε τον καλύτερό του εαυτό… Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι και στα χρόνια που ακολούθησαν φτάνοντας στις μέρες μας δεν έδωσε και δίνει εξαιρετικά δείγματα γραφής δισκογραφικά αλλά και επί σκηνής. Άλλωστε ο Σαββόπουλος είναι ειδική περίπτωση και κατηγορία από μόνος του.

Το 1976 μετά από παραγγελία του Θεάτρου Τέχνης, ο Σαββόπουλος ξεκίνησε να γράφει την μουσική για τους Αχαρνής του Αριστοφάνη, μεταφράζοντας ο ίδιος ελεύθερα τα σημεία που θα μελοποιούσε. Διαφώνησαν όμως γύρω από την μετάφραση – απόδοση και ο Σαββόπουλος παρουσίασε σε δική του παράσταση τους Αχαρνής με τίτλο «Ο Αριστοφάνης που γύρισε από τα θυμαράκια» σε υπόγειο της Πλάκας.

Μαζί με τον Σαββόπουλο τραγουδούσαν οι Σάκης Μπουλάς, Νίκος Παπάζογλου, Μανώλης Ρασούλης, Μελίνα Τανάγρη, Νίκος Ζιώγαλας, Βαγγέλης Ξύδης, Κώστας Γεωργίου και Ηλίας Λιούγκος. Ο τελευταίος γνωρίζει στον Ρασούλη τον γείτονά του Νίκο Ξυδάκη. Τα «μπετά» για την «Εκδίκηση της γυφτιάς» έχουν αρχίσει να ρίχνονται…

Ο Σαββόπουλος έδωσε βήμα αλλά έβαλε γερή πλάτη για να αναδειχθούν νέα πρόσωπα, ιδέες και αξίες στο τραγούδι.

Το 1997 φιλοξένησε με το δικό του ξεχωριστό τρόπο τους φίλους και συνοδοιπόρους απ’ την παγκόσμια μουσική σκηνή. Έχοντας μαζί του το Βασίλη Παπακωνσταντίνου, τον Ορφέα Περίδη, τον Αργύρη Μπακιρτζή και τον Αλκίνοο Ιωαννίδη, υποδέχθηκε μεταξύ άλλων στο «Ξενοδοχείο» του, το Lucio Dalla, το Nick Cave, τον Ian Anderson, το Van Morrison, το Steve Winwood και φυσικά το Lou Reed. Ήταν πραγματικά μια Υπέροχη Μέρα.

Ο «χορός» του Διονύση Σαββόπουλου ομόρφυνε εδώ και 50 το τραγούδι μας και αποτελεί σημείο αναφοράς, δίνει στήριγμα και βήμα στους επόμενους, σαρκάζει και αποδομεί δεδομένα, ψυχαγωγεί, κριτικάρει, προτείνει λύσεις, προβληματίζει, ενίοτε στενοχωρεί και πληγώνει. Οι ωδές όμως του Σαββόπουλου δε βαλτώνουν ακόμη και τώρα που η δημιουργία, δείχνει να έρχεται σε δεύτερη μοίρα στα ενδιαφέροντά του.

Έλεγε ο ίδιος χαρακτηριστικά: «Αυτή μου η σύνθεση έχει φόρμα κυκλική. Αρχίζει δηλαδή και τελειώνει με το ίδιο μουσικό θέμα. Γιατί που αλλού μπορεί να πάει; Μέσα στο Μπάλλο οι φίλοι μου με πείθουν να πεθάνω για να ταυτιστούν μαζί μου, λοιπόν κι εγώ πεθαίνω, κι όταν πέφτει η αυλαία ξανασηκώνομαι. Μετά πάω κοντά τους και τους λέω ότι αναστήθηκα. Και αυτοί μπερδεύονται. Τους κακοφαίνεται. Ωστόσο αναλαμβάνω πλήρως την ευθύνη να κάνω το ψέμα αλήθεια. Γι’ αυτό είμαι αρχηγός αυτού του πανηγυριού…».

Σε συνέντευξη που είχε παραχωρήσει στη Parallaxi το 2012 είχε δηλώσει:

«Την Θεσσαλονίκη μου την θυμίζουν οι τουλούμπες. Οι λιθόστρωτες λεωφόροι με τραμ. Τα παγόνια και τα κάστρα. Τα βαποράκια στη θάλασσα. Τα σήματα μορς με προβολέα. Τα φωταγωγημένα μπαλκόνια.

Μερικές φορές η έκφρασή μου δυσαρέστησε μέρος του ακροατηρίου. Αυτό πάντα με στεναχωρούσε. Έλεγα στον εαυτό μου «την άλλη φορά να προσέχεις» , αλλά μετά το ξεχνούσα. Όταν γράφω, δεν μπορώ να έχω δεύτερη σκέψη. Φαίνεται αυτή είναι η φύση του τροβαδούρου»

Σε άλλη του συνέντευξη στη Parallaxi, έναν χρόνο αργότερα είχε δηλώσει πως: 

«Δεν αποδέχομαι το «πολιτικός τραγουδοποιός». Το τραγούδι μου εξέφραζε πάντα, απλώς αυτό που αισθανόμουν κάθε φορά. Εννοείται ότι το περιβάλλον με επηρέαζε και ανταποκρινόμουν όσο μπορούσα. Η τέχνη μου δεν ήταν ποτέ στρατευμένη και δεν συμπαθώ την στρατευμένη τέχνη. Οι καλλιτέχνες είναι χειραφετημένοι, ελεύθεροι και ανεξάρτητοι. Μόνον έτσι έχουν ενδιαφέρον νομίζω. Πάντως, αντίθετα απ΄ότι πιστέψαμε, η Ελλάδα δεν προχώρησε και πολύ και ίσως είναι χειρότερα τώρα διότι δεν βλέπουμε προοπτική προς το παρόν, ενώ παλιά είχαμε προοπτική, είχαμε μεγάλη ελπίδα.»

Η τελευταία του συνέντευξη δόθηκε στο Studio 4

Με πληροφορίες από savvopoulos.net και ogdoo.gr

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα