Τρεις αναλύσεις που φωτίζουν το φαινόμενο Μαμντάνι
Τα μεγάλα ΜΜΕ του κόσμου αναλύουν την πιο υποσχόμενη περίπτωση της αμερικάνικης πολιτικής σκηνής.
Η νίκη του Ζόραν Μαμντάνι στις προκριματικές εκλογές των Δημοκρατικών στη Νέα Υόρκη αντιπροσωπεύει κάτι περισσότερο από μια εκλογική ανατροπή. Είναι επιβεβαίωση ότι η προοδευτική πολιτική, όταν ασκείται με πειθαρχία, όραμα και ενέργεια, μπορεί να βρει ευρεία απήχηση – ακόμα και σε μια πόλη γνωστή για τις παγιωμένες δομές εξουσίας της.
Αυτές δεν ήταν συνηθισμένες προκριματικές εκλογές. Ο Άντριου Κουόμο, πρώην κυβερνήτης της πολιτείας της Νέας Υόρκης, του οποίου η πολιτική πτώση έμοιαζε πριν λίγα χρόνια μη αναστρέψιμη, είχε τοποθετηθεί ως το αδιαμφισβήτητο φαβορί. Με την υποστήριξη εκατομμυρίων δολαρίων από εταιρικά συμφέροντα, υπερ-επιτροπές χρηματοδότησης και δισεκατομμυριούχους δωρητές όπως ο Μάικλ Μπλούμπεργκ και ο Μπιλ Άκμαν, ο Κουόμο βασίστηκε κυρίως στην αδράνεια του συστήματος και σε υποστηρίξεις από τα πάνω. Ωστόσο, το βράδυ της Τρίτης φάνηκε καθαρά ότι αυτά από μόνα τους δεν ήταν αρκετά για να τον οδηγήσουν στη νίκη. Ο Μαμντάνι, 33χρονος βουλευτής από το Κουίνς, διεξήγαγε μια εξαιρετικά πειθαρχημένη εκστρατεία επικεντρωμένη στο ζήτημα του κόστους ζωής, δίνοντας έμφαση σε βασικές ανάγκες όπως η στέγαση, οι μεταφορές, η παιδική μέριμνα και τα τρόφιμα.
Οι επανειλημμένες προσπάθειες να παρουσιαστεί ως απλώς ένας «μουσουλμάνος σοσιαλιστής» με ριζοσπαστικές ιδέες, να ωθηθεί η προεκλογική συζήτηση σε διχαστικές πολιτικές ταυτοτήτων ή να μετατραπούν οι εκλογές σε δημοψήφισμα για το Ισραήλ, απέτυχαν. Όμως η επιτυχία του δεν οφείλεται μόνο στη συνεπή του επικοινωνία. Ο Μαμντάνι διαθέτει πολιτικό ταλέντο ριζωμένο σε αυθεντικό χάρισμα. Η γλωσσική του ευχέρεια, η σαφήνεια των στόχων του και η ειλικρίνειά του του επέτρεψαν να επικοινωνήσει με πειστικότητα με εκλογείς από ποικίλα υπόβαθρα. Δεν ήταν απλώς ένας ακόμα ακτιβιστής-πολιτικός· αποδείχθηκε φυσικός ηγέτης – ικανός να μιλά για ηθικές αλήθειες χωρίς διδακτισμό (ηθικολογία).
Την ίδια στιγμή, η προσπάθεια του Κουόμο να επανεφεύρει τον εαυτό του στην πολιτική σκηνή της Νέας Υόρκης αποδείχθηκε προβληματική εξαρχής. Πολλοί ψηφοφόροι αντιλήφθηκαν την υποψηφιότητά του ως μια αλαζονική προσπάθεια επιστροφής στην εξουσία, μια απόπειρα αποκατάστασης του προφίλ του παρά μια σοβαρή δέσμευση για την επίλυση των προβλημάτων της πόλης. Αγνόησε το νέο, σχετικώς, σύστημα ιεραρχικής ψήφου, απομονώθηκε αντί να χτίσει συμμαχίες – ακόμη και με μετριοπαθείς προσωπικότητες.
