Ο Θεσσαλονικιός που λύνει τα μυστήρια στον «Σκαραβαίο» ανακρίνεται από την Parallaxi…
Ο ηθοποιός Κωνσταντίνος Λιάρος σε μία συνέντευξη εφ' όλης της ύλης στην Parallaxi.
Η μυθοπλασία και κυρίως οι true crime σειρές τα τελευταία χρόνια έχουν την τιμητική τους στην ελληνική τηλεόραση. Σκηνοθεσία και φωτογραφία υψηλού επιπέδου, με πλοκές που σε κάνουν να κολλάς από το πρώτο επεισόδιο και φρέσκα πρόσωπα που αγαπάμε και ταυτιζόμαστε από τις πρώτες σκηνές προβολής των ελληνικών παραγωγών που για ακόμη μία χρονιά έχουν θέσει τον πήχη ψηλά. Ένας Θεσσαλονικιός, τρυπώνει στο Τμήμα Ανθρωποκτονιών και πλάι σε έναν έμπειρο αστυνομικό, προσπαθεί να λύσει εγκλήματα που έχουν σοκάρει την ελληνική κοινωνία.
Ο ηθοποιός Κωνασντίνος Λιάρος, ανήκει στην γενιά των ηθοποιών που εγκατέλειψαν την Θεσσαλονίκη – παρά την λαμπρή τους καριέρα εδώ – και διαπρέπουν στην Αθήνα, φέτος τον ξεχωρίσαμε στη νέα τηλεοπτική σειρά του Alpha “Σκαραβαίος”.
Τον τελευταίο καιρό και ειδικά από την καραντίνα και μετά, απολαμβάνει περισσότερο τα σπίτια με μουσική, ταινίες, διάβασμα και μαζί με φίλους για τραπεζώματα, επιτραπέζια κλπ. Η μεγάλη του αγάπη είναι η θάλασσα, με την οποία συνδέθηκα από μικρός, κολυμπώντας, κάνοντας ιστιοπλοΐα και windsurfing. Τους χειμώνες παρηγοριέται με πεζοπορίες, εξερεύνηση και τρέξιμο στη φύση. Αγαπά τους γονείς του, τους φίλους του, τα σκυλιά και τις πολικές αρκούδες. Έχει περάσει στο τμήμα Μηχανολόγων-Μηχανικών του ΤΕΙ Κεντρικής Μακεδονίας όμως άφησε την σχολή.
“Στην Αθήνα, για εμένα είναι όλα καινούρια και την απολαμβάνω πολύ, αλλά προτιμώ να αποφεύγω το κέντρο της και στον ελεύθερο μου χρόνο να ανεβαίνω στο λόφο Φιλοπάππου. Κάτι που σιχαίνομαι είναι η απουσία ενσυνειδητότητας και ενσυναίσθησης στους ανθρώπους. Την παρατηρώ καθημερινά στο δρόμο με το αυτοκίνητο αλλά και σαν πεζός. Όταν ο καθένας κάνει ότι τον βολεύει, σαν να μην υπάρχει ο χώρος, ο χρόνος και γενικώς η ανάγκη του αλλού, τρελαίνομαι!
Δυστυχώς ή ευτυχώς δεν αποφοίτησα ποτέ από το Τμήμα Μηχανολόγων Μηχανικών. Τα δυο χρόνια που ήμουν στις Σέρρες σαν φοιτητής και είχα τριβή με την σχολή, ένιωθα ότι κάτι δεν με ολοκλήρωνε, κάτι έλειπε. Θυμάμαι εκείνο τον καιρό να μην με εκφράζει η επιλογή που είχα κάνει ή που είχε κάνει το μηχανογραφικό για’ μένα τέλος πάντων. Αμφισβητούσα συνεχώς τα μαθήματα, τους καθηγητές και γενικότερα την σχολή και την μηχανολογία σαν απασχόληση. Άρχισα λοιπόν να σκαλίζω τα πράγματα γύρω μου ψάχνοντας να βρω κάτι να με ενδιαφέρει. Κάπως έτσι, μετά από διάφορα ερεθίσματα, συγκυρίες και τυχαίες συναντήσεις με ανθρώπους που με ενέπνευσαν, βρέθηκα να δίνω στις εξετάσεις της δραματικής σχολής του Κρατικού Θεάτρου.
