Το «Κατά Μάρκου»

Eίναι κρίμα να συμμετέχεις σε μία δουλειά που πρώτα από όλα προσβάλλει εσένα τον ίδιο. Γράφει η Ι. Λιούτσια

Parallaxi
το-κατά-μάρκου-911033
Parallaxi

Λέξεις: Ιωάννα Λιούτσια

Πολλά χρόνια τώρα με απασχολεί το φαινόμενο Μάρκος Σεφερλής. Με απασχολεί ως άνθρωπο που σπούδασε και ασχολείται με το θέατρο, με απασχολεί ως άτομο που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο δουλεύει στην άτυπη εκπαίδευση κι έρχεται σε επαφή με παιδιά κι εφήβους που μεταχειρίζονται τις ατάκες του, κυριότερα όμως με απασχολεί ως ενεργό (όπως θέλω να πιστεύω) μέλος αυτής της κοινωνίας. 

Μέχρι στιγμής δεν είχα βάλει τις σκέψεις μου σε μια σειρά. Αφορμή για να το πράξω τώρα, με το κείμενο αυτό, είναι η νέα σειρά Super Mammy σε σενάριο των Μάρκου Σεφερλή και Στέλιου Παπαδόπουλου.

Περιττεύουν τα πολλά λόγια για τη σειρά. Έχουν ήδη κυκλοφορήσει πολλά ρεπορτάζ και άρθρα που αναπαράγουν τα εκατοντάδες tweets που στρέφονται εναντίον της νέας σειράς, του λεξιλογίου και της ιδεολογίας που φέρει.

 Μίας σειράς που ενώ στην ιστοσελίδα του καναλιού φαίνεται πως είναι ακατάλληλη για θεατές κάτω των 12 ετών , καθώς περιλαμβάνει «απρεπή εκφορά λόγου», εντούτοις παρουσιάζεται σε prime time ώρα (22.00). Εκτός κι αν θέλουμε να έχουμε την ψευδαίσθηση πως ως εκείνη την ώρα τα παιδιά μας έχουν κοιμηθεί. Ή κι αν είναι όντως στα κρεβάτια τους, να τρέφουμε την ψευδαίσθηση ότι μετά από τα τρέιλερ κλπ δεν θα αναζητήσουν τη σειρά online.

Η περιγραφή της σειράς (στην ιστοσελίδα του IMDb, παρακαλώ) κάνει λόγο για μία σειρά που κινείται γύρω από τη ζωή μίας «γλωσσοκοπάνας» Ελληνίδας μάνας στο πλαίσιο μίας μητριαρχικής οικογένειας και αποτελεί διασκευή της βρετανικής κωμωδίας Mrs Brown’s Boys. Υπάρχουν πολλά στερεότυπα που ακολουθούν την Ελληνίδα μάνα, και η κωμωδία ως είδος βασίζεται εν μέρει και στις στερεότυπες αφηγήσεις.

 Υπάρχουν τόσες πολλές στερεοτυπικές οικογενειακές στιγμές που θα μπορούσε κάποιος να αναδείξει προκαλώντας το γέλιο, όπως έκαναν και κάνουν πολλές άλλες οικογενειακές κωμωδίες. Όχι, όμως, ο Μ.Σ. κι οι συνεργάτες του που επιλέγουν τον δρόμο της υποτίμησης, του σεξισμού και του υποβιβασμού των ανθρώπων σε αντικείμενα.

Η δουλειά δεν είναι ντροπή, κι η δουλειά του ηθοποιού είναι μία δύσκολη δουλειά αν θέλει κάποιος να επιβιώσει και να πληρώσει τους λογαριασμούς του από αυτήν. Ωστόσο, αν και απεχθάνομαι την ψευδοετυμολογία του όρου ηθοποιός ως κάποιος που ποιεί ήθος, με την έννοια της ηθικής – ψευδοετυμολογία την οποία αναμφιβόλως θα ενέκρινε ο κ. Σεφερλής και θα εξηγηθώ παρακάτω – αναρωτιέμαι πραγματικά για το πώς μπορεί να αισθάνονται οι υπόλοιποι ηθοποιοί που συμμετέχουν στο εγχείρημα αυτό κι αν αναλογίζονται το βάρος της ευθύνης των μηνυμάτων και της ιδεολογίας που φέρουν. 

