Στην Πάντειο υπογράψαμε τη διακήρυξη για την Κοινωνία της Ελπίδας
Ο Καζαντζάκης είπε: η δικαιοσύνη δεν θα έρθει από μόνη της, δεν έχει πόδια, εμείς θα τη σηκώσουμε στους ώμους μας και θα τη φέρουμε
Λέξεις: Στέλιος Πουρσαΐδης
Έφτασα νωρίς στην Πάντειο. Πήγα για το απροσδιόριστο συναίσθημα πως κάτι καλό θα συνέβαινε εκεί. Κάτι από το οποίο δεν θα μπορούσα να λείπω. Ένιωθα πως νοερά θα υπέγραφα μια ιδρυτική διακήρυξη: της Κοινωνίας της Ελπίδας.
Ο συμβολισμός του χώρου ήταν μεγάλος. Η Πάντειος σχολή ήταν η πρώτη σχολή Πολιτικών Επιστημών με σκοπό να διαμορφώνει με υψηλό επίπεδο μόρφωσης αυτούς που στελεχώνουν τις κρατικές υπηρεσίες, την πολιτική ηγεσία. Τους λίγους που θα έπρεπε να νοιάζονται τους πολλούς. Σπίτι καθηγητών όπως ο Σάκης Καράγιωργας, ο Βέλτσος, η Τσαλίκογλου. Το πρώτο πανεπιστήμιο της Ελλάδας που εξέλεξε γυναίκα πρύτανη.
Ένα ελληνικό, Δημόσιο πανεπιστήμιο που, σε αντίθεση με άλλα πανεπιστήμια που αρνούνται ακόμα και την φιλοξενία επιστημόνων προκειμένου να μιλήσουν για τεχνικά θέματα γύρω από τα Τέμπη, άνοιξε τις πόρτες του να συναντηθούμε : γονείς, φοιτητές, επιστήμονες και καλλιτέχνες, εργάτες και καθηγητές. Να συναντηθούμε, να συνδιαλλαγούμε, να φωνάξουμε για να απαιτήσουμε, να συνεννοηθούμε: για το τι σημαίνει η Κοινωνία της Ελπίδας.
Άλλο δικαστική εξουσία και άλλο δικαιοσύνη, έκρουε ο νομικός Καμπαγιάννης. Ο τραγουδοποιός Δεληβοριάς μάς θύμισε τη Νέμεση, τη θεά που έρχεται με πήχυ και χαλινάρι να μετρήσει την ύβρι των πολιτικών που κουνάνε το αιματοβαμμένο δάχτυλο τους στα πρόσωπα γονέων που δεν έθαψαν τα παιδιά τους και να βάλει όριο στην ασυδοσία του ιδιώτη. Οι μηχανοδηγοί μάς εξήγησαν τα τεχνικά που δεν ξέραμε, ο δημοσιογράφος τις συμβάσεις και τα ονόματα των ιδιωτών που θησαυρίζουν.
Η αίθουσα ήταν γεμάτη. Γεμάτη ανθρώπους, γεμάτη ζεστασιά. Όρθιοι, καθισμένοι, παντού, έξω από την αίθουσα, έξω από το κτίριο, σε όλη την αυλή της σχολής, έξω από τη σχολή, στο δρόμο. Πρόσωπα σκαμμένα από τη βιοπάλη με τριγμούς μέσα τους από τα τόσα χρόνια αδικίας. Πρόσωπα φρέσκα που νιώθουν να ασφυκτιούν σε λυγμούς που δεν τους αναλογούν. Κάποια δάκρυα.
Συγκίνηση. Θυμός και συνθήματα.
Η Μαρία Καρυστιανού ξεκινά να μας μιλά. Ξεκινά να μας ενώνει. Κάνει το αδύνατο, δυνατό. Συντονιζόμαστε όλοι, πέρα από το ιδιωτικό, πέρα από την κοινωνική τάξη, την ηλικία, τα πτυχία, το επάγγελμα της καθεμιάς μας. Συναντιόμαστε στην ίδια απαίτηση: για δικαιοσύνη, για αλλαγές, για ελπίδα στον τόπο που αγαπάμε.
«Όταν έχουν φτιάξει ένα καθεστώς που βάσει Συντάγματος προσφέρει ασυλία και ατιμωρησία στους ίδιους, δεν νοείται Δημοκρατία χωρίς όλοι οι πολίτες να είναι ίσοι απέναντι στους νόμους» «…με βλέμμα απαξιωτικό, λες και είμαστε βάρος πάνω στην πλάτη τους και χυδαιολογούν όταν φωνάζουμε την αλήθεια, ότι δήθεν έχουμε βλέψεις και σκοπιμότητες, λες και υπήρχε περίπτωση να αποτελέσουμε εμείς γρανάζια του συστήματος που σκότωσε τα παιδιά μας.»
«Αλλά ευτυχώς το τελευταίο διάστημα η Ιστορία ξαναγράφεται από εμάς. Ποιος δεν έχει εκπλαγεί ευχάριστα από αυτή την ένωση και τη σύμπνοια που μας κατακλύζει. Μας έχει συμβεί κάτι μοναδικό, και σε μας και στα παιδιά μας: προσωπικά έχασα ό,τι πολυτιμότερο είχα και μόνο μέσα από αυτόν τον πόνο μπορώ να διεκδικήσω τίμια για το ζωντανό μου παιδί ό,τι δεν διεκδίκησα για το χαμένο μου παιδί».
«Ο Καζαντζάκης είπε: η δικαιοσύνη δεν θα έρθει από μόνη της, δεν έχει πόδια, εμείς θα τη σηκώσουμε στους ώμους μας και θα τη φέρουμε. Πιστεύω το ίδιο και για την ελευθερία, το ευ ζην, την αξιοκρατία, την προστασία, την ισότητα, την ευμάρεια, την ειρήνη, την ομόνοια, την εντιμότητα, την αξιοπρέπεια, τον σεβασμό και την αγάπη, όλα όσα μπορούν να μας εξασφαλίσουν μια ζωή με ηρεμία και αρμονία. Αυτό μας αξίζει, αυτό θα έχουμε».
Επευφημίες, παρατεταμένα χειροκροτήματα, χαμόγελα, δάκρυα ευδαιμονίας. Ο κόσμος θέλει να πιστέψει. Ξανά. Ότι γίνεται, ότι μπορούμε. Ότι το αξίζουμε. Οι ομιλίες των παιδιών από τους φοιτητικούς συλλόγους το πιστοποιούν, στον μεστό λόγο τους, στο δυνατό τους βλέμμα, στα πηγαία χαμόγελα.
Βγήκα από την Πάντειο και ανηφόρισα τη Συγγρού για να πάρω το μετρό για το σπίτι.
Ήθελα πολύ ένα ποτό, μόνος, να αναστοχαστώ. Να αφήσω τα συναισθήματα να με μουσκέψουν. Έξω από ένα γωνιακό μπαρ, που νέα παιδιά φαινόντουσαν να περνούν καλά, κοντοστάθηκα.
Στο σπίτι με περίμενε η 6χρονη κόρη μου. Δεν την είχα δει όλη μέρα.
Συνέχισα το δρόμο μου. Μέχρι το τέρμα.