Αν μπορούσα να συμβουλέψω τον εαυτό μου τότε και οποιονδήποτε βρίσκεται σε παρόμοια κατάσταση, ανεξάρτητα από την ηλικία, θα του έλεγα να μην φοβάται τις αλλαγές και τα διλήμματα. Μέσα από αυτά και στην ουσία μέσα από την αμφισβήτηση του εαυτού μας και των γύρω μας, δημιουργείται το πιο γόνιμο έδαφος για να αλλάξεις οτιδήποτε δεν σε εκφράζει και να φτάσεις ένα βήμα πιο κοντά σε αυτό που πραγματικά θέλεις να κάνεις και να είσαι. Το ένστικτο μας πάντα ξέρει, αρκεί να έχουμε ανοιχτά αυτιά και μάτια και το θάρρος για να “μετακινηθούμε” και να το ακολουθήσουμε.”
Η πρώτη του επαφή με το θέατρο, ήταν όταν πήρε μέρος στις εισαγωγικές εξετάσεις της δραματικής σχολής του Κ.Θ.Β.Ε. Μέχρι τότε δεν είχε ποτέ σταθεί σε σκηνή, μπροστά σε ανθρώπους.
“Εκείνο το καλοκαίρι λοιπόν δούλευα σε ένα bar στην Χαλκιδική και επέστρεψα στην Θεσσαλονίκη δέκα μέρες πριν τις εξετάσεις. Κακήν κακώς έμαθα δυο μονολόγους, από ένα κλασσικό και ένα σύγχρονο θεατρικό έργο, συν ένα ποίημα και με απόλυτη άγνοια του περί τίνος πρόκειται, έφτασα στην αίθουσα αναμονής. Εκεί ανακάλυψα πως θα έπρεπε -τουλάχιστον να έχω μελετήσει το κλασσικό κείμενο του Σαίξπηρ από όπου είχα επιλέξει τον έναν από τους δυο μονολόγους. Το χειρότερο όμως ήταν ότι όχι μόνο δεν γνώριζα τίποτα για το έργο αυτό αλλά δεν ήξερα καν τον τίτλο του! Μέσα στον πανικό μου αποφασίζω να πω ότι ο μονόλογος είναι από το έργο Βασιλιάς Λιρ και ξεκίνησα να αρθρώνω το κείμενο. Δεν θα ξεχάσω τον διευθυντή της σχολής να με διακόπτει δυο φόρες στο ίδιο σημείο και να με ρωτάει αν είμαι σίγουρος για το ότι το έργο είναι ο Βασιλιάς Λιρ. Όπως αποδείχθηκε το έργο τελικά ήταν το “Όπως σας αρέσει”. Άρχισα να τρέμω από την ντροπή μου, τους ζήτησα συγνώμη και τους εξήγησα ότι δεν είχα ιδέα για το τι λέω και τι κάνω και ότι βρέθηκα κάπως ξαφνικά εδώ. Γέλασαν και μου είπαν : “Δεν πειράζει, τουλάχιστον είσαι ειλικρινής.” δείχνοντας μου την πόρτα της εξόδου. Φυσικά και δεν πέρασα, γιατί δεν ήξερα που πατάω και που βρίσκομαι! Ήμουν για κλάματα, όχι για γέλια! Αλλά αυτή η πρώτη επαφή ήταν αρκετή για να ανακαλύψω ότι μέχρι τότε δεν είχα κάνει τίποτα πιο ενδιαφέρον από αυτό στην ζωή μου. Έτσι τον επόμενο χρόνο πολύ πιο συνειδητοποιημένος και προετοιμασμένος αυτή την φορά έδωσα και πέρασα στην σχολή. “
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Θεσσαλονίκη όπου και ξεκίνησε η πορεία του στον χώρο των τεχνών. Θεωρεί πως οι καλλιτέχνες στην πόλη δεν έχουν δυνατότητες να αναπτυχθούν και αντίστοιχα, η πόλη, βιώνει την στασιμότητα.