Τι θα συνέβαινε, αν κάποτε οι ηθοποιοί έπαυαν (παύαμε) να θεωρούν πως είναι φερέφωνα του συγγραφέα ή του σκηνοθέτη, άμοιροι ευθυνών για την αφήγηση στην οποία συντελούν κι οι ίδιοι, ενώ ως προσωπικότητες μπορεί να στέκονται αντίθετοι;

Ασφαλώς και δεν είναι επικριτέο να συμμετέχεις σε μία δουλειά που δεν σε εκφράζει ή είναι κακή ή μέτρι. Ούτε θα παίζουμε, αλίμονο, δεν θα παίζουμε μονάχα Τσέχωφ ή δεν ξέρω τι σ’ αυτή τη ζωή.

 Ωστόσο, είναι κρίμα να συμμετέχεις σε μία δουλειά που πρώτα από όλα προσβάλλει εσένα τον ίδιο, το σώμα σου, την ερωτική σου διάθεση και τη νοημοσύνη σου. Αυτή η δουλειά είναι μια επικίνδυνη δουλειά για το κοινωνικό σύνολο.

Γίνεται τον τελευταίο ενάμισι χρόνο τεράστιος αγώνας ευαισθητοποίησης και συνειδητοποίησης σχετικά με τις σεξουαλικές παρενοχλήσεις, τις κακοποιήσεις γυναικών, τους βιασμούς, τις γυναικοκτονίες, τα δικαιώματα των ΛΟΑΤΚΙ κ.ά.

 Γίνονται πολυπληθείς και πολυάριθμες πορείες, φεστιβάλ, καλλιτεχνικές δράσεις και εν τέλει μάλλον βαυκαλιζόμαστε ότι κάτι αλλάζει, ότι κάτι κάνουμε. Σε ποιους απευθύνονται οι δράσεις μας; Έχουμε να παλέψουμε με θηρία.

Σε μία χώρα που άφησε πίσω το 2021 με 17 γυναικοκτονίες και υποδέχθηκε το 2022 με έναν βιασμό «υπό αμφισβήτηση», όπου το θύμα δέχθηκε πληθώρα ηθικοπλαστικών επιθέσεων «μα τι γύρευε στο πάρτι, μα γιατί να πιει» κλπ κλπ., βλέπουμε σ’ ένα από τα μεγαλύτερα κανάλια της χώρας μας να προβάλλεται μία σειρά που κανονικοποιεί το slut shaming σχολιάζοντας πόσες συντρόφους «κάνει» να έχει μια γυναίκα πριν τον γάμο (ο οποίος αποτελεί φυσικά μονόδρομο) και να αστειεύεται με την ιδέα του βιασμού.

Όλα αυτά μάλιστα ξεστομίζονται στη συγκεκριμένη σειρά από έναν γυναικείο χαρακτήρα. Έναν χαρακτήρα που σε μία πρώτη ματιά θα μπορούσε να μοιάζει μέχρι και συμπαθής, καθώς αποτελεί μία οικεία φιγούρα των μεσογειακών μαμάδων και γιαγιάδων μας. Εδώ ακριβώς έγκειται και η ακόμη μεγαλύτερη επικινδυνότητα του πράγματος. 

Όσα λέγονται βγαίνουν από ένα στόμα χαμογελαστό, που υποδύεται το γυναικείο, απαλύνοντας την επιθετικότητα και την όποια απειλή θα μπορούσε να προκύψει αν οι ίδιες φράσεις έβγαιναν από έναν χαρακτήρα ενδεδυμένο αρρενωπότητα. Τώρα όλα μοιάζουν πιο ανέμελα κι ακίνδυνα. Αθόρυβα, λοιπόν, κι υποσυνείδητα εγγράφονται στο μυαλό μας αυτές οι φράσεις, και συνακόλουθα αυτές οι αντιλήψεις, κάνοντάς μας να πιστεύουμε ότι είναι νορμάλ.

 Έτσι έχουν τα πράγματα αφού το είπαν στην τηλεόραση, αφού γελάει όλος ο κόσμος, εγώ γιατί να μη γελάσω μ’ αυτό – α ναι, ειδικά σε τέτοιου τύπου (αμερικάνικου) σειρές γυρισμένες με ζωντανό κοινό, το κοινό καθοδηγείται πότε να χειροκροτήσει και να γελάσει για να καθοδηγήσει με τη σειρά του το κοινό από το σπίτι.