Η διαφορά στις προεκλογικές τακτικές ήταν ενδεικτική. Η καμπάνια του Μαμντάνι ήταν ουσιαστικά από τη βάση προς τα πάνω, κινητοποιημένη από αφοσιωμένους εθελοντές, ανάμεσά τους πολλοί νέοι ακτιβιστές των Δημοκρατικών Σοσιαλιστών της Αμερικής (DSA). Ήταν επίσης σύγχρονη και έξυπνη, με κατανόηση ότι όλο και μεγαλύτερο μέρος του εκλογικού σώματος διαμορφώνει απόψεις μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, και χρησιμοποίησε καινοτόμους τρόπους επικοινωνίας πολιτικής. Αξιοσημείωτο είναι ότι σχεδόν το ένα τέταρτο των πρόωρων ψήφων προήλθε από ανθρώπους που ψήφιζαν για πρώτη φορά σε εκλογές της Νέας Υόρκης.
Ωστόσο, τα αποτελέσματα δείχνουν καθαρά ότι η εκλογική του βάση δεν περιορίστηκε μόνο σε νέους με πανεπιστημιακή μόρφωση που συνδέθηκαν ενεργά με την καμπάνια του. Ο Μαμντάνι σημείωσε επιτυχίες σε περιοχές όπως οι Bay Ridge, Bensonhurst, Dyker Heights, Sunset Park και Brighton Beach – όλες περιοχές που είχαν στραφεί προς τα δεξιά στις προεδρικές εκλογές του 2024. Αυτό αντανακλά την επίμονη προσπάθειά του να απευθυνθεί σε νέους, εργατικής τάξης ψηφοφόρους που ένιωθαν αποξενωμένοι από το Δημοκρατικό Κόμμα. Το πρώτο viral βίντεο της καμπάνιας του ήρθε τον Νοέμβριο, όταν πήρε συνεντεύξεις από Νεοϋορκέζους που είχαν ψηφίσει Τραμπ σχετικά με τα προβλήματα του κόστους ζωής. Μπροστά σε ένα δύσπιστο κοινό, κατάφερε να παρουσιάσει τον δημοκρατικό σοσιαλισμό ως καθολική πολιτική και όχι ως ταυτοτική θέση ή επικίνδυνη ιδεολογία. Ωστόσο, και η οικοδόμηση συμμαχιών έπαιξε καθοριστικό ρόλο. Κρίσιμη για την ευρεία επιτυχία του ήταν η αρχών στήριξη από προοδευτικές προσωπικότητες όπως ο Ελεγκτής Μπραντ Λάντερ. Ο Λάντερ διεκδικούσε ο ίδιος τον δήμο, αλλά αναγνώρισε τη σημασία του συστήματος ιεραρχικής ψήφου και την ανάγκη να ηττηθεί ο Κουόμο, διατυπώνοντας δημόσια στήριξη προς τον Μαμντάνι. Η προσέγγισή του βοήθησε στη διαμόρφωση ενός ενιαίου μετώπου – κάτι σπάνιο στους συχνά διχασμένους προοδευτικούς κύκλους – και αποδείχθηκε καθοριστική.
Οι ψηφοφόροι, από την πλευρά τους, απέδειξαν ότι ήταν έτοιμοι για αλλαγή. Δεν ενέδωσαν στις κυνικές τρομοκρατικές αφηγήσεις για κύματα εγκληματικότητας και αντισημιτισμού που δήθεν θα έφερνε η νίκη του Μαμντάνι. Αντιθέτως, εξέτασαν με ρεαλισμό τη ζωή τους, αξιολόγησαν τις αποτυχίες του Δημοκρατικού Κόμματος και επέλεξαν κάτι φρέσκο, νέο και ουσιαστικά διαφορετικό από το αποτυχημένο κατεστημένο.
Ωστόσο, τα αποτελέσματα της Τρίτης εγείρουν βαθύτερα ερωτήματα για το μέλλον. Η νίκη του Μαμντάνι, όσο σημαντική κι αν είναι, πρέπει τώρα να δοκιμαστεί απέναντι στον Έρικ Άνταμς και –πιθανότατα– ξανά τον Κουόμο στις εκλογές του Νοεμβρίου. Και μετά έρχεται μια πολύ πιο δύσκολη δοκιμασία: η διακυβέρνηση. Οι προοδευτικοί στις ΗΠΑ παρακολουθούν στενά μετά τα στραβοπατήματα του Μπράντον Τζόνσον στο Σικάγο, ενός άλλου ελπιδοφόρου αριστερού δημάρχου, απέναντι σε εδραιωμένες αντιστάσεις αλλά και δικά του διοικητικά λάθη. Ο Μαμντάνι θα χρειαστεί να τα διαχειριστεί καλύτερα, αν εκλεγεί. Η ιστορική εμπειρία ίσως προσφέρει λίγη αισιοδοξία. Η παράδοση επιτυχημένου δημοτικού σοσιαλισμού στις ΗΠΑ, όπως στο Μιλγουόκι με τους λεγόμενους «σοσιαλιστές του υπονόμου» και πιο πρόσφατα στο Μπέρλινγκτον υπό τον Μπέρνι Σάντερς, αποτελεί χειροπιαστό παράδειγμα σοσιαλιστικής διακυβέρνησης με αποτελεσματικότητα, επάρκεια και λαϊκή στήριξη. Η κληρονομιά του Σάντερς στο Μπέρλινγκτον, ιδίως, θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως πρότυπο για τον Μαμντάνι: πραγματιστική, αλλά αρχών διακυβέρνηση που κερδίζει σταδιακά τη νομιμοποίηση ακόμη και των σκεπτικιστών.
Οι δήμαρχοι της Νέας Υόρκης παραδοσιακά θεωρούνταν άνθρωποι που «έρχονται από το πουθενά και δεν πηγαίνουν πουθενά» πολιτικά. Ο Μαμντάνι μπορεί να σπάσει αυτό το καλούπι, ακολουθώντας την πορεία του Σάντερς – από αποτελεσματικός δημοτικός ηγέτης σε ανθεκτική φωνή στην εθνική πολιτική σκηνή. Για να το πετύχει, όμως, πρέπει να εμπιστευτεί τη δική του κρίση – που ήδη έχει αποδειχθεί διεισδυτική και στρατηγικά εύστοχη. Πρέπει να διατηρήσει την ανεξαρτησία του από δύο κατεστημένα: το εταιρικό, που τον πολέμησε λυσσαλέα, και το προοδευτικό κατεστημένο των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων (ΜΚΟ), του οποίου τα πολιτικά ένστικτα απέτυχαν στις πρόσφατες εκλογικές αναμετρήσεις [αναφέρεται μάλλον στις δημαρχικές εκλογές του 2021 με υποψήφια μαύρη ΜΚΟ ακτιβίστρια].
Η πλατφόρμα του Μαμντάνι, η οποία συνδυάζει μια «ατζέντα αφθονίας» βασισμένη στην αύξηση της προσφοράς με αιτήματα για δίκαιη αναδιανομή και επεκταμένες δημόσιες επενδύσεις, αποτελεί ακριβώς το είδος κοινωνικοδημοκρατικής διακυβέρνησης που χρειάζεται απεγνωσμένα η Νέα Υόρκη. Δεν υπάρχει τίποτα θεμελιωδώς ριζοσπαστικό σε αυτά τα αιτήματα· αυτό που είναι πραγματικά ριζοσπαστικό είναι ο ενθουσιασμός που προκάλεσαν σε εκλογείς, συμπεριλαμβανομένων πολλών που είχαν αποσυρθεί από την τοπική πολιτική.
Την Τρίτη, ο Μαμντάνι πέτυχε αναμφισβήτητα μια μεγάλη νίκη στη μεγαλύτερη πόλη της Αμερικής. Αλλά πρέπει να είμαστε ρεαλιστές για τις προκλήσεις που έρχονται. Οι εκλογικές νίκες έχουν νόημα μόνο αν μεταφραστούν σε ουσιαστικές βελτιώσεις στη ζωή των ανθρώπων. Η πολιτική ορμή μπορεί να χαθεί γρήγορα αν η διακυβέρνηση αποτύχει. Ο Μαμντάνι φέρει τεράστια ευθύνη – όχι μόνο απέναντι στο εκλογικό του σώμα, αλλά και απέναντι σε ένα ευρύτερο προοδευτικό κίνημα που τον παρακολουθεί από όλη τη χώρα και τον κόσμο.
Τι Μπορεί (και Τι Δεν Μπορεί) να Μας Διδάξει η Νίκη του Μαμντάνι του Jared Abbott
Η εντυπωσιακή νίκη του Ζόραν Μαμντάνι δείχνει τη δύναμη της πολιτικής που εστιάζει στις βασικές οικονομικές ανάγκες και τη χρεοκοπία του Δημοκρατικού κατεστημένου. Αλλά πόσα από τα διδάγματά της μπορούν να εφαρμοστούν σε εθνικό επίπεδο; Η νίκη του Ζόραν Μαμντάνι στις προκριματικές εκλογές των Δημοκρατικών για τη δημαρχία της Νέας Υόρκης ήταν μια τεράστια, συγκλονιστική ανατροπή. Όταν ανακοίνωσε την υποψηφιότητά του τον Οκτώβριο, οι πολιτικοί αναλυτές χλεύαζαν: «Μπορεί αυτός ο φιλοπαλαιστίνιος σοσιαλιστής να γίνει ο επόμενος δήμαρχος της Νέας Υόρκης;» έγραφε το City & State. Για το Politico, δεν ήταν τίποτα περισσότερο από ένα «μακρινό ενδεχόμενο», η παρουσία του οποίου απλώς θα ζημίωνε πιο καθιερωμένους προοδευτικούς υποψηφίους όπως ο Μπραντ Λάντερ ή η Τζέσικα Ράμος. Λιγότερο από έναν μήνα πριν τις εκλογές, οι στοιχηματικές αγορές του έδιναν μόλις 6% πιθανότητες να νικήσει το φαβορί Άντριου Κουόμο.
Κι όμως, ο Μαμντάνι κέρδισε – όχι με οριακή νίκη στον έβδομο γύρο της ιεραρχικής ψήφου, αλλά παίρνοντας την πρωτιά στις πρώτες επιλογές και επικρατώντας άμεσα το βράδυ των εκλογών. Η νίκη του στέλνει ένα σαφές μήνυμα: μια τολμηρή λαϊκιστική εκστρατεία με σαφή εστίαση στα οικονομικά προβλήματα μπορεί να αγγίξει τους ψηφοφόρους, ακόμη και όταν το κατεστημένο, οι δισεκατομμυριούχοι και το κόμμα στέκονται απέναντί σου. Η θριαμβευτική επιτυχία του προσφέρει πολύτιμα διδάγματα για την Αριστερά, τόσο στη Νέα Υόρκη όσο και πέρα από αυτή.
Για τους προοδευτικούς, αυτή η εκλογική αναμέτρηση ήταν μια ισχυρή επιβεβαίωση της οικονομικο-λαϊκιστικής στρατηγικής που εδώ και καιρό υποστηρίζουμε στο Κέντρο Πολιτικής της Εργατικής Τάξης (CWCP). Όπως έγραψαν οι συνεργάτες του CWCP Ματ Κάρπ και Ντάστιν Γκουαστέλα σε άρθρο στον Guardian το 2021, για να κερδίσουν οι Δημοκρατικοί πρέπει να «αγκαλιάσουν τα βασικά οικονομικά ζητήματα». Κι αυτό ακριβώς έκανε ο Μαμντάνι, σε αντίθεση με πολλούς άλλους προοδευτικούς υποψηφίους των τελευταίων ετών. Η καμπάνια του ήταν εξαιρετικά πειθαρχημένη, με εστίαση στη στέγαση, τις μεταφορές, τους μισθούς και το κόστος διαβίωσης. Αυτό το μήνυμα δεν απευθύνθηκε μόνο στον προοδευτικό πυρήνα, αλλά έφτασε και σε πολλούς εργαζόμενους Νεοϋορκέζους που παραδοσιακά είτε απέχουν είτε αποφεύγουν τους προοδευτικούς υποψηφίους.
Καθοριστικό ήταν επίσης ότι ο Μαμντάνι προσέγγισε με ρεαλισμό ζητήματα που έχουν προκαλέσει προβλήματα σε άλλους αριστερούς υποψηφίους. Κράτησε αποστάσεις από τη ρητορική του «καταργείστε την αστυνομία», χωρίς όμως να αποκηρύξει την ανάγκη για μεταρρυθμίσεις στη δημόσια ασφάλεια. Επίσης απέφυγε τη χρήση ακτιβιστικής ορολογίας που αποξενώνει πιο μετριοπαθείς ή απολιτίκ ψηφοφόρους. Το αποτέλεσμα ήταν μια καμπάνια που είχε απήχηση εκεί που άλλοι προοδευτικοί απέτυχαν. Ο Μαμντάνι ξεπέρασε προηγούμενους αριστερούς υποψηφίους σε πολλές εργατογειτονιές, ενώ η έμφαση στο κόστος ζωής πιθανότατα ενεργοποίησε ψηφοφόρους που συνήθως δεν προσέρχονται στις κάλπες. Πράγματι, η συμμετοχή ξεπέρασε το ένα εκατομμύριο – περισσότερη από οποιαδήποτε από τις έξι τελευταίες προκριματικές.
Η οικονομική, ιδεολογικά ρεαλιστική στρατηγική του Μαμντάνι είναι κρίσιμη, καθώς οι περιστασιακοί ψηφοφόροι των Δημοκρατικών είναι συχνά λιγότερο προοδευτικοί και περισσότερο οικονομικά ευάλωτοι από τους σταθερούς ψηφοφόρους. Η ικανότητά του να κινητοποιήσει τέτοιους πολίτες δείχνει ότι το οικονομικό μήνυμα μπορεί να διευρύνει τη βάση της Αριστεράς πέρα από τον συνήθη πυρήνα.
Υπάρχουν διδάγματα εδώ και για το σύνολο των Δημοκρατικών. Πρώτον, το να είσαι απλά «αντι-Τραμπ» δεν αρκεί. Όπως έγραψε ο Μπέρνι Σάντερς, η νίκη του Μαμντάνι δείχνει ότι «πρέπει να προτείνουμε ένα θετικό όραμα και μια ανάλυση του γιατί τα πράγματα είναι όπως είναι». Αυτό συνάδει και με τα ευρήματα του CWCP στην Πενσιλβάνια, όπου οι ψηφοφόροι του 2024 έδειξαν ότι τους επηρεάζουν πολύ περισσότερο τα θετικά οικονομικά μηνύματα παρά οι επιθέσεις στον Τραμπ.
Δεύτερον, η επικοινωνία και το χάρισμα μετρούν. Σε αντίθεση με πολλούς Δημοκρατικούς –συμπεριλαμβανομένης της Καμάλα Χάρις– ο Μαμντάνι είναι εξαιρετικός στο «λιανικό πολιτικό μάρκετινγκ» και επικοινωνεί με τους ψηφοφόρους εκεί που βρίσκονται: στον δρόμο, μέσω της δυναμικής του καμπάνιας πόρτα-πόρτα, στο διαδίκτυο με σύντομα, δημιουργικά και συχνά χιουμοριστικά βίντεο, αλλά και σε εκτενή podcast. Κατάφερε να χτίσει μια αυθεντική, γειωμένη εικόνα στη βάση.
Τέλος, η νίκη του Μαμντάνι επιβεβαιώνει –αν χρειάζεται άλλη μια επιβεβαίωση– ότι το Δημοκρατικό κατεστημένο είναι εκτός επαφής με τη βάση του. Η σχεδόν ομόφωνη αντίθεσή του θύμισε την εχθρότητα προς τον Σάντερς το 2020 και ενίσχυσε την εικόνα ενός κόμματος αποκομμένου από τον λαό του. Ο βουλευτής Τζέρι Νάντλερ χαρακτήρισε τη νίκη του Μαμντάνι «σεισμική για το Δημοκρατικό Κόμμα, συγκρίσιμη μόνο με εκείνη του Ομπάμα το 2008». Η νίκη αυτή θα έπρεπε να λειτουργήσει ως ξύπνημα – αλλά πιθανότατα δεν θα το κάνει.
Παράλληλα, πρέπει να είμαστε σαφείς σχετικά με το τι δείχνει και τι δεν δείχνει αυτή η νίκη για την προοδευτική πολιτική γενικότερα, ιδιαίτερα εκτός των προπυργίων των Δημοκρατικών όπως η Νέα Υόρκη. Πρώτον, η επιτυχία του Μαμντάνι δεν σημαίνει ότι οι προοδευτικοί μπορούν παντού να κινηθούν εξίσου αριστερά σε διχαστικά κοινωνικά ζητήματα και να προσελκύσουν την εργατική τάξη. Αντίθετα, ο ίδιος ο Μαμντάνι φαίνεται να γνώριζε αυτά τα όρια και αποστασιοποιήθηκε προσεκτικά από θέσεις όπως το «defund the police», ώστε να μην αποσπάσει την προσοχή από το οικονομικό του μήνυμα.
Η νίκη του είναι εντυπωσιακή παρά τις επιθέσεις που δέχθηκε, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως θα είχε την ίδια επιτυχία σε μια μετριοπαθή ή συντηρητική περιφέρεια. Ο λόγος που τα κατάφερε ήταν ότι απευθυνόταν σε ένα προοδευτικό εκλογικό σώμα. Οι απόφοιτοι πανεπιστημίων αποτελούν έως και 55% των ψηφοφόρων στις προκριματικές της Νέας Υόρκης — αλλά μόλις 35% στις κρίσιμες πολιτείες. Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς τον Μαμντάνι να αντέχει τέτοιες επιθέσεις σε αυτό το διαφορετικό πλαίσιο. Η συμμαχία που τον στήριξε — ενοικιαστές, εργαζόμενοι σε υπηρεσίες και προοδευτικοί επαγγελματίες — είναι υπαρκτή και αυξανόμενη. Αλλά δεν είναι ακόμη αρκετά μεγάλη για να κερδίσει εθνικές ή πολιτειακές εκλογές. Αν θέλουμε να νικήσουμε τον Τραμπισμό και να φέρουμε ουσιαστικά οφέλη στους εργαζόμενους, οι προοδευτικοί πρέπει να ξανακερδίσουν πολλούς εργαζόμενους όλων των φυλών και τάξεων που έχουν χάσει τις τελευταίες δεκαετίες. Και δεν υπάρχει συντόμευση για αυτό.
Αυτό δεν μειώνει τη σημασία της νίκης του Μαμντάνι. Αν και η καμπάνια του δεν είναι πρότυπο για κάθε περιφέρεια, αποτελεί ορόσημο για την Αριστερά — ίσως το πιο σημαντικό εκλογικό επίτευγμα της προοδευτικής γενιάς. Είναι μια ισχυρή απόδειξη του πόσο μακριά μπορεί να φτάσει μια σαφής, γειωμένη και επικεντρωμένη στα οικονομικά εκστρατεία — ακόμη και απέναντι σε έναν ισχυρό και βαθιά ριζωμένο αντίπαλο.
Οι επικριτές του Ζόραν Μαμντάνι παίζουν το παιχνίδι της πολιτικής ταυτοτήτων
Η νίκη του Ζόραν Μαμντάνι στις δημοκρατικές προκριματικές εκλογές για τη δημαρχία της Νέας Υόρκης έχει προκαλέσει κρίση αποπληξίας στους συντηρητικούς σχολιαστές. Η αντίδραση της Δεξιάς — η παρουσίασή του ταυτόχρονα ως φιλο-ΛΟΑΤΚΙ κομμουνιστή και τζιχαντιστή, με εκκλήσεις ακόμα και για την απέλασή του — προϊδεάζει για τα προβλήματα του Ρεπουμπλικανικού κόμματος στην επικοινωνία του, εάν περισσότεροι Δημοκρατικοί ακολουθήσουν το παράδειγμα του Μαμντάνι και υποβαθμίσουν τις «γουόκ» ταυτοτικές πολιτικές υπέρ των υλικών ζητημάτων, όπως το ενοίκιο, οι μισθοί και η ανισότητα.
Μια γρήγορη ματιά στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αποκαλύπτει έναν φρικιαστικό καλειδοσκόπιο επιθέσεων εναντίον του Μαμντάνι αποκλειστικά και μόνο λόγω του ότι είναι μουσουλμάνος. Η βουλευτής του MAGA, Μάρτζορι Τέιλορ Γκριν*, για παράδειγμα, δημοσίευσε μια τεχνητά παραγόμενη εικόνα της Ελευθερίας που φορά μπούρκα, με τη λεζάντα: «Αυτό πονάει». Ο ιδρυτής του Turning Point USA, Τσάρλι Κερκ, από την άλλη, παραληρούσε: «Πριν 24 χρόνια, μια ομάδα μουσουλμάνων σκότωσε 2.753 ανθρώπους την 11η Σεπτεμβρίου. Τώρα, ένας μουσουλμάνος σοσιαλιστής είναι καθ’ οδόν για να κυβερνήσει τη Νέα Υόρκη». Αγνοούν φυσικά ότι ο Μαμντάνι είναι Σιίτης μουσουλμάνος που έχει ταχθεί υπέρ της «απελευθέρωσης των κουήρ» και ότι η σύζυγός του δεν φορά καν μαντίλα. Όπως έχουν επισημάνει πιο διορατικοί συντηρητικοί σχολιαστές όπως ο Κρίστοφερ Ρούφο, ο Μαμντάνι είναι ουσιαστικά προϊόν βαθιάς αφομοίωσης από την προοδευτική κουλτούρα της Νέας Υόρκης και το κίνημα που έχει διαμορφωθεί γύρω από την αναζωογονημένη Οργάνωση Δημοκρατικών Σοσιαλιστών της Αμερικής (DSA).
Ωστόσο, σε αντίθεση με άλλους DSA αριστερούς της εποχής του 2020, στην καμπάνια του υποβάθμισε σε μεγάλο βαθμό τη σκληροπυρηνική ρητορική περί φυλής και φύλου, επιλέγοντας να εμπλακεί προσωπικά με τους ψηφοφόρους και να απευθυνθεί στις ανησυχίες των κοινωνικά καθοδικών και μορφωμένων μεσαίων στρωμάτων της πόλης. Μεταξύ αυτών: υψηλά ενοίκια, χαμηλοί μισθοί, τεράστια έξοδα που σχετίζονται με την απόκτηση παιδιών τα οποία αποθαρρύνουν τη δημιουργία οικογένειας, αλλά και γραφειοκρατικά εμπόδια που δυσκολεύουν τις μικρές επιχειρήσεις και ενισχύουν τον πληθωρισμό.
Πρόκειται για θεαματική αναστροφή πορείας για τον Μαμντάνι. Στο παρελθόν είχε υποστηρίξει τη μείωση της χρηματοδότησης της αστυνομίας (περιλαμβανομένων μέτρων για την προώθηση των δικαιωμάτων ΛΟΑΤΚΙ). Όμως, στην καμπάνια του αποστασιοποιήθηκε από τέτοια θέματα — ή τουλάχιστον τα κράτησε στο παρασκήνιο. Υποχώρησε από τη ρητορική του για το # defund police κατά τη διάρκεια μιας τηλεμαχίας και, αν και εξακολουθεί να στηρίζει δημόσια χρηματοδοτούμενη ιατρική περίθαλψη για διεμφυλικά παιδιά, αυτό απέχει πολύ από το να αποτελεί τον κεντρικό άξονα του μηνύματός του.
Παρότι στόχευσε συγκεκριμένες κοινότητες της Νέας Υόρκης με βίντεο στα οποία μιλά Χίντι και Ισπανικά, ο Μαμντάνι κατάφερε συνήθως να μετατοπίσει κάθε συζήτηση πίσω σε ζητήματα τάξης και ανισότητας — την ιστορική αποστολή της «Παλιάς Αριστεράς» πριν την εποχή της πολιτισμικής στροφής και την άνοδο της πολιτικής των ταυτοτήτων. Ένας προεκλογικός του λόγος, στον οποίο τόνισε την αντιρατσιστική δράση του πατέρα του κατά των νόμων Τζιμ Κρόου, ήταν αποκαλυπτικός. Αν και ξεκίνησε με θέματα φυλετικών διακρίσεων του παρελθόντος, δεν ακολούθησε τη συνήθη προοδευτική γραμμή ότι ο «δομικός ρατσισμός» συνεχίζεται αμείωτος. Αντίθετα, υποστήριξε πως οι ελευθερίες για τις οποίες αγωνίστηκαν μορφές όπως ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ είναι κενές νοήματος όταν τα φτωχότερα και εργατικά στρώματα βρίσκονται υπό υπερβολική οικονομική πίεση ώστε να μπορούν να τις ασκήσουν. Η μόνη σημαντική εξαίρεση είναι η στάση του απέναντι στην Παλαιστίνη. Εδώ, αρνήθηκε να αποκηρύξει το ανατριχιαστικό σύνθημα «παγκοσμιοποιήστε την Ιντιφάντα» — κάτι που κατανοητά προκαλεί ανησυχία σε πολλούς Αμερικανοεβραίους. Ωστόσο, αυτό τελικά δεν τον εμπόδισε να κερδίσει ένα καθοριστικό ποσοστό του εκλογικού σώματος στις προκριματικές, περιλαμβανομένων και αρκετών νέων Εβραίων ψηφοφόρων. Η νίκη του Μαμντάνι θα πρέπει να προκαλέσει ανησυχίες στους Ρεπουμπλικάνους ενόψει των ενδιάμεσων εκλογών του 2026 και των προεδρικών του 2028. Αν περισσότεροι Δημοκρατικοί επικεντρωθούν αυστηρά σε επιδόματα, μισθούς, υγεία και κοινωνική ασφάλιση αντί για τους πολιτισμικούς πολέμους, οι Ρεπουμπλικάνοι μπορεί να βρεθούν σε δύσκολη θέση. Έχοντας εκλεγεί με λαϊκίστικη ρητορική, οι Ρεπουμπλικάνοι έχουν αφιερώσει τους τελευταίους μήνες στην προώθηση ενός νέου πολέμου στη Μέση Ανατολή και σε περικοπές στο Medicaid. Οι συκοφαντικές κατηγορίες περί κρυφο-ισλαμισμού δεν θα αποδώσουν.
Ο Σόραμπ Αχμάρι είναι αρχισυντάκτης ΗΠΑ στο UnHerd και συγγραφέας, πιο πρόσφατα, του βιβλίου Tyranny, Inc: How Private Power Crushed American Liberty — and What To Do About It.