To «χιούμορ» στην εποχή του Super Mammy (και των στερεοτύπων)
Η τηλεοπτική αθλιότητα και η έλλειψη καλών κωμωδιών
Είναι το πεπρωμένο της μεγάλης Τέχνης να διχάζει το κοινό, να υπάρχουν haters και fans.
Μιλάω φυσικά, όχι για τη τέχνη του γνωστού κωμικού της σειράς του ANT1, αλλά για τον Θεόδωρο Αγγελόπουλο για παράδειγμα. Που όταν γύριζε το «Μετέωρο Βήμα του Πελαργού», που μόνο λόγω των συγκυριών (πόλεμος στη Γιουγκοσλαβία) είχε χάσει τότε το 1ο βραβείο του Φεστιβάλ των Καννών (από τον Κουστουρίτσα), γύριζε τις σκηνές στη «μούσα» του, τη Φλώρινα, με τα μεγάφωνα της Εκκλησίας στη διαπασών.
Οι μισοί κάτοικοι από τα μπαλκόνια στη μία όχθη του ποταμιού να αφορίζουν τους ηθοποιούς και το συνεργείο, οι άλλοι μισοί να συμμετέχουν στα γυρίσματα ενός από τα κορυφαία φιλμ της παγκόσμιας κινηματογραφικής ιστορίας.
Σκάλιζε τότε, βλέπετε, ο δημιουργός, το παρελθόν ενός τόπου πολύπαθου, ελπίζοντας η Τέχνη να το διαπραγματευτεί, και να το εξημερεύσει. Η ιστορία τον επιβεβαίωσε λίγο αργότερα ώστε σήμερα να συζητάμε ψύχραιμα για τα θέματα του, οικουμενικά και πάντα επίκαιρα. Μία διαφήμιση για την πόλη στην οποία απέκτησαν δραματουργική ζωή, και για τη πατρίδα του μεγάλου αυτού δημιουργού.
Ακριβώς ό,τι δεν συμβαίνει με την στερεοτυπική, και για αυτό επικίνδυνη, τέχνη του κατά τα άλλα δημοφιλούς κωμικού με τη νέα αλλά καθόλου πρωτότυπη τηλεοπτική εκπομπή. Που κάνει μάλλον ένα μέρος του κοινού να γελάει με τα σεξιστικά του αστεία, και ένα άλλο, εκείνο που τα βίωσε, ή θέλει να τα ξεπεράσει για να ημερεύσουν οι ζωές, να αισθάνεται ότι τα κανονικοποιεί.
Βλέπετε τη διαφορά; Ο ένας τα αποτινάσει μέσα στην οικουμενική ιστορία, ο άλλος τα ταλαιπωρεί για δεκαετίες, με τόσα και τόσα να έχουν συμβεί, για να γελάσουν οι άνθρωποι που τα ενστερνίζονται (και που πολλές φορές, και αργά, συνειδητοποιούν ότι τελικά τους καταπιέζουν). Η σύγκριση δεν γίνεται για τα βραβεία, ούτε ακόμα για την αισθητική ποιότητα, πράγματα υποκειμενικά άλλωστε, αλλά για τις προθέσεις. Ο ένας, λέω ξανά, αποτινάσσει τα στερεότυπα, τα επαναδιαπραγματεύεται στην οικουμένη όλη, ο άλλος τα κάνει μία πραγματικότητα αναπόδραστη και αδιαπραγμάτευτη για εκείνες τις ζωές που τα βίωσαν – και άρα έχουν τον πρώτο λόγο να τα σχολιάσουν.
Τι άλλο να σημαίνει σήμερα αυτό το αχαρακτήριστο για μία γυναίκα όταν γυρίζει πχ. σπίτι, μετά από τα τόσα που μας συνέβησαν τα τελευταία χρόνια:
«Είδα στο δρόμο ένα βιαστή, έτρεχα, έτρεχα, αλλά δεν τον πρόλαβα»;
Ασχολίαστο. Όπως και τα κλισέ της «Ελληνίδας μάνας», που έρχονται με άλλα τόσα κλισέ για τους ρόλους στο σπίτι, το στόχο για τη διασκέδαση κτλ.:
«Η βότκα είναι λιπαντικό για να κατεβάζουν οι γυναίκες τα βρακιά τους και να γκαστρώνονται».
