Συνέντευξη με έναν μελλοθάνατο
της Αθηνάς Τερζή Τον Β. τον έχασα μέσα στο καλοκαίρι. Το «αφιλότιμο» είχε πιάσει για τα καλά στασίδι στην καρδιά του, με τους τζίτζικες να σκάνε τσιροκοπώντας έξω από το παράθυρό του που παρέμενε ερμητικά σφαλιστό. Τον τελευταίο μήνα τα κουράγια του τον είχαν εγκαταλείψει και τα πόδια του δεν τον βαστούσαν. Ήθελε απλώς να […]
της Αθηνάς Τερζή
Τον Β. τον έχασα μέσα στο καλοκαίρι. Το «αφιλότιμο» είχε πιάσει για τα καλά στασίδι στην καρδιά του, με τους τζίτζικες να σκάνε τσιροκοπώντας έξω από το παράθυρό του που παρέμενε ερμητικά σφαλιστό. Τον τελευταίο μήνα τα κουράγια του τον είχαν εγκαταλείψει και τα πόδια του δεν τον βαστούσαν. Ήθελε απλώς να ξεμπερδέψει και να φύγει.
Ο Β. άφησε το χνάρι του στη ζωή μου. Την περπατησιά του στην άμμο και στο βρεμένο χώμα, που συνήθιζε να σκαλίζει με τις χερούκλες του, όταν καταπιανόταν με τις αγροτικές δουλειές, όταν λάξευε τις πέτρες για να τις δώσει σχήμα και μορφή ή όταν μπογιάτιζε πεθαμένα έπιπλα και τα ξαναζωντάνευε. Ήταν από μόνος του ένα φως αναμμένο για τους φίλους του. Εχθρούς δεν είχε. Διάβαζε αμέτρητα βιβλία και μετρούσε ώρες ατέλειωτες στα αμφιθέατρα. Σαν ήθελα γνώμες για το μέγα το μυστήριο της ζωής σ’ εκείνον πήγαινα. Όταν αποζητούσα άλλοθι για τα λάθη μου και παρηγοριά για τα ανείπωτα και τα χιλιοειπωμένα τα άσχημα και τα σκοτεινά, εκείνος απλώς άνοιγε το συρτάρι και μου γέμιζε τις χούφτες με δαύτα. Λίγες μέρες προτού τον χάσω για πάντα, τον πρόφτασα για τελευταία φορά να κάθεται στην καρέκλα της κουζίνας και να πίνει τον ελληνικό του. Ήταν από κείνες τις ημέρες που η ανάσα του έβγαινε σταράτη κι ο πόνος στο σώμα ήταν υποφερτός. Από κείνες τις φορές που αποφάσισα να μαζέψω σπυρί σπυρί, ρόγα τη ρόγα τις κουβέντες του και να τις κλείσω μια και καλή στο σεντούκι της μέτριας καθημερινότητας μου. Τώρα που προλάβαινα ακόμη, που είχα την ευκαιρία.
«Μη γελαστείς κι ακολουθήσεις τον εύκολο δρόμο. Η φύση του ανθρώπου δεν εμποδίζεται. Κυλάει σαν το νερό της βροχής. Μην υπολογίσεις το ξόδεμα και μη φοβηθείς τους έρωτες. Δε γλιτώνεις. Έχουν φτερά και τρέχουν. Να αποφεύγεις τους φυλακισμένους ανθρώπους. Στήνουν κάγκελα παντού, βάζουν χώμα και πέτρες πάνω από τα κεφάλια τους. Πνίγονται για να μην ακούν, να μη βλέπουν, να μη νιώθουν. Θα κάνεις πολλά λάθη. Το ξέρεις. Δεν υπάρχει το «για πάντα» πουθενά. Πάρτο χαμπάρι και βάλε το καλά στο ξεροκέφαλό σου. Να ζεις με λιγότερα και να δίνεις απλόχερα και σταμάτα επιτέλους το μέτρημα.
Φύγε μακριά από κείνους που αρχινάν να μιλάν με το εγώ. Βαρετοί και κουραστικοί, που από καιρό χάσανε τη λάμψη τους. Το ξέρω πως θέλησες πολλές φορές να τους σπάσεις τα μούτρα. Δεν είσαι αδύναμη, είσαι καλύτερη από δαύτους. Τσαλαπετεινοί που κοκορεύονται, αγενείς που προσβάλουν και πατάνε στη δική σου ανοχή. Οι κερατάδες…επιβιώνουν σαν τις κατσαρίδες, επιπλέουν σαν το σκατό πάνω στην επιφάνεια. Μη σκας μωρέ και σαν κλείνουν οι πόρτες απομένουν πιο μόνοι και πιο δυστυχισμένοι. Κανείς δεν ερωτεύεται το εγώ. Κανείς δεν αντέχει να πηδάει ένα ραγισμένο καθρέφτη που παραμορφώνει. Κι είναι αυτή ακριβώς η έλλειψη του ανυπολόγιστου πάθους, του μοιράσματος και της υποταγής που τους έχει στεγνώσει.
Οι κουβέντες των άλλων να μοιάζουν με διαβατάρικα πουλιά κι όχι με χοντρές αλυσίδες. Ούτε με βαριές άγκυρες που σε τραβάνε προς τα κάτω. Ψέματα θα πεις πολλά. Μην έχεις αυταπάτες και θα ακούσεις ακόμα περισσότερα. Να ‘ ναι μικρά όμως, μωρά στην αγκαλιά της μάνας τους. Τα μεγάλα θα ‘ρθει μια μέρα που θα σου ρουφήξουν το αίμα.
Άμα δεν ανακαλύψεις τις δικές σου εστίες ανέλπιστης χαράς το ‘χεις χαμένο το παιχνίδι. Η ζωή δεν παλεύεται κι είναι άνισος ο αγώνας. Θυμάμαι ακόμη πως ένιωσα όταν είδα τον «ταχυδρόμο». Τα δάκρυα που έχυσα στο «Βασιλιά».Το πρώτο μου φιλί κάτω από το μεγάλο φως στη γειτονιά του πατρικού μου σπιτιού. Τον Αντρέα από την Κρήτη που με κουβάλησε στις πλάτες, όταν χτύπησα με τη μηχανή. Τη ντουζίνα από φίλους που μετακόμισαν μαζί μου δύο σπίτια. Το Γιώργο που ταξίδεψε για να κλάψει μαζί μου στη γέννα του πρώτου μου παιδιού. Τα τηλέφωνα που δε σταματάνε να χτυπούν. Άντρες και γυναίκες στο ίδιο καζάνι βράζουμε. Από το ίδιο υλικό είμαστε φτιαγμένοι. Τα άλλα όλα είναι παραμύθια. Δε ντρέπομαι για τίποτα. Δεν έχω εκκρεμότητες. Δεν έχω απωθημένα.
Τι θέλεις να κουβαλήσεις μαζί σου;
Το μάγουλο της Μαρίας έτσι όπως ακουμπάει στο δικό μου, όταν την σηκώνω στα χέρια και τη βάζω στο κρεβάτι της να κοιμηθεί. Παραδομένη στα χέρια μου.
Φοβάσαι;
Όχι. Απλώς παραιτούμαι πια. Οι άνθρωποι φεύγουν, γιατί παραιτούνται. Γιατί δεν είναι ανίκητοι. Να πάρει κι ήθελα λίγο ακόμη.