“Πιστεύω πως η Θεσσαλονίκη βιώνει μια στασιμότητα ίσως και πιο πριν από την περίοδο της πανδημίας, σε πολλούς τομείς μάλιστα, όχι μόνο στον πολιτισμό. Οι σκηνές στη πόλη είναι λίγες και συντηρούνται μετά δυσκολίας, παράλληλα η προσφορά εργασίας ειδικά στον χώρο των παραστατικών τεχνών είναι ελάχιστη. Αυτή η συνθήκη της έλλειψης επιλόγων, από τη μία μεριά δημιουργεί ξεκάθαρο πρόβλημα επιβίωσης σε όλους τους εργαζόμενους της τέχνης και από την άλλη μπορεί να γίνει η αφορμή που οι άνθρωποι ενεργοποιούνται και συναντιούνται, από την ίδια ανάγκη να εκφραστούν και να συνδημιουργήσουν σε δικά τους πλαίσια γιατί δεν γίνεται αλλιώς. Όταν οι άνθρωποι λοιπόν έχουν την ανάγκη να επικοινωνήσουν μια ιστορία, να εκφράσουν απόψεις για αυτά που μας απασχολούν σαν κοινωνία τότε δημιουργούνται αξιοσημείωτες παραστάσεις. Αναρωτιέμαι όμως αν μπορούν αυτές οι λίγες φωτεινές περιπτώσεις να επιβιώσουν και να έχουν συνέχεια στην Θεσσαλονίκη…
Βίωσα και εγώ φυσικά αυτή την στασιμότητα επί δυο χρόνια στην Θεσσαλονίκη, αφού δεν μου ήταν αρκετό αυτό που προσέφερε η πόλη, τόσο σε επαγγελματικό όσο και σε προσωπικό επίπεδο. Είχα φτάσει σε αδιέξοδο και αποφάσισα να πάρω μια απόσταση από το θέατρο και την υποκριτική κάνοντας άλλες δουλειές προκειμένου να βιοποριστώ, αναζητώντας πάλι κάτι να με εμπνεύσει και να με κινητοποιήσει. Μάταια όμως, γιατί εν τέλει δεν έφταιγε η δουλειά που έκανα αλλά η καθημερινότητα μου συνολικά είχε φτάσει σε ένα τέλμα στην Θεσσαλονίκη. Ευτυχώς για άλλη μια φορά οι αγαπημένοι μου άνθρωποι ήταν εκεί, κάποιοι για να με σπρώξουν και κάποιοι για να με τραβήξουν προς την Αθήνα. Μέσα σε λίγες μέρες παραιτήθηκα από τις δουλειές μου, μάζεψα τα πράγματα μου και μετακόμισα γεμάτος αμφιβολίες και ανασφάλειες αλλά με τεράστια προσμονή για αυτή την αλλαγή.
Αν και η μετακίνηση μέσα στην Θεσσαλονίκη με οποιοδήποτε μέσο δεν είναι καθόλου ευχάριστη, λατρεύω κάποια συγκεκριμένα σημεία της, όπως την παραλιακή (το βράδυ) από το λιμάνι μέχρι το Καραμπουρνάκι και την Κρήνη, τις γειτονιές της Ολύμπου και της Άνω Πόλης μέχρι το Επταπύργιο και φυσικά το δάσος Σέιχ Σου που αγκαλιάζει από ψηλά όλη την πόλη με τις ατέλειωτες διαδρομές και τα καταπράσινα μονοπάτια.”
Ο Κωνσταντίνος, χάραξε μία σπουδαία πορεία στις θεατρικές σκηνές της Θεσσαλονίκης.
“Το πρώτο που θυμάμαι είναι το 2015, όταν με τρεις συμφοιτητές μου και δυο μουσικούς ανεβάσαμε την παράσταση “Άκου να δεις ψευδαίσθηση” βασισμένη στο έργο “Ψευδαισθήσεις” του Ιβάν Βιριπάγεφ στο τότε Blackbox στην Θεσσαλονίκη.
Η παράσταση εντωμεταξύ δημιουργήθηκε μέσα στην σχολή ως πτυχιακή εργασία μου, την οποία δουλεύαμε επί πέντε μήνες και στο τέλος παίχτηκε για πέντε μόνο παραστάσεις. Λίγο μετά, το 2016 συμμετείχα σε μια παράσταση – εμπειρία, το “Festen – Οικογενειακή γιορτή” που σκηνοθέτησε ο Γ. Παρασκευόπουλος στο Φουαγιέ του Κ.Θ.Β.Ε. Η σχέση που είχαμε οι ηθοποιοί με τους θεατές ήταν μοναδική. Όποιος έχει δει την παράσταση καταλαβαίνει τι εννοώ!
Την ίδια περίοδο το 2018, κάναμε πρόβες για την παράσταση “Όσα η καρδιά μου στην καταιγίδα” που σκηνοθέτησε ο Π. Δεληνικόπουλος στο Μικρο Θέατρο της Μονής Λαζαριστών. Αυτή η παράσταση έχει ένα ξεχωριστό μέρος στην καρδιά μου και στην μνήμη μου για διάφορους λόγους. Το training που έκανα για να αφηγηθώ την ιστορία ενός παιδιού – εφήβου ήταν μια πολύ έντονη και επίπονη διαδικασία. Το σώμα μου την θυμάται ακόμα.”
Ο χώρος του πολιτισμού τα τελευταία χρόνια έχει στιγματιστεί από καταγγελίες αλλά και μία μεγάλη απαξίωση λόγω της υποβάθμισης πτυχίων βάσει του ΠτΔ58. Θεωρεί, πως αυτές οι καταγγελίες ήταν αναγκαίες, για να γίνει η αρχή να μιλήσουμε ανοιχτά για κάποιες καταστάσεις, που διαιωνιζόντουσαν στον χώρο από καιρό. Από την αντίπερα όχθη, τα τελευταία χρόνια η μυθοπλασία ανθίζει στην τηλεόραση και επέστρεψε δυναμικά με ποιοτικές δουλειές.
“Οι συγκρούσεις και οι αναταραχές που ακολούθησαν, είχαν σαν αποτέλεσμα να δημιουργηθεί επιπλέον διχασμός μεταξύ των εργαζόμενων της τέχνης. Πάνω σε αυτό έσκασε και η βόμβα του ΠτΔ58, το οποίο εξισώνει το πτυχίο των ηθοποιών, όλων των δραματικών σχολών – κρατικών και μη – με απολυτήριο λυκείου. Όλα αυτά όπως καταλαβαίνετε, επέφεραν μια επιπλέον ανασφάλεια στον ήδη ασταθή και υποτιμημένο κλάδο. Το πρόβλημα είναι ότι αυτά που ορίζει το νέο διάταγμα είναι ήδη σε ισχύ στον εργασιακό μας τομέα, αλλά από την άλλη μεριά η πρόθεση και πιο συγκεκριμένα η αντιπρόταση των αρμόδιων δεν είναι ακόμα ξεκάθαρη, ούτε υλοποιήσιμη πρακτικά. Όπως και να έχει πάντως, θέλω να πιστεύω πως η τέχνη και γενικότερα ο πολιτισμός πάντα θα βρίσκει τρόπους.
Η τηλεόραση και το κοινό της χρειαζόντουσαν μια ανανέωση και στο είδος των σεναρίων και στην ποιότητα της εικόνας, που εξελίσσεται ραγδαία τα τελευταία χρόνια. Είναι πολύ αισιόδοξο το ότι αυξήθηκαν οι παραγωγές και επομένως και οι συμμετοχές νέων αλλά και παλιών ηθοποιών που μέχρι τώρα δεν γνώριζε το κοινό της τηλεόρασης. Όσο για μένα, δεν παρακολουθώ τηλεόραση τα τελευταία χρόνια και σαν επαγγελματίας έχω κάνει κυρίως θέατρο και μόνο μια ταινία μεγάλου μήκους. Είναι συναρπαστικό που ο “Σκαραβαίος” είναι η πρώτη μου συνεργασία στην τηλεόραση και μάλιστα μέσα σε λίγους μήνες από τότε που ήρθα στην Αθήνα. Είμαι πολύ χαρούμενος και ευγνώμων που συνεργάζομαι με αυτούς τους ανθρώπους, μπροστά και πίσω από τις κάμερες, σε αυτές τις συνθήκες.”
Ο “Σκαραβαίος” συνδυάζει το αστυνομικό / crime είδος με στοιχεία noir και θρίλερ και με αυτοτελή επεισόδια, που σημαίνει κάθε φορά και διαφορετική υπόθεση για τον Μάρκο Αλεξίου – που τον φωνάζουμε Σκαραβαίο – και την ομάδα του στο Ανθρωποκτονιών. Παράλληλα βλέπουμε να εξελίσσεται από το παρελθόν μέχρι το τώρα η τραγική οικογενειακή ιστορία του Σκαραβαίου, που είναι και ο κεντρικός χαρακτήρας. Ταυτόχρονα η σειρά διαδραματίζεται γύρω από εγκλήματα τα οποία αυτή την στιγμή βρίσκονται σε έξαρση σε καθημερινή βάση.
“Το αστυνομικό είδος λείπει γενικά από την ελληνική τηλεόραση, πέρα από κάποιες ελάχιστες εξαιρέσεις. Ίσως το γεγονός το ότι ο θεατής μπαίνει σε μια πιο ενεργητική θέση, προσπαθώντας και αυτός να εξιχνιάσει το έγκλημα και να βρει τους ενόχους, κάνει αυτό το είδος ακόμα πιο ελκυστικό και ενδιαφέρον. Η αγαπημένη μου σκηνή από τα επεισόδια που έχουν προβληθεί μέχρι σήμερα, διαδραματίζεται στο πρώτο επεισόδιο, είναι αυτή που είμαστε με τον Σκαραβαίο μπροστά από τον κάδο σκουπιδιών και μου κάνει νόημα για να μπω μέσα και να ψάξω για στοιχεία. Έχει μια ωραία αντίθεση γιατί ενώ είμαστε σε έρευνα από κάτω υπάρχει κάτι σαρκαστικό και χιουμοριστικό. Το γύρισμα αυτής της σκηνής ήταν πολύ δύστροπο. Έγινε όντως στο δάσος Τατοΐου, λίγο μετά το ξημέρωμα θυμάμαι. Είχε πολύ κρύο λόγω δυνατών ανεμών και τη μια στιγμή ερχόντουσαν σύννεφα και ψιλόβροχο από τον αέρα και την άλλη έβγαινε ήλιος εκτυφλωτικός και έπρεπε πάλι να αναπροσαρμοστεί ξανά και ξανά όλο το σετ για τις ανάγκες της σωστής λήψης.
Η Ελλάδα του 2024 νιώθω ότι βρίσκεται σε ένα μεταίχμιο σε όλους τους τομείς και ταυτόχρονα οι ακραιότητες, όπως οι συνεχείς γυναικοκτονίες δεν σταματάνε. Τα τελευταία χρόνια ευτυχώς, αυξάνεται δειλά – δειλά η κοινωνική μας συνείδηση και γινόμαστε πιο ευαισθητοποιημένοι και αφυπνισμένοι με οτιδήποτε ολοκληρωτικό και καταπιεστικό απέναντι στον άνθρωπο αλλά και στα ζώα. Οι παλαιές αντιλήψεις που αφορούν το φύλο, την ηθική, την ταυτότητα κλπ, επαναπροσδιορίζονται και αντικαθιστώνται από νέες πιο συμπεριληπτικές και πιο ισάξιες ως προς το κάθε άτομο ξεχωριστά. Οι πόλεμοι συνεχίζονται όμως και έχουμε πολύ δρόμο ακόμα για να μάθουμε να αποφεύγουμε την βια σε όλες τις μορφές της.”
Ανάμεσα στο θέατρο, το σινεμά και την τηλεόραση δεν ξεχωρίζει κανένα, ενώ το μέλλον του φαίνεται να είναι λαμπρό στην Αθήνα.
“Δυσκολεύομαι να τα βάλω σε σειρά προτεραιότητας. Το ιδανικό νομίζω είναι να συμβαίνουν παράλληλα και με διαλείμματα, για να ανανεώνεται η οπτική και το ενδιαφέρον μου. Φέτος, συμμετέχω στον Σκαραβαίο, που έχει αρκετά επεισόδια ακόμα και υποθέσεις για να λύσουμε και αργότερα την συμμετοχή μου στο δεύτερο κύκλο του Maestro. Τα πράγματα εξελίσσονται πιο γρήγορα από ότι περίμενα στην Αθήνα και έχω αγωνία για τα επόμενα σχέδια, που εύχομαι να είναι μια θεατρική παράσταση.”