Σε ένα μεταγενέστερο χρόνο, μη νομίζουμε ότι αυτά όλα είναι πράγματα που πρέπει να τα θεωρούμε «κανονικά». Άνθρωποι με όραμα που δραστηριοποιούνται στις τηλεοπτικές εκπομπές δίνουν ευκαιρίες (και πόρους) σε νέα παιδιά με όρεξη, και φρέσκιες ιδέες, που τώρα ξεκινάνε.
Δείτε το «Drôle» στο Netflix. Τη γαλλική σειρά που μεταφράζεται «Oι Έξι Κωμικοί».
Ένα διασκεδαστικό έργο με πολύ σοβαρές θεματικές που δεν χρειάζεται την κουλτούρα του Αγγελόπουλου και τη μεγάλη του αφηγηματική ποιότητα για να τις θίξει δημιουργικά. Αν αυτό εξηγεί τελικά τη δημοτικότητα του «κωμικού» με τα επικίνδυνα στερεότυπα στα μεγάλα κοινά – ότι είναι ανάλαφρη και για όχι μόνο για τους μυημένους.
«Έξι νέοι κωμικοί», μια μαύρη, ένας Άραβας, ένας Βιετναμέζος, μία Γαλλίδα αστικής καταγωγής, χρησιμοποιούν την κωμωδία για να επικοινωνήσουν σε ένα νέο κόσμο με νέες αγωνίες.
Η μαύρη μαμά, βιοπαλαίστρια, διαπραγματεύεται μαζί με τους άλλους, διαπραγματεύονται μαζί τα όρια του ρατσισμού, του σεξισμού, και των στερεοτύπων της Γαλλικής κοινωνίας. Ο νεαρός Άραβας κάπου ανάμεσα στη δουλειά ντελίβερι, το σύγχρονο πρεκαριάτο, γράφει στίχους για τον ταλαιπωρημένο πατέρα του με τον οποίο ζούνε στα άβατα των Γαλλικών προαστίων-γκέτο, γυρίζοντας που και που κανένα τσιγαράκι. Δίνοντας μία άλλη διάσταση στη σχέση των «ναρκωτικών ουσιών» με τη φτώχεια, την έλλειψη ευκαιριών, τις διακρίσεις, στο πως να συζητάμε για αυτά.
Μακριά από τα σημεία που γυρίστηκε το «Emily in Paris» και τα υπόλοιπα ανάλαφρα – «τι ωραίο και ασφαλές που είναι το κέντρο του Παρισιού για διακοπές» – φιλμ, η σειρά βέβαια είναι αστεία, πραγματικά αστεία, και όχι να σου πλακώνει τη ψυχή. Είναι μια ωδή, παρά τις όποιες αδυναμίες της, στην νέα γενιά των ανθρώπων της Γαλλίας. Με τα νέα ήθη, με τις νέες ψηφιακές μορφές επικοινωνίας, με μία νέα μορφή βιωματικής τέχνης – το stand-up comedy – που μετατρέπει το χιούμορ σε επανάσταση και ελεύθερη μορφή επικοινωνίας των διαφορετικών κόσμων σε μία κοινωνία πολύπαθη.
Μία παραγωγή που λείπει αφάνταστα από την Ελλάδα του supper mammy, των γερασμένων καναλαρχών, των κλισέ και των στερεοτύπων. Από την Ελλάδα του δημοφιλούς «κωμικού» και των fans του, που ναρκοθετημένη όπως είναι από την κουλτούρα των στερεοτύπων δεν λέει να κοιτάξει μπροστά και στην οικουμένη, στον Πολιτισμό της, στους νέους παραγωγούς και κωμικούς, στις μικρές θεατρικές ομάδες, στα project των φοιτητών της. Για επαναδιαπραγμάτευση των ορίων (και των στερεοτύπων) που μας καταπιέζουν.
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