Και θέλει πραγματικά προσπάθεια να θέσεις υπό αμφισβήτηση αυτά που μέχρι τώρα θεωρούσες νορμάλ. Ακόμη σοκάρομαι που πέρσι με το ξέσπασμα του MeToo με φίλες/ους, συνεργάτες και συμφοιτητές/τριες στο θέατρο προσπαθούσαμε να θυμηθούμε αν έχουμε ζήσει ποτέ περιστατικά που κάποιος υπερέβη τα εσκαμμένα. 

Και θυμηθήκαμε. Αργήσαμε γιατί τότε είχαμε πει «έλα μωρέ, έτσι γίνεται πάντα, δεν πειράζει», αλλά θυμηθήκαμε. Και ξέρετε γιατί είπαμε «έτσι γίνεται πάντα»; Γιατί κι εμείς με Σεφερλή μεγαλώσαμε (εκτός των άλλων).

Κι ας δεν ήμουν απ’ τα παιδιά εκείνα που αθρόα επισκέπτονταν το Δελφινάριο ή το Περοκέ με τους γονείς τους, παιδιά των οποίων τα γέλια ακούγαμε σε κάθε σλάπστικ (σωματικό) αστείο του Μ.Σ., σε κάθε παραμόρφωσή του (π.χ. μεγάλα αυτιά), ή σε κάθε ήχο που υπονοούσε φυσιολογικές λειτουργίες του ανθρώπινου σώματος, παρόλα αυτά, όπως το σύνολο της γενιάς μου, έτσι κι εγώ, έχω δει πολύ Σεφερλή στη ζωή μου.

Ο Μ.Σ. πέτυχε το θεατρικό είδος της επιθεώρησης γερασμένο πια, έτοιμο να ξεψυχήσει. Αποφάσισε, όμως, αντί να το σώσει δίνοντας του το φιλί της ζωής, να το κρατήσει σε κώμα, νεκροζώντανο. Να μην επικοινωνεί με το περιβάλλον του. Να υφίσταται ως είδος αλλά μόνο κατ’ όνομα, ενώ η ουσία του έχει μεταβληθεί. 

Η επιθεώρηση αποτελούταν κατά βάση από την εναλλαγή μουσικών κομματιών και σύντομων σκετς που καυτηρίαζαν την πολιτική και τους πολιτικούς, σχολίαζαν τις νέες συνήθειες που αποκτούσαν οι σύγχρονες κοινωνίες και τις κωμικοτραγικές αλλαγές που έφερναν οι νέοι νόμοι. Τα μουσικά κομμάτια που παρεμβάλλονταν σχολίαζαν περαιτέρω, ανακεφαλαίωναν ή συνέδεαν με το επόμενο «νούμερο» της επιθεώρησης στο οποίο θα συμμετείχαν άλλοι ηθοποιοί κλπ.

Στην περίπτωση του Μ.Σ. έχουμε ένα one man show, ένα θέατρο βεντέτας. Είναι μοναδικός πρωταγωνιστής ο Μ. Σ. και δίπλα του κάποιοι σταθεροί συνεργάτες που υποδύονται πάντα σταθερούς τύπους. Η παράστασή του, αν και διαρκεί περί τις δυόμισι ώρες, περιλαμβάνει μόνο 4-5 μισάωρα νούμερα, στα οποία είναι πρωταγωνιστής και τα οποία αφορμώνται σχεδόν αποκλειστικά από την τηλεοπτική επικαιρότητα.

 Πατά πάνω στο φορμά τηλεοπτικών σειρών και εκπομπών όχι για να τις διακωμωδήσει ή να σχολιάσει κριτικά τα κακώς κείμενα (αν π.χ. λέγαμε ότι σκοπός του είναι η σάτιρα κι όχι η κωμωδία). Αντιθέτως, εγκαθιδρύει περισσότερο τη λογική τους, δομεί και τη δική του παράσταση πάνω σ’ αυτές και στην ουσία επεκτείνει το λεξιλόγιο και τα πρότυπα τα οποία πρώτες αυτές εισάγουν.

