Το πένθος δεν είναι γεγονός
Ο Μάνος Λαμπράκης καταγράφει την δική του ερμηνεία για το πένθος
Λέξεις; Μάνος Λαμπράκης
Το πένθος δεν είναι γεγονός.
Είναι δομή.
Δεν συμπίπτει με τη στιγμή του θανάτου, αλλά με τη στιγμή που ο κόσμος συνεχίζει χωρίς εκείνον.
Εκεί, ακριβώς εκεί, γεννιέται το ανυπόφορο: όχι στην απώλεια του σώματος, αλλά στην επιμονή της ζωής. Το πένθος αρχίζει όταν ο Άλλος δεν απαντά πια, ενώ όλα γύρω εξακολουθούν να του απευθύνονται. Τα πράγματα μένουν. Και μένοντας, μαρτυρούν. Όχι αυτόν που έφυγε, αλλά εσένα που έμεινες να τα κοιτάς.
Τα πράγματα του νεκρού δεν είναι ουδέτερα. Δεν είναι «αντικείμενα». Είναι φορείς επιθυμίας που έχασαν τον αποδέκτη τους.
Τα ρούχα του δεν καλύπτουν πια σώμα — καλύπτουν απουσία. Το παλτό του δεν ζεσταίνει, υπενθυμίζει το κρύο.
Το πουκάμισό του δεν αγκαλιάζει, συγκρατεί το ίχνος μιας μορφής που δεν θα επαναληφθεί.
Κάθε δίπλωμα, κάθε κρεμάστρα, κάθε τσαλάκωμα είναι μια σκηνή αποχωρισμού που επαναλαμβάνεται χωρίς λύτρωση.
Το πένθος δεν σου ζητά να θυμηθείς.
Σου ζητά να αποφασίσεις τι θα κάνεις με αυτό που επιμένει.
Και εκεί εμφανίζεται το πρώτο αδιέξοδο: τι κάνεις με τα ρούχα του νεκρού; Αν τα κρατήσεις, μοιάζει σαν να καθηλώνεις τον θάνατο σε αναμονή. Αν τα δώσεις, μοιάζει σαν να αποδέχεσαι ότι ο
Άλλος δεν επιστρέφει ποτέ. Καμία απόφαση δεν είναι «σωστή».
Γιατί το πένθος δεν επιλύεται με πράξεις, εκτίθεται μέσα από αυτές. Τα ρούχα γίνονται έτσι μεταβατικά αντικείμενα: ούτε ζωντανά, ούτε νεκρά. Ούτε παρόντα, ούτε παρελθόν. Βρίσκονται σε εκείνη τη ζώνη όπου το υποκείμενο προσπαθεί να σταθεί χωρίς εγγυήσεις.
Το κινητό του νεκρού είναι ίσως το πιο σκληρό αντικείμενο. Γιατί εκεί δεν έχει αποτυπωθεί μόνο το σώμα του, αλλά η φωνή του. Η φωνή ως υπόσχεση απάντησης. Το κινητό δεν είναι απλώς αρχείο· είναι μηχανή προσδοκίας. Το ανοίγεις και ξέρεις ότι δεν θα μιλήσει — κι όμως κάτι μέσα σου περιμένει. Αυτό είναι το πένθος: να γνωρίζεις και ταυτόχρονα να ελπίζεις χωρίς λόγο. Να κοιτάς μια οθόνη που σιωπά και να αισθάνεσαι ότι αυτή η σιωπή σου απευθύνεται προσωπικά.
Δεν διαγράφεις μηνύματα.
Όχι γιατί «κρατάς αναμνήσεις», αλλά γιατί η διαγραφή θα ήταν μια πράξη τελική. Κι εσύ δεν βρίσκεσαι ακόμη στη θέση να επικυρώσεις το τέλος. Το πένθος δεν αντέχει την οριστικότητα.
Κινείται σε μια παρατεταμένη αναστολή. Το κινητό του νεκρού είναι ένα μικρό μνημείο αυτής της αναστολής: ένα αντικείμενο που υπόσχεται επικοινωνία, ενώ επιβεβαιώνει αδιάκοπα την αδυναμία της.
Οι συνήθειες που είχες μαζί του δεν σβήνουν. Γιατί οι συνήθειες δεν ανήκουν στη συνείδηση, ανήκουν στο σώμα.
Το σώμα δεν γνωρίζει θάνατο. Γνωρίζει επανάληψη.
Έτσι, συνεχίζεις να κινείσαι σαν να υπάρχει ακόμη. Το χέρι απλώνεται στο ποτήρι του. Το βλέμμα στρέφεται εκεί όπου καθόταν. Ο χώρος οργανώνεται γύρω από μια απουσία που λειτουργεί σαν κέντρο βάρους. Το πένθος δεν αδειάζει τον χώρο — τον φορτίζει.
Φτιάχνεις καφέ για δύο. Όχι από λάθος, αλλά από πίστη του σώματος στη συνέχεια. Στρώνεις το τραπέζι πλήρες. Το τραπέζι δεν γνωρίζει ακόμη τον θάνατο. Πρέπει να του τον μάθεις. Και αυτή η εκμάθηση είναι αργή, επώδυνη, επαναληπτική. Κάθε μέρα αφαιρείς κάτι. Μια καρέκλα. Ένα ποτήρι. Μια θέση. Το πένθος δεν αφαιρεί μαζικά· αφαιρεί λίγο λίγο, για να αντέχεται.
Υπάρχουν ώρες της ημέρας που έχουν μείνει ακάλυπτες. Ώρες που κάποτε είχαν περιεχόμενο, πρόσωπο, φωνή. Αυτές οι ώρες δεν αντικαθίστανται.
Δεν «γεμίζουν». Παραμένουν κενές, αλλά όχι άδειες. Είναι γεμάτες απουσία. Και η απουσία δεν είναι έλλειμμα· είναι ενεργή δύναμη. Σε καθορίζει. Σε οργανώνει. Σε υποχρεώνει να ξαναβρείς θέση μέσα σε έναν χρόνο που δεν σε περιμένει πια.
Η πόλη μεταμορφώνεται. Δεν είναι πια το σκηνικό της ζωής σου· είναι αρχείο τραύματος. Υπάρχουν δρόμοι που δεν διασχίζονται. Όχι γιατί δεν αντέχεις, αλλά γιατί εκεί η απουσία γίνεται κραυγή.
Ορισμένα φανάρια, ορισμένα καφέ, ορισμένα πεζοδρόμια μετατρέπονται σε τόπους απαγορευμένους. Όχι με νόμο, αλλά με σώμα. Το σώμα ξέρει πού δεν πρέπει να πάει, γιατί εκεί θα καταρρεύσει.
Και τότε καταλαβαίνεις κάτι θεμελιώδες: το πένθος δεν είναι η απώλεια του άλλου.
Είναι η απώλεια του κόσμου όπως τον ήξερες μαζί του.
Οι μικρές τελετουργίες που είχατε —το ποτό, η σιωπή στο αυτοκίνητο, η αλλαγή σταθμών στο ραδιόφωνο— συνεχίζουν να υπάρχουν, αλλά χωρίς συμμετρία. Η πράξη γίνεται. Η ανταπόκριση όχι.
Κι αυτό είναι το πιο σκληρό μάθημα: ότι μπορείς να συνεχίσεις να πράττεις, αλλά δεν μπορείς να συνεχίσεις να σχετίζεσαι όπως πριν. Το πένθος είναι η εκπαίδευση σε μια ασύμμετρη σχέση.
Μιλάς δυνατά. Όχι γιατί πιστεύεις ότι θα απαντήσει, αλλά γιατί ο λόγος σου δεν αντέχει να μείνει άστεγος. Λες «εντάξει» με τη φωνή του. Λες φράσεις χωρίς περιεχόμενο. Αυτές οι φράσεις είναι κραυγές χωρίς ήχο. Είναι προσπάθειες να επανεγκατασταθεί ο Άλλος στη γλώσσα, έστω και ως σκιά.
Όταν σε ρωτούν πώς είσαι, λες «καλά».
Το «καλά» είναι η πιο τίμια απάντηση. Γιατί δεν λέει τίποτα. Και στο πένθος, η αλήθεια δεν λέγεται — αντέχεται. Το «καλά» είναι ένας τρόπος να προστατεύσεις το ρήγμα από το βλέμμα των άλλων.
Σιγά σιγά καταλαβαίνεις ότι ο νεκρός δεν βρίσκεται πίσω σου. Δεν είναι παρελθόν. Βρίσκεται μέσα σου ως εσωτερικός Άλλος. Ως φωνή που δεν μιλά, αλλά κατευθύνει. Ως απουσία που οργανώνει την επιθυμία σου. Το πένθος δεν είναι να «αφήνεις πίσω». Είναι να ενσωματώνεις χωρίς να καταβροχθίζεις.
Κι αν κάποτε αλλάξεις, να ξέρεις: δεν θεράπευσες την απώλεια.
Έμαθες να ζεις με αυτήν χωρίς να ακυρώνεις τον δεσμό.
Το πένθος δεν τελειώνει.
Μετασχηματίζεται.
Και ίσως αυτό να είναι τελικά η πιο αυστηρή μορφή αγάπης: να επιτρέπεις στον νεκρό να μην επιστρέφει, αλλά να μην εξαφανίζεται.
Με σταθερότητα, με ρωγμές, και με όση γλώσσα αντέχει ακόμη να μιλά.
*Ο Μάνος Λαμπράκης είναι θεατρικός συγγραφέας, δραματουργός και μεταφραστής