Θα μπορούσε κανείς να πει πως ο Σεφερλής αφήνει στο απυρόβλητο την πολιτική, ή καλύτερα την πολιτική επικαιρότητα, γιατί ο τρόπος που εκφράζεται και απευθύνεται δημόσια είναι καθαρά πολιτικός (όπως και ο χαρακτήρας του θεάτρου, εξ’ ορισμού). Πότε επέλεξε να μιλήσει ανοιχτά για την τρέχουσα πολιτική και να ονοματίσει πολιτικά πρόσωπα ο Σεφερλής;

Το 2016, στην επιθεώρηση Αγάπη Μόνο, ο Μ.Σ. υποδύεται τον Δία έχοντας πλάι του παραταγμένους όλους τους Ολύμπιους θεούς. Στο νούμερο αυτό, λοιπόν, αφού κάνει διάφορα σεξιστικά αστεία για γυναίκες και ομοφυλόφυλους, αυτούς σχολιάζει το ύψος ενός από τους μόνιμους συνεργάτες του, βγάζει ένα παροξυσμικό λογύδριο γεμάτο στόμφο στο οποίο επιτίθεται ευθέως στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και ονομαστικά σε εκπροσώπους της καθώς το πρόβλημά του είναι πως τα έχουν βάλει με τα θεία, καταργούν τα θρησκευτικά, κατεβάζουν εικόνες από τις τάξεις των σχολείων κ.λπ., δημιουργώντας έτσι μια κοινωνία χωρίς ιδανικά.

 Επαναλαμβάνω ότι όλα αυτά εκστομίζονται από τον Δία (!). Αναρωτιέμαι, μια που τόσο κόπτεται για τα χριστιανικά ιδεώδη, αν έχει άραγε διαβάσει ο κύριος Μ.Σ. την Καινή Διαθήκη ή έχει μείνει στην Παλαιά όπου οι γυναίκες αντιμετωπίζονταν όπως τα ζώα. Στο σύμπαν του Μ.Σ. οι γυναίκες ή (πρέπει να) είναι σέξυ, ημίγυμνες, χαζές, χωρίς δική τους σεξουαλική διάθεση και πρόθεση, έτοιμες να υποταχθούν για την ευχαρίστηση του άνδρα ή είναι μεγάλες σε ηλικία, με περιττά κιλά, έχουν χάσει τον αισθησιασμό τους, γκρινιάζουν και ο άντρας τους δεν θέλει ούτε να τις βλέπει. Στο επίκεντρο πάντως, βρίσκεται πάντα ο άντρας.

Θα μπορούσα πολλά να πω ακόμη για το είδος των «αστείων» του Μ.Σ, για τον λαϊκισμό του, για την καταφυγή στα κατώτερα ένστικτα του κοινού (γελάω όταν κάποιος πατάει μια μπανάνα και πέφτει – δεν τα λέω εγώ, εκείνος τα λέει δείτε το σχετικό νούμερο στο Πήρε Τοστ το Σαββατόβραδο (2016), για την επικίνδυνη για τη δημοκρατία προτροπή του ως Δίας «να ρίξω κεραυνό, να κάψω τη βουλή, να ξεμπερδεύουμε, να πάρουν ένα μάθημα», για τον ρατσιστικό του λόγο μέσω της επίκλησης στην ανωτερότητα του ελληνικού λαού και της ελληνικής γλώσσας και για τόσα άλλα. 

Θα κλείσω όμως με μια μικρή αναφορά σ’ αυτό το τελευταίο σημείο περί ελληνικής παιδείας και κουλτούρας.

Στο προαναφερθέν λογύδριο, ο Μ.Σ. επικαλείται για ακόμη μια φορά την αρχαία ελληνική μας κληρονομιά έναντι των υπολοίπων λαών «που ζούσαν σε σπηλιές» και «θέλουν να μας πάρουν την κουλτούρα», γιατί εμείς έχουμε «Οιδίποδα, Εκάβη και Ηλέκτρα». 

Πόσοι από το κοινό σας έχουν δει ή έστω γνωρίζουν την υπόθεση μία από αυτές τις τραγωδίες; Ασφαλώς δεν είναι το κοινό που φταίει, δεν ανεβάζουμε εμείς ό,τι θέλει αυτό. Εμείς του μαθαίνουμε τι να θέλει. 

Πώς θα θέλει κάτι που ούτε καν γνωρίζει; Κι αν όπως λέτε το πρόβλημα είναι στα σχολεία και στους πολιτικούς, εσείς από την προνομιούχα θέση σας και την επιδραστικότητα που γνωρίζετε ότι έχετε, τι κάνετε; Ποια ιδανικά λέτε ότι απωλέσαμε, κύριε Σεφερλή ως κοινωνία; Αυτά που προάγουν οι τηλεοπτικές σας σειρές; Έχετε το βήμα να μιλήσετε στον κόσμο για ό, τι θέλετε. Για ποιο πράγμα θα μας μιλήσετε τελοσπάντων κ. Σεφερλή, ποια είναι η δική σας κουλτούρα;

Οι αρχαίοι ό,τι είχαν να μας πουν, μας το είπανε